Η αγορά των Μ.Μ.Ε. στην Ελλάδα, μία από τις μεγαλύτερες «φούσκες»

Συνέντευξη της Άντρης Γ., Επικοινωνία και Media,
στη Γεωργία Κεραμάρη, Δημοσιογράφο

 

Γ. Κ.: Εργάστηκες ως συντάκτρια στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Social Activism Αθηνών». Έχοντας διανύσει τον τέταρτο μήνα του πεντάμηνου προγράμματος, τι έχεις αποκομίσει από αυτή την εμπειρία; Σκέφτεσαι να την αξιοποιήσεις;

Α. Γ.: Το τι μπορεί να αποκομίσει κανείς από ένα 5μηνο πρόγραμμα κοινωφελούς χαρακτήρα είναι αρκετά σχετικό και σίγουρα θέλει το χρόνο του και μια απομάκρυνση από την ένταση της στιγμής για να αποκρυσταλλωθεί μια προσωπική εκτίμηση αλλά και να έρθει κανείς εκ νέου σε επαφή με την αναζήτηση εργασίας. Σίγουρα όμως, η βαλτωμένη αγορά εργασίας αλλά και οι οικονομικές συνθήκες που βιώνει ο καθένας τείνουν να μας τραβούν πίσω αναφορικά με πιθανές ανάγκες ακόμη και επαναπροσδιορισμού αντικειμένου σπουδών και εργασίας. Αν κάτι έχω αποκομίσει σε ατομικό επίπεδο, πάντως, είναι μάλλον η δυνατότητα να παίζω με τα όρια της κατευθυντήριας γραμμής και της προσωπικής κοσμοθεωρίας ή μεμονωμένης άποψης.

 

Γ. Κ.: Ποια ήταν τα θέματα που ανέπτυξες και δημοσίευσες ως άρθρα;

Α. Γ.: Τα θέματα που ανέπτυξα περισσότερο ήταν αυτά της αλληλέγγυας οικονομίας και κυρίως εγχειρημάτων σε Ελλάδα και Ευρώπη που αντιμετωπίζουν το ζήτημα της εναλλακτικής οικονομίας σφαιρικά, των νέων μορφών επικοινωνίας μέσα από τις νέες τεχνολογίες και το Internet καθώς και το πώς θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν με μεγαλύτερη ευρύτητα και οργάνωση από τους ΟΤΑ, την κεντρική διοίκηση αλλά και τα άλλα δίκτυα των πολιτών. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε σε θέματα που αφορούσαν την ειδική, κάθε φορά, χρήση των social media και την ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Ασχολήθηκα, επίσης, με κάλυψη ημερίδων (π.χ. «Ενδοοικογενειακή βία κατά των Γυναικών»), παρουσίαση πρόσφατων κοινωνικών ερευνών και μετάφραση ξένης αρθρογραφίας. Σε μεγάλο βαθμό εξήγαγα θέματα μέσα από τις ίδιες τις διάφορες δομές που διαθέτει ο Δήμος της Αθήνας, δίνοντας μια προτεραιότητα σε αυτές για τους πολίτες μεταναστευτικής καταγωγής. Πρόκειται, γενικά, για ένα θέμα το οποίο αν δεν εμπεριέχει εγκλήματα δεν «πουλάει». Προσωπικά, ασχολήθηκα με την άλλη πλευρά. Για παράδειγμα, η διαπολιτισμικότητα και η κοινωνική ένταξη, η επαφή και αλληλεπίδραση των διαφορετικοτήτων που συνυπάρχουν στην Αθήνα είναι ένα από τα ζητήματα με τα οποία καταπιάστηκα μέσα από συνεντεύξεις ανθρώπων που προΐστανται σε σχετικές δομές και θεσμούς στο Δήμο της Αθήνας.

 

Γ. Κ.: Νιώθεις πραγματικά συμμέτοχη συντελεστής μιας ομάδας και αν ναι, πώς κρίνεις το γεγονός ότι η δουλειά αυτή έχει να διαχειριστεί ζητήματα επικοινωνίας και χρηστικής ενημέρωσης; Την αντιμετωπίζεις ως κάτι παραπάνω από δουλειά;

Α. Γ.: Η αλήθεια είναι ότι σίγουρα γνώρισα αρκετούς πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους με τους οποίους όχι μόνο μπορέσαμε να συνεργαστούμε άψογα, αλλά επικοινωνούμε και σε πολλά επίπεδα. Από κει και πέρα, μέσα σε ένα 5μηνο δεν προσδοκούσα ότι θα ενταχθώ σε μια συντακτική ομάδα που θα λειτουργούσε με όρους οριζοντιότητας, διαλόγου και συναίνεσης. Αυτό θα προϋπέθετε μια εκ των προτέρων ζύμωση και κάποια μίνιμουμ συμφωνιών ή έστω κοινώς συμφωνημένων, από όλους μας, κατευθύνσεων. Σε αυτό το πλαίσιο αντιλαμβάνομαι να παίρνουν περισσότερη αξία όροι όπως «συμμέτοχος», «συντελεστής», «ομάδα»… Το μοντέλο εδώ λειτούργησε και λειτουργεί πιο «κλασικά», με μια κάποια ελευθερία κινήσεων ως προς την πρόταση θεμάτων, πάντα στα πλαίσια κατευθύνσεων βέβαια! Υπό αυτή την έννοια, καθένας ανάλογα με τις καταβολές του και τα δικά του προσωπικά όρια, καθόριζε το βαθμό προσαρμοστικότητάς του. Για παράδειγμα, ο καθένας έπρεπε να γράψει ένα θέμα το οποίο όφειλε να κουμπώσει με τα υπόλοιπα, να είναι εντός θέματος και σκοπού σε σχέση με ό,τι του ζητήθηκε και να μην ξεφεύγει υπερβολικά από τη δική του άποψη και οπτική, ώστε να μην αισθάνεται παγιδευμένος σε ένα στραβοφορεμένο κουστούμι. Οπότε, η ενασχόληση με την επικοινωνία γενικά και ειδικά με τη δημοσιογραφία, όσο γοητευτική κι αν φαίνεται, θα μπορούσε να είναι και μια παγίδα. Σίγουρα όμως, τα μη κοστοβόρα μέσα επικοινωνίας, με πρώτο και κύριο το Internet, μέσα από το οποίο πλέον μπορούν να στηθούν έντυπα, portal, ραδιόφωνα, ακόμα και οπτικοακουστικά ερευνητικά πρότζεκτ, είναι ένας τρόπος η πληροφορία να γίνει υπόθεση όλων και όχι μόνο ενός φορέα.

 

Γ. Κ.: Πριν από αυτή την εργασία ήσουν άνεργη; Είχες κάποια δραστηριότητα; Νιώθεις αδικημένη από τις συνθήκες που υπάρχουν στην Ελλάδα για τους πτυχιούχους;

Α. Γ.: Δουλεύοντας σε ένα πρόγραμμα που προκηρύχτηκε για ανέργους προφανώς και αποτελούσα μια από το 1,5 εκατομμύριο. Όμως, έκανα και μικρά «διαλείμματα» κακοπληρωμένων ή και ανασφάλιστων εργασιών. Από κει και πέρα, θεωρώ ότι το ζήτημα της αδικίας έχει ευρύτερες κοινωνικές και ταξικές διαστάσεις και δεν είναι ένα προσωπικό θέμα. Εν πάση περιπτώσει, νιώθω αδικημένη για όλους όσοι δεν έχουν τα μέσα αξιοπρεπούς βιοπορισμού. Δεν είναι καν θέμα πτυχιούχων, γιατί στο κάτω κάτω οι μη πτυχιούχοι προέρχονται κατά βάση από τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα. Είναι οξύμωρο σε ένα σύστημα που αναπαράγει τις ανισότητες να θεωρούμε τον «αποκλεισμένο» υπεύθυνο για αυτό που του συμβαίνει και να μετράμε την «αξία» των ανθρώπων με πιστοποιητικά γλωσσομάθειας και masters. Ως πτυχιούχος πάντως, δεν νιώθω παραπάνω αδικημένη από τον οποιοδήποτε άνεργο. Ούτε μετανιώνω για τα χρόνια των σπουδών μου, μιας και ήταν τα πιο δημιουργικά από πολλές απόψεις. Ούτε θα παρακαλάω να ανοίξει και πάλι άνευ όρων η αγορά των media για να «αξιοποιήσω» εγώ και κάτι χιλιάδες ακόμα το πτυχίο μας. Η αγορά των MME στην Ελλάδα, άλλωστε, αποτελούσε μια από τις μεγαλύτερες φούσκες πολύ πριν έρθει η κρίση.

 

Γ. Κ.: Υπάρχει μια φράση που λέει ότι, η δική σας γενιά είναι μια χαμένη γενιά, μέσα στη μετριότητα του συστήματος, που κυριάρχησαν οι φούσκες στην οικονομία, η κλεπτοκρατία, η διαφθορά και εν πολλοίς η αναξιοκρατία. Πώς θα ήθελες να σχολιάσεις εσύ αυτή την εκτίμηση;

Α. Γ.: Δεν πιστεύω πως υπάρχουν χαμένες γενιές. Μάλλον, δεν αντιλαμβάνομαι καν τον όρο «γενιά», καθώς είναι γενικευτικός. Άνθρωποι της «ίδιας γενιάς» καταλήγουν σε διαφορετικές επιλογές ζωής. Τώρα που πιεζόμαστε όλοι προς τα υπόγεια της κοινωνικής πυραμίδας, θα κριθούμε για τις επιλογές μας αυτές και για το αν τελικά θα πολεμήσουμε αυτές τις κοινωνικές παθογένειες ή θα αφομοιωθούμε εκ νέου από το ίδιο ακριβώς σύστημα με όποια μάσκα φορέσει και πάλι.

 

Γ. Κ.: Κρίνοντας τη δράση της εφημερίδας, νιώθεις απλά ως ειδική συντάκτρια στη θεματική σου ή θεωρείς ότι συμμετέχεις σε ένα έντυπο δημοσιογραφίας πολιτών, όπως αυτό τουλάχιστον παρουσιάστηκε τελευταία στην εκδήλωση στο ξενοδοχείο Hilton;

Α. Γ.: Δεν θα έλεγα ότι σε όλο το διάστημα της ως τώρα εργασίας μου στη «Social Activism Αθηνών» έμεινα προσκολλημένη σε ένα εξειδικευμένο αντικείμενο έρευνας και ενασχόλησης. Άλλωστε, πέρα από το τι έχει κανείς σπουδάσει και έχει ως κύριο επιστημονικό αντικείμενο, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες που ορίζουν τις δυνατότητες. Αυτό έχει να κάνει στην περίπτωσή μας με το τι έχει ασχοληθεί και γνωρίζει ο καθένας από μας μέσα από την ευρύτερη κοινωνική του εμπειρία αλλά και με τη ροή της επικαιρότητας και τα όσα μπορεί να εξάγει ο καθένας από αυτήν, μέσα στα στενά πλαίσια που του δίνονται κάθε φορά αναλόγως προσανατολισμού του μέσου. Όπως ήδη ανέφερα, μεταξύ ιδεατού και πραγματικού υπάρχει μια απόσταση πάντα. Το ίδιο ισχύει και για αυτό που ονομάζεται «δημοσιογραφία πολιτών». Η προσωπική μου άποψη είναι ότι αυτή δεν ασκείται από εργαζόμενους σε καθεστώς εξαρτημένης εργασίας, αλλά από πολιτικά όντα που διατίθενται να αλληλεπιδράσουν και να γίνουν και οι ίδιοι μέσα κατά συνείδηση «παραγωγοί» αλλά και «αγωγοί» γνώσης και πληροφορίας.