Κοινωφελής εργασία: Ποιο το πραγματικό όφελος;

Γράφει η Αναστασία Πρίφτη,
Κοινωνική Ανθρωπολόγος

Το δικαίωμα στην εργασία και η οργάνωση της με τον πιο δίκαιο και παραγωγικό τρόπο είναι ζητήματα που έχουν απασχολήσει λίγο ως πολύ όλους μας. Σήμερα όμως που οι ευκαιρίες για εργασία σπανίζουν έχουμε έρθει αντιμέτωποι με ένα επιπλέον ζήτημα, αυτό του φόβου, της ανασφάλειας. Ο φόβος ως κακός σύμβουλος δυστυχώς θολώνει τη σκέψη μας και μας εμποδίζει να αξιολογήσουμε σωστά τα δεδομένα. Τα εργασιακά δεδομένα στις μέρες μας χρειάζονται ψύχραιμη και μεθοδική αντιμετώπιση και πάνω απ’ όλα θετική και δημιουργική διάθεση, απέναντι σε κάθε εργασιακή ευκαιρία που μας δίνεται προκειμένου να ωφεληθούμε τελικά απ’ αυτήν.

Στο πλαίσιο αυτό εκφράζω την ικανοποίησή μου διότι μέσω του ηλεκτρονικού βήματος λόγου της «Social Activism Αθηνών» έχει ανοίξει ένας γόνιμος διάλογος σχετικά με την ωφέλεια των προγραμμάτων απασχόλησης «Κοινωφελούς Εργασίας», τα γνωστά ΚΟΧ, διάλογος ο οποίος ως διαδικασία ενισχύει την ελευθερία του λόγου και τον πλουραλισμό των απόψεων, στοιχεία που στηρίζουν εδώ και αιώνες τη γνήσια δημοκρατία.

Ο τρόπος όμως που έχει διατυπωθεί το προς διερεύνηση ζήτημα («Κοινωφελής Εργασία. Σύμμαχος ή εχθρός στην εργασία;») δεν θεωρώ ότι είναι δόκιμος, διότι εξ αρχής δημιουργεί μια αντιπαλότητα. Μου θυμίζει παλιότερες συζητήσεις ανθρωπολογικού περιεχομένου υπό τον τίτλο «Εμείς και οι άλλοι», οι οποίες πάντα κατέληγαν στη διαπίστωση ότι η διχοτόμηση αυτή είναι κατασκευασμένη αν όχι και ύποπτη. Τί σχέση βέβαια μπορεί να έχει αυτή η διχοτόμηση με τους «συμμάχους» και «εχθρούς» του ζητήματός μας, με τα «αφεντικά και τους εργαζόμενους»; Θεωρώ ότι εντάσσεται στην ίδια στρεβλή λογική των απέναντι, οι οποίοι τελικά οφείλουν να αλλάξουν θέση και να στρέψουν το βλέμμα τους μπροστά στον κοινό στόχο, στο λεγόμενο «κοινωνικό καλό» και στην προσωπική ωφέλεια κάθε εργαζόμενου, η οποία εντάσσεται μέσα σ’ αυτό.

Το «κοινωνικό καλό», το οποίο επιθυμούν να προστατεύουν όλοι όσοι εποφθαλμιούν θέσεις εξουσίας και ελέγχου, είναι το ζητούμενο της εποχής μας και εμπεριέχει ευκαιρίες για προσωπική ανάπτυξη και κοινωνική πρόοδο. Το «κοινωνικό καλό» δε χρειάζεται προστάτες αλλά ενεργούς και προοδευτικούς πολίτες, οι οποίοι θα είναι ικανοί να προτείνουν νέους παραγωγικούς δρόμους και να δημιουργούν. Ο διάλογος ως μία τέτοια δημιουργική και παραγωγική διαδικασία οφείλει να αξιοποιείται προς αυτή την κατεύθυνση αφήνοντας κατά μέρος επικριτικές τάσεις, οι οποίες εμπεριέχουν την κρίση και τη συντηρούν κατά κάποιο τρόπο.

Αξιοποιώντας λοιπόν αυτή τη δυνατότητα, του διαλόγου, καταθέτω τη δική μου οπτική επί του ζητήματος το οποίο έχει τεθεί στην εν λόγω εφημερίδα. Αρχικά βρίσκω τουλάχιστον αντιεπιστημονικά τα πορίσματα που καταλήγουν με ευκολία σε διατυπώσεις του τύπου «Χορός εκατομμυρίων στις ΜΚΟ…» χωρίς την ανάπτυξη μιας σχετικής, διαφανούς και εκτεταμένης έρευνας. Υπήρξαν και υπάρχουν ΜΚΟ «φούσκες», η οποίες αν δεν έχουν ήδη σκάσει, θα σκάσουν σύντομα πιστεύω. Όμως δεν μπορεί μαζί με τα «χλωρά να καίγονται και τα ξερά». Η επικριτική στάση απέναντι στις ΜΚΟ εν γένει μόνο κακό μπορεί να προκαλέσει. Μου ‘ρχεται αυθόρμητα στο νου η λαϊκή ρήση που λέει «καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα». Στην περίπτωσή μας το όνομα δυστυχώς έχει βγει, αλλά ευτυχώς έχουμε σώσει το μάτι! Και λέω ευτυχώς διότι υπάρχουν μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών με τα μάτια στραμμένα σε σημαντικό κοινωφελές έργο, το οποίο δυστυχώς επιχειρούν να σπιλώσουν ψευδολογίες και συκοφαντικές γενικόλογες προσεγγίσεις. Το γεγονός ότι η φυσιογνωμία αυτών των οργανισμών (μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα) δεν αποσκοπεί στο οικονομικό κέρδος, όπως π.χ. μία ιδιωτική επιχείρηση, αλλά έχει κοινωνική στόχευση δημιουργεί, όχι δικαιολογημένα, καχυποψία και επικριτικές διαθέσεις.

Οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί ανήκουν σε μία άλλη σφαίρα της οικονομίας, η οποία απαιτεί ενεργό ανθρώπινο κεφάλαιο και στηρίζεται στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Δεν αποτελεί ο οικονομικός αυτός τομέας μία νέα εναλλακτική οδό για να «τακτοποιήσουμε» ανέργους. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών δραστηριοποιούνται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα και πιο εκτεταμένα και επιτυχημένα στο εξωτερικό. Η κοινωνική κρίση ανέδειξε τη δράση τους, όχι γιατί εντάχθηκαν ορισμένες από αυτές σε ένα «Χορό εκατομμυρίων…», αλλά γιατί συγκεντρώνουν πολλά στοιχεία, τα οποία δεν θα αναλυθούν εδώ, ικανά να οδηγήσουν σε έξοδο από την κρίση. Οι οργανισμοί αυτοί αποδεικνύουν καθημερινά, στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον, ότι αντέχουν στα δύσκολα και ότι μπορούν να επιβιώνουν με τα λίγα. Αν πιστεύει κανείς στις δυνατότητές και στους στόχους τους τότε μπορεί να συνταχθεί με το έργο τους, αν όχι μπορεί απλά και ελεύθερα να στραφεί αλλού χωρίς να επικρίνει τη δράση τους.

Η υπέρ 15ετής εμπειρία μου (επαγγελματικά και εθελοντικά) συνεργασίας με μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς με έχει πείσει ότι όλοι όσοι δεν πιστεύουν στο έργο που επιτελεί ένας τέτοιος οργανισμός και δεν αντέχουν στις ιδιαίτερες πολλές φορές συνθήκες εργασίας, απλά αποχωρούν. Συνήθως στους οργανισμούς αυτούς, στους οποίους η διάθεση προσφοράς περισσεύει, η έλλειψη οικονομικών πόρων και ικανοποιητικής οργάνωσης μετατρέπει τους εργαζόμενους σε «πολυμήχανους ήρωες», οι οποίοι κάνουν λίγο απ’ όλα, χωρίς τίτλους και άνετα γραφεία. Αυτό πράγματι μοιάζει με «ξεζούμισμα» κάποιες φορές, όμως τελικά αν δεν «ξεζουμιστείς» στους οργανισμούς αυτούς δύσκολα θα κατορθώσεις να επιτύχεις τους στόχους τους.

Μέσα σε ένα τέτοιο εργασιακό περιβάλλον κυριαρχούν ο δυναμισμός, η δημιουργικότητα και η επινοητικότητα και αυτά ομολογουμένως αποτελούν ισχυρά κίνητρα για να απασχοληθεί κάποιος στο πεδίο αυτό. Ουδείς βέβαια μπορεί να παραβλέψει τις ιδιαίτερες και δύσκολες πολλές φορές συνθήκες που μπορεί να επικρατούν σε τέτοιους χώρους. Οφείλει ο κάθε εργαζόμενος να επιδιώκει σταθερά τη βελτίωση των όρων εργασίας του, αφήνοντας όμως κατά μέρος αντιπαλότητες, οι οποίες εμποδίζουν την πρόοδο και την αλλαγή.

Η εργασία σε έναν κοινωφελή οργανισμό είναι επιλογή και αποτελεί πρόκληση για πολλούς και διάφορους λόγους. Από την εμπειρία μου βίωσα τέτοιες προκλήσεις στους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς όπου εργάστηκα, προκλήσεις που απαιτούσαν εγρήγορση, ευελιξία, ανατροπή και ρίσκο. Θεωρώ ότι έτσι ωφελήθηκα πολλαπλά, διότι ανακάλυψα δυνάμεις, τις οποίες δεν φανταζόμουν ότι είχα και γνώρισα τα νέα όρια των δυνατοτήτων μου. Μπορεί βέβαια ποτέ να μην γνώρισα σιγουριά και ασφάλεια ως εργαζόμενη σε αυτό το «προκλητικό τοπίο», όμως έλαβα εφόδια και εργαλεία τα οποία μου επιτρέπουν σήμερα να εξελίσσομαι. Ποιος άλλωστε μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι μπορεί να βρει ένα ασφαλές εργασιακό περιβάλλον;

Κλείνω με μία ευχή με στόχο να αποτελέσει ερέθισμα σκέψης και προβληματισμού. Ας είναι να γίνουν οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών το πεδίο, η ευκαιρία να ανακαλύψουν και να κατανοήσουν οι εργαζόμενοι τι σημαίνει να είσαι πραγματικά ωφελούμενος και να εργάζεσαι για την προσωπική σου εξέλιξη και το κοινωνικό καλό.