Κράτος κι αγορά. Οι μεγάλες ρυθμιστικές δυνάμεις κι η Κοινωνία Πολιτών

 Του Βασίλη Τακτικού *


Μετά τις εκρηκτικές διαστάσεις που λαμβάνει αυτή η παγκόσμια οικονομική κρίση, εκείνο που διαπιστώνουμε με ανάγλυφο τρόπο, είναι ότι η ιστορία δε μένει αμετακίνητη ούτε στις ανάγκες ούτε στις ιδέες ούτε στα πολιτικά προτάγματα, όπως αυτά είχαν ορισθεί στο παρελθόν, αλλά μας αναγκάζει σε ένα γενικότερο επαναπροσδιορισμό.

 Αυτό που παρουσιάστηκε πριν δύο δεκαετίες ως «το τέλος της ιστορίας», αντίθετα με τις νεοφιλελεύθερες προφητείες, δεν ήρθε. Οι ακραίες ολιγαρχικές αντιλήψεις και μαζί τους ο άκρατος κρατισμός, καταρρέουν. Ο κόσμος από διπολικός, κράτος – αγοράς, γίνεται τώρα τριπολικός κράτος – αγοράς – κοινωνία. Είναι πρόδηλο ότι ο πολιτισμός και κυρίως οι νέες τεχνολογίες που έχουν να κάνουν με τη διάδοση της πληροφορίας, διαφοροποιούν διαρκώς τα δεδομένα με αποτέλεσμα οι επικρατούσες ιδεολογίες να σπρώχνουν τις κοινωνίες είτε προς την αυτοκαταστροφή διαφόρων συστημάτων που δεν είναι πλέον λειτουργικά, είτε προς τη δημιουργία νέων.

Είναι ενδεικτικό ότι φιλελεύθεροι στοχαστές, όπως ο Φουκογιάμα και ο Σόρος, μετά την πρόσφατη κρίση, παίρνουν αποστάσεις από το σύστημα του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και μιλούν για μια απαραίτητη ισορροπία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Εκ των πραγμάτων, αμφισβητείται τόσο η ηγεμονία της αγοράς όσο και ο κρατικός καπιταλισμός και αναζητείται μια νέα μικτή οικονομία. Μάλιστα, η αμφισβήτηση αυτή είναι πλέον έμπρακτη και όχι θεωρητική και εστιάζεται στη μοριακή σύσταση του συστήματος, με αποτέλεσμα να  αναζητούνται νέες αρχές βιωσιμότητας. Ας μην ξεχνάμε, ότι μέσα από την κρίση, η αγορά είναι εκείνη που καλεί το κράτος σε βοήθεια και μάλιστα, μέσα από τους καθεδρικούς ναούς του συστήματος, που είναι οι τράπεζες.

Ο φιλελευθερισμός για πολλούς πλέον δεν ταυτίζεται με τον καπιταλισμό. Σε ό,τι αφορά τους οικονομιστές φιλελεύθερους, δυστυχώς ή ευτυχώς, οι τράπεζες δεν υπακούν στους ιδεολόγους του νεοφιλελευθερισμού και ζητούν τη βοήθεια του κράτους για να ξεπεράσουν την κρίση. Με αυτόν τον τρόπο, έχει χαλάσει η συνταγή της πίστης στο συλλογικό φαντασιακό, του καταναλωτισμού και της απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης και ταυτόχρονα, η μηχανική της οικονομικής επιστήμης έρχεται σε αντίφαση με την ιδεοληψία των οικονομιστών που πιστεύουν στη «θρησκεία της ανταγωνιστικότητας». Το σύστημα βρίσκεται σε κρίση, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο, αφενός διότι η μηχανική του μονεταρισμού δε δουλεύει και αφετέρου διότι η κρίση κλιμακώνεται, με αποτέλεσμα να  κλονίζεται η πίστη της κοινωνίας στο σύστημα και επομένως να αναζητούνται άλλες διέξοδοι.

Αυτή η νέα πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με τις γνωστές παραδοχές της ωφελιμιστικής αντίληψης, με βάση την απεριόριστη οικονομική μεγέθυνση. Οι υλιστές βλέπουν την αγορά ως τον κρίσιμο κοινωνικό θεσμό και τον πρωταρχικό ρυθμιστή των ανθρώπινων σχέσεων. Το πρόβλημα είναι πως η ανάλυσή τους έρχεται σε σύγκρουση με την ιστορία της ανθρώπινης ανάπτυξης. Δεν υπάρχει ούτε ένα γνωστό παράδειγμα που να τεκμηριώνει ότι οι άνθρωποι ομαδοποιήθηκαν για πρώτη φορά για να ιδρύσουν αγορές και να εμπορευθούν και στη συνέχεια απέκτησαν πολιτισμική ταυτότητα. Ούτε υπάρχουν παραδείγματα πρωταρχικής ανθρώπινης ομαδοποίησης με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης και στη συνέχεια κουλτούρας. Πρώτα απ’ όλα οι άνθρωποι δημιούργησαν τη γλώσσα για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Μετά έφτιαξαν ένα μύθο για την προέλευσή τους. Καθιέρωσαν τελετουργίες για τις καταβολές τους και οραματίστηκαν το συλλογικό τους πεπρωμένο. Δημιούργησαν κώδικες συμπεριφοράς και δεσμούς εμπιστοσύνης – αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κοινωνικό κεφάλαιο» – και ανέπτυξαν κοινωνική συνοχή.

Όμως, στις σύγχρονες κοινωνίες, είτε μας αρέσει είτε όχι, οι δύο καθολικότητες, του κράτους και της αγορά, είναι οι «μεγάλες ρυθμιστικές δυνάμεις», που καθόρισαν τις κοινωνικές εξελίξεις και το κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύστημα του καπιταλισμού καθ’ όλη τη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων της βιομηχανικής εποχής. Οι κάθε είδους δογματικοί υπέρμαχοι άλλοτε της μονοσήμαντης κυριαρχίας του κράτους και άλλοτε της αγοράς νιώθουν άβολα και προσπαθούν μάταια να εντάξουν το νέο φαινόμενο στα καλούπια τους. Όμως, η νέα καθολικότητα της κοινωνίας πολιτών δεν υπακούει ούτε στους κανόνες της  οικονομίας της αγοράς, ούτε χωράει στο πλαίσιο της οικονομικής ολιγαρχίας, ούτε συνάδει ή συναινεί με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ούτε συμπορεύεται με το κράτος ή τον κρατισμό.  Κι αυτό, γιατί απλά η υλική βάση και το συλλογικό φαντασιακό της κοινωνίας μετασχηματίζονται και αυτοργανώνονται εντελώς ανεξάρτητα κι ερήμην όλων αυτών. Όσο αλήθεια είναι ότι στη βάση του φιλελευθερισμού και των ατομικών δικαιωμάτων βρήκε έδαφος και αναπτύχθηκε η κοινωνία των πολιτών, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι η ατομιστική ωφελιμιστική αντίληψη της αγοράς δεν είναι ο μόνος χώρος στον οποίο γίνονται οι επιλογές και ζυμώνονται  προτιμήσεις όσον αφορά στην οργάνωση του τρόπου ζωής των πολιτών. Κι η οργανωμένη κοινωνία πολιτών είναι η περίτρανη απόδειξη.

Οι θεωρητικές αναφορές στην κοινωνία των πολιτών, στα τέλη του 19ου  και τις αρχές του 20ου αιώνα, σε ελάχιστες περιπτώσεις διαχωρίζονται από την επίδραση του κράτους και της αγοράς, προφανώς γιατί οι θεσμοί της ήταν ανίσχυροι, σε σχέση με τις δύο άλλες καθολικότητες. Έτσι, στο σημείο αυτό αξίζει να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή και να αναφερθούμε πολύ περιληπτικά στις  δυο αντικριστές θεωρίες του φιλελεύθερου στοχαστή Τοκβίλ (Alexis de Tocqueville 1805 – 1859) και του ηγέτη της Ιταλικής αριστεράς Γκράμσι (Antonio Gramsi 1891 – 1937) για την κοινωνία των πολιτών ώστε να αντιληφθούμε την σχέση και τη συνάρτηση της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών ως καθολικότητα, με τις άλλες δυο καθολικότητες της αγοράς και κυρίως του κράτους.

Ο Τοκβίλ  και ο Γκράμσι είναι οι δύο στοχαστές στους οποίους αναφέρονται όλοι οι σύγχρονοι μελετητές. Μολονότι και οι δύο έγραψαν σε μια άλλη εποχή, με διαφορετικά δεδομένα, και η ερμηνεία τους μπορεί να θεωρηθεί πολύ πρώιμη για τις σημερινές συνθήκες, η συνεισφορά τους στη θεωρητική παράδοση για τη σχέση της κοινωνίας των πολιτών με το κράτος είναι το σημείο αναφοράς που σηματοδοτεί τα όρια και τις δυνατότητες ελευθερίας, του κοινωνικού φαινομένου που σήμερα ορίζεται ως «ενεργοί πολίτες».

Ο Τοκβίλ αναδεικνύει τη σημασία του εθελοντισμού σε σχέση με το λιγότερο κράτος και την ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου και της κοινωνίας των πολιτών, που πλέον αναγνωρίζονται ευρέως ως καθοριστικοί παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης, όπως αναφέρεται από τους Putnam και Fukuyama και περιγράφεται στο έργο του «Δημοκρατία στην Αμερική». Εξετάζει, μάλιστα, με πραγματικό θαυμασμό το πλήθος των εθελοντικών οργανώσεων πολιτών στις Η.Π.Α., που, λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι θεσμοί, συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, εξυπηρετώντας, παράλληλα, μία σειρά κοινωνικών σκοπών, ενάμιση αιώνα πριν.

Ωστόσο, πολλές από τις «προφητικές» ερμηνείες του διαψεύδονται από την ίδια την εξέλιξη της Αμερικής και την εξέλιξη του οικονομικού φαινομένου του καπιταλισμού τον οποίον άλλωστε δεν αναλύει οικονομικά, όπως έκαναν ο Άνταμ Σμιθ και ο Μαρξ, αλλά αναφέρεται απλά στις αξίες του φιλελευθερισμού τις οποίες εμπεριέχει.

Γράφει για την Αμερική. «Βλέπω ότι τα αγαθά και τα χαλεπά επιμερίζονται αρκετά ισομερώς. Τα μεγάλα πλούτη εξαφανίζονται και ο αριθμός των μικρών περιουσιών πολλαπλασιάζεται. Δεν υπάρχουν πια ούτε η αχανής χλιδή ούτε η ανεπανόρθωτη εξαθλίωση. Η φιλοδοξία είναι καθολικό συναίσθημα, λίγες όμως είναι οι άμετρες φιλοδοξίες». Και παρακάτω: «Τα ήθη είναι ήπια και η νομοθεσία ανθρώπινη… Η βία είναι σπάνια και η σκληρότητα σχεδόν ανύπαρκτη… Και αυτό που παρατηρώ σε σχέση με τις περιουσίες εμφανίζεται με μύριες όσες μορφές. Όλα σχεδόν τα ακραία φαινόμενα γλυκαίνουν και αμβλύνονται και όλα τα έντονα σημεία σβήνουν, αφήνοντας τη θέση τους σε κάτι το μεσαίο». Δυστυχώς, τίποτα από αυτές τις ρομαντικές περιγραφές δεν ισχύει σήμερα στην Αμερική.

Ο κοινωνιολόγος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, συγκρίνοντας τα «προφητικά όρια» και τις «προβλητικές ανεπάρκειες» του Τοκβίλ, σε αντιπαράθεση με τις αντίστοιχες αδυναμίες του Μαρξ, διαπιστώνει ότι και οι δύο στοχαστές δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την εποχή τους, τις αφετηριακές αξίες και επιλογές τους με αποτέλεσμα να παρεκκλίνουν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, η ειρωνεία της ιστορίας επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά: οι δύο αντίθετες και αντικριστές αναγνώσεις του μέλλοντος εμφανίζονται ως παραπληρωματικά μέρη μιας ενεργούς και επίκαιρης αντιπαράθεσης αξιών, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο στοχαστές μπορούν να συγκριθούν όχι ως προς την αναλυτική τους δεινότητα, αλλά ως προς την κατεύθυνση και τις προεκτάσεις της προταγματικής τους ανεπάρκειας.

Ο Γκράμσι, από την άλλη πλευρά, εισάγει στην πολιτική θεωρία την έννοια τις ιδεολογικής ηγεμονίας του «οργανικού διανοούμενου» και το γεγονός ότι σκεπτόμενοι και οργανωτικοί άνθρωποι προωθούν ενεργά τις ιδέες και τις απόψεις της τάξης τους.

Η κοινωνία των πολιτών είναι, τρόπον τινά, το πεδίο άσκησης της ελευθερίας και της δημιουργίας των όρων και προϋποθέσεων της συναίνεσης και της πειθούς, αλλά είναι εξίσου και το πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων στο πολιτιστικό, ιδεολογικό, θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο. Το ρόλο αυτό παίζουν οι οργανωτικοί διανοούμενοι, με στόχο την ιδεολογική ηγεμονία.

Επομένως κατά τον Γκράμσι, προκειμένου να κατανοήσουμε ένα σύγχρονο κράτος, δεν αρκεί να μελετήσουμε τα πολιτικά κόμματα και την οικονομική δομή, αλλά είναι αναγκαίο να αναλύσουμε εκείνο το σύνολο φαινομένων που αποκαλούσε «οργάνωση της κουλτούρας», δηλαδή: το σχολείο, τις εκκλησίες, τις εφημερίδες, τις περιοδικές επιθεωρήσεις, τον κινηματογράφο, το λαϊκό μυθιστόρημα κ.λπ.

Ο Γκράμσι αντιτάχθηκε, με τον τρόπο του, στις επικρατούσες απόψεις στο διεθνές μαρξιστικό θεωρητικό τοπίο της εποχής του, δηλαδή στον οικονομίστικο αυτοματισμό και τον πολιτικό βολονταρισμό, ακόμη και στον Λένιν.

Οι βασικές συνεισφορές του Γκράμσι στην πολιτική σκέψη ήταν οι εξής:

  • η έννοια της πολιτισμικής «ηγεμονίας», ως μέσο διατήρησης της κυριαρχίας του καπιταλιστικού κράτους,
  • ο τονισμός της ανάγκης για τη μόρφωση των εργατών, ώστε να δημιουργηθούν οι «οργανικοί διανοούμενοι» της εργατικής τάξης και να γίνει δυνατή η επίτευξη της εργατικής ταξικής «ηγεμονίας»,
  • η διάκριση μεταξύ πολιτικής κοινωνίας (αστυνομία, στρατός, νομικό σύστημα κ.ά.), που κυριαρχεί άμεσα και κατασταλτικά, και κοινωνίας των πολιτών (οικογένεια, εκπαιδευτικά συστήματα, συνδικάτα κ.ά.), όπου η κυριαρχία του καπιταλιστικού κράτους συγκροτείται μέσω της ιδεολογίας ή μέσω της συναίνεσης,
  • η πρωταρχική σημασία του ιστορικού υποκειμένου, δηλαδή η ανάλυση μιας κοινωνίας στο συγκεκριμένο κάθε φορά ιστορικό της πλαίσιο και η κριτική του οικονομικού ντετερμινισμού.

Πρέπει, βέβαια, να τονιστεί ότι η θεωρία του Γκράμσι, που διατυπώθηκε υπό διαφορετικές συνθήκες από τις σημερινές, δεν μπορεί να ερμηνεύσει όλα τα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα και τις συλλογικές συμπεριφορές. Επιπλέον, έχει επισημανθεί από ορισμένους ότι ο Γκράμσι ήταν αποκλειστικά, ή τουλάχιστον κυρίως, εθνικός στοχαστής στο συγκεκριμένο πλαίσιο της Ιταλίας.

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, με ανεξάρτητη και αυτόνομη δράση από το εθνικό κράτος. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και οι οργανικοί διανοούμενοι δεν είναι αναγκασμένοι να είναι κρατικοί υπάλληλοι ή κομματικά στελέχη. Στελέχη, δηλαδή, μιας ιεραρχικής αντιπροσωπευτικής οργάνωσης, με σκοπό την κρατική εξουσία ή τη διατήρησή της.

Υπάρχει, δηλαδή, ένας σαφής διαχωρισμός της κοινωνίας των πολιτών από το κράτος ως επιλογή. Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαφοροποιημένη κοινωνία των πολιτών από αυτή που ανάλυε ο Γκράμσι στην εποχή του. Η νέα καθολικότητα της κοινωνίας των πολιτών είναι προϊόν της παγκοσμιοποίησης και της ανοικτής κοινωνίας και δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την κατασκευή του ιστορικισμού της κλειστής κοινωνίας, που ανάπτυξε ο Χέγκελ ο οποίος, με τη σειρά του, ταυτίζει την κοινωνία των πολιτών με το έθνος-κράτος και, άρα, ως εξαρτώμενη από αυτό.

Εδώ η θεώρηση του φιλελευθερισμού του Τοκβίλ είναι χρήσιμη απέναντι στον κρατισμό, όπως και η θεώρηση του Γκράμσι είναι χρήσιμη για να δούμε τη λειτουργία της συναίνεσης, αλλά και τη λειτουργία της αμφισβήτησης, απέναντι στις καθολικότητες του κράτους και της αγοράς. Σε όλη αυτή την περίοδο, η κοινωνία των πολιτών είχε δυναμική παρουσία μόνο κατά τη διάρκεια των επαναστατικών περιόδων, υποτασσόμενη πάντοτε, δια μέσου των κομμάτων, στην εξουσία του κράτους και την ηγεμονία της αγοράς. Έτσι εμφανιζόταν ως ένας χώρος που περισσότερο χρησιμοποιείτο από τις κομματικές ηγεσίες και δεν υπαγόρευε πολιτική.

Η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας και της παραγωγής δεν ευνοούσαν την αυτόνομη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών, πέρα από το συνδικαλισμό, τη συντεχνιακή αντίληψη με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών σε ομάδες θεματικού ενδιαφέροντος και συντεχνιακών συμφερόντων που ασφαλώς δεν επέτρεπε στις οργανώσεις να θέτουν ανεξάρτητα ζητήματα συλλογικής κοινωνικής έκφρασης, με αποτέλεσμα ο ρόλος τους να μην είναι ούτε ανεξάρτητος, ούτε πρωταγωνιστικός, αφού ο κατακερματισμός των οργανωμένων μειοψηφιών εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί ακόμη την ηγεμονία του κράτους και της αγοράς και τις αντίστοιχες καθολικότητες.

* Ο Βασίλης Τακτικός είναι διευθυντής Μελετών εκ των Συντονιστών του ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.