Μεταναστευτικό Πρόβλημα – Η λύση μέσα από τις οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών, τις κοινωνικές επιχειρήσεις και τη συναινετική και κοινωνική αστυνόμευση

Γράφει ο Θανάσης Κατερινόπουλος
Συντονιστής – Διαχειριστής Πανελλήνιας Ένωσης Συμπράξεων Κοινωνικής Οικονομίας (Π.Ε.Σ.Κ.Ο.)

 

Τον τελευταίο καιρό έχει διογκωθεί το θέμα των μεταναστών…

Ξαφνικά ανακαλύψαμε ότι υπάρχουν; Ξαφνικά μας έπιασε η ευαισθησία για την υγεία μας, την ασφάλειά μας ή και την οικονομία μας επειδή μας παίρνουν τις δουλειές μας;

Πέραν της φιλοσοφικής και πολιτικής ανάλυσης του θέματος, οφείλει να γνωρίζει κάθε Έλληνας και το πρακτικό κομμάτι, τόσο το ιστορικό όσο και το θεσμικό που υπάρχει, και για ποιο λόγο έχουμε οδηγηθεί σε αυτή την κατάληξη σήμερα. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να προβώ σε μία μικρή ενημέρωση σχετικά με τη διαδρομή που ακολουθούν αυτοί οι άνθρωποι, στατιστικά και αποδεδειγμένα, μέχρι να εισέλθουν στην Ελλάδα…

Όπως ίσως γνωρίζετε, οι μεσογειακές χώρες, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, αποτελούν χώρες υποδοχής παράτυπων-παράνομων μεταναστών από τις αφρικανικές χώρες, όπως το Μαρόκο, η Τυνησία και η Αλγερία. Από την Υποσαχάρια Αφρική, 65.000-120.000 άνθρωποι, περνούν τις χώρες του Μαγκρέπ (Μαυριτανία, Μαρόκο, Τυνησία, Αλγερία και Λιβύη) κάθε χρόνο. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων αυτών μεταναστεύει μέσω Λιβύης ενώ το υπόλοιπο μέσω Μαρόκου και Αλγερίας. Μερικές χιλιάδες, λοιπόν, Αφρικανών, προσπαθούν να περάσουν τη Μεσόγειο και ένας πολύ μεγάλος αριθμός από αυτούς, μέσω Τουρκίας καταλήγει στην Ελλάδα. Από τον Ιανουάριο μέχρι και τον Οκτώβριο του 2011, 40.000 μπήκαν στη χώρα μας από την περιοχή της Ορεστιάδας και άνω των 10.000 από τα θαλάσσια σύνορά μας με την Τουρκία.

Όσοι συνελήφθησαν στην Ορεστιάδα, δήλωσαν ότι προέρχονται από το Αφγανιστάν ή τη Σομαλία ή από αραβόφωνες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής.

Ποιοι είναι οι λόγοι, όμως, της μεταστροφής από τα ισπανικά προς στα ελληνικά σύνορα; Εκτιμώ ότι οι λόγοι, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι είναι οι εξής:

1. Η αλλαγή στο καθεστώς θεωρήσεων εισόδου στην Τουρκία, επειδή θεσμοθετήθηκε ελεύθερη είσοδος από χώρες του Ιράν, της Υεμένης, του Λιβάνου του Μαρόκου και της Τυνησίας.

2. Στα δίκτυα trafficking τα οποία λειτουργούν στην Τουρκία και όχι μόνο.

3. Στην απουσία κέντρων υποδοχής μεταναστών τόσο στην Τουρκία, όσο και στην Ελλάδα.

4. Κυρίως στη μη τήρηση του πρωτοκόλλου της συμφωνίας επαναπροώθησης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, από την πλευρά της Τουρκίας.

Γνωρίζετε ότι η πρώτη Ελληνική Αρχή που έρχεται σε επαφή με τους παράτυπους παράνομους μετανάστες είναι η Ελληνική Αστυνομία;

Άρα, λοιπόν, μία ουσιαστική συζήτηση για το θέμα αυτό και κυρίως για την διαπολιτισμική αστυνόμευση, πρέπει να ξεκινήσει από εκείνο το σημείο και κυρίως με την ανάλυση του κοινωνικού περιβάλλοντος, αλλά και των πολιτικών προσεγγίσεων στη διαφορετικότητα. Αυτό θα βοηθήσει και την Αστυνομία, αλλά κυρίως τους πολίτες και τη χώρα.

Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, οι μετανάστες αντιμετωπίζονται ως μία «απειλή» για την ευημερία των πολιτών, φαινόμενο το οποίο αυξάνεται σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Θα συμφωνήσετε ότι αυτό συμβαίνει σήμερα και στη χώρα μας.

Θεωρούμε, μήπως, τούτη την αντίδραση των μεταναστών, δηλαδή, την προσπάθειά τους ώστε να διατηρήσουν τα ήθη και τα έθιμά τους και γενικότερα την πολιτιστική τους κληρονομιά, ως μία απειλή εξαφάνισης της εθνικής μας κουλτούρας;

Αυτή η αίσθηση της απειλής, μπορεί να πιστεύει κανείς ότι δεν επηρεάζει τη φιλοσοφία, αλλά και την πρακτική αντιμετώπισης του φαινομένου, από την πλευρά των επίσημων θεσμικών φορέων της χώρας;

Αυτό, όμως, που ίσως δεν έχουμε σκεφτεί είναι, το ότι από την άλλη πλευρά, υπάρχουν χώρες, που με βάση το Διαπολιτισμικό Διάλογο, αναγνωρίζουν και προασπίζουν τη διαφορετικότητα, γεγονός που από μόνο του λειτουργεί ως ενταξιακή πολιτική.

Εδώ ίσως θα έπρεπε να τονιστεί, ότι ως πολιτική του διαπολιτισμικού διαλόγου αποτελεί η εγγύηση των ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων των μεταναστών, αντιμετωπίζοντας έτσι με αποτελεσματικότερο τρόπο τη διασύνδεση και την επαφή τους με τους αρμόδιους ελέγχου της χώρας μας.

Στην Ευρώπη αλλά και στην Ελλάδα, παραδέχονται όλοι πλέον ότι η κατάσταση πρέπει να αλλάξει.

Οι αλλαγές, εκτιμώ, ότι πρέπει να συνδέονται με μεταρρυθμίσεις στον τομέα της Αστυνόμευσης, ώστε να δοθεί έμφαση στην πρόληψη, στην συναινετική και Κοινωνική Αστυνόμευση.

Επίσης, η εκπαίδευση, οι σχέσεις με την κοινωνία και η ενημέρωση, είναι σε θέση να αλλάξουν τις αρνητικές στάσεις. Αλλά και η «αξιοποίηση» μεταναστών με την πρόσληψή τους από την Αστυνομία, μπορεί να βελτιώσει σε σημαντικό βαθμό την παρούσα κατάσταση.

Το πιο δύσκολο, όμως, είναι η οικοδόμηση δεσμών εμπιστοσύνης μεταξύ των μεταναστών και των τοπικών κοινωνιών. Και εδώ, υπεισέρχεται η θεσμοθέτηση κανόνων από την πολιτεία. Διότι σε μια ελεύθερη κοινωνία, οι πολίτες πρέπει να έχουν πρόσβαση και να συμμετέχουν στις αποφάσεις και στις πολιτικές της, ακόμη και της αστυνόμευσης.

Η συμμετοχή τους, μέσω των εκλεγμένων των ΟΤΑ, δεν αρκεί και δεν έχει δώσει σοβαρά αποτελέσματα στην Ελλάδα.

Θα έπρεπε, ο κάθε πολίτης ατομικά αλλά και συλλογικά, να συμμετέχει και να συνδιαμορφώνει τη στρατηγική αντιμετώπισης, των φαινομένων του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, των μεταναστών αλλά και της ενδεικνυόμενης σε κάθε περιοχή, μορφής αστυνόμευσης, χωρίς να υποκαθίστανται οι υπάρχοντες Νόμοι. Αυτή η αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου είναι δυνατό να λειτουργήσει επιχειρησιακά στο δρόμο αλλά και στις γειτονιές.

Η κοινωνία οφείλει να μοιράζεται την ευθύνη για την προστασία της, γι’ αυτό πρέπει να επιδιώκεται η συμμετοχή και η εμπλοκή της μέσω των κοινωνικών συνεργασιών.

Σε ένα ευέλικτο πλαίσιο στο οποίο θα συμμετέχουν άνθρωποι της γειτονιάς, σχολεία, εκκλησία, κοινωνικές επιχειρήσεις, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και ΟΤΑ, καθώς και σε συνεργασία με την αστυνομία, θα εντοπίζουν, θα αναγνωρίζουν, θα προτείνουν και θα δίνουν λύσεις σε όλα τα προβλήματα εμπεριεχομένου και σε αυτό των μεταναστών.

Η Ελλάδα ήταν, και δυστυχώς σήμερα ξανάρχισε λόγω της οικονομικής κρίσης, να «διώχνει τα παιδιά της» και να τα οδηγεί στη μετανάστευση, γι’ αυτό λοιπόν όλοι μας πρέπει να καταδικάζουμε συμπεριφορές παράνομες και ρατσιστικές, από όπου και αν προέρχονται.

Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες προς όλες τις κατευθύνσεις, διότι η αποδοχή και η ενσωμάτωση της διαπολιτισμικότητας στην αστυνόμευση, είναι και δύσκολη και χρονοβόρος υπόθεση, αλλά κυρίως απαιτεί οικοδόμηση «αμοιβαίας εμπιστοσύνης». Παράλληλα, όμως, πρέπει να συνδυάζεται και με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και απόλυτη εφαρμογή στην ουσία, των Διεθνών Κανόνων Δικαίου που αφορούν την προστασία του ανθρώπου, την καταπολέμηση του ρατσισμού, του trafficking κ.τ.λ.

Διότι εάν δεν υπάρχει βούληση σε ανώτατο επίπεδο της ηγεσίας μίας χώρας (Κυβέρνηση), καμία αλλαγή στο σχεδιασμό των πολιτικών και στρατηγικών δε μπορεί να αλλάξει αντιλήψεις, με αποτέλεσμα η αστυνομία να στοχοποιείται λόγω συμπεριφοράς ακόμη και μειοψηφίας αστυνομικών, αφού και η στάση ενός, μπορεί να «τινάξει στον αέρα», προσπάθειες εκατοντάδων ωρών που έγιναν προς την σωστή κατεύθυνση.