Ο ηλιοπότης Ελύτης

Γράφει η Χριστίνα Ν. Χαραλαμποπούλου
Διεθνολόγος
 

 

Ο τίτλος του αφιερώματος προέρχεται από τη διάλεξη της Λιλής Ζωγράφου στο Θέατρο Κάβα του Ν. Χατζίσκου, με αυτό τον τίτλο, προσφορά στην επέτειο των 60 χρόνων του ποιητή.

«Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας»

Οδυσσέας Ελύτης, Ο μικρός Ναυτίλος.

teyxos6-xaralampopoulou-1

Κάτω από το σκοτεινό πέπλο των καιρών μας η ανάγκη για ένα «μικρό ναυτίλο», ο οποίος θα μας οδηγήσει στο φως, είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Πριν από 101 χρόνια, στις 2 του Νοέμβρη, ένας τέτοιος ναυτίλος ήρθε στην ζωή: ο Οδυσσέας Ελύτης. Την ώρα που η ροδομάγουλη αυγή έκανε την παρουσία της, ο Ελύτης αντίκρισε για πρώτη φορά το φως της ελληνικής γης που τόσο έμελλε να τον σημαδέψει και να τον εμπνεύσει. Ανδρώθηκε κάτω από το ασημοπράσινο χρώμα της ελιάς και αφουγκράστηκε με ευλάβεια τους ήχους του Αιγαίου. Μαγεύτηκε από την «τρελή ροδιά » και την αναζήτησε σαν παιδί για να διαπιστώσει αν «είναι αυτή που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου».

Γεννημένος στο Ηράκλειο της Κρήτης, ήταν καρπός του Παναγιώτη και της Μαρίας Αλεπουδέλη. Αν και οι δύο του γονείς κατάγονταν από τη Λέσβο, εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη το 1895 λόγω της δημιουργίας του οικογενειακού εργοστασίου σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας στο Ηράκλειο. Το 1914, όλη η οικογένεια μετοικεί στην Αθήνα λόγω της μεταφοράς των εργοστασίων στον Πειραιά.

Η οικογένεια Αλεπουδέλη διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τον Ελευθέριο Βενιζέλο ο οποίος φιλοξενείται αρκετές φορές στην κατοικία τους στο Ακλείδι της Λέσβου. Τα καλοκαίρια του Οδυσσέα είναι πλημμυρισμένη από φως και ταξίδια. Από το 1919, ο Ελύτης με την οικογένειά του αρχίζει να περνά τα καλοκαίρια του στις Σπέτσες, μέρος φορτισμένο από τις μνήμες του Αγώνα του 1821.

Στα 19 του χρόνια, επιτυγχάνει στη Νομική σχολή την οποία όμως δεν ολοκληρώνει ποτέ. Το 1935 έρχεται σε επαφή με τον υπερρεαλισμό και με τον Ανδρέα Εμπειρίκο ο οποίος μόλις έχει εκδώσει την Υψικάμινο. Από εκείνη τη στιγμή ξεκινά μία φιλία που θα διαρκέσει μέχρι το τέλος της ζωής τους. Η σχέση ζωής που αναπτύσσεται ανάμεσά τους αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο Ελύτης είναι εκείνος οποίος το 1947 παντρεύει τον Εμπειρίκο με την Βιβίκα Ζήση, ενώ το 1958 στη Μονή Πετράκη γίνεται πνευματικός πατέρας του γιου του Εμπειρίκου, Λεωνίδα. Ο Ελύτης στα Ανοιχτά Χαρτιά λέει χαρακτηριστικά για τον Εμπειρίκο «…ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα» Το Πάσχα του 1935, ο Εμπειρίκος φιλοξενείται από τον Ελύτη στο κτήμα του Ακλειδίου.

 teyxos6-xaralampopoulou-2

Ο Οδυσσέας Ελύτης με τον Ανδρέα Εμπειρίκο. [Πηγή: LiFO]

 Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ο Ελύτης παρευρίσκεται σε μία συγκέντρωση του περιοδικού των Νέων Γραμμάτων (1935-1944) στο σπίτι του ποιητή και διευθυντή του περιοδικού, Κατσίμπαλη στην οποία είναι παρόντες ο Σεφέρης, ο Θεοτοκάς και ο Νικολαρεϊζης προκειμένου να έχουν μία πρώτη επαφή με τον ίδιο αλλά και με την ποίησή του. Εκεί, τα ποιήματά του περνούν στα χέρια του ιδιαίτερου ακροατηρίου του, οι οποίοι με μυστικότητα τα στοιχειοθετούν και τα παρουσιάζουν με το ψευδώνυμο Οδυσσέας Βρανάς, το πατρικό όνομα της μητέρας του. Παρόλο που ο Ελύτης αντέδρασε σε αυτή την πρακτική αρχικά, τελικά δέχεται να δημοσιευθούν τα ποιήματά του με άλλο ψευδώνυμο όμως, αυτό που τον καθιέρωσε, Οδυσσέας Ελύτης.

Και ενώ ο πόλεμος σφυροκοπά ήδη την υπόλοιπη Ευρώπη, στις 28 Οκτωβρίου του 1940, ο Ελύτης κατατάσσεται ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου του Ά Σώματος Στρατού. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Ελύτης στέλνεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου. Το Φεβρουάριο του 1941, η υγεία του κλονίζεται και η ζωή του απειλείται εξαιτίας ενός βαρέως κρούσματος κοιλιακού τύφου το οποίο τον στέλνει αρχικά στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων και τελικά καταλήγει μέσα από πολλές αντιξοότητες στην Αθήνα.

 teyxos6-xaralampopoulou-3

Ο Οδυσσέας Ελύτης στη μέση. Πόλεμος του ’40. Δέλβινο. [2]

Το 1948, μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες για να του χορηγηθεί διαβατήριο, το Υπουργικό Συμβούλιο του παρέχει διπλωματικό διαβατήριο και έτσι στις 23 Μαρτίου βρίσκεται στη Γαλλική πρωτεύουσα. Στο Παρίσι, έρχεται σε επαφή με ανθρώπους-ορόσημα όπως τον Breton, Joan Miro, Terriade, Picasso, Matisse, Giacometti, Sartre, Camus, jean Genet και πολλούς άλλους. Εν τω μεταξύ, έχει προηγηθεί στον ελλαδικό χώρο η γνωριμία του με τον Γκάτσο, τον Σικελιανό, τον Eluard και τον Merlier. Στα ανοιχτά χαρτιά ο Οδυσσέας Ελύτης περιγράφει χαρακτηριστικά «Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές, στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de lOdeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St. Germain des Prés».

teyxos6-xaralampopoulou-4

Ο Οδυσσέας Ελύτης φωτογραφημένος από τον Ανδρέα Εμπειρίκο. Πάρος 1954.


Μετά από τη συνεχιζόμενη άρνηση του Ελληνικού κράτους να ανανεώσει το διαβατήριό του, τελικά το 1950 μετά από απαίτηση του τότε Πρωθυπουργού Πλαστήρα, ο Ελύτης αποκτά διαβατήριο. Το 1951, μετά από μία σειρά «αναζητήσεων» σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, επιστρέφει στα πάτρια εδάφη. Το Μάρτιο του 1960, εκδίδονται το Άξιον Εστί και Έξη και μία Τύψεις. Ενώ στις 22 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους τιμάται με το Ά Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το 1961, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη ξεκινά η μελοποίηση του Άξιον Εστί , το οποίο αρχίζει να ηχογραφείται το Μάρτιο του 1964. Το 1963, πραγματοποιείται η ιστορική συνάντηση της επονομαζόμενης «γενιάς του ’30», στην οικία του Θεοτοκά, η οποία αποτυπώνεται σε μία φωτογραφία.

teyxos6-xaralampopoulou-5

1979 Επίδαυρος. Ο Οδυσσέας Ελύτης με τον Μίκη Θεοδωράκη και τους Βασίλη και Διονύση Φωτόπουλο. [Φωτογραφία Ν. Αργυρόπουλου]

 teyxos6-xaralampopoulou-6

Γενιά του ’30 . Όρθιοι από αριστερά: Θανάσης Πετσάλης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. Καθιστοί από αριστερά: Άγγελος Τερζάκης, KT Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Κοσμάς Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος.

Το 1972, εν καιρώ δικτατορίας που ταλανίζει τη χώρα, το καθεστώς θέλει να του απονείμει το «Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας», θεσμός δικής τους επινόησης, με χρηματικό ποσό 1.000.000 δρχ. Ο Ελύτης μη θέλοντας να το αποδεχθεί, κρύβεται προκειμένου να μην πέσει θύμα εκβιασμών.

Το 1979 του απονέμεται μία από τις κορυφαίες διακρίσεις: το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το παραλαμβάνει την δεκάτη μέρα του Δεκεμβρίου από τον Βασιλέα Κάρολο Γουστάβο. Στην αιτιολογία της απόφασης της Ακαδημίας διατυπώθηκε το εξής: «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα» [8, σ.277].

 teyxos6-xaralampopoulou-7

Η στιγμή της παραλαβής του βραβείου Νόμπελ Λογοτεχνίας. [2]

Ύστερα από μία μεγάλη πορεία έργου αλλά και πολλών διακρίσεων, που δε θα μπορούσε να γίνει μία εκτεταμένη αναφορά στα πλαίσια αυτού του αφιερώματος εξαιτίας του τεράστιου όγκου τους που θα χρειαζόταν σελίδες και σελίδες για να στολίσουν, η καρδιά του ποιητή του Αιγαίου σταμάτησε στις 18 Μαρτίου του 1996, αφήνοντάς μας ορφανούς με την υπόσχεση όμως να τον αφουγκραζόμαστε μέσα από τους ήχους των κοχυλιών. Πράγματι το έργο του μας καθιστά ικανούς να αντικρίζουμε κάθε εποχή του χρόνου «τον Αύγουστο να λούζεται μες την αστροφεγγιά και από τα γένια του να στάζουν άστρα και γιασεμιά» (Συλλογή: ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ, εκδ. Ίκαρος, 1972).

Το Μονόγραμμα Όδυσσέας Ελύτης (1972)  

Θά πενθώ πάντα — μ’ ακούς; — γιά σένα,

μόνος, στόν Παράδεισο 

Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές

Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχος

Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός 

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι 

Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας

Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα

Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.

Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται

Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’ άλλα πού πέρασαν

Εάν είναι αλήθεια 

Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουσαν γλυκά

Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά

Τά “πίστεψέ με” και τα “μή”

Μιά στόν αέρα, μιά στή μουσική 

Τα δυό μικρά ζώα, τά χέρια μας

Πού γύρευαν ν’ ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο

Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες

Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί

Πάνω απ’ τίς ξερολιθιές, πίσω άπ’ τούς φράχτες

Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού

Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από

τούς καταρράχτες 

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ

Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό

Στόν τοίχο, τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά

Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά 

Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό

Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο

Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

Επειδή σ’ αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω

Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος

Από παντού, γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’ αχανή σεντόνια

Νά μαδάω γιασεμιά — κι έχω τή δύναμη

Αποκοιμισμένη, νά φυσώ νά σέ πηγαίνω

Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές

Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε 

Ακουστά σ’ έχουν τά κύματα

Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς

Πώς λές ψιθυριστά τό “τί” καί τό “έ”

Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο

Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά 

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο

Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά

Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες

Τά δετά τριαντάφυλλα, καί τό νερό πού κρυώνει

Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει

Τό γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ

Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ

Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό εξαργυρώνει: 

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στόν άνεμο

Τόσο η στάλα στόν αέρα, τόσο η σιγαλιά

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική

Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα

Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή 

Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο

Μές στούς τέσσερις τοίχους, τό ταβάνι, τό πάτωμα

Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου

Νά μυρίζω από σένα καί ν’ αγριεύουν οί άνθρωποι

Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’ αλλού φερμένο

Δέν τ’ αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου 

Να μιλώ γιά σένα καί γιά μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν, μ’ ακούς

Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ ακούς

Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό, μ’ ακούς

Μαχαίρι

Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς

Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει, μ’ ακούς

Είμ’ εγώ, μ’ ακούς

Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς

Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ

Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς

Πού μ’ αφήνεις, πού πάς καί ποιός, μ’ ακούς 

Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’ τούς κατακλυσμούς 

Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες

Θά’ ρθει μέρα, μ’ ακούς

Νά μάς θάψουν, κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι

Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα, μ’ ακούς

Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά, μ’ ακούς

Τών ανθρώπων

Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει 

Στά νερά ένα ένα, μ’ ακούς

Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς

Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς

Όπου κάποτε οί φιγούρες

Τών Αγίων

Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς

Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς

Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω

Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς

Πουθενά δέν πάω, μ’ ακούς

Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί, μ’ ακούς 

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ ακούς

Τής αγάπης

Μιά γιά πάντα τό κόψαμε

Καί δέν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς

Σ’ άλλη γή, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς

Δέν υπάρχει τό χώμα, δέν υπάρχει ο αέρας

Πού αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς 

Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς 

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς

Μές στή μέση τής θάλασσας

Από το μόνο θέλημα τής αγάπης, μ’ ακούς

Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς

Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς

Άκου, άκου

Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει — ακούς;

Είμ’ εγώ πού φωνάζω κι είμ’ εγώ πού κλαίω, μ’ ακούς

Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, μ’ ακούς.

V.

Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς

Μέ σοφές παραμάνες καί μ’ αντάρτες απόμαχους

Από τί νά ’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού

Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου

Καί γιατί, λέει, νά μέλει κοντά σου νά ’ρθω

Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό 

Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει

Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι

Στά μέρη τ’ αψηλά της Κρήτης τίποτα

Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι 

Πιό δω, πιό κεί, προσεχτικά σ’ όλα τό γύρο

Του γιαλού του προσώπου, τούς κόλπους, τά μαλλιά

Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά 

Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού

Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου

Βυθού, μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό

Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο

Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς

Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής

Μέ τ’ άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης 

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη

Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή

Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή 

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει

Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια

Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο

Γιά σένα, ούτε η γερόντισσα ν’ όλα της τά βοτάνια 

Γιά σένα μόνο εγώ, μπορεί, καί η μουσική

Πού διώχνω μέσα μου αλλ’ αυτή γυρίζει δυνατότερη

Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ

Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο

Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή

Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση

Καί νά τό χώμα, νά τά περιστέρια, νά η αρχαία μας γή.

VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’ απ’ τό νού μου φαίνεται ωραιότερη

Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς

Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα

Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα

Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς

Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά

τής θάλασσας 

Έτσι σ’ έχω κοιτάξει πού μου αρκεί

Νά ’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί

Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει

Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ ακολουθεί 

Καί νά παίζει μέ τ’ άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου! 

Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί

Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί

Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι

Πήγαινε, πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί 

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί

νεογέννητο

Μόνος, καί ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί

Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο

Μόνος, ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ ολοστρόγγυλο

Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού

Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο!

VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί

Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα 

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή

Έχω ρίξει μές στ’ άπατα μιάν ηχώ

Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ 

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό

και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.

 

 

 


Πηγές:

  1. Οδυσσέας Ελύτης, Ανοιχτά χαρτιά , Αστερίας, Αθήνα 1974.
  2. Επτά Ημέρες-Καθημερινή, Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1994.
  3. Mario Vitti, «Οδυσσέας Ελύτης: Βιβλιογραφία 1935-1971», συνεργασία Αγγελικής Γαβαθά, Ίκαρος, Αθήνα, 1977.
  4. Κίμων Φράιερ (μφ. Νάσος Βαγενάς), «Άξιον Εστί το τίμημα. Εισαγωγή στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη», Κέδρος 1978.
  5. Δ.Ν. Μαρωνίτης, «Όροι του λυρισμού στον Οδυσσέα Ελύτη», Κέδρος 1980.
  6. Mario Vitti, «Οδυσσέας Ελύτης. Κριτική μελέτη», Ερμής, Αθήνα 1984.
  7. Αφιέρωμα στον Οδυσσέα Ελύτη, «Γράμματα και Τέχνες», 43-44, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1985.
  8. «Αφιέρωμα Οδυσσέας Ελύτης» , περιοδικό Χάρτης, Τεύχος 21-23, Αθήνα, Νοέμβριος 1986.
  9. Α. Μπελεζίνης, «Ο όψιμος Ελύτης», Ίκαρος, Αθήνα, 1999.
  10. Συλλογικό έργο, «Δεκαέξι κείμενα για το Άξιον Εστί», Ίκαρος, Αθήνα, 2001.
  11. Οδυσσέας Ελύτης, «Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό», Ύψιλον 2000.