Το μανιφέστο της συνεργατικής Κοινωνίας

«Κοινωνική οικονομία ή κοινωνική βαρβαρότητα»

Είμαστε μπροστά σε ένα τρίτο κύμα πολιτισμού για ολόκληρη την ανθρωπότητα με κινητήρια δύναμη την 3η και 4η βιομηχανική επανάσταση..

Πρόκειται για  το κύμα κοσμογονίας που μαζί με τα τεχνολογικά μέσα παραγωγής αλλάζει η κοινωνική οργάνωση της εργασίας και η παγκόσμια οικονομία.

Μέχρι τώρα στην ιστορία έχουμε γνωρίσει τα αποτελέσματα δύο μεγάλων τεχνολογικών και θεσμικών επαναστάσεων. Την Γεωργική επανάσταση πριν 5-6 χιλιάδες χρόνια και την βιομηχανική επανάσταση που ξεκίνησε πριν 3 αιώνες περίπου.

Τώρα, στις αρχές του 21ου αιώνα με δεδομένη την ψηφιακή τεχνολογική επανάσταση αναδύεται μια τρίτη οικονομική επανάσταση, μείζονος σημασίας, η οποία χαρακτηρίζει την εποχή μας.

Οι μεγάλες τεχνολογικές αλλαγές επιδρούν αναπόφευκτα στις οικονομικές δυνατότητες του κράτους και τις αγοράς. Με αυτά τα δεδομένα κινδυνεύει το ¼ του πληθυσμού με οικονομικό και κοινωνικό αποκλεισμό ή στην καλύτερη περίπτωση να επιβιώνει με τα περιορισμένα επιδόματα του κράτους.

Μπροστά σε αυτό το φαινόμενο που θα εντείνεται η εναλλακτική πρόταση είναι η κοινωνική οικονομία. Η  επιχειρηματικότητα του συνεργατισμού. Ως συνέχεια και προοπτική της εργασίας για όλους.  Να σημειώσουμε ότι στο διάβα της ιστορίας υπήρξε πάντα μια μορφή άδηλης κοινωνική οικονομία, με την μορφή της οικιακής οικονομίας και της παραγωκατανάλωσης χωρίς μεσάζοντες που λειτουργούσε επικουρικά πλάι στην επίσημη οικονομία του κράτους και της αγοράς. Η άδηλη κοινωνική οικονομία υπήρξε ως φαινόμενο, παράλληλα, με τη φιλανθρωπία που λειτούργησε υπό την επίδραση  της θρησκείας, για την αντιμετώπιση της φτώχειας και των καταστροφών, αλλά αυτό δεν άλλαζε σε τίποτε το κυρίαρχο σύστημα και τις παραγωγικές σχέσεις. Την απόσταση και το μέγεθος των κοινωνικών ανισοτήτων. Ακόμη και όταν το 19 ο και το 20ο αιώνα  το εργατικό κίνημα προώθησε την ιδέα και την πρακτική των συνεταιρισμών ως εναλλακτική ο τομέας αυτός έμεινε στο περιθώριο του οικονομικού συστήματος. Η συγκέντρωση κεφαλαίου των μεγάλων εταιρειών και το εύρος της μισθωτής απασχόλησης έδινε ισχυρή δυναμική στην οικονομία της αγοράς.

Η προσφορά μάλιστα της μισθωτής εργασίας σε μεγάλη κλίμακα εξαιτίας της βιομηχανικής επανάστασης λειτούργησε ως αντικίνητρο και ανέκοψε τον συνεργατισμό.

Τα πράγματα φαίνεται ότι  αλλάζουν συστατικά  με τη Τρίτη τεχνολογική επανάσταση, υπό την επίδραση των  νέων τεχνολογιών, καθώς με την περεταίρω αυτοματοποίηση είναι αναπότρεπτη  η συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας.

Όχι σε σχέση μόνο με το άνοιγμα της ψαλίδας των ανισοτήτων αλλά σε σχέση με την κυρίαρχη μορφή της μισθωτής εργασίας που συρρικνώνεται, και προβάλλει   αναγκαία  η κοινωνική οικονομία για την αντιμετώπιση του κύματος της ανεργίας και φτώχειας που έρχεται.

Η τάση αυτή ως φαίνεται επιτείνεται από την υγειονομική κρίση καθώς, το κράτος προκειμένου να διατηρήσει το κοινωνικό συμβόλαιο συναίνεσης σπεύδει να καλύψει τις ανάγκες με παρεμβατισμό και έκτακτες δαπάνες για τη στήριξη των ανέργων και των μικρών επιχειρήσεων. Ο πρόεδρος Μπάιτεν με τα 2 τρις για μέτρα στήριξης έδωσε το στίγμα της εποχής. Αυτή όμως η παρεμβατική πολιτική χωρίς εναλλακτική προσφορά εργασίας είναι οριακή.

Ας δούμε όμως τι πραγματικά  συμβαίνει στην οικονομία.

Σε όλη την περίοδο της  βιομηχανικής εποχής η κερδοφορία των επιχειρήσεων (που είναι το κίνητρο της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας) ήταν συνυφασμένη με τη χρησιμοποίηση της μισθωτής εργασίας. Σήμερα με τις νέες τεχνολογίες κυρίως την ψηφιακή, την ρομποτική  η κερδοφορία είναι συνδυασμένη  με  την όσο πιο πολύ συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας.

Αλλά και με τα κέρδη από την πνευματική ιδιοκτησία. Ένα μικρότερο κλάσμα του διαθέσιμου εργατικού δυναμικού, είναι αρκετό για την κερδοφορία των μεγάλων επιχειρήσεων. Με δεδομένη την μείωση των αναγκών σε εργατικά χέρια από τα τεχνολογικά επιτεύγματα όχι μόνο δεν βελτιώνονται οι  αποδοχές των εργαζομένων, πέρα από μια μικρή στελεχών υψηλής ειδίκευσης,  αλλά αντίθετα αυξάνεται η κερδοφορία των επιχειρήσεων προηγμένης τεχνολογίας. Αυτό βέβαια πολλές φορές γίνεται εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Το μεγάλο κεφάλαιο συνεχίζει προτιμά να επενδύει σε καζίνα και όχι σε νοσοκομεία.

Ωστόσο έχουμε μια ιστορική ρήξη σχετικά με το μέλλον της μισθωτής εργασίας, κι αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με όλη περίοδο των βιομηχανικών επαναστάσεων που ήταν η κυρίαρχη σχέση εργασίας.

Μ΄αυτό τον τρόπο  έχουμε μια ρήξη στο «ιστορικό συμβιβασμό» κεφαλαίου και εργασίας που εξασφάλιζε στο σύστημα ταυτόχρονα εργαζόμενους και καταναλωτές για την εύρυθμη λειτουργία του.

Ειδικότερα, υπάρχει μια ανατροπή στις σχέσεις κεφαλαίου εργασίας, που υπήρξαν μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την κορύφωση τη  2ης βιομηχανικής επανάστασης.

Πρόκειται για υφέρπουσα ρήξη με το παλαιό κοινωνικό συμβόλαιο. Το παλαιό κοινωνικό συμβόλαιο που εξασφάλιζε κοινωνική ειρήνη με εγγυητή το κράτος είχε όπως είπαμε ως συστατικό στοιχείο τον ιστορικό συμβιβασμό κεφαλαίου και εργασίας. Γνωρίζουμε ότι οι εργαζόμενοι μέσω του συνδικαλισμού πολλές φορές αμφισβητούσαν την τιμή των μισθών αλλά όχι τις ίδιες τις παραγωγικές σχέσεις.. Ο ιδεολογικός αντίπαλος που ήταν τότε ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» κράτησε την ίδια ακριβώς σχέση με τη μισθωτή εργασία. Την γιγάντωσε αφού ο μέγας κεφαλαιούχος έγινε το κράτος.

Όπως καταγράφηκε ιστορικά για την πλειονότητα των εργαζομένων των επιχειρήσεων η σχέση αυτή αποδείχθηκε ήταν βολική. Από την ώρα  όμως που  άρχισε να  περιορίζεται, αναπόφευκτα επέρχεται μια ρήξη στην ισορροπία. Η συρρίκνωση, επομένως, της μισθωτής εργασίας χωρίς εναλλακτικές πρακτικές, φέρνει και από αυτή την πλευρά ως συνέπεια περιορισμένα έσοδα στο κράτος και μείωση της κατανάλωσης. Αυτό σημαίνει στενότητα στα έσοδα του κράτους, χρέη και παρατεταμένη οικονομική κρίση. Η εναλλακτική αντιμετώπιση ήταν πάντα η φορολογική αύξηση συνεισφοράς των πλούσιών και τώρα προστίθεται η επέκταση της δραστηριότητας της κοινωνικής οικονομίας.

Οι προηγμένες δημοκρατικά Κυβερνήσεις και η Ε.Ε που αντιλαμβάνονται τις νέες συνθήκες να αντιμετωπίζουν αυτή την ανισορροπία υιοθετούν πρακτικές που αναφέρονται  στην κοινωνική οικονομία και η πράσινη οικονομία. Τροποποιούν σταδιακά το Κοινωνικό συμβόλαιο και ενσωματώνουν θεσμικά παραγωγικές πρωτοβουλίες που έρχονται την κοινωνία Πολιτών. Αυτό βέβαια δεν γίνεται ερήμην της δράσης και της πίεσης από την πλευρά της κοινωνίας πολιτών.

Με αυτή την οπτική εισάγονται  οικονομικά και επιχειρηματικότητα πολιτικές που ενθαρρύνουν την κοινωνική οικονομία. Ασφαλώς δεν είναι ακόμη επαρκείς οι προσαρμογές  για να καλύψουν τις ανάγκες και την πρόνοια ολόκληρης της κοινωνίας. Ωστόσο το ψηφιακό κράτος μπορεί να γίνει σύμμαχος καθώς  αλλάζει τα δεδομένα της κρατικής γραφειοκρατίας, και μειώνει το κόστος για το πολίτη. Μειώνοντας το κόστος για τους δημόσιους υπαλλήλους μπορεί ν΄αυξηθεί η οικονομία της κοινωνικής μέριμνας.

Επομένως, το πιο σοβαρό πρόβλημα που έχουν ν΄αντιμετωπίσουν οι κυβερνήσεις μετά το τέλος της πανδημίας, καθώς θα τελειώσει το πακέτο  των επιδομάτων, θα είναι η συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας και έκρηξη της ανεργίας. Και θα πρέπει να ικανοποιήσουν την ανάγκη για προέκταση της οικονομίας πρόνοιας και φροντίδας. Από την άλλη πλευρά πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις από χρόνια δεν αντέχουν τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα στο χώρο του λιανικού εμπορίου,  τώρα  η πανδημία έρχεται να δώσει την χαριστική βολή στη βιωσιμότητά τους. Μια διέξοδος είναι οι κοινωνικές επιχειρήσεις στις οποίες υποκείμενο της επιχειρηματικότητας είναι ίδιοι οι φορείς και οι πολίτες που χρειάζονται κοινωνική φροντίδα.

Αυτό το επιχειρηματικό υποκείμενο μπορεί να υποκαταστήσει τους  μικρομεσαίους εργοδότες που χάνονται από την αγορά, που μαζί τους χάνεται και ένα σημαντικό μέρος της μισθωτής εργασίας .        Ας σημειώσουμε ότι από την άλλη μεριά η άνοδος του ηλεκτρονικού εμπορίου και της τηλεργασίας δεν φαίνεται να μπορεί ν΄αναπληρώσει άμεσα τις απώλειες για μια σειρά από λόγους.

Κατ΄αρχή το ηλεκτρονικό εμπόριο και η ψηφιοποίση της εργασίας καταργεί ‘ένα μεγάλο μέρος της διαμεσολάβησης τόσο μέσα στην αγορά όσο και μέσα στη κρατική και τραπεζική γραφειοκρατία. Για την ίδια μάζα του έργου χρειάζονται λιγότεροι πωλητές και γραφειοκράτες και συνεπώς λιγότερη μισθωτή εργασία. Η διαμεσολάβηση (οι μεσάζοντες) ήταν ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας απασχόλησης και τώρα εμφανίζεται ως περιττό.

Η πρόσφατη απόφαση των G7 να περιορίσουν τους φορολογικούς παραδείσους προκειμένου ν΄ανταποκριθούν στις αυξημένες κρατικές δείχνει τις νέες τάσεις και είναι ένα πρώτο θετικό βήμα για την πολιτική παγκοσμιοποίηση ως αντίβαρο στην υφιστάμενη οικονομική παγκοσμιοποίηση, χωρίς αντίστοιχα φορολογικά έσοδα.

.

Το συνεργατικό πνεύμα και η ανταγωνιστικότητα

Σε χώρες που  ο τρίτος τομέας της οικονομίας (συνεταιριστικών και κοινωνικών επιχειρήσεων) έχει θεσμική στήριξη υπάρχει σημαντική άνοδος της κοινωνικής οικονομίας και δημιουργία νέας απασχόλησης.

Οι χώρες αυτές αποδείχθηκαν και λιγότερο ευάλωτες στη γενικότερη οικονομική κρίση. Οι συνεταιριστικές τράπεζες τα αλληλοασφαλιστικά ταμεία και οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί  έδωσαν το στίγμα της ανθεκτικότητας. Οι ενεργειακές κοινότητες είναι επίσης μια νέα πρακτική που δείχνει δυναμικά το μέλλον της κοινωνικής οικονομίας. Η αγροδιατροφή με τη κοινωνικά υποστηριζόμενη γεωργία και οι κοινωνικές επιχειρήσεις στο τομέα υγείας και κοινωνικής μέριμνας δείχνουν την ποιοτική διαφορά. Στο τέλος- τέλος η κοινωνική οικονομία αναπληρώνει  τα εισοδήματα που χάνονται από την συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας. Δεν αναπληρώνει με την αύξηση των μισθών αλλά με την μείωση των τιμών στον συνεταιριζόμενο καταναλωτή για μια σειρά από προϊόντα και υπηρεσίες. Αυτή είναι μια ποιοτική διαφορά που έρχεται να καθορίζει το μέλλον

Παρά αυτές τις παγκόσμιες εξελίξεις σε σχέση με τον καπιταλισμό και τη μισθωτή εργασία το συνεργατικό πνεύμα είναι δραματικά μειοψηφικό στην Ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα μόλις το 9,5 % δηλώνει τη συνεργατικότητα ως επιλογή. Αντίθετα το 90% πιστεύει στην ανταγωνιστικότητα. Το 70% πιστεύει στην ελεύθερη αγορά. Το 65% επιλέγει τη μισθωτή εργασία για βιοπορισμό και το μεγαλύτερο κομμάτι από αυτό τη δημοσιοϋπαλληλική σχέση εργασίας.

Πλήρης παραλογισμός δηλαδή. Η Ελληνική κοινωνία κατά συντριπτική πλειοψηφία πιστεύει στην ελεύθερη αγορά και την ανταγωνιστικότητα, αλλά ταυτόχρονα αυτό που επιθυμεί είναι να γίνει δημόσιος υπάλληλος.

Υπάρχει, βέβαια η αιτιολογία του φαινομένου. Έτσι εκπαιδεύουν τον λαό τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και ειδικά η τηλεόραση, με τον ίδιο τρόπο τον εκπαιδεύουν  τα πανεπιστήμια τα οποία εκπαιδεύουν στα χρηματοοικονομικά (Οικονομία καζίνο) και τη μισθωτή εργασία αλλά είναι ανύπαρκτη η εκπαίδευση στην πραγματική οικονομία και στη συνεργατική (συνεταιριστική ) οικονομία.

Και βέβαια τα κόμματα με τις αλλοπρόσαλλές πολιτικές τους που άλλα λένε για να πάρουν την εξουσία και άλλα κάνουν όταν την ασκούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της τελευταίας δεκαετίας αντιμνημονιακή ρητορική της αντιπολίτευσης, τότε του Σαμαρά και του Τσίπρα, που όταν πήραν διαδοχικά  την εξουσία έγιναν μνημονικότεροι του πρώτου και του δεύτερου μνημονίου.

Μέσα σ΄αυτή την πολιτική παραζάλη ο λαός υποκινούμενος από την τότε κυβέρνηση στο δημοψήφισμα,  ψήφισε κατά 62% όχι στα μνημόνια, για να υπογράψει λίγες μέρες αργότερα η Κυβέρνηση Σύριζα τους πιο σκληρούς όρους μνημονίου για να παραμείνουμε στην Ευρώπη και τη συνέχιση της χρηματοδότησης.

Όλο αυτό το σκηνικό παρανοϊκής διαδικασίας, δικαιολογήθηκε, ως σκληρή διαπραγμάτευση που έφερε τελικά τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα.

Το ωραίο μετά από όλα αυτά είναι ότι πάθημα έγινε μάθημα και ο Ελληνικός λαός εκεί που αμφισβητούσε  πιστεύει τώρα κατά 67% στην προοπτική και στην ασφάλεια της Ενωμένης Ευρώπης. Τουλάχιστον έτσι θα μας έλθει και το νέο πακέτο στήριξης και αποκατάστασης από την υγειονομική κρίση.

Δεν ξεχνάμε όμως ότι μέσα σ΄αυτή την πορεία λαός για μια ακόμη φορά έγινε έρμαιο της ιδεολογικής ηγεμονίας  και προπαγάνδας της καθεστωτικής αντίληψης ότι, η πρόοδος του οφείλεται αποκλειστικά στην ανταγωνιστικότητα και όχι στα συνεργατικά μοντέλα και τη συμμετοχική δημοκρατία.

Αυτό συμβαίνει ακόμη και τώρα στην Ελλάδα, την εποχή που καταρρέει το πρότυπο της νεοφιλελεύθερης αντίληψης και όλοι ακόμη και οι κεντροδεξιοί προστρέχουν στην κρατική πρόνοια και παρεμβατισμό για να αντιμετωπιστεί όχι μόνο η υγειονομική κρίση αλλά και δραματική συρρίκνωση της μισθωτής εργασίας και των μικρών επιχειρήσεων.

Αυτό όμως είναι και το πρόβλημα της επόμενης μέρας. Η «θρησκεία» της ανταγωνιστικότητας  μετά το τέλος της 2ης βιομηχανικής επανάστασης και στο μεταίχμιο της ψηφιακής εποχής δεν μπορεί να εξασφαλίσει εργασία και εισόδημα για όλους. Ο συνεργατισμός στην οικονομία παρά την χαμηλή δημοτικότητα είναι μια λύση  που μπορεί να γίνει  νέα συνθήκη για να αντιμετωπιστεί ο  οικονομικός και κοινωνικός αποκλεισμός για τη βιωσιμότητα του συνολικού συστήματος ανάλογης σημασίας όπως είναι και  η οικολογία..

Υπό  αυτές τις συνθήκες, που φανερώνονται μπροστά μας [1]θα γίνουν πιο έντονα αισθητές μετά το τέλος της πανδημίας, πηγάζει η ανάγκη για την ανάπτυξη της μη κερδοσκοπικής επιχειρηματικότητας που ταυτίζεται με την κοινωνική οικονομία.

Θα ρωτήσει κανείς και γιατί οι μη κερδοσκοπικές επιχειρήσεις και οι συνεταιρισμοί θα είναι βιώσιμες εκεί που δεν μπορούν να είναι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Μα ακριβώς γιατί δεν είναι κερδοσκοπικές αντέχουν στον ανταγωνισμό και γιατί μπορούν να προσφέρουν προϊόντα με λιγότερο κόστος για τα μέλη τους. Γιατί καταργούν σε μεγάλο βαθμό το κόστος της διαμεσολάβησης. Επειδή πολλές από τις ιδιωτικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις δεν αντέχουν στον ανταγωνισμό και κλείνουν. Επειδή αντίθετα οι μη κερδοσκοπικές στηρίζονται από συλλογικές οργανώσεις της κοινωνίας και συνθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο. Επειδή οι  ίδιοι χρήστες –καταναλωτές είναι και  μέλη των κοινωνικών επιχειρήσεων και έχουν διπλό όφελος για να τις υπερασπίσουν. Αυτό συμβαίνει π.χ στις ενεργειακές κοινότητες, στον αγροδιατροφικό τομέα και στην περίθαλψη ειδικών ομάδων που χρειάζονται φροντίδα κ.τ.π.

Με άλλα λόγια επειδή εμφανίζεται ξανά στην οικονομική ιστορία της ανθρωπότητας το φαινόμενο της παραγωκατανάλωσης όπως στη προβιομηχανική εποχή. Τότε που το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής είχε προορισμό την αυτοκατανάλωση μέσω της οικιακής οικονομίας.

Στην επανεμφάνιση της παραγωκατανάλωσης στην σημερινή εποχή  μειώνεται η ζήτηση της μισθωτής εργασίας. Τη θέση της οικιακής οικονομίας παίρνει αναγκαστικά η κοινωνική οικονομία. Σε μια πιο εξελιγμένη οργανωτική μορφή. Τότε η παραγωκατανάλωση γινόταν αυθόρμητα τώρα μπορεί να γίνει μόνο με πολιτικό σχεδιασμό. Δεν έχουμε την αυταπάτη ότι οι εργαζόμενοι από την πλευρά τους θα εγκαταλείψουν την επιλογή της μισθωτής εργασίας που τους προσφέρει κάποια σιγουριά και λιγότερες ευθύνες, αλλά κάτω από την αδήριτη ανάγκη του νόμου της προσφοράς και της  ζήτησης. Οι αρχαίοι μας σοφοί έλεγαν ότι το πιο δυνατό είναι η ανάγκη που κυβερνάει τον κόσμο. ¨Ωστόσο όταν μιλάμε εδώ για ανάγκη, δεν υποστηρίζουμε τους σιδερένιους νόμους της ιστορίας και τις νομοτέλειες. Μιλούμε για αυτά που έχουμε ορατά μπροστά μας τις τεχνολογικές εξελίξεις που επιδρούν στην εργασία αλλά και για πολιτική φιλοσοφία διαχείρισης των πραγμάτων. Η νέες τεχνολογίες της σ΄ότι αφορά την εργασία είναι δίκοπο μαχαίρι. Μπορεί να δώσει φτερά στην οικονομία μπορεί αντίθετα με τη κακή της χρήση να επιταχύνει καταστροφές όπως έγινε στους μεγάλους πολέμους. Μπορεί να γίνει ευχή στα χέρια των πολλών για ειρηνικά έργα και κατάρα στα χέρια των ολίγων για κυριαρχία.

Είναι ζήτημα εξ άλλου συμμετοχής στην οικονομική δημοκρατία. Μπορεί σήμερα να προσφέρει την δυνατότητα για αφθονία υλικών και πνευματικών όπως η τεχνολογία ενέργειας από την αφθονία του Ήλιου και μπορεί να φέρει μαζική αποξένωση από τις πηγές ζωής, στο νερό την ενέργεια και την εργασία. Γι΄αυτό σήμερα μπαίνει το δίλλημα Κοινωνική οικονομία ή κοινωνική βαρβαρότητα. Ένα δίλλημα που αποτελεί τον άξονα μιας σύγχρονης προβληματικής στη πολιτική φιλοσοφία.

(Η αναγκαία συνθήκη της συνεργατικής

κοινωνικής οικονομίας)

Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται για πρώτη φορά και είναι χαρακτηριστικό της μετάβασης από τη 2η στην Τρίτη βιομηχανική επανάσταση. Οι νέες τεχνολογίες αλλάζουν τα δεδομένα.

Συμπερασματικά ήταν αντικειμενικοί οι λόγοι της ανάπτυξης της μισθωτής εργασία την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και αντικειμενικοί οι λόγοι της σημερινής συρρίκνωσης με όχημα  τις νέες τεχνολογίες πληροφορικής, ψηφιοποιήσεις  δεδομένων τεχνητής νοημοσύνης και ρομποτικής που εκτοπίζουν τα εργατικά χέρια.

Για τους πολλούς νέους η μισθωτή εργασία σήμερα δεν είναι επαχθής, αλλά δυσεύρετη και υπό αυτές τις συνθήκες συζητάει εναλλακτικά κάποιο επάγγελμα ως αυτοαπασχολούμενος. Εάν το σύστημα της αγοράς μπορούσε να προσφέρει σ΄αυτές τις συνθήκες, νέες θέσεις εργασίας το σύστημα αυτό δεν θ΄ άλλαζε ποτέ για ιδεολογικούς λόγους και μόνο.

Μολαταύτα, οι κυρίαρχες ιδεολογίες της κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς συγκλίνουν στη διατήρηση της  κυρίαρχης σχέσης το καθεστώς  της μισθωτής εργασίας. Και η εξήγηση είναι ότι οι οργανώσεις των εργοδοτών και των εργαζομένων θέλει να μείνει σ΄αυτό το καθεστώς που θεωρεί πιο ασφαλές. Τα κόμματα έτσι δεν προπορεύονται αλλά ακολουθούν. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ένα μέρος των εργοδοτών και ένα μέρος των εργαζομένων προδίδεται από αυτή την εμμονή. Οι μικρές επιχειρήσεις βάζουν λουκέτο και ένα μέρος των εργαζομένων μένουν άνεργοι. Η συνδικαλιστική πίεση πετυχαίνει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και έχει ως συνέπεια να κλείσουν πιο γρήγορα αυτές οι επιχειρήσεις.  Το μοντέλο να αναλάβουν οι εργαζόμενοι τις επιχειρήσεις που  κλείνουν δεν είχε επιτυχία όπου επιχειρήθηκε. Η συνεταιριστική επιχειρηματικότητα διαπιστώθηκε από τον χρόνο χρειάζεται νέους θεσμούς και από την άλλη μεριά απαιτεί υψηλό επίπεδο συνεργατικής συνείδησης και υπέρβαση του ατομισμού που συνηθίσαμε στο επ’ιπεδο της μισθωτής εργασίας. Κατόπιν πρέπει να εξετάσουμε το πολιτικό περιβάλλον. ΟΙ αυτοαπασχολούμενοι και οι συνεργαζόμενοι στους συνεταιρισμούς έχουν μικρή επιρροή στα κόμματα στην Ελλάδα.

Τα διανοήματα και θεωρίες  της νεωτερικότητας  δεν μπορούν να εξηγήσουν την πολυπλοκότητα του φαινομένου όπως παρουσιάζεται σήμερα. Οι θεωρίες της αξίας τόσο του Ανταμ Σμίθ όσο και του Μάρξ επικεντρώνονται στην αξία της εργασίας ως προϋπόθεση για το κέρδος και στον ανταγωνισμό των επιχειρήσεων που μειώνει τις τιμές για τον καταναλωτή. Δεν λαμβάνουν υπόψη την μεγάλη μετατόπιση της αγοράς εργασίας από τον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα στις υπηρεσίες. Την έκταση του κράτους και την υψηλή φορολογία για να συντηρηθεί το σύστημα σε ισορροπία.

Δεν λαμβάνεται υπόψη πως το κράτος εκείνη την περίοδο ως εργοδότης είχε πολύ μικρό μερίδιο στην προσφορά εργασίας. Δεν υπολογίζουν επίσης πνευματική ιδιοκτησία που σήμερα κυριαρχεί στην εκμετάλλευση. Σε εκείνη την εποχή τα εισοδήματα από την έγγεια ιδιοκτησία είχαν  πτωτική τάση. Αργότερα όμως με τη συγκεντροποίηση των πληθυσμών στα αστικά κέντρα, όταν  η γη έγινε οικόπεδα απέκτησε το 20% τις αξίας των ακινήτων. Πολλοί πλούτισαν από αυτή τη διαδικασία. Τα ακίνητα προσφέρουν εισοδήματα στους ιδιοκτήτες τους και από την άλλη γίνονται έγιναν εγγυήσεις για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια, κι αυτό το ζήσαμε μέχρι να σκάσει η οικονομική φούσκα του 2008.

Επομένως, είναι μονοδιάστατη η αντίληψη ότι μόνο με την μισθωτή εργασία παράγεται αξία και  υπεραξία, αγνοώντας την έκταση και το κόστος του κράτους, τα χρηματοοικονομικά και τους τόκους του κεφαλαίου που δεσμεύουν και τα ίδια κράτη.

Μέσα σ΄αυτό το φαύλο κύκλο τα κράτη υπερφορολογούν όχι μόνο τους εργαζόμενους αλλά και τις μικρομεσαίες οι οποίες αδυνατούν αντέξουν τον ανταγωνισμό των μεγάλων επιχειρήσεων που μπορούν να εκμεταλλευτούν τις νέες αυτοματοποιημένες τεχνολογίες αλλά και τις δυνατότητες να εκμεταλλεύονται κεφάλαια από μετοχές στο χρηματιστήριο. Το κυριότερο από όλα την πνευματική ιδιοκτησία και τις μονοπωλιακές παντέντες. Διαφορετικά λοιπόν περιθώρια εκμετάλευσης της μισθωτής εργασίας υπάρχουν στη βάση από την κορυφή της πυραμίδας. Η μισθωτή εργασία έχει διαβαθμίσεις και δεν είναι ενιαία όπως στην άνθηση της βιομηχανικής επανάστασης που εκφραζόταν από τα συνδικάτα. Στις μεγάλες επιχειρήσεις αλλά και στο κράτος υπάρχουν αρκετοί υψηλόμισθοι μισθωτοί αλλά και μισθοί πίνας με μερική απασχόληση. Οι συνθήκες που διαμορφώνονται με την ανεργία και τη μερική απασχόληση δεν ευνοούν πλέον το μαζικό καταναλωτισμό κι αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στις μικρές επιχειρήσεις που είναι αναγκασμένες να λειτουργούν με μικρά κέρδη

Το κόλπο Grosso την τεχνητή διόγκωση του καταναλωτισμού με τα δάνεια από τις τράπεζες το οποίο προσωρινά για δύο δεκαετίες είχε τονώσει το λιανικό εμπόριο και τη διόγκωση της μισθωτής εργασίας αποκαλύφθηκε το 2008 με τις γνωστές συνέπειες. Την υπερχρέωση στα νοικοκυριά από τις τράπεζες και στη συνέχεια τη  διόγκωση κρατικού χρέους που ήλθε να καλύψει σε πολλές περιπτώσεις τις τράπεζες από την χρεωκοπία. Αυτό το κόστος το πληρώνουν ήδη οι επόμενες γενιές.

Το μοντέλο λοιπόν και καθεστώς της μισθωτής εργασίας ευνοήθηκε και κυριάρχησε στη 2η βιομηχανική επανάσταση τη γραμμική μαζική παραγωγή και την αστικοποίηση του πληθυσμού.

Κυριάρχησε επίσης για την διασφάλιση που προσφέρει έναντι των ελεύθερων επαγγελμάτων και της αυτοαπασχόλησης. ¨όχι μόνο οι αγρότες αλλά και κάθε λογής βιοτέχνες και επαγγελματίες εγκατέλειψαν τις πρότερες ασχολίες τους για την ασφάλεια του μισθού. Οι μηχανές είχαν εκτοπίσει τους χειρώνακτες με την ανάπτυξη της παραγωγικότητας και αυτή η τεχνολογική υπεροχή έδινε την δυνατότητα για πιο ικανοποιητικούς μισθούς σε σχέση με την χειρωνακτική εργασία.

Είναι ενδεικτικό σήμερα ότι πολλά αγροτικ.ά επαγγέλματα διατηρούνται χάρις  τις επιδοτήσεις της Ε>Ε στο πλαίσιο τη ΚΑΠ.

Για κοινή δράση και συντονισμό στο χώρο της κοινωνικής οικονομίας

Η «ιστορία» της κοινωνικής οικονομίας ξεκινάει από μια κακή «μετάφραση» του όρου στη μεταφορά της πριν 30 χρόνια περίπου από τις προηγμένες Ευρωπαϊκές χώρες στην Ελλάδα όταν τέθηκε το ζήτημα της απορρόφησης σχετικών πόρων από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο προς τους φορείς κοινωνικής οικονομίας.

Τότε, δεν αναζητήθηκαν οι παραδοσιακοί φορείς της Κοινωνικής οικονομίας που υπήρχαν στο χώρο που είχαν να επιδείξουν έργο ( μαζικοί καταναλωτικοί και κοινωνικοί συνεταιρισμοί, και μη κερδοσκοπικές εταιρίες που συνθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο) αλλά, ευνοήθηκαν ΑΜΚΕ που στήθηκαν επί τούτου, από άτομα με προσβάσεις στη Κυβερνητική εξουσία με κύριο σκοπό να απορροφήσουν αποκλειστικά τις επιδοτήσεις του ΕΚΤ.

Ένα μεγάλο κομμάτι επίσης των πόρων πήγε στις μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις που θεωρούνται επίσης οργανώσεις της κοινωνίας Πολιτών για κατάρτιση των εργαζομένων

Ένα πολύ μικρότερο μέρος των κοινοτικών πόρων κατέληξε στους αυθεντικούς δικαιούχους των συλλογικών φορέων.

Προφανώς αυτή είναι και η βασική αιτιολογία που  ο χώρος της κοινωνικής οικονομίας είναι θεσμικά  κατακερματισμένος και πολιτικο-οικονομικά υποβαθμισμένος από το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Όχι μόνο υπολείπεται του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, που κινείται στο 8-10% του συνόλου της κοινωνίας αλλά, επί της ουσίας δεν υπάρχει ως «κοινωνικός εταίρος» ώστε αντιπροσωπεύει  αυτό το 1,8 που καταγράφεται ως συμμετοχής της κοινωνικής οικονομίας στο εθνικό εισόδημα.

Χαρακτηριστικό αυτού του κατακερματισμού είναι ότι, οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας μοιράζονται σε πολλά υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες και είναι καταγεγραμμένοι σε αντίστοιχα  μητρώα που διέπονται από διαφορετικές νομοθεσίες.

Μητρώα και διαφορετικοί νόμοι υπάρχουν: στο υπουργείο Εργασίας , Υγείας, Πολιτισμού , Γεωργίας, Παιδείας, περιβάλλοντος, Οικονομικών, Εσωτερικών, Μεταναστευτικής πολιτικής, και τις περιφέρειες.

Μόνο για τους συνεταιρισμούς υπάρχουν τέσσερεις διαφορετικοί και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενοι νόμοι.

Ας σημειώσουμε ότι, Κοινωνικές επιχειρήσεις θεωρούνται οι συνεταιρισμοί κάθε μορφής, οι αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες κοινωνικού σκοπού, οι σύλλογοι κοινωνικής μέριμνας, οικολογίας και πολιτισμού και τα ιδρύματα κοινωφελούς σκοπού. Τα υπουργεία που αναφέραμε διαχειρίζονται και αντίστοιχους πόρους κυρίως προερχόμενους από την Ε.Ε. που προορίζονται συγκεκριμένα για την κοινωνική οικονομία.

Τα τελευταία χρόνια όμως, ένα μικρό μέρος των πόρων πηγαίνει για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, το μεγαλύτερο μέρος εκτρέπεται για ανάγκες του δημοσίου και της τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ειδικά το Υπουργείο Εργασίας που επισήμως αντιπροσωπεύει και υποτίθεται συντονίζει την κοινωνική οικονομία στην Ελλάδα για την Ε.Ε. και διαχειρίζεται τους περισσότερους πόρους για τις Κον. Οικον. ελάχιστους πόρους διαθέτει στους φορείς κοινωνικής οικονομίας. Ακόμη χειρότερα στερεί τις κοινωνικές επιχειρήσεις από  το προνόμιο των  επιδοτούμενων εργασίας, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει με τους Δήμους και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις.

Αν λάβουμε υπόψη ότι το Ελληνικό ΑΕΠ είναι περίπου 185 δις εκατομμύρια το χρόνο και το κομμάτι συμμετοχής του τρίτου τομέα μόλις 1,8% δηλαδή 3,5 δις το χρόνο, τότε αντιλαμβάνεται κανείς την μηδαμινή συμμετοχή των εποπτευομένων κοινωνικών επιχειρήσεων από το Υπουργείο εργασίας. Τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα για τους συνεταιρισμούς στον αγροτικό τομέα που αντιπροσωπεύουν το 0,4 στο εθνικό εισόδημα και στις κοινωνικές επιχειρήσεις μέριμνας και υγείας που αντιπροσωπεύουν ένα αντίστοιχο ποσοστό. Στα υπόλοιπα μητρώα των υπουργείων δεν έχουμε μετρήσιμα  στοιχεία για την κοινωνική οικονομία.

Φυσικά, όλα αυτά τα αρνητικά συμβαίνουν γιατί δεν υπάρχει ισχυρή αντίδραση και υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους σε θεσμικό επίπεδό των κοινωνικών επιχειρήσεων. Και δεν υπάρχει αντίδραση γιατί ο χώρος είναι κατακερματισμένος σε πολλά μικρά δίκτυα και μεμονωμένες οργανώσεις.

Υπάρχουν  ομοσπονδίες ΚΟΙΝΣΕΠ και ΚΟΙΣΠΕ, ομοσπονδίες συλλόγων περιφερειακού χαρακτήρα, δίκτυα συνεταιρισμών, ομοσπονδίες αναπήρων και  μη κερδοσκοπικών οργανώσεων,  που δεν έχουν καμιά θεσμική επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ τους.

Ο διαχωρισμός των μητρώων πιστοποίησης διαχωρίζει στην πράξη και κατακερματίζει θεσμικά το συλλογικό υποκείμενο και τις δυνάμεις της κοινωνικής οικονομίας με αποτέλεσμα να μη λαμβάνονται υπόψη στο κυβερνητικό σχεδιασμό.

Αυτό το θεσμικό έλλειμμα πρωτίστως οι ίδιοι οι φορείς και τα δίκτυα κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα και να ενώσουν τις δυνάμεις τους.

Γι΄ αυτό καλούμε όλα τα τυπικά και άτυπα δίκτυα φορέων κοινωνικής οικονομίας για θεσμική συνεργασία και κατάθεσης κοινών υπομνημάτων στην Ελληνική Κυβέρνηση και στην Ευρωπαϊκή επιτροπή για την κοινωνική οικονομία.

Η Ενότητα της κοινωνίας Πολιτών

ως προϋπόθεση για την κοινωνική οικονομία

Η συνδιάσκεψη αυτές τις μέρες 2-4 Απριλίου του μεγάλου δικτύου της «ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ» απέδειξε στην πράξη ότι η κινητοποίηση των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών είναι εφικτή, παρά άλλες ανταγωνιστικές πρωτοβουλίες των ελίτ που ορίστηκαν στο ίδιο χρονικό διάστημα μετά την δική μας πρωτοβουλία. Η διαφορά αυτή είναι σημαντική για την κινητοποίηση γιατί, εμείς δεν καλέσαμε τους φορείς με την υπόσχεση να μοιράσουμε κάποιο πακέτο ιδρυμάτων, που έχουμε προνομιακή μεταχείριση αλλά για την ενότητα και ισχυροποίηση του όλου της κοινωνίας Πολιτών.Για την Ενότητα της κοινωνίας Πολιτών

που είναι προϋπόθεση για να υπάρξει κοινωνική οικονομία. Γιατί χωρίς την κοινωνία μπροστά οργανωμένη σε κοινότητες και κοινοτοπικούς συνεταιρισμούς έχει αποδειχθεί ότι σοβαρή κοινωνική οικονομία δεν γίνεται. Άλλο πράγμα είναι η φιλανθρωπία και η αλληλεγγύη των εχόντων προς τους φτωχούς και άλλο ζήτημα η οικονομική δραστηριότητα και παραγωγή που έχει υποκείμενο την τοπική κοινωνία και την οργανωμένη θεσμικά καθολικότητα της κοινωνίας πολιτών.

Η φιλανθρωπία και η ελεημοσύνη είναι παλαιά υπόθεση όσο και ο κόσμος, όμως ποτέ δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα της φτώχειας. Η αυθεντική κοινωνική οικονομία δεν μοιράζει ελεημοσύνη, ένα μικρό μέρος προϊόντων που χαρίζουν ιδιωτικοί φορείς και το κράτος αλλά παράγει προϊόντα και υπηρεσίες που φροντίζουν και παράγουν οι ίδιες κοινωνικές συλλογικότητες. Προσθέτει πόρους στη συνολική παραγωγή και τους μοιράζει κοινωνικά δίκαια και με συμμετοχική δημοκρατία.

Η αυθεντική κοινωνία πολιτών είναι οι ίδιες οι συλλογικότητες με βάση την κοινότητα. Μόνο η οργανωμένη καθολικότητα της κοινωνίας Πολιτών μπορεί ν΄αναδείξει σε σοβαρό μέγεθος την κοινωνική οικονομία πλάι στις καθολικότητες του κράτους και της αγοράς. Το θεσμικό περιβάλλον είναι αναγκαίος όρος για να υπάρξουν ικανοί πόροι προς κοινωνική οικονομία. Η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής οικονομίας με προσχηματικές μορφές είναι ψευδεπίγραφο των κοινωνικών επιχειρήσεων.

Η σύγχρονη οικολογική αντίληψη μας εισήγαγε στη σημασία του όλου για το περιβάλλον, την βιόσφαιρα και το κλίμα. Ότι το όλον επιδρά καταλυτικά προς το μερικό. Το θεσμικό όλον το διαχειρίζεται η πολιτική. Πολλές φορές οι κοινωνικοί ακτιβιστές προσηλωμένοι σε ένα μοναδικό αντικείμενο δράσης δεν αντιλαμβάνονται την σημασία της πολιτικής που επιδρά στο θεσμικό όλον και σε τελική ανάλυση στη δική τους αποτελεσματικότητα. Για παράδειγμα η αειφορία εξαρτάται από το πόσο σύντομα θα πάμε στην αειφορία ενέργειας από τον Ήλιο. Την αειφόρο διαχείριση της Γεωργίας και ούτω καθ΄εξής. Αυτό σημαίνει Κοιοικολογίαγια όλους και κοινωνική οικονομία για όλους. Γι΄αυτό και η οργανωτική κουλτούρα της καθολικότητας της κοινωνίας πολιτών είναι το κλειδί για την κοινωνική οικονομία και το υποκείμενο της