Τόμας Μουρ

 Αναδημοσίευση από http://tvxs.gr

40032-thomasmore

Στις 6 Ιουλίου 1535, εκτελέστηκε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, ο Άγγλος συγγραφέας, πολιτικός και διανοητής, Τόμας Μουρ, δημιουργός του όρου «Ουτοπία». Γιος του δικαστή σερ Τζον Μορ, γεννήθηκε στις 7 Φεβρουαρίου του 1478 στο Λονδίνο. Σπούδασε Λατινικά και Λογική στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης ενώ το 1494 επέστρεψε στο Λονδίνο για να διδαχτεί από τον πατέρα του τη νομική επιστήμη, ωστόσο, σύντομα την εγκατέλειψε για να γίνει μοναχός. Παρά το γεγονός ότι αρχικά εντάχθηκε στο τάγμα των Φραγκισκανών, υπερίσχυσε μέσα η αίσθηση του καθήκοντος να υπηρετήσει τη χώρα του και αποφάσισε να ασχοληθεί με την πολιτική.

Η διαφωνία του με τη στάση του Ερρίκου έναντι της Εκκλησίας, τον ανάγκασε να παραιτηθεί από τα αξιώματα του. Τον Ιούνιο του 1533 αρνήθηκε να παραβρεθεί στη στέψη της Άννας Μπολέιν, γεγονός που εξόργισε τον βασιλιά. Την επόμενη χρονιά κλήθηκε ενώπιον επιτροπής να ορκιστεί πίστη και υποταγή στο βασιλικό ζεύγος. Αναγνώρισε τη Μπολέιν σα βασίλισσα αλλά αρνήθηκε να πάρει τον όρκο καθώς διαφωνούσε με την αποκήρυξη του Πάπα και την ανακήρυξη του Ερρίκου ως επικεφαλής της Εκκλησίας της Αγγλίας. Πέντε ημέρες αργότερα φυλακίστηκε και την 1η Ιουλίου του 1535 οδηγήθηκε σε δίκη. Κρίθηκε ένοχος για εσχάτη προδοσία και αποκεφαλίστηκε στις 6 Ιουλίου. Το 1886 οσιοποιήθηκε από την Καθολική Εκκλησία και το 1935 ανακηρύχθηκε Άγιος από τον Πάπα Πίο ΧΙ.

Παράλληλα με την πολιτική του καριέρα, ασχολήθηκε και με τη συγγραφή, με την «Ουτοπία» (1515) να αποτελεί το πιο γνωστό από τα έργα του. Ο τίτλος του βιβλίου υπήρξε λογοπαίγνιο του ίδιου που σημαίνει έναν τόπο που δεν υπάρχει. Στην «Ουτοπία» του Μουρ αντιπαραβάλει την εριστική κοινωνική ζωή των χριστιανο-ευρωπαϊκών κρατών με την τέλεια δομημένη κοινωνία ενός φανταστικού μη χριστιανικού νησιού. Μία κοινωνία που υπάρχει με γνώμονα την αλληλεγγύη μεταξύ των ανθρώπων, χωρίς ατομική ιδιοκτησία και χωρίς ανθρώπινη εκμετάλλευση. Από πολλούς μελετητές θεωρήθηκε ότι το κομουνιστικό κράτος του Καρλ Μαρξ μοιάζει με την Ουτοπία του Τόμας Μουρ.

Το «φλερτ» της Ουτοπίας του Μουρ με την πραγματικότητα εξετάζει στην ανάλυσή του στο «Βήμα», καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, Θεόδωρος Παπαγγελής:

Το «φλερτ» ουτοπίας και πραγματικότητας

«Η αναζήτηση της ιδεώδους κοινωνίας και της άριστης πολιτείας είναι ένα από τα χαρακτηριστικότερα εδάφια στο εγκόλπιο του πολιτικού και φιλοσοφικού στοχασμού της Δύσης. Η Ανατολή διέπρεψε σε ατομικές διαδρομές που τερματίζουν στα εστιακά βάθη του στοχαστικού «νιρβάνα», επέκεινα ζωής και θανάτου· η Δύση δεν ξέχασε όσους προτίμησαν την ιδιωτική οδό προς την ευτυχία, αλλά δεν έπαυσε ποτέ να μηχανεύεται και να οραματίζεται τα «καλά και συμφέροντα» για λογαριασμό ολόκληρης της κοινότητας ­ από την ομηρική πολιτεία των Φαιάκων και τις αρχιτεκτονικές κατόψεις της πλατωνικής πολιτείας μέχρι τις τοπικές ή διεθνιστικές «κομμούνες» του νεότερου παρελθόντος και τον Μαρξ ­ ακόμη και τον Φουκουγιάμα που μόλις χθες τοιχοκόλλησε το κηδειόχαρτο της ιστορίας και των προβλημάτων της με τη μουσική υπόκρουση της pax Americana. Φυσικά, και ως γνωστόν, η ιδανική κοινωνία αναζητείται ακόμη· είναι εξίσου γνωστό ότι οι αμετάπειστοι πραγματιστές χαρακτηρίζουν αυτήν την αναζήτηση «ουτοπία».

Ο όρος είναι ελληνικής προέλευσης («ου τόπος», δηλ. χώρα ανύπαρκτη) αλλά αγγλικής κατασκευής και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του περίπου εδώ και πεντακόσια χρόνια στον τίτλο ενός από τα πιο διάσημα γραπτά της Αναγέννησης, την «Ουτοπία» του Τόμας Μουρ, ο οποίος γεννήθηκε το 1478, ήταν ουμανιστής, κλασικός φιλόλογος, πολιτικός, σύμβουλος του Ερρίκου Η’ της Αγγλίας και, μετά τον μαρτυρικό του θάνατο υπέρ Πάπα και Βατικανού, άγιος της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Το γοητευτικό, όσο και αινιγματικό, αυτό έργο, γραμμένο στα λατινικά (με τον πλήρη τίτλο: «Περί της αρίστης Πολιτείας και της νέας νήσου Ουτοπίας») και πρωτοδημοσιευμένο το 1516, παραμένει, όσο ξέρω, αμετάφραστο στα ελληνικά μέχρι σήμερα. Αγνωστη είναι και η πολυκύμαντη ιστορία της ερμηνείας του. Γνωστό είναι μόνο ότι τα «ουτοπία» και «ουτοπικός» κάνουν τώρα τελευταία πολλούς να υποκύπτουν στη γοητεία της ακυρολεξίας. Οι αναγνώστες του «Βήματος» της 16.4.2000 θα ξέρουν ήδη ότι στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού εδώ και μερικές μέρες μια έξοχη έκθεση συγκεντρώνει τα γραπτά, χαρτογραφικά και εικαστικά τεκμήρια πέντε αιώνων «ουτοπικής» αναζήτησης.

Η «Ουτοπία» του Μουρ ενσωματώνει θεμελιακά ηθικά αξιώματα της φιλοσοφίας των στωικών και των επικουρείων, αλλά ανήκει κυρίως στη μεγάλη παράδοση της φιλοσοφικής και πολιτικής σκέψης που μας έδωσε την «Πολιτεία» και τους «Νόμους» του Πλάτωνα, τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη, καθώς και ανάλογες πραγματείες από τον Πλούταρχο και τον Ρωμαίο Κικέρωνα. Μια κρίσιμη διαφορά είναι ότι ενώ αυτά τα έργα εκμαιεύουν την τελική συνταγή της άριστης πολιτείας συλλογιστικά ή με τη μέθοδο της διαλεκτικής, η «Ουτοπία» προκρίνει τον τρόπο της ταξιδιωτικής μυθοπλασίας, και η χαρτογράφηση της νήσου των «Utopienses» ολοκληρώνεται μέσα στα όρια της αφήγησης ενός και μοναδικού χαρακτήρα, του Hythloday. Ο αφηγητής μιλάει για ένα νησί χωρίς ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες αλλά όχι μακριά από την Ευρώπη, όπου ακμάζουν 54 καλά ρυμοτομημένες και ομοιόμορφες πόλεις.

Οι κάτοικοι, καθένας ανάλογα με τις δεξιότητές του, ασκούν ένα ευρύ φάσμα επιτηδευμάτων για τα οποία έχουν λάβει επιμελή εκπαίδευση· τηρούν δρακόντειους κώδικες ιδιωτικής και δημόσιας ηθικής· ευημερούν χωρίς περιττές πολυτέλειες· δεν διαθέτουν ιδιωτική περιουσία· μεριμνούν για τη δίκαιη κατανομή των αγαθών· ευφραίνονται σε συλλογικά δείπνα μετά μουσικής· εμφορούνται από πνεύμα συμμετοχής στα κοινά· απολαμβάνουν ένα άρτιο σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης όπου κάθε μαθητής, εκτός από τα μαθηματικά, τη διαλεκτική και τη μουσική, κάνει πρώιμη και συστηματική γνωριμία με τη λογοτεχνία· είναι εξαιρετικά δεκτικοί στην ελληνική γλώσσα και λογοτεχνία (ο αφηγητής διευκρινίζει ότι η απώτερη καταγωγή των κατοίκων της Ουτοπίας είναι ελληνική, πράγμα που εξηγεί τα ελληνικά γλωσσικά στοιχεία στα τοπωνύμια και στην πολιτική τους ορολογία· εξάλλου τα ελληνικά ευπώλητα στη χώρα της Ουτοπίας περιλαμβάνουν Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Λουκιανό, Ομηρο, Αριστοφάνη, Ευριπίδη, Θουκυδίδη)· ασκούν τέχνες και γράμματα· δεν γνωρίζουν ιδεολογικές και θρησκευτικές μισαλλοδοξίες· είναι ριζοσπαστικά ανεξίθρησκοι· απολαμβάνουν ένα καλά οργανωμένο και κατανεμημένο εθνικό σύστημα υγείας· έχουν μια λιτή, αλλά απαρέγκλιτα εφαρμοζόμενη, νομοθεσία και θεωρούν ως εκ τούτου περιττούς τους νομικούς· επιτρέπουν την ευθανασία και πολεμούν μόνο όταν αντιμετωπίζουν εξωτερική πρόκληση. Θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα, όμως αυτά ήδη φτάνουν και περισσεύουν για όσους δεν αντέχουν και πολλή ουτοπία.

Εύκολα μπορεί να γοητευθεί, αν όχι ακριβώς να προσηλυτιστεί, κανείς από αυτή την Ενωση Ουτοπικών Σοσιαλιστικών Πολιτειών. Και πολλοί γοητεύθηκαν ­ χωρίς πάντα να αναρωτηθούν αν ο ίδιος ο Τόμας Μουρ σκαρίφησε την ιδεώδη κοινωνία του εν πλήρει σοβαρότητι ή με ισχυρή πρόσμειξη ειρωνικής δυσπιστίας. Και υπάρχουν ευδιάκριτες ενδείξεις για τη δεύτερη εκδοχή, ειδικά όταν ανακαλύψουμε ότι το όνομα του αφηγητή (Hythloday) περιέχει ως πρώτο συστατικό την ελληνική λέξη «ύθλος» που καλύπτει όλο το σημασιολογικό φάσμα από τη φλυαρία και την κενολογία μέχρι τις φούσκες και τις μπαρούφες.

Παρ’ όλα αυτά το κύρος της «Ουτοπίας» στη βιβλιογραφία του πολιτικού στοχασμού παραμένει υψηλό για πολλούς λόγους. Ο Μουρ συνδύαζε πρακτική πολιτική πείρα και ευρύτατη παιδεία. Ο διάλογος που προηγείται της ουτοπικής αφήγησης προδίδει βαθυστόχαστο προβληματισμό πάνω σ’ ένα καίριο ερώτημα: μπορεί και πρέπει ο εξ ορισμού ακέραιος και έντιμος διανοούμενος (για να χρησιμοποιήσω έναν πιο εύληπτο και εκσυγχρονισμένο όρο) να εμπλέκεται στον σχεδιασμό πολιτικής και την άσκηση εξουσίας; Το ερώτημα ταλάνισε τους ουμανιστές της Αναγέννησης κυρίως επειδή αυτοί κατανοούσαν ότι στην πολιτική η αρχή της χρησιμοθηρικής πρακτικότητας (utilitas) δεν συνέπιπτε πάντα με την αρχή της διανοητικής και ηθικής εντιμότητας (honestas). Το αίτημα της απόλυτης σύμπτωσης των δύο ήταν αυτονόητο για τους ουμανιστικούς κύκλους, αλλά ποιος ξεχνάει ότι το ίδιο ουμανιστικό θερμοκήπιο κατά την ίδια ιστορική περίοδο εξέθρεψε τον περιβόητο «Ηγεμόνα» του Μακιαβέλι (δημοσιεύθηκε το 1532) όπου το διαζύγιο εξουσιαστικής ιδιοτέλειας και ηθικής ακεραιότητας εκδίδεται με κυνική επισημότητα; Το σύνταγμα της «Ουτοπίας» προβλέπει ρητά ότι οι κάτοικοι της χώρας πρέπει να θεωρούν συμφέρον μόνο αυτό που είναι και ηθικό ­ και ακριβώς αυτό κάνουν όχι μόνο οι απλοί πολίτες αλλά και η αριστίνδην πολιτική ηγεσία του νησιού. Φυσικά ο Μουρ, «σοφότερος» και «νηφαλιότερος» από τον πλασματικό αφηγητή του, γνωρίζει καλά και υπαινίσσεται σαφώς ότι στην πολιτική πραγματικότητα της Ευρώπης το πάνω χέρι το έχει ο μακιαβελισμός. Ετσι, πριν από πεντακόσια χρόνια, το έργο του Μουρ τακτοποίησε σημειολογικά την πραγματικότητα που, τηρουμένων των αναλογιών, αναγνωρίζουμε μέχρι σήμερα όλοι: η Ουτοπία είναι πρακτικά ανέφικτη· και πρέπει να νιώθουμε ευτυχείς στην ολιγάρκειά μας αν οι πολιτικοί ηγέτες, αντί να τη διαγράφουν ως άσχετη μυθοπλασία, τουλάχιστον τη θυμούνται όσο και όταν χρειάζεται για να διαχειριστούν πιο ανθρώπινα την έτσι κι αλλιώς μακιαβελική πραγματικότητα».