Χρονογράφημα

 Ανδρέου Χριστίνα,
Κοινωνιολόγος

Στην Ελλάδα του 2013, του 21ου αιώνα, θα περίμενε κανείς την ακμή, την οικονομική και επαγγελματική άνθιση, τις ευκαιρίες να δίνονται σε όλους όσοι επιθυμούν να τις αξιοποιήσουν. Σίγουρα δε θα έλειπαν όλες εκείνες οι δυσκολίες που αυτά συνεπάγονται, άλλωστε θα ήταν ουτοπικό να φανταζόμαστε μια άνευ δυσκολιών επιβίωση μέσα σε οποιαδήποτε κοινωνία, θα είχαμε, όμως, το αποτέλεσμα της ανάπτυξης και της εξέλιξης να μας δικαιώνει.

Μεγαλώνοντας, και μιλώ για τη δική μου γενιά, κατά τη διάρκεια των σπουδών μας ονειρευόμασταν και σχεδιάζαμε το μέλλον. Αν και οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα πως ακριβώς θέλαμε να μοιάζει αυτό, σίγουρα αποκλείαμε την ανεργία, τους χαμηλούς μισθούς, την ανασφάλιστη εργασία και τον επ’ αορίστου συμβιβασμό μας σε δουλειές, οι οποίες έχουν ελάχιστη έως καθόλου σχέση με το αντικείμενο των σπουδών μας. Κανείς, και μιλώ για όλες τις γενιές, δεν περίμενε την εξέλιξη και την τροπή που παίρνουν σήμερα τα πράγματα. Με την ανεργία να εκτινάσσεται σε υψηλά επίπεδα, το βασικό μισθό να μειώνεται και στον αντίποδα αυτού να ενισχύεται η υψηλή φορολόγηση, επιχειρήσεις να βάζουν λουκέτο, εργαζόμενοι να μένουν χωρίς δουλειά, άνθρωποι να χάνουν τα σπίτια τους και να καταλήγουν, στην κυριολεξία της φράσης, να διαβιούν στο δρόμο. Μια γρήγορη ματιά στους δρόμους της Αθήνας το επαληθεύει. Εκεί, μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει το μέγεθος όλων αυτών των προβλημάτων. Τα συσσίτια που πραγματοποιούνται καθημερινά στο Κέντρο Υποδοχής & Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων επιβεβαιώνουν το υψηλό ποσοστό των ανθρώπων που αδυνατούν να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα αγαθά για την καθημερινότητά τους. Μοιάζει εξωπραγματικό γονιός να μην έχει τη δυνατότητα να προσφέρει στο παιδί του βασικές τροφές, άνθρωποι νέοι, ηλικιωμένοι να ζητάνε ένα πιάτο φαί και να ζουν σε πεζοδρόμια, στοές, πάρκα και εγκαταλελειμμένα σπίτια.

Τα γνώριζα, τα άκουγα αλλά μέχρι εκεί. Τα είχα δει αλλά τις περισσότερες φορές τα είχα προσπεράσει. Είχα απορροφηθεί τόσο πολύ από το δικό μου αγώνα δρόμου προς την εύρεση εργασίας, είχα εστιάσει στην επίλυση των δικών μου πρακτικών προβλημάτων, που αυτές οι καταστάσεις, αυτά τα τόσο σημαντικά προβλήματα αποτελούσαν για μένα αιτία αγανάκτησης, οργής, απογοήτευσης από το ελληνικό Κράτος αλλά μέχρι εκεί. Και είμαι και Κοινωνιολόγος. Το τελευταίο διάστημα, όμως, το είχε απωθήσει η μνήμη μου. Είχα ξεχάσει πως σπούδασα μια επιστήμη που η αρχή και το τέλος της είναι η κοινωνία και ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αυτήν. Πως σκοπός της είναι να βρίσκει λύσεις στα προβλήματα της κοινωνίας, να ψάχνει τους κατάλληλους τρόπους προκειμένου να εξασφαλίζεται η εύρυθμη λειτουργία των πραγμάτων. Είχα ξεχάσει, νομίζω, πως τελικός αποδέκτης όλων αυτών που πραγματεύεται η επιστήμη της Κοινωνιολογίας είναι ο άνθρωπος. Χρειάστηκε μια σύμβαση εργασίας και η «πραγματική» απασχόλησή μου ως Κοινωνιολόγος για να το ανακαλέσει η μνήμη μου. Και δε θα μπορούσα να χαίρομαι περισσότερο γιατί το επανέφερε για τα καλά.

Ως Κοινωνιολόγος – Αρθρογράφος κοινωνικής θεματολογίας στην εφημερίδα Social Activism Αθηνών και ως διοικητική υπάλληλος στο Κέντρο Υποδοχής & Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων γνώρισα και έμαθα από την αρχή τα προβλήματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους αυτής της κοινωνίας και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Έμαθα τις υπηρεσίες που προσφέρει ο Δήμος για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της στέγασης και της σίτισης και είδα, με πολύ μεγάλη ευχαρίστηση, πως ακόμα και σε αυτή τη δύσκολη για όλους περίοδο, δε

λείπει από κανέναν μας το αίσθημα της προσφοράς και της αλληλεγγύης σε αυτούς που το έχουν πραγματικά ανάγκη.

Είδα ανθρώπους να προσέρχονται στο Κ.Υ.Α.Δ.Α. για να λάβουν βοήθεια σε βασικά είδη τροφίμων και άλλους να αιτούνται να φιλοξενηθούν σε κάποιον από τους ξενώνες του Δήμου. Είδα χιλιάδες ανθρώπους (χωρίς καμία υπερβολή στον αριθμό) να προσέρχονται καθημερινά στα συσσίτια. Σκυθρωποί, κουρασμένοι, αγανακτισμένοι αλλά όλοι με ένα ζεστό χαμόγελο και ένα ειλικρινές «ευχαριστώ». Συνάντησα και τους πιο «δύσκολους», αυτούς που τα προβλήματα και η ταλαιπωρία τους έχουν καταβάλει τόσο που η οργή και η αγανάκτησή τους δύσκολα εξομαλύνονται αλλά συνειδητοποίησα πως δεν μπορώ να τους κρίνω για αυτό. Δεν ήθελα να τους κρίνω για αυτό.

Ακόμη, πληροφορήθηκα για τις δομές του Κοινωνικού Παντοπωλείου, από όπου προμηθεύονται οι δικαιούχοι δωρεάν βασικά αγαθά, του Κοινωνικού Φαρμακείου, το οποίο χορηγεί δωρεάν φάρμακα γενικών παθήσεων και της Αθηναϊκής Αγοράς, όπου συγκεντρώνονται είδη ρουχισμού και στη συνέχεια δίνονται στους δικαιούχους. Έμαθα για το Πρόγραμμα «Βοήθεια στην Οικογένεια», που υλοποιείται με την ευγενική χορηγία της Cosmote και προσφέρει σε 200 οικογένειες τρόφιμα, είδη ρουχισμού, παιδικά παιχνίδια κ.α.

Είδα πως οι άνθρωποι του Κέντρου Αστέγων αφουγκράζονται τα προβλήματα των ανθρώπων και προσπαθούν καθημερινά να τους βοηθούν. Εξεπλάγην τόσο ευχάριστα από την διάθεση ανθρώπων, ιδιωτών και εταιρειών να προσφέρουν αγαθά και οικονομική ενίσχυση στο Κ.Υ.Α.Δ.Α προκειμένου να συμβάλλουν και αυτοί με τον τρόπο τους σε ένα τόσο σπουδαίο κοινωνικό έργο.

Και κάπου εκεί, σε αυτή την μικρή προσωπική πορεία και εμπειρία θυμήθηκα όλους εκείνους τους λόγους που η επιστήμη της Κοινωνιολογίας, και κάθε επιστήμη που αφορά τη μελέτη του ανθρώπου και της κοινωνίας, έχει σημαντική αξία. Μέσα από αυτήν την επαγγελματική εμπειρία συνειδητοποίησα το μέγεθος των καθημερινών προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που στερούνται βασικά αγαθά, που θα έπρεπε σε μια σύγχρονη κοινωνία να θεωρούνται δεδομένα. Ευαισθητοποιήθηκα γιατί το άγχος και η δική μου αγανάκτηση και απογοήτευση μου είχαν στερήσει αυτήν την πλευρά του εαυτού μου. Και παρ’ όλο που οι καταστάσεις μοιάζουν να χειροτερεύουν και τα μελλούμενα δύσκολα μπορεί κανείς να τα υπολογίσει, εγώ αισιοδοξώ και επιλέγω να πιστέψω στους ανθρώπους κάθε γενιάς και κάθε ηλικίας. Και δε μπορεί, κάποια στιγμή όλοι μας θα έχουμε το μέλλον που κάποια στιγμή ονειρευτήκαμε.