Για ένα δεύτερο Διαφωτισμό

Ο σερ Μάρτιν Ρις είναι ένας από τους πιο διακριμένους αστρονόμους του κόσμου. Ο πασίγνωστος καθηγητής του Κέμπριτζ προκάλεσε μια πρόσκαιρη αναταραχή στους επιστημονικούς κλάδους το 2003, με τη δημοσίευση του βιβλίου του Our Final Hour (Η Τελευταία μας Ώρα). Ο Ρις προειδοποίησε ότι ένα νέο είδος επιστημονικών πειραμάτων και ερευνών υψηλού ρίσκου απειλούσε την ύπαρξη ζωής στη Γη ακόμη και την ύπαρξη του ίδιου του σύμπαντος.

 Είπε ότι κατά τη γνώμη του «οι πιθανότητες δεν είναι καλύτερες από 50-50 όσον αφορά τη επιβίωση του πολιτισμού μας στη Γη μέχρι το τέλος του παρόντος αιώνα». Συνήθως, τέτοιοι υπερβολικοί ισχυρισμοί θα αγνοούνται παντελώς ή θα απορρίπτονται ως παλαβομάρες ενός τρελού, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση οι προειδοποιήσεις ακουστήκαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και έγιναν αντικείμενο κάποιας αντιπαράθεσης μέσα στην επιστημονική κοινότητα, λόγω των ισχυρών διαπιστευτηρίων του κομιστή του μηνύματος.

Η αμφισβήτηση της αχαλίνωτης επιστημονικής έρευνας

Ο Ρις είναι αυθεντία στις μαύρες τρύπες και οι θεωρίες του για την απαρχή και την εξέλιξη του σύμπαντος θεωρούνται από τους περισσότερους ομότιμούς του αν όχι η τελευταία λέξη τουλάχιστον ο πιο συγκροτημένος λόγος όσον αφορά το γιατί και το πώς της ίδιας της ύπαρξης.

Έτσι ο Ρις υπέδειξε ότι ορισμένες τρέχουσες και προτεινόμενες προσεγγίσεις της επιστημονικής έρευνας ίσως δεν θα έπρεπε να γίνουν αποδεκτές, λόγω του μεγάλου δυνητικού ρίσκου που δημιουργούν για την ίδια την ύπαρξη, τα λόγια του έπνευσαν μέσα στην επιστημονική κοινότητα σαν κακός άνεμος, απειλώντας του ίδιους τους κανόνες της επιστήμης. Στο κάτω – κάτω, η ιδέα της πλήρως ανεμπόδιστης επιστημονικής έρευνας αποτελεί το θεμέλιο της σύγχρονης επιστήμης.

Η επιστήμη του Διαφωτισμού βασίζεται στην ιδέα της ασταμάτητης επιδίωξης να αποκαλυφθούν τα μυστικά της φύσης. Η προσπάθεια να περιορίσουμε αυτή την επιδίωξη ή να θέσουμε όρια στις διαδρομές της έρευνας θεωρείται από πολλούς στην επιστημονική κοινότητα ισοδύναμη με την εξάλειψη του επιστημονικού πνεύματος. Ο «άνθρωπος» είναι εκ φύσεως φιλοπερίεργος, υποστήριζαν οι αρχιτέκτονες του Διαφωτισμού. Είμαστε ένα προμηθεϊκό δημιούργημα που διαρκώς αναζητούμε να κατανοήσουμε το μεγάλο σχήμα των πραγμάτων, έτσι ώστε να μπορέσουμε να εξουσιάσουμε τις δυνάμεις της φύσης και να ελέγξουμε το πεπρωμένο μας.

Η ιδέα της προόδου, τόσο θεμελιώδης στον τρόπο σκέψης του σύγχρονου κόσμου, αμφισβητείται εάν οι άνθρωποι αποδεχθούν αυτο-επιβαλλόμενα όρια στο τι θα μπορούσε να εξερευνήσει το μυαλό. Επιπλέον, η καλλιέργεια της αμφιβολίας για την ικανότητά μας να χρησιμοποιούμε τον ορθό λόγο για να ελέγχουμε και να κατευθύνουμε τις δυνάμεις της φύσης και το μέλλον μας θα τερμάτιζε το προσφιλές ουτοπικό όνειρο της τελειοποίησης της ζωής στη Γη. Για όλους αυτούς τους λόγους, η επιστημονική κοινότητα υποστήριζε, από την αυγή του Διαφωτισμού, ότι αξίζει να ασκείται η ανθρώπινη έρευνα άνευ περιορισμού.

Ο Ρις είχε πλήρη επίγνωση των δηλώσεών του. Ωστόσο, έθεσε τα εξής ερωτήματα: Μήπως σήμερα έχουμε υποχρεώσεις που υπερβαίνουν την κατήχηση του Διαφωτισμού Είναι η ελευθερία της έρευνας, του πειραματισμού και της τεχνολογικής εφαρμογής ιερή, ακόμη και αν σημαίνει, πιθανόν, την εξαφάνιση της ζωής όπως τη γνωρίζουμε, ίσως και της ίδιας της ύπαρξης ακόμη;

Ο Ρις έθεσε αυτά τα ερωτήματα στη δοκιμασία της αληθινής ζωής πάνω στο αντικείμενο που γνωρίζει καλύτερα. Εστίασε την προσοχή του σ’ ένα πρόγραμμα που άρχισε το 2000, στο Εργαστήριο Μπρουκχέιβεν του Λονγκ Άιλαντ. Οι φυσικοί χρησιμοποιούσαν έναν επιταχυντή σωματιδίων για να δημιουργήσουν ένα «πλάσμα κουόρκγκουνίου»,*μια ζεστή σούπα πυκνών υποατομικών υλικών που μιμείται τις συνθήκες οι οποίες, όπως πιστεύεται, υπήρχαν τη στιγμή που η «μεγάλη έκρηξη» γέννησε το σύμπαν πριν 13,7 δισεκατομμύρια χρόνια και πλέον. Ορισμένοι επιστήμονες ανησυχούν ότι μια υψηλή συγκέντρωση ενέργειας του τύπου που επιδιώκεται στο Μπρουκχέιβεν θα μπορούσε , εύλογα, να οδηγήσει σε τρεις φοβερές εκβάσεις.

Θα μπορούσε να σχηματιστεί μια μαύρη τρύπα – αντικείμενο με τόση βαρυτική έλξη που απορρόφα ακόμη και το φως. Μια μαύρη τρύπα θα μπορούσε να «ρουφήξει τα πάντα γύρω της». Είναι επίσης πιθανό τα σωματίδια κουόρκ να σχηματίσουν ένα συμπιεσμένο αντικείμενο γνωστό ως «strangelet» που είναι «πολύ μικρότερο από ένα άτομο», αλλά μπορεί να «μολύνει» την περιβάλλουσα ύλη και να «μετασχηματίσει ολόκληρο τον πλανήτη Γη σε μια αδρανή υπερπυκνή σφαίρα διαμέτρου περίπου εκατό μέτρων».

Η ακόμη χειρότερα, θα μπορούσαν να μετασχηματιστούν από το πείραμα ότι υποατομικές δυνάμεις του διαστήματος. Εάν συνέβαινε αυτό, το αποτέλεσμα θα ήταν να «σκιστεί ο ιστός του διαστήματος». Και ο Ρις προειδοποιεί ότι η κατάληξη θα μπορούσε να είναι να «εξαπλωθεί σαν φούσκα που ,διογκώνεται το σύνορο ενός νέου τύπου κενού» που τελικά θα καταβροχθίσει το σύμπαν.

Ο Ρις και άλλοι επιστήμονες αναγνωρίζουν ότι η πιθανότητα να συμβούν αυτά τα γεγονότα είναι εξαιρετικά μικρή. Αλλά ενώ είναι κάτι «πολύ, πολύ απίθανο», λέει ο Ρις, «δεν μπορούμε να είμαστε 100% σίγουροι τι πραγματικά θα συνέβαινε». Και ο Ρις θέτει, λοιπόν, το ερώτημα: ακόμη και αν προεικάσουμε ότι οι πιθανότητες να πάει κάτι στραβά σ’ αυτή την κλίμακα είναι μία στα πενήντα εκατομμύρια, θα άξιζε το δυνητικό όφελος να ρισκάρουμε αυτή την έστω απόμακρη πιθανότητα καταστροφής της Γης και όλου του σύμπαντος;

Ο Ρις, στη συνέχεια, προειδοποιεί ότι πολλές τρέχουσες πειραματικές επιδιώξεις απειλούν με καταστροφικές συνέπειες τη ζωή στη Γη, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής των μικρών νάνομποτ που μιμούνται τους ιούς και μπορούν να τεθούν εκτός ελέγχου, καταπίνοντας, ύλη και μετατρέποντας την επιφάνεια της Γης σε μια «γκρίζα γλίτσα».

Ο Ρις εκφράζει επίσης τις ανησυχίες του για παρόμοιες απειλές που δημιουργούνται από τη γενετική μηχανική και την τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών – ειδικά καθώς εξαπλώνεται η γνώση των τομέων της υψηλής τεχνολογίας, αυξάνοντας την πιθανότητα να προκαλέσει κάποιος, ακούσια ή εκ προθέσεως, ανεπανόρθωτη βλάβη. Καταλήγει λέγοντας ότι το ρίσκο που συνοδεύει αυτές τις ισχυρές νέες επιστημονικές και τεχνολογικές στοχεύσεις θα έπρεπε να προκαλέσει παγκόσμια συζήτηση για τα όρια της επιστημονικής έρευνας.

Η άμεση ανταπάντηση των περισσότερων επιστημόνων ήταν ότι εάν είχαμε παρόμοια δυσοίωνα συναισθήματα και φόβους για την τιθάσευση της φωτιάς, αφού προκαλεί κακό όπως και καλό, δεν θα είχαμε απολαύσει ποτέ τα τεράστια οφέλη της προόδου και θα είχαμε μείνει σε πρωτόγονη κατάσταση.

Παρά όλα αυτά, η μεγάλη διαφορά σε σχέση με τις επιδράσεις της επιστημονικής αναζήτησης του παρελθόντος είναι ότι αυτές ήταν αισθητές σε τοπικό επίπεδο και είχαν περιορισμένη διάρκεια. Η σημερινή επιστημονική τεχνολογία αιχμής είναι διαφορετικού είδους. Οι επιδράσεις και οι συνέπιες της τεχνολογίας των υπολογιστών, της βιοτεχνολογίας και σύντομα της νανοτεχνολογίας είναι παγκόσμιου εύρους και δυνητικά μακράς διάρκειας.

Η πρώτη συνειδητοποίηση της τεράστιας διαφοράς, στην κλίμακα και στη διάρκεια, των νέων επιστημονικών προσπαθειών και τεχνολογιών επήλθε με τη διάσπαση του ατόμου και τη ρίψη των ατομικών βομβών σε ανθρώπινους πληθυσμούς, στην Ιαπωνία, τις τελευταίες ημέρες του Δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου. Παρόλο που ορισμένοι από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στο άκρων απόρρητο αμερικανικό κρατικό πρόγραμμα -το σχέδιο Μανχάταν- είχαν δυσοίωνα προαισθήματα για την έρευνα και την εφαρμογή των αποτελεσμάτων της, και όντως εξέφρασαν τις ανησυχίες τους, επικράτησε η επιστημονική ορθοδοξία και έτσι συνεχίστηκε ανεμπόδιστα η ανάπτυξη πυρηνικών όπλων και αργότερα της πυρηνικής ενέργειας.

Μέχρι σήμερα, το σκεπτικό είναι ότι ενώ τα πυρηνικά όπλα και τα εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας δημιουργούν δυνητικές απειλές για τη συνέχιση της ζωής στη Γη, τα οφέλη στον τομέας της στρατιωτικής ασφάλειας και της προμήθειας των αναγκαίων ποσοτήτων ενέργειας είναι μεγαλύτερα από τη δυνητική απειλή της κακής χρήσης και της κατάχρησης ή αμέλειας. Υπήρχε πάντα η πεποίθηση ότι η δυνατότητα να πάει κάτι στραβά ή να συμβούν ατυχήματα θα μπορούσε να αποφευχθεί, να ελεγχθεί ή τουλάχιστον να μετριαστεί, εφόσον λειτουργούμε «ορθολογικά».

Παρόλο που οι Αμερικάνοι, σε γενικές γραμμές, συνεχίζουν να υπερασπίζονται το όραμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, βάσει της ακλόνητης πίστης τους στις επιστημονικές προόδους και στις τεχνολογικές αναζητήσεις, οι Ευρωπαίοι αρχίζουν να αμφιβάλλουν για το πόσο συνετή είναι η άκριτη αποδοχή των παλιών ιερών αξιωμάτων. Όπως στην περίπτωση της διακυβέρνησης, της εξωτερικής πολιτικής και των θεμάτων ασφαλείας, η Ευρώπη αρχίζει να αποκλίνει, ουσιαστικά, από την αμερικάνική προσέγγιση στην επιστήμη και την τεχνολογία. Στον πυρήνα της διαφοράς βρίσκεται ο τρόπος που αντιλαμβάνονται το ρίσκο Αμερικανοί και Ευρωπαίοι.

Εμείς οι Αμερικανοί αισθανόμαστε υπερήφανοι που είμαστε λαός του ρίσκου. Προερχόμαστε από μετανάστες που ρίσκαραν τη ζωή τους για να ταξιδέψουν στον νέο κόσμο και να αρχίσουν ξανά, συχνά με ελάχιστα νομίσματα στην τσέπη και το όνειρο μιας καλύτερης ζωής. Όταν ρωτιούνταν οι Ευρωπαίοι τι θαυμάζουν περισσότερο στους Αμερικανούς, γενικά ως πρώτα άξια θαυμασμού χαρακτηριστικά είναι η διάθεσή μας να ρισκάρουμε και η νοοτροπία του «Μπορώ και το κάνω». Συχνά είμαστε πρόθυμοι να τα παίξουμε όλα για όλα, από παραξενιά, ελπίδα ή απλά αντιδρώντας αυθόρμητα.

Γι’ αυτό και οι Αμερικάνοί είναι τόσο επινοητικό, καινοτόμοι και επιχειρηματικοί. Όπου οι άλλοι βλέπουν δυσκολίες και εμπόδια, οι Αμερικανοί βλέπουν ευκαιρίες. Για τους Αμερικανούς, ένα από τα πιο δυσάρεστα χαρακτηριστικά ενός ατόμου είναι η ηττοπαθής νοοτροπία που υπαγορεύει ότι κάτι δεν μπορεί να γίνει ή δεν αξίζει να γίνει λόγω του φόβου της αποτυχίας ή των ακούσιων δυσμενών συνεπειών. «Δεν ξέρεις μέχρι να προσπαθήσεις» είναι το μοτίβο που αντηχεί σ’ όλη την αμερικανική ιστορία.

Εάν οι άνθρωποι άλλων τόπων πραγματικά θέλουν να μάθουν τι εκνευρίζει πραγματικά τους Αμερικανούς πρέπει να πληροφορηθούν ότι τους εκνευρίζει η απαισιοδοξία. Δεν μπορούμε να ανεχθούμε τον πεσιμισμό, ένα γνώρισμα που συχνά βλέπουμε να έχουν οι Ευρωπαίοι φίλοι μας. Είμαστε οι αιώνιοι αισιόδοξοι – παρόλο που μερικοί Ευρωπαίοι που γνωρίζω λένε ότι απλώς είμαστε πολύ απλοϊκοί.

Η αισιοδοξία μας συνυφαίνεται βαθιά με την πίστη μας στην επιστήμη και την τεχνολογία. Έχει λεχθεί ότι οι Αμερικανοί είναι ένα έθνος μαστόρων. Όταν ήμουν νέος, ο μηχανικός απολάμβανε μεγάλη εκτίμηση όπως και ο καουμπόης. Έβλεπαν σ’ αυτόν μια τραχιά ατομική θέληση να κάνει αυτό που θέλει, επιδιώκοντας πάντα τη δημιουργία μιας καλύτερης μηχανής. Ο μηχανικός θαυμαζόταν γιατί προσπαθούσε να βελτιώσει τη μοίρα της κοινωνίας και να συμβάλει στην πρόοδο και την ευημερία. Θυμάμαι ότι έβλεπα τα φώτα στο γκαράζ του γείτονά μου να είναι αναμμένα μέχρι αργά τη νύχτα, καθώς πατέρας και γιος πειραματίζονταν με διάφορά μηχανήματα και κινητήρες στον αυτοσχέδιο πάγκο τους, με το όνειρο μιας μεγάλης εφεύρεσης που θα μπορούσε ν’ αλλάξει τον κόσμο.

Είναι πολύ δύσκολο να τα εγκαταλείψουμε όλα αυτά. Είναι πολύ βαθιά ριζωμένα. Είναι η ουσία μας. Αλλά, από την άλλη πλευρά του ωκεανού, οι ευαισθησίες είναι διαφορετικές. Όχι ότι οι Ευρωπαίοι δεν είναι επινοητικοί. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως στην πορεία της ιστορίας, η Ευρώπη έχει παραγάγει τις σπουδαιότερες επιστημονικές ενοράσεις και όχι λίγες μεγάλες εφευρέσεις – παρόλο που οι Κινέζοι δικαιολογημένα θα πρόβαλλαν τον ισχυρισμό ότι δικαιούνται μερικούς από τους επαίνους. Όμως, οι Ευρωπαίοι έχουν βαθύτερη γνώση των σκοτεινών πλευρών της επιστήμης και της τεχνολογίας. Έχουν ζήσει επί μακρών με τις αρνητικές όπως και με τις θετικές συνέπειες της επιστήμης και της τεχνολογίας, συνεπώς εκστασιάζονται λιγότερο.

Επιπλέον, μέχρι τη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο εποχή, η επιστήμη και η τεχνολογία στην Ευρώπη ήταν κυρίως στα χέρια μιας μορφωμένης ελίτ και συνδεόταν με τον κοινωνικό έλεγχο και διαιώνιση των ταξικών διακρίσεων, ενώ στην Αμερική η επιστήμη και η τεχνολογία ήταν πάντα κτήμα περισσότερων και η πρόσβαση σ’ αυτές πιο δημοκρατική. Ο ιδρυτής του δικού μου πνευματικού ιδρύματος, του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνιας, Βενιαμίν Φραγκλίνος, όπως επίσης ο Τόμας Πείν, ο Τόμας Τζέφερσον και πολλοί άλλοι πατέρες της αμερικανικής δημοκρατίας, φαντάζονταν τους εαυτούς τους ως επιστήμονες και εφευρέτες όπως και ως επαναστάτες και ξόδεψαν αμέτρητο χρόνο εργαζόμενοι για επιστημονικές επιδιώξεις και για τη δημιουργία νέων εφευρέσεων.

Οραματίζονταν την Αμερική σαν μια χώρα εφευρετών. Ο Τόμας Τζέφερσον, τρίτος πρόεδρος μας, συνέταξε την πρώτη σύγχρονη νομοθεσία για τις ευρεσιτεχνίες, προκειμένου να ανταμειφθούν οι Αμερικανοί εφευρέτες για τις ικανότητές τους. Ήλπιζε ότι οι νόμοι για τις ευρεσιτεχνίες θα ευνοούσαν την ευρύτερη διασπορά του επινοητικού πνεύματος. Και όντως έτσι έγινε.

Όπως ακριβώς οι Αμερικάνοι υιοθέτησαν το όνειρο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού για την υλική πρόοδο, την επιδίωξη του ιδιοτελούς συμφέροντος και την ατομική αυτονομία και το εφάρμοσαν στην πιο καθαρή του μορφή, έτσι αντιμετώπισαν και τις έννοιες του Διαφωτισμού για την επιστήμη και την τεχνολογία. Οι Βρετανοί προσεγγίζουν πιο πολύ τις αμερικανικές ευαισθησίες, την ακατάβλητη πίστη μας στην επιστήμη και την τεχνολογία του Διαφωτισμού.

Αλλά, ακόμη και αυτοί μετριάζουν τον ενθουσιασμό τους με μια περιστασιακά ρομαντική και μερικές φορές ταξική αντίδραση που αντλείται είτε από τις προτιμήσεις ενός Σάμιουελ Τέιλορ Κόλριτζ* είτε από αυτές των Λουδιτών.** Και εμείς έχουμε τους Θορό*** μας και τις αντιτεχνολογικές λαϊκίστικες παραδόσεις μας επίσης, παρόλο που αυτά τα ρεύματα δεν έχουν τόσο βαθιές ρίζες στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη.

Η απόκλιση των απόψεων για την επιστήμη και τεχνολογία μεταξύ Αμερικανών και ευρωπαίων μεγαλώνει και έρχεται τώρα στο προσκήνιο μέσα από μυριάδες δημόσιες πολιτικές συζητήσεις, προβάλλοντας την απειλή ενός σχίσματος εξίσου σημαντικού με το διχασμό που προκαλούν οι μεταξύ μας αντιλήψεις για τη διεξαγωγή της εξωτερικής πολιτικής και για την εσωτερική ασφάλεια.