Η επινόηση των θέσεων εργασίας και η επιχειρηματικότητα

Επιμέλεια Γαρυφαλλιά Γκαντζούνη,
Manager Ανθρώπινου Δυναμικού

Βασίλης ΤακτικόςΔιάλογος με το διευθυντή της «Social Activism Αθηνών»

Στο σύγχρονο κόσμο δεν υπάρχουν απεριόριστες προσφερόμενες θέσεις εργασίας, ούτε αυτές προκύπτουν αυθόρμητα, ούτε μπορεί να τις δημιουργήσει απεριόριστα το κράτος. Για το λόγο αυτό παρουσιάζεται η διόγκωση του φαινομένου της ανεργίας, που λογικά προκύπτει από τον περιορισμό της προσφοράς εργασίας και την ταυτόχρονη αύξηση της ζήτησης. Έτσι, είναι προφανές ότι οι θέσεις εργασίας δημιουργούνται από τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα, την οποία ούτε το κράτος μπορεί να επεκτείνει, αλλά ούτε και ο ιδιωτικός τομέας, πέραν των ορίων εκείνων που επιτρέπουν σε μια επιχείρηση τη βιωσιμότητα. Σε κάθε περίπτωση, η βιωσιμότητα μιας επιχείρησης προϋποθέτει ένα ποσοστό κέρδους, ενώ για το κράτος προϋπόθεση της βιωσιμότητας είναι να μην υπάρχει ζημία. Πώς μπορούν να δημιουργηθούν όμως θέσεις εργασίας πέραν αυτών των ορίων;

Ο διευθυντής των ηλεκτρονικών εφημερίδων «Social Activism Αθηνών» και «Οίκοpress», Βασίλης Τακτικός, μας απαντά σε μια σειρά ερωτημάτων:

Γ.Γ.: Κύριε Τακτικέ, μας έχετε πει αρκετές φορές ότι από ένα σημείο και πέρα οι θέσεις εργασίας δε χαρίζονται αλλά επινοούνται και γι’ αυτό το ζήτημα την ευθύνη την έχουν όχι μόνο οι υφιστάμενοι επιχειρηματίες και το κράτος που δε μας προσφέρουν αρκετές, αλλά και οι πολίτες – ιδιώτες που δεν αναλαμβάνουν είτε συλλογικές είτε ατομικές πρωτοβουλίες για την επιχειρηματικότητα. Θα μπορούσατε να μας απαντήσετε γιατί συμβαίνει αυτό;

Β.Τ.: Πρώτον, θα πρέπει να απαλλαγούμε από την αυταπάτη ότι το κράτος μπορεί να λειτουργήσει σα «θεός» ώστε να τα προβλέπει όλα, να τα επιχειρεί όλα και να μεριμνά για όλα, παίρνοντας ρίσκο για το καθετί, χωρίς να συμμετέχουν στην επιχειρηματική διαδικασία και οι πολίτες. Το κράτος, ιστορικά έχει αποδεδειχθεί ότι, πέραν από ορισμένους τομείς παραγωγής δημόσιων αγαθών, όπως παιδεία, υγεία, δημόσια έργα, είσπραξη φόρων κτλ., δεν είναι σε θέση να επεκτείνει την επιχειρηματικότητά του εκεί που λειτουργούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι. Όπου το κράτος ιστορικά υπήρξε ο απόλυτος επιχειρηματίας το έκανε με δικτατορία και απόλυτη στρατιωτική πειθαρχία – και αυτό μόνο για περιορισμένες ιστορικές περιόδους εμπόλεμης κατάστασης ή επαναστατικής διέγερσης. Ο προφανής λόγος που το κράτος στις ειρηνικές και δημοκρατικές κοινωνίες δεν μπορεί να γίνει επιχειρηματίας σε όλα τα επίπεδα είναι γιατί σ’ αυτή την περίπτωση θα χρειαζόταν μια τεράστια γραφειοκρατία για να ελέγχει την κάθε μικροεπιχείρηση κι αυτοαπασχολούμενο εάν πηγαίνει στη δουλειά του, αν αποδίδει προϊόν και αν αυτό είναι χρήσιμο για την κοινωνία. Το κόστος, σ’ αυτήν την περίπτωση, ακόμα κι αν λειτουργούσε άψογα το σύστημα, θα ήταν τεράστιο, δε θα επαρκούσαν οι φόροι ή η υπεραξία του προϊόντος ώστε να λειτουργήσει μια τέτοια γραφειοκρατία. Γι’ αυτό και το κράτος όταν επεκτείνεται πολύ γίνεται κακός επιχειρηματίας. Το έχουμε δοκιμάσει αυτό στην ιστορία με καταστρεπτικά αποτελέσματα. Από την άλλη μεριά, όταν η οικονομία βρίσκεται σε κρίση και μειώνεται το κέρδος, πολλές από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οδηγούνται στη χρεωκοπία και την πτώχευση, οδηγώντας εκατομμύρια εργαζομένους στην ανεργία. Εδώ λοιπόν θέλουμε – δε θέλουμε πρέπει να δώσουμε μια εξήγηση, όχι μόνο το κράτος, αλλά και οι συνδικαλιστές κι οι εργαζόμενοι. Μια εξήγηση και μια προοπτική τι μπορεί να γίνει απ’ αυτό το σημείο και πέρα. Πώς μπορούν να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας;

 

Γ.Γ.: Αυτό το ερώτημα θα ήθελα να κάνω κι εγώ. Εξ άλλου, έχετε μιλήσει επανειλημμένως για την κοινωνική οικονομία που μπορεί να προσφέρει θέσεις εργασίας μέσα από συνεταιριστικές και κοινωνικές επιχειρήσεις. Πόσο ρεαλιστικό είναι όλο αυτό;

Β.Τ.: Από μόνη της αυτή η προοπτική ασφαλώς δεν είναι ρεαλιστική εάν δεν λέει το πώς θα αναπτυχθεί η επιχειρηματικότητα μέσα απ’ τις συλλογικές και ατομικές πρωτοβουλίες των ικανών μεν προς εργασία, αλλά αδύναμων να τη διεκδικήσουν. Μια συνοπτική απάντηση, που θα μπορούσαμε να δώσουμε σ’ αυτή την περίπτωση, είναι ότι δεν μπορούν να τη διεκδικήσουν από τους άλλους αλλά από τον ίδιο τους τον εαυτό με επινοήσεις συνεργασίας καινοτομικών ιδεών, ανίχνευση νέων αναγκών της κοινωνίας και ικανοποίηση αυτών των αναγκών με νέα προϊόντα και υπηρεσίες.

 

Γ.Γ.: Το ερώτημα βέβαια είναι: Τι σημαίνει ανίχνευση αναγκών και ποια προϊόντα μπορούν να αναπτυχθούν τα οποία δεν έχουμε σήμερα; Ας πάρουμε έναν-έναν τους τομείς, ξεκινώντας απ’ τη γεωργία.

Β.Τ.: Στην Ελλάδα έχουμε μεγάλο έλλειμμα σε προϊόντα της μεσογειακής διατροφής και κτηνοτροφικά. Και στον τομέα αυτόν με σύγχρονους όρους μπορεί να αναπτυχθεί κάλλιστα η αγροτική επιχειρηματικότητα και απασχόληση, εάν πλάι στις παραδοσιακές τεχνικές προσθέσουμε και τις νέες τεχνολογίες, την πληροφορική και το Internet. Επί παραδείγματι, η δημιουργία πρατηρίων από ΚοινΣΕπ, από τα οποία οι άπορες και με χαμηλό εισόδημα οικογένειες θα προμηθεύονται φθηνά τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης, αποτελεί μια καλή και υλοποιήσιμη ιδέα. Επίσης, μπορούν να εντατικοποιηθούν οι online πωλήσεις αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, σύμφωνα με το γαλλικό μοντέλο. Η κατασκευή μιας ιστοσελίδας δίνει στους γεωργούς, τους κτηνοτρόφους, τους συνεταιρισμούς και τις ομάδες παραγωγών δυνατότητες προβολής και προώθησης των αγροτικών τους προϊόντων. Ταυτόχρονα ανοίγει κι ευκαιρία στις επιχειρήσεις τροφίμων, στους εμπόρους και χονδρεμπόρους, τυποποιητές και στα σούπερ μάρκετ μέσα από την ίδια ιστοσελίδα να αναζητήσουν τους παραγωγούς εκείνους που θέλουν να συνεργαστούν και να αγοράσουν τα προϊόντα τους. Τέλος, οι συμπράξεις ομάδων αγροτών και κτηνοτρόφων ανοίγουν νέες επιχειρηματικές προοπτικές με πολλά οφέλη για τους ίδιους τους παραγωγούς αλλά και το κοινωνικό σύνολο. Όλα αυτά, βέβαια, για να φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα πρέπει να λειτουργήσουν με τη λογική της κατάργησης του μεγάλου διαμεσολαβητή, ο οποίος ανεβάζει το κόστος πώλησης και κάνει πιο χρονοβόρα την όλη διαδικασία μεταφοράς του προϊόντος από τον παραγωγό στον τελικό καταναλωτή.

 

Γ.Γ.: Ας μιλήσουμε τώρα, κύριε Τακτικέ, για τον τομέα του τουρισμού. Ποιες είναι οι προτάσεις σας;

Β.Τ.: Η χώρα μας έχει να προσφέρει πολλά στον τομέα αυτόν, τόσο λόγω του φυσικού της πλούτου και της φυσικής της ομορφιάς όσο και κυρίως λόγω της πολιτιστικής της κληρονομιάς, η οποία είναι επιτακτική ανάγκη να αναδειχθεί με ποικίλους τρόπους. Μια πολύ καλή επιχειρηματική πρόταση αφορά στην ψηφιοποίηση του πολιτιστικού περιεχομένου, των μύθων, των μνημείων και της ιστορίας της χώρας. Με την ψηφιοποίηση επιτυγχάνονται σημαντικοί στόχοι, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ακόλουθοι:

  1. Η διατήρηση της πολύτιμης πληροφορίας που περιέχουν αντικείμενα από τα οποία όμως άλλα καταστρέφονται από τη φθορά του χρόνου ή από κάποιο συμβάν και άλλα αλλοιώνονται. Επίσης, άυλα πολιτιστικά αγαθά, όπως παραδόσεις και μύθοι, σβήνουν στο πέρασμα του χρόνου. Η ψηφιοποίηση δημιουργεί ψηφιακά υποκατάστατα των υλικών και άυλων αγαθών, περισώζοντας την πολύτιμη πληροφορία που περιέχουν.
  2. Η ενίσχυση του ρόλου που έχει το πολιτιστικό αγαθό, αφού η αντίστοιχη πληροφορία μπορεί να ανευρεθεί πιο εύκολα και συνδυασμένα από διαφορετικές πηγές.
  3. Η προβολή των πολιτιστικών αγαθών, μέσα από το Διαδίκτυο, αλλά και με την παραγωγή ηλεκτρονικών εκδόσεων (CD, DVD, εφαρμογές, αφιερώματα) τα οποία διανέμονται σε διάφορες παρουσιάσεις/εκδηλώσεις ή σε σημεία τουριστικής προσέλκυσης.
  4. Η οικονομική ανάπτυξη μέσω και της προβολής των πολιτιστικών αγαθών και της αξιοποίησης του πολιτιστικού περιεχομένου σε αχανείς αγορές, όπως ο Τουρισμός.

 

Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρηματοδοτεί σχετικά έργα μέσω των πλαισίων χρηματοδότησης και στήριξης (IST, e-Content κ.ά.). Στην Ελλάδα, δίνονται χρηματοδοτήσεις στα πλαίσια του ΕΣΠΑ 2007-2013, μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος για την «Ψηφιακή Σύγκλιση».

 

Εκτός αυτού, μια άλλη πρόταση που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη είναι η δημιουργία θεματικών πάρκων σε διάφορους Δήμους της χώρας μας, στα πλαίσια της πράσινης επιχειρηματικότητας. Μπορούν να δημιουργηθούν, ανάλογα με τους διαθέσιμους πόρους, πάρκα θηραμάτων, πάρκα νερού, πάρκα βιολογικής γεωργίας και κτηνοτροφίας, πάρκα αγροτουρισμού κ.ο.κ. Σημαντικό στοιχείο για τη θερμή υποδοχή του προγράμματος από την τοπική κοινωνία και την πλήρη αναστροφή της φθίνουσας πορείας της απασχόλησης και της παραγωγής στις περιοχές μιας τέτοιας παρέμβασης, είναι ακριβώς η τουριστική και πολιτιστική αναβάθμιση της περιοχής. Με αυτή τη δομή το σχέδιο αξιοποιεί το κοινωνικό κεφάλαιο της περιοχής και διευκολύνει την εισροή οικονομικού κεφαλαίου και τη βιωσιμότητα της επένδυσης στη συνέχεια.

 

Γ.Γ.: Στον τομέα των νέων τεχνολογιών και του Internet βλέπετε να υπάρχει κάποια προοπτική ανάπτυξης;

Β.Τ.: Βεβαίως και υπάρχει προοπτική ανάπτυξης και σε αυτόν τον τομέα, ο οποίος είναι από τους πιο γρήγορα αναπτυσσόμενους τομείς της οικονομίας της χώρας μας. Κατ’ αρχάς το Internet αλλάζει τη μορφή της οικονομίας και τον τρόπο που τα προϊόντα διατίθενται στην αγορά. Πλέον οι καταναλωτές είτε αγοράζουν μέσω Internet, είτε εξετάζουν τα προϊόντα online, πριν αποφασίσουν να τα αγοράσουν με τον παραδοσιακό τρόπο από ένα φυσικό κατάστημα. Μια κοινωνική σύμπραξη ή ένας κοινωνικός συνεταιρισμός τεχνικών και επιστημόνων ειδικευμένων στις νέες τεχνολογίες μπορεί να παράγει χαμηλού κόστους λογισμικό και να προσφέρει ψηφιακές υπηρεσίες και τεχνογνωσία πληροφορικής σε μια σειρά επιχειρήσεων ή απλών ιδιωτών που τώρα δεν έχουν πρόσβαση σε αυτές.

 

Γ.Γ.: Κύριε Τακτικέ, είναι αλήθεια ότι ο τομέας της υγείας στη χώρα μας αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα με αρνητικές συνέπειες για τον καθένα. Εσείς ανήκετε σε εκείνη τη μερίδα ανθρώπων που ισχυρίζονται ότι η κοινωνική οικονομία μπορεί να δώσει άλλη τροπή στα πράγματα και να αλλάξει τη σημερινή δυσοίωνη κατάσταση. Αν όντως ισχύει, πείτε μου πώς ακριβώς μπορεί να υλοποιηθεί κάτι τέτοιο.

Β.Τ.: Συμφωνώ, πράγματι, ότι στα σημερινά προβλήματα που παρουσιάζει το σύστημα της υγείας στη χώρα μας η λύση μπορεί να δοθεί σίγουρα και μέσω της κοινωνικής οικονομίας. Σε μια εποχή που η φτώχεια και η ανέχεια έχουν έρθει στο προσκήνιο, τα κοινωνικά φαρμακεία και τα κοινωνικά ιατρεία των Δήμων, κινούμενα από μια ισχυρή πρωτοβουλία αλληλεγγύης, περιθάλπουν εκατοντάδες άπορους πολίτες. Μάλιστα, τα κοινωνικά φαρμακεία σε σύμπραξη με αγροτικές ΚοινΣΕπ μπορούν να παρασκευάζουν φυτικά φάρμακα και καλλυντικά από βιολογικές καλλιέργειες και να τα διανέμουν είτε δωρεάν είτε με ένα συμβολικό αντίτιμο.

 

Γ.Γ.: Η δια βίου μάθηση μπορεί, πιστεύετε, να αποτελέσει εργαλείο για να πετύχει η χώρα μας τον εθνικό της στόχο, να βγει, δηλαδή, από την υφιστάμενη κρίση, να απελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις της και να μπει σε μια αναπτυξιακή προοπτική;

Β.Τ.: Στην εποχή μας η μάθηση αντιμετωπίζεται από τους πολίτες ως εφόδιο για την εξασφάλιση της ποιότητας και της επάρκειας του βίου τους. Το ενεργό ή εν δυνάμει εργατικό δυναμικό πρέπει να εφοδιάζεται συνεχώς με νέες γνώσεις ώστε να ανταποκρίνεται στις όλο και πιο ανταγωνιστικές διεθνείς συνθήκες. Στο πλαίσιο αυτό η δια βίου μάθηση παρουσιάζεται ως μία νέα πρόσληψη της παιδείας, που θα μας βοηθήσει να μπούμε με τις καλύτερες προϋποθέσεις και εφόδια σε μία νέα εποχή. Το όραμα και οι αρχές της δια βίου μάθησης, όπως αυτές διατυπώνονται στο «Σχέδιο Εθνικού Προγράμματος» που διαμόρφωσε το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας, συγκλίνουν στην επιδίωξη ένταξης της Ελλάδας στη λίστα των πρωτοπόρων ευρωπαϊκών κρατών ως κοινωνία της γνώσης, ως χώρα της οποίας το ανθρώπινο δυναμικό αποτελείται από τους πλέον ανταγωνιστικούς εργαζόμενους και ενεργούς πολίτες της γηραιάς ηπείρου. Η σύνδεση του εκπαιδευτικού συστήματος με την απασχόληση είναι μία πραγματική σημερινή αναγκαιότητα, αλλά και μία μεγάλη πρόκληση για το μέλλον. Ως αναγκαιότητα, η απόκτηση συνεχούς εκπαίδευσης θεωρείται το μόνο εχέγγυο διασφάλισης μιας ομαλής εξέλιξης στον επαγγελματικό και κοινωνικό βίο. Η γνώση σήμερα, περισσότερο από ποτέ, θεωρείται δύναμη προόδου, μέσο ασφάλειας. Η δια βίου μάθηση συμβάλλει στη διαμόρφωση ενεργών και ενημερωμένων πολιτών με κριτική σκέψη και δημιουργική διάθεση. Είναι αλήθεια άλλωστε, ότι η δημοκρατία έχει ανάγκη από πολίτες, που συμμετέχουν ενεργώς στα κοινά, που ξέρουν να μαθαίνουν και να ξεμαθαίνουν. Στη σύγχρονη εποχή αν ο πολίτης δε σταθεί απέναντι στη ροή των πραγμάτων, αν δεν αναλογιστεί τον εαυτό του ως μέρος του συνόλου κινδυνεύει να παρασυρθεί από αυτό και από τις εκάστοτε επιταγές που προβάλλονται ως αναγκαίες. Το νόημα βρίσκεται στη συμμετοχή του στη μάθηση, στα κοινά, σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, με αυτόνομο τρόπο, στηριγμένο στις ανάγκες και ικανότητες του κάθε ενός, στη μοναδικότητά του. Διότι τελικά η ιδιαιτερότητα του καθενός, η οποία δεν πιστοποιείται με κανενός τύπου έγγραφο, όταν ανταμώνει με αυτές των συνανθρώπων μας, δημιουργεί την αναγκαία στην εποχή μας «ισχύ εν τη ενώσει».

 

Γ.Γ.: Είναι νομίζω έκδηλο στις μέρες μας ότι το υφιστάμενο εκπαιδευτικό σύστημα και το πρόγραμμα σπουδών των σχολών της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς. Έτσι, ενώ υπάρχει πληθώρα Ελλήνων επιστημόνων με τυπικά προσόντα που πολλοί Ευρωπαίοι πολίτες θα ζήλευαν, στον εργασιακό χώρο δεν αντικατοπτρίζεται αυτό, αλλά αντιθέτως, οι ανθρώπινοι πόροι αδρανούν. Πώς θα μπορούσε να αλλάξει αυτό;

Β.Τ.: Πράγματι, παρατηρείται σε πολλές περιπτώσεις όταν σε μια επιχείρηση χρειάζεται ένας εργαζόμενος με μια επιστημονική ειδικότητα να υπάρχει προσφορά εκατοντάδων πτυχιούχων αλλά ούτε ένας εμπειρογνώμονας για να καταλάβει μια διευθυντική και μια υπεύθυνη θέση. Αυτό σημαίνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί ερήμην των αναγκών της ζωής, της επιχειρηματικότητας και των θέσεων εργασίας. Προάγει πτυχιούχους αλλά δεν παράγει έτοιμους, μάχιμους ειδικούς μάνατζερς και στελέχη επιχειρήσεων για τη δημιουργία εξελιγμένων προϊόντων και υπηρεσιών. Ασφαλώς, αυτός δεν είναι ο κανόνας για τις τεχνολογίες αιχμής και σε επιστημονικούς τομείς που τα εργαστήρια βρίσκονται μέσα στο πανεπιστήμιο, εκεί που η θεωρία και η πρακτική δουλεύει ταυτόχρονα υπάρχει πρόοδος. Στο μεγαλύτερο κομμάτι όμως της οικονομίας που οι θεωρητικές σπουδές είναι ξεκομμένες από τις ανάγκες της πραγματικότητας οι πτυχιούχοι δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Ακολούθως, η λεγόμενη δια βίου μάθηση, που εξελίσσεται τα τελευταία 20 χρόνια στη χώρα μας, δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, γιατί εκτρέπεται από τον πραγματικό της στόχο που είναι η δια βίου μάθηση μέσα από την εργασία και όχι σε κάποιο σχολείο αποκομμένο από την παραγωγή. Η διαστροφή βρίσκεται ακριβώς στο γεγονός ότι η δια βίου μάθηση γίνεται στα σχολεία, ενώ θα έπρεπε ρητά να απαγορεύεται να γίνεται σε αυτά. Η εκτροπή είναι καραμπινάτη και σκόπιμη για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα συμφέροντα από τη διάθεση των πόρων. Αυτή η γενιά προείσπραξε τα χρήματα της επόμενης γενιάς, κάτι που είναι μια πρωτοφανής ιστορική απάτη. Οι πόροι για τη δια βίου μάθηση πετιούνται.

 

Γ.Γ.: Σύμφωνα με την προσωπική σας εμπειρία, πείτε μας ποια είναι εκείνα τα γνωρίσματα που θα πρέπει να έχει κάποιος ώστε να γίνει πετυχημένος επιχειρηματίας.

Β.Τ.: Δύσκολη ερώτηση… Προϋποθέσεις για να γίνει κανείς σωστός επιχειρηματίας είναι η ικανότητα στο σχεδιασμό μιας επιχείρησης, η επινοητικότητα, τα διοικητικά χαρίσματα και η διαρκής μάθηση και ικανότητα προσαρμογής. Η ικανότητα πρόβλεψης των διακυμάνσεων της αγοράς σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον πάντα των επιχειρήσεων και ασφαλώς η ικανότητα σύνθεσης και διαχείρισης των ανθρωπίνων πόρων ώστε να προκύπτει πάντα από την εργασία το βέλτιστο αποτέλεσμα. Ο επιχειρηματίας, επίσης, πρέπει να είναι προσηλωμένος σε μετρήσιμους στόχους. Θα πρέπει να έχει υψηλή αίσθηση των συνεργιών και της συνεργασίας που μπορούν να φέρουν καλύτερο αποτέλεσμα.

Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις πρέπει να γίνουν κυψέλες γνώσης, να έχουν τμήμα ή δράση που θα ασχολείται με τη διαχείριση γνώσης και τεχνογνωσίας. Αν αυτές είναι πολύ μικρές και δεν μπορούν να το κάνουν μόνες, θα πρέπει να πραγματοποιούν αυτή τη δράση μέσα από συμπράξεις με άλλες επιχειρήσεις. Εδώ μιλάμε για κυψέλες γνώσης και επιχειρηματικότητας, που πρέπει να δημιουργηθούν με πρωτοβουλία και φροντίδα των ίδιων των μικρών επιχειρήσεων. Στον τομέα της γεωργίας αν πάμε, ακόμα και οι μικροκαλλιεργητές και κτηνοτρόφοι πρέπει να δημιουργήσουν κυψέλη επιχειρηματικής γνώσης μέσα από την αξιοποίηση του διαδικτύου.

 

Γ.Γ.: Στο σημείο αυτό θα ήθελα να μας δώσετε την εικόνα που έχετε αυτή τη στιγμή για την κοινωνική επιχειρηματικότητα στη χώρα μας.

Β.Τ.: Είναι δεδομένο ότι ο περιορισμός χρηματοδότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης και συνακόλουθα των δημοτικών επιχειρήσεων δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό ακόμη και τη λειτουργία των πάγιων δράσεων των επιχειρήσεων. Αυτές οι περιοριστικές συνθήκες χρηματοδότησης μπορούν να αντιμετωπιστούν με αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στους τομείς της κοινωνικής οικονομίας και της πράσινης ανάπτυξης, όπου χρηματοδοτούνται δράσεις και επιχειρηματικά σχέδια από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ΥΠΕΚΑ της Περιφέρειας Πελοποννήσου και άλλα σχετικά Ευρωπαϊκά Προγράμματα. Επομένως, «κλειδί» κάθε στρατηγικού σχεδίου θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας που απορροφά ανέργους και εργαζόμενους απειλούμενους από την ανεργία προσφέροντας νέα αγαθά και υπηρεσίες. Το εργαλείο των κοινωνικών αναπτυξιακών συμπράξεων συνίσταται στη συμμετοχή δημοτικών επιχειρήσεων έως 49%, σε εταιρικά σχήματα που συμμετέχουν άλλοι μη κερδοσκοπικοί φορείς και επιχειρήσεις του ν. 4019/2011, όπως είναι οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί και οι τοπικές αναπτυξιακές συμπράξεις. Η «βιωσιμότητα» των εκάστοτε προτεινόμενων παρεμβάσεων θα κριθεί από τον άρτιο σχεδιασμό, τη ρεαλιστική ιεράρχηση αναγκών, την ένταξη των διαθέσιμων πόρων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό και την αναβάθμιση των ανθρώπινων πόρων μέσω της επιμόρφωσης και δια βίου μάθησης σε καινοτόμες προσεγγίσεις και τεχνολογίες.

Η αξιοποίηση όλων των φυσικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων μιας περιοχής βασίζεται στην έξυπνη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων μέσα από τις «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις» που εξασφαλίζουν τη συμμετοχικότητα της τοπικής κοινωνίας στην κοινωνική επιχειρηματικότητα, που με τη σειρά της συνδυάζει την αξιοποίηση ανενεργών ανθρώπινων πόρων με τη μόχλευση των κοινωνικών αναγκών, που οδηγούν στην επιχειρηματικότητα για την αντιμετώπισή τους. Οι καλές πρακτικές της κοινωνικής επιχειρηματικότητας αποτελούν τα βασικά εργαλεία κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης και παράλληλο διατηρήσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την τοπική κοινωνία.