- Όλγα Στασινοπούλου
Ο ορισμός του τρίτου τομέα και της Παγκοσμιοποίησης είναι μία διαρκής διαδικασία. Οι σχετικά πρόσφατες συζητήσεις για την ανάδυση μιας παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών συμβάλλουν στην πολυπλοκότητα ενός πεδίου ανάλυσης και έρευνας το οποίο ήδη έχει πυροδοτήσει αντιπαραθέσεις επιστημονικού και πολιτικού λόγου. Και οι τρεις έννοιες αφορούν διαφορετικές όψεις των σύγχρονων εξελίξεων στην οργάνωση της Οικονομίας και νέες μορφές διακυβέρνησης, με σημαντικές επιπτώσεις για την αναδιάρθρωση των κοινωνικών σχέσεων, ιδιαίτερα στην κοινωνική πολιτική, ενώ μοιράζονται ένα τουλάχιστον κοινό χαρακτηριστικό: αποτελούν επανεκτίμηση ιστορικά αναγνωρίσιμων τάσεων, οι οποίες τώρα προβάλλονται ως η έκφραση πρωτόγνωρων αλλαγών , που ήδη δημιουργούν σημαντικές προκλήσεις για τις εδραιωμένες συνιστώσες και στρατηγικές του βίου. Από την οπτική της κοινωνικής πολιτικής οι επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων είναι πολύ σημαντικές, ιδιαίτερα όσον αφορά τους ορισμούς, οι οποίοι γίνονται εργαλεία άσκησης πολιτικής σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η παρούσα εισήγηση σχολιάζει έγκριτους ορισμούς του τρίτου τομέα σε συνάρτηση με την πρόσφατη αναβίωση του ενδιαφέροντος για την κοινωνία των πολιτών και τις παρούσες συζητήσεις σχετικά με την ανάδυση μιας παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών, εκφράζοντας και κάποιες σκέψεις για τη σημασία στους στην προώθηση και ενδυνάμωση των κοινωνικών εταιρειών και συνεταιρισμών. 1/ Ο ορισμός του τρίτου τομέα Στην έγκριτη διεθνή μελέτη για τον τρίτο τομέα του Πανεπιστημίου των ΗΠΑ Johns Hopkins στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οι ερευνητές βρέθηκαν αντιμέτωποι με το πρόβλημα του ορισμού. Διαφορετικές χώρες χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα έναν αριθμό όρων όπως : Μη κυβερνητικές οργανώσεις, εθελοντικός τομέας, μη-κερδοσκοπικός τομέας, κοινωνική οικονομία, κοινωνία πολιτών, ανεξάρτητος τομέας, ανεπίσημος τομέας. Η έλλειψη υιοθέτησης και οριοθέτησης ξεκάθαρων ορισμών κάτι το οποίο συμβαίνει επίσης στη χώρα μας – δημιουργεί σύγχυση και μπέρδεμα, με επιπρόσθετες δυσκολίες για την επιστημονική έρευνα, αλλά και για τις προσπάθειες δημιουργίας χρηστικών βάσεων δεδομένων και ταξινόμησης φορέων του τρίτου τομέα. (Salamon&Anheier 1998). Καθώς οι όροι αυτοί εισάγονται πιο δυναμικά στην αρένα της πολιτικής, με την συμβολή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και σε συνάρτηση με τα νεοφιλελεύθερα σενάρια παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, οι ορισμοί και οι ταξινομήσεις αναγνωρίζονται πλέον ως μέρος της όλης πολιτικής διαδικασίας και σημαντικά εργαλεία της, γιατί καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό ποιοι φορείς θα συμπεριληφθούν στην εφαρμογή πολιτικών και ποιοι θα μείνουν απέξω. Αυτό δείχνουν και οι πρόσφατες εξελίξεις στην Ελλάδα, οι οποίες σηματοδοτούν την αύξηση του ενδιαφέροντος από πλευράς κράτους για την παρουσία και περαιτέρω ανάπτυξη του τρίτου τομέα. Στο τέλος της δεκαετίας του ’90, στην προσπάθεια διαμόρφωσης ενός Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας χρειάστηκε να διευκρινισθούν τα κριτήρια ένταξης ΜΚΥΟ και εθελοντικών οργανώσεων σε ειδικά μητρώα, προκειμένου να συμπεριληφθούν στους φορείς υλοποίησης εθνικών προγραμμάτων φροντίδας, γεγονός που έφερε στο προσκήνιο το ακανθώδες ζήτημα του ορισμού και της οριοθέτησης αυτών των φορέων. Παρόμοια προβλήματα αντιμετωπίσθηκαν από το Υπουργείο Εξωτερικών στην πορεία ανάπτυξης συνεργασίας με MKYO για θέματα ανθρωπιστικής βοήθειας, όπου ένα μεγάλο φάσμα οργανώσεων διεκδικούσαν τον μη-κυβερνητικό και μη-κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Στο Ευρωπαϊκό διακρατικό πρόγραμμα VOLMED το οποίο στόχευε στη διερεύνηση των εθελοντικών οργανώσεων του Ευρωπαϊκού νότου και στη δημιουργία πιλοτικής βάσης δεδομένων, οι Ελληνικές εθελοντικές οργανώσεις χρειάστηκε να εμπλακούν στον καθορισμό κριτηρίων ορισμού του εθελοντικού χαρακτήρα μιας οργάνωσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις του προγράμματος . Αυτό αποδείχθηκε αρκετά δύσκολο, όσο και ενδιαφέρον, δεδομένης μάλιστα της αύξησης μικτών μορφών διοίκησης αυτών των φορέων και ασάφειας των ορίων μεταξύ του τρίτου τομέα, της αγοράς και του κράτους. Είναι προφανές ότι πλέον όχι μόνο η Ε.Ε., ή τα κράτη μέλη, ερευνητές και θεωρητικοί της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και ένα ευρύ φάσμα φορέων εμπλέκονται στην αναζήτηση ορισμών και παρόμοιων κριτηρίων , διότι αυτό επηρεάζει τις δυνατότητες τους να συμπεριληφθούν σε προγράμματα και στην υλοποίηση πολιτικών , κάτι που σημαίνει πρόσβαση σε οικονομικούς πόρους, πληροφόρηση, δίκτυα, αλλά και αυξημένες δυνατότητες επίτευξης των στόχων τους. Ο όρος «τρίτος τομέας» είναι ευρύς, πολιτικά ουδέτερος και μπορεί να αναφέρεται σε μεγάλο φάσμα εργασιακών μορφών. Στην πράξη αντανακλά την τάση που χαρακτήρισε την δεκαετία του ’90 για αναζήτηση διευρυμένων και πιο ευέλικτων ορισμών που να σηματοδοτούν ευρύτερους κοινωνικούς χώρους. Οι Salamon & Anheier υιοθετούν αρχικά έναν ορισμό με έμφαση στη θέση και τη σχέση του αναφορικά με άλλους τομείς, τονίζοντας τον ενδιάμεσο χαρακτήρα των μη-κερδοσκοπικών και εθελοντικών οργανώσεων οι οποίες λειτουργούν μεταξύ κράτους και αγοράς. (Salamon & Anheier 1998). Αργότερα, σε ένα κλασσικό πλέον άρθρο τους , προσθέτουν την σημασία των «κοινωνικών καταβολών» του τρίτου τομέα υποστηρίζοντας ότι πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη την κοινωνική και πολιτισμική ιδιαιτερότητα της εξέλιξης του σε δεδομένα ιστορικά πλαίσια. Υιοθετώντας την προσέγγιση του Esping – Andersen για την κατάταξη καθεστώτων προνοιακού καπιταλισμού, διακρίνουν διαφορετικά «καθεστώτα τρίτου τομέα» στη βάση δύο κριτηρίων: τις κρατικές κοινωνικές δαπάνες και την έκταση του τρίτου τομέα: Τα φιλελεύθερα – όπου οι παροχές του τρίτου τομέα δρουν ως σημαντική εναλλακτική λύση στις χαμηλές κρατικές κοινωνικές δαπάνες. Τα Κορπορατίστικα – όπου το κράτος αναγκάζεται ή ενθαρρύνεται να δράσει από κοινού με τους μη-κερδοσκοπικούς φορείς τους οποίους θεωρεί μεν «προ-νεωτερικούς» μηχανισμούς, αλλά αρκετά χρήσιμους για να διατηρηθούν. Τα Κοινωνικο-δημοκρατικά με εκτεταμένες κρατικές παροχές και περιορισμένο ρόλο του τρίτου τομέα ο οποίος περιορίζεται κυρίως στην διεκδίκηση δικαιωμάτοον. Τα κρατικίστικα όπου οι κοινωνικές παροχές είναι χαμηλές, τόσο από το κράτος, όσο και από τον τρίτο τομέα. Η αύξηση του ενδιαφέροντος για την κοινωνία των πολιτών ανοίγει νέες δυνατότητες για την οριοθέτηση του τρίτου τομέα, αν και η έμφαση παραμένει στον χαρακτήρα και την έκταση της διαπλοκής του με το κράτος. Η αξιοποίηση της έννοιας του δημόσιου χώρου στα πλαίσια του προνοιακού πλουραλισμού , ιδιαίτερα, μας δίνει τη δυνατότητα να διερευνήσουμε τις διαπλοκές ιδιωτικού δημόσιου, κατανοώντας καλύτερα τον δυναμικό, ρευστό και υβριδικό χαρακτήρα του. 11/ Ο Τρίτος Τομέας ως μέρος του «Δημόσιου Χώρου» Η οπτική του προνοιακού πλουραλισμού προσεγγίζει τον τρίτο τομέα ως «μία συγκεκριμένη διάσταση του δημόσιου χώρου στις κοινωνίες των πολιτών» (Evers 1992, 161), έναν χώρο ο οποίος αποτελεί περισσότερο πεδίο εντάσεων και υφίσταται τις επιδράσεις κρατικών θεσμών, της οικονομίας της αγοράς, της οικογένειας και της κοινότητας, καθώς διαπλέκονται μέσα από διαρκείς μετατοπίσεις έμφασης στα πλαίσια συγκεκριμένων πολιτικών. Μία-σημαντική όψη αυτής της θεώρησης είναι ότι επιτρέπει τη συνύπαρξη και μίξη διαφορετικών οπτικών, επιδεικνύοντας πλουραλισμό δομών και επιτρέποντας τις διαφοροποιήσεις. Ο πολυσθενής και υβριδικός χαρακτήρας των οργανώσεων του τρίτου τομέα εξηγεί την προθυμία και την ικανότητα τους να εξαρτώνται συγχρόνως από τους πόρους διαφορετικών τομέων, καθώς και να ενσωματώνουν διαφορετικές λογικές αναπτύσσοντας πολυτομεακές δραστηριότητες χαρακτηριστικό που εντοπίσθηκε στις Ελληνικές οργανώσεις του προγράμματος Volmed (Volmed 1997). Ο όρος «συγκρουσιακή συνεργεία» χρησιμοποιείται από τον Evers ως δηλωτικός του χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των οργανώσεων που συγκροτούν τον τρίτο τομέα και άλλων φορέων του δημόσιου χώρου, χαρακτηριστικό το οποίο υποδηλώνει μεταξύ άλλων την αλλαγή στη φύση του διαχωρισμού ιδιωτικού-δημόσιου, επίσημου ανεπίσημου, καθώς τα όρια μεταξύ τους μετατοπίζονται και γίνονται πιο διαμπερή . Οι σύγχρονες τάσεις μαρτυρούν την απομάκρυνση από τις διχοτομήσεις, και την ανάδειξη συνεργατικών μίξεων τις οποίες καλούμαστε να κατανοήσουμε.(Evers 1992). Σε αυτά πρέπει να προσθέσουμε την μεταβαλλόμενη ισορροπία ιδιαίτερα αισθητή στη κοινωνική πολιτική μεταξύ ατομικού και συλλογικού τρόπου παρέμβασης, αλλά και την αναγνώριση από πλευράς κράτους διαφορετικών συλλογικοτήτων, καθώς φαίνεται να μην διεκδικεί πλέον το μονοπώλιο της έκφρασης του συλλογικού στην κοινωνία αλλά δείχνει τη διάθεση του να μοιραστεί αυτό το ρόλο με δρώντα υποκείμενα του τρίτου τομέα, ιδιαίτερα μη-κερδοσκοπικές και εθελοντικές οργανώσεις. Η προσέγγιση του προνοιακού πλουραλισμού δίνει τη δυνατότητα καλύτερης κατανόησης της εσωτερικής δυναμικής του τρίτου τομέα, στα πλαίσια της κοινωνίας των πολιτών, φέρνοντας έτσι στο προσκήνιο το ζήτημα της πολιτικής και τη^ κατανομής της δύναμης. Επίσης, μας βοηθά να απομακρυνθούμε από προηγούμενες προσπάθειες ορισμού και οριοθέτησης του με αποφατικό τρόπο, τονίζοντας το τι δεν είναι και υιοθετώντας την κυρίαρχη γλώσσα του κεφαλαίου και της κρατικής εξουσίας (μη-κυβερνητικός, μη-κερδοσκοπικός , κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνική οικονομία κ.α.)• Συγχρόνως, η συμπερίληψη της οικογένειας και του οικιακού χώρου στο όλο σχήμα διευρύνει τα όρια του ιδιωτικού χώρου σύμφωνα με τις σύγχρονες προσεγγίσεις στην κοινωνία των πολιτών από την οπτική του φύλου (σε αντίθεση με τις κλασσικές προσεγγίσεις των Hegel, Marx, και πολλών νέο μαρξιστών.). Στασινοπούλου 1997). Ωστόσο, η διευρυνόμενη συζήτηση και έρευνα για τον τρίτο τομέα εξακολουθεί να εστιάζεται στις σχέσεις του με το κράτος και την αγορά, ενώ παραμένει περιορισμένη η γνώση μας για την εσωτερική του συγκρότηση και δυναμική. Πως μπορούμε να κατανοήσουμε τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων υποκειμένων; Ποιες διεργασίες διακρίνουμε στην ανάδειξη , διαφοροποιημένη ανάπτυξη, εξαφάνιση ή μετάλλαξη των φορέων μέσα σε αυτόν τον χώρο; Τι επηρεάζει τις επιλογές διαφορετικών μορφών διοίκησης και μηχανισμών κατανομής της δύναμης; (γνωρίζουμε πολύ λιγότερα για τις οργανώσεις του τρίτου τομέα ως μέσον άσκησης εξουσίας). Ποιοι παράγοντες συντελούν στην επίτευξη ή την μη επίτευξη των στόχων τους και της κοινωνικής τους αποστολής; Πως συμπεριφέρονται ως εργοδότες, Τι προβλήματα και προοπτικές προκύπτουν από την συνύπαρξη στον ίδιο φορέα εμπορευματοποιημένης και μη εργασίας, την ανάγκη συνεργασίας επαγγελματικών και εθελοντικών στελεχών, ειδικών και απλών πολιτών, ιδιαίτερα στο παρόν κλίμα αναδιάρθρωσης της εργασίας στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και των επιπτώσεων της; Ακόμα και η χρήση του όρου «τομέας» αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό από πολλούς μελετητές, προκειμένου να αναφερθούμε σε μια τόσο μεγάλη ποικιλία φορέων (Kramer 2000), ενώ ασκείται κριτική και στην άποψη ότι ο τρίτος τομέας αναπτύσσεται σε απάντηση της αποτυχίας του κράτους και της αγοράς να καλύψουν σημαντικές ανάγκες. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις αποτυχίας των μη-κερδοσκοπικών οργανώσεων στην παροχή υπηρεσιών ή στον διεκδικητικό τους ρόλο και πρέπει να αποφύγουμε τους αφορισμούς του τύπου το κακό κράτος και η κακή αγορά, σε αντίθεση με τους καλούς του τρίτου τομέα. Το ζητούμενο είναι να κατανοήσουμε τον τρίτο τομέα στη βάση επιστημονικής έρευνας, λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις διαφορετικές κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες εμφανίζεται και λειτουργεί. Η πρόσφατη προσπάθεια προσέγγισης μέσα από την κοινωνία των πολιτών διευρύνει μεν την οπτική μας, μεταθέτοντας τα ερωτήματα σε άλλο επίπεδο χωρίς όμως να λύνει το πρόβλημα του ορισμού του τρίτου τομέα. III/ Η επαναφορά της Κοινωνίας των Πολιτών Η έννοια της κοινωνίας των πολιτών επιστρέφει δυναμικά στο προσκήνιο, μετά από χρόνια απουσίας ενδιαφέροντος, σε σχέση με τις αλλαγές που συντελέστηκαν στα καθεστώτα της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και με αναφορά στην θεαματική αύξηση φορέων του τρίτου τομέα ως όψη των κοινωνικο-πολιτικών αλλαγών σε αυτές τις χώρες. Η κοινωνία των πολιτών αναδεικνύεται τώρα ως ο χώρος όπου αναπτύσσεται η δημοκρατία, ένας σημαντικός αμυντικός μηχανισμός ενάντια στη δημιουργία ολοκληρωτικών κινημάτων και κομμάτων «τα οποία τείνουν να εμφανίζονται σε συνθήκες όπου μεγάλες μάζες του πληθυσμού εισέρχονται στην πολιτική ζωή από όπου απουσιάζει μία ανεπτυγμένη κοινωνία πολιτών» (Keane 1998,20). Ιδιαίτερα στην εμπειρία της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας η κοινωνία των πολιτών έχει συνδεθεί με την αντίσταση ενάντια στο Σοβιετικό καθεστώς και τα ολοκληρωτικά κράτη. Αυτή την προ’)τη επανεμφάνιση ακολουθεί η επέκταση της κοινωνίας των πολιτών πέρα από τα σύνορα της Ευρώπης, η οποία θεωρείται ο χώρος γέννησης της , στα πλαίσια του Διαφωτισμού και δημοκρατικών συστημάτων εκκοσμικευμένων κοινωνιών. Πως μπορούμε σήμερα να κατανοήσουμε την ανάδυση της σε χώρες της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής, όπου πρόσφατα παρατηρείται μία έντονη συμβολή του κράτους στη δημιουργία ενός τρίτου τομέα; Τι σημαίνει η κοινωνία των πολιτών στον Ισλαμικό κόσμο; Στην Ιαπωνία και την Κορέα η αναζήτηση δόκιμου όρου για την απόδοση της έννοιας της βρίσκεται στο επίκεντρο ανθρωπολογικών συζητήσεων, ενώ σύμφωνα με πρόσφατες αναλύσεις το «οικονομικό θαύμα» της Ανατολικής Ασίας οφείλεται εν μέρει σε ένα σύνολο διεργασιών μέσα στην κοινωνία των πολιτών, όπου συμπεριλαμβάνονται τα εργατικά συνδικάτα, διάφορα κοινωνικά κινήματα, η θρησκεία, ηθικές και αισθητικές αντιδράσεις στην νεωτερικότητα (Keane 1998). Ένα ιδιαίτερο παράδειγμα αποτελεί η Τουρκία , όπου η ανάδειξη μιας Ισλαμικής κοινωνίας των πολιτών από μέσα, θεωρείται ως έκφραση της αντίστασης στις εκκοσμικευμένες πολιτικές του κράτους. Η Ευρωκεντρική προσέγγιση αμφισβητείται με αναφορά στην άνοδο μιας ενδογενούς και όχι εισαγόμενης «μετά-κοσμική ς» κοινωνίας των πολιτών. (Keane 1998,28-31). Ίσως τελικά η κύρια διαφορά εντοπίζεται μεταξύ παραδοσιακών κοινωνιών, και κοινωνίας των πολιτών, όπου το αίσθημα του ανήκειν που χαρακτηρίζει τις πρώτες είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που συναντούμε στην δεύτερη, την οποία αντιλαμβανόμαστε ως κοινότητα δρώντων υποκειμένων στη βάση εθελούσιων, θεσμικά εδραιωμένων συστημάτων συνέργειας και της οποίας τα μέλη έχουν τη δύναμη να ανα-διατυπώνουν και να μεταβάλλουν τις κοινωνικο-πολιτικές δομές όπου αλληλο-επιδρούν. (Keane 1998). Αυτό βέβαια μπορεί να ισχύει εξίσου για κοσμικές και μετά- κοσμικές κοινωνίες, όπως και στην Ελλάδα, εγείροντας ενδιαφέροντα ερωτήματα (όπως π.χ. για την πρόσφατη παρουσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην κοινωνία των πολιτών στη χώρα μιας με όρους που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε μετα-κοσμικούς.). Διάφορες προσπάθειες ερμηνείας της κοινωνίας των πολιτών παρουσιάζουν ευρύ φάσμα ορισμών , άλλοτε αντλώντας από τους κλασσικούς (Χέγκελ, Μαρξ), και άλλοτε υιοθετώντας νέο-Μαρξιστικές θέσεις (με ιδιαίτερη επιρροή του Γκράμσι), οι οποίες βλέπουν την κοινωνία των πολιτών σε αντίθεση με την αγορά. Η τάση επαναπροσδιορισμού του τρίτου τομέα από την οπτική της κοινωνίας των πολιτών έχει κυριαρχήσει σε τέτοιο βαθμό την τελευταία δεκαετία, ώστε επιδρά στην εννοιολόγηση και την οριοθέτηση της ίδιας, όπως είναι εμφανές στο σημαντικό έργο του Keane, ο οποίος μιλά για μία «ιδεοτυπική κατηγορία (κατά το πρότυπο του Max Weber), που περιγράφει συγχρόνως και προσδιορίζει ένα περίπλοκο και δυναμικό σύνολο θεσμικά προστατευόμενων μη-κυβερνητικών θεσμών ο οποίοι χαρακτηρίζονται από έλλειψη βίας, αυτό-οργάνωση, αυτό-στοχασμό και βρίσκονται σε διαρκή ένταση μεταξύ τους και με τους θεσμούς του κράτους, που οριοθετούν, περιορίζουν και επιτρέπουν της δραστηριότητες τους.» (Keane 1998,6). Η κοινωνία των πολιτών δεν διαχωρίζεται πλήρως από το κράτος, την οικονομία και τον οικιακό χώρο, αλλά οι σχέσεις τους μεσολαβούνται κάθε φορά με διαφορετικούς ιστορικούς και κοινωνικο-πολιτισμικούς όρους. Δεν μπορεί να υπάρξει και να ανθίσει χωρίς ισχυρό κράτος και ελεύθερη αγορά, αλλά ούτε προσθέτει η φεμινιστική θεώρηση- έξω από την διάσταση του φύλου. Η χρήση της γλώσσας της κοινωνίας των πολιτών εξαπλώνεται γοργά σε ένα μεγάλο φάσμα του πλανήτη μας, ενώ παρατηρείται θεαματική αύξηση των διεθνών Μη κυβερνητικών οργανώσεων (από 100 το 1900, σε 10.000 στο τέλος της δεκαετίας του ’90). Εξ ίσου σημαντική είναι η αύξηση της δικτύωσης μεταξύ των φορέων αυτών καθώς και με άλλους διεθνείς οργανισμού (π.χ. Διεθνής Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). Ένας νέος παγκόσμιος ανθρωπισμός, με τη δική του σημειολογία εξαπλώνεται πάνω από τα κράτη, με καινούργια νοήματα. Αυτή η τάση, πιστεύουμε, έχει ιδιαίτερη σημασία για την ανάπτυξη και υποστήριξη των κοινωνικών εταιρειών και κοινωνικών συνεταιρισμών με τρόπους που ξεπερνούν τους παραδοσιακούς περιορισμούς των εθνικών κρατών. Ωστόσο, πρέπει εδώ να είμαστε προσεκτικοί, ιδιαίτερα όσον αφορά το πώς εκλαμβάνουμε την ίδια την κοινωνία των πολιτών. Στοχεύουμε στην αντικατάσταση του μύθου μιας κοινωνίας χωρίς συγκρούσεις και αποκλεισμούς κάτω από την καθοδήγηση ενός κοινωνικού κράτους, με έναν άλλο μύθο, μιας κοινωνίας των πολιτών που φέρνει την αλλαγή από τη βάση, δημιουργώντας νέο ήθος ισότητας και συμπερίληψης; Μαζί με το μπέρδεμα που υπάρχει ακόμα σε σχέση με διάφορους ορισμούς , η πιο προσεκτική θεώρηση του τρίτου τομέα φανερώνει μία πολύ πιο σύνθετη πραγματικότητα από αυτήν που συχνά παρουσιάζεται, όπου η ανισότητα και ο αποκλεισμός είναι το ίδιο παρόντες όσο και η ισότητα και η συμπερίληψη. Ο Keane τονίζει τους κινδύνους στη γέννηση και την αναγέννηση της κοινωνίας των πολιτών, γιατί «δίνει ελευθερία σε δεσπότες και δημοκράτες εξίσου»( 1998,45). Ο πλουραλισμός της δύναμης στο εσωτερικό της μαζί με την ύπαρξη ισχυρών κρατικών θεσμών υποκείμενων στον έλεγχο και η αυτονομία της αγοράς, φαίνεται κατά την άποψη του να αποτελούν καλύτερη εγγύηση για τη δημοκρατία Το μήνυμα είναι ξεκάθαρο εδώ: Η κοινωνία των πολιτών για να παραμείνει τέτοια, χρειάζεται πολιτική οργάνωση και ρύθμιση, γιατί μαστίζεται από συγκρούσεις και ενδογενείς αντιφάσεις. Παρόμοια ζητήματα αποκτούν νέο νόημα και ορμή όταν μεταφερθούμε στο παγκόσμιο επίπεδο. Οι σύγχρονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις αναπτύσσονται τώρα σε σχέση με τις προσπάθειες ορισμού και εννοιολόγησης μιας αναδυόμενης παγκόσμιας κοινωνίας των πολιτών. IV/
Προς μία Παγκόσμια Κοινωνία των Πολιτών; Ο όρος Παγκόσμια Κοινωνία Πολιτών (Π.Κ.Π.) χρησιμοποιείται πάνω από μία δεκαετία, με αναφορά στην αύξηση των διεθνών ΜΚΥΟ και των κοινωνικών κινημάτων, αλλά κυρίως εστιάζοντας στις μεγάλες διαδηλώσεις διαμαρτυρίας εναντίον των αρνητικών επιπτώσεων της νεοφιλελεύθερης εκδοχής της παγκοσμιοποίησης, με την ηγεμονία των ΗΠΑ. Οι αριθμοί εντυπωσιάζουν: 25.540 διεθνείς ΜΚΥΟ το 2002, από μόλις 6000 το 1990 (Taylor 2002). Το Σηάτλ, η Γένοβα, το Πόρτο Αλέγκρε αποτελούν πλέον σημεία αναφοράς στην έλευση της Π.Κ.Π. Αλλά και αυτά θεωρούνται ως η κορυφή του παγόβουνου αν κανείς προσπαθήσει να εντοπίσει και να αναλύσει το καλειδοσκοπικό πεδίο συνεργασιών, δικτυώσεων και διαπλοκής φορέων του τρίτου τομέα πέρα από σύνορα με αναγνωρισμένη πλέον παρουσία και επιρροή τόσο από διεθνής οργανώσεις όσο και από εθνικές κυβερνήσεις. Πολλοί από εκείνους που είχαν ήδη εμβαθύνει στη μελέτη του τρίτου τομέα και της κοινωνίας των πολιτών ασχολούνται τώρα με αυτό το φαινόμενο. Η γνωστή προσέγγιση του προνοιακού μίγματος διευρύνεται για να συμπεριλάβει την παγκόσμια διάσταση κρατώντας τον δομικό και συστεμικό χαρακτήρα και ορίζοντας την Π.Κ.Π. ως : «σφαίρα των ιδεών, αξιών, θεσμών, οργανώσεων, δικτύων, και ατόμων, που τοποθετείται μεταξύ της οικογένειας, του κράτους κα ι της αγοράς και λειτουργεί πέρα από τους περιορισμούς των εθνικών κοινωνικών, πολιτικών συστημάτων και οικονομιών» (Anheier et.al 2002). Ο ορισμός της ΠΚΠ επηρεάζεται όπως είναι φυσικό από την εννοιοδότηση της παγκοσμιοποίησης. Μια στενά οικονομική ή ιδεολογική άποψη δεν μας βοηθά πολύ, ενώ μια ευρύτερη προσέγγιση η οποία περιλαμβάνει τις χωρο-χρονικές διαστάσεις της την ορίζει ως « διεργασία (ή σύνολο διεργασιών) η οποία εμπεριέχει μία μεταμόρφωση στην οργάνωση στον χώρο των κοινωνικών σχέσεων και δραστηριοτήτων όπως αξιολογούνται σύμφωνα με την έκταση, την ένταση, την δύναμη και την επίδραση που ασκεί δημιουργώντας μεταξύ ηπείρων και περιφερειών ροές και δίκτυα δράσεων, διαντιδράσεων και άσκησης δύναμης». (Held et al 2002,55). Ωστόσο υπάρχουν προβλήματα ακόμα και με ευρύτερους ορισμούς όπως αυτός, γιατί είναι ουδέτερος ως προς συστήματα αξιών και εξακολουθεί να κινείται στα πλαίσια του κυρίαρχου λόγου, σιωπηρά αποδεχόμενος τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις κατανομής της δύναμης και την ανισότητα σύμφωνα με παραμέτρους του φύλου, της φυλής και της εθνότητας, του πολιτισμού, της αναπηρίας. Επιπροσθέτως, απουσιάζει το ανθρώπινο πρόσωπο ως ενεργό υποκείμενο ενώ η συζήτηση εστιάζεται περισσότερο στις δομές και τις κοινωνικές δυνάμεις παρά στην προσωπική εμπειρία, τα συναισθήματα, την αναγνώριση της ετερότητας και εναλλακτικούς τρόπους οργάνωσης. (Taylor 2002). Από αυτό το πρίσμα μία ατό τις προκλήσεις που εισάγει η ΠΚΠ είναι η απόρριψη» κυρίαρχων ευρωκεντρικών και δυτικότροπων οπτικών της κοινωνίας και ειδικότερα της κοινωνίας των πολιτών. Η μελέτη της τρέχουσας πραγματικότητας και η χρήση διαφορετικής γλώσσας μας πάνε πέρα από τον κυρίαρχο λόγο σε σύνδεση με τις θετικές και αρνητικές όψεις της παγκοσμιοποίησης όπως τις βιώνουν διαφορετικά υποκείμενα σε διαφοροποιημένα κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια. Ίσως τα πιο ενδιαφέροντα παραδείγματα είναι εκείνα όπου κυριαρχούν δικτυώσεις μεταξύ φορέων του τρίτου τομέα, κινημάτων και παραδοσιακών κοινοτήτων. Τέτοια παραδείγματα είναι το δίκτυο γ γυναικών στην άτυπη οικονομία σε παγκόσμιο επίπεδο (WIEGO) ή το διεθνές δίκτυο τρωγλοδυτών (SDI). Η ενδυναμωμένη στάση την οποία υιοθετούν, μαζί με την μαζική βάση και την Γ,κτενή συνεργασία με διεθνείς εμπειρογνώμονες, ακαδημαϊκούς και φορείς που ασκούν επιρροή σε διεθνές και εθνικό επίπεδο τους έχει προσφέρει διεθνή αναγνώριση (ος υπολογίσιμους φορείς. Γνωρίζουν πώς να αξιοποιούν ερευνητικά και επίσημα (Η;6ομένα και διαθέτουν συχνά πιο αξιόπιστα στοιχεία από τις κυβερνήσεις τους. Αμφισβητούν δημόσιες πολιτικές προσφέροντας βιώσιμες λύσεις σε προβλήματα, αλλάζουν ορισμούς και επιδρούν σε κυρίαρχες αντιλήψεις και σχέσεις μεταξύ ειδικών και ακτιβιστών. Μια δυναμική έκφραση αυτού του νέου πεδίου που διαμορφώνεται αποτελεί η δήλωση της Sundarama, μιας γυναίκας ακτιβίστριας από την Βαγδάτη, που απευθύνεται σε ακαδημαϊκούς ερευνητές και ειδικούς: « Στην αρχή μπορείτε να προπορεύεστε. Ύστερα από λίγο, καθώς γινόμαστε πιο δυνατοί, πρέπει να περπατάτε δίπλα μας. Αλλά, τελικά, πρέπει να μάθετε να μας ακολουθείτε.» (Batliwala 2002) V/ Συμπερασματικά σχόλια Είναι προφανές ακόμα και από την σύντομη και επιλεκτική παρουσίαση που προηγήθηκε ότι ο ορισμός του τρίτου τομέα είναι σημαντικό θέμα που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Συνθέτοντας μερικές από τις προσεγγίσεις κλειδιά που αναφέραμε θα μπορούσαμε να τον ορίσουμε ως « Ένα δυναμικό και αμφιλεγόμενο κομμάτι της κοινωνίας των πολιτών εδραιωμένο στον δημόσιο χώρο και ανοικτό σε ιστορικά προσδιοριζόμενες αλληλοπεριχωρήσεις μεταξύ των δημόσιων και ιδιωτικών, ατομικών και συλλογικών εκφάνσεων της σφαίρας του κοινωνικού. Εμπεριέχει συγκεκριμένες έμφυλες, εθνοτικές, κοσμικές και μετακοσμικές καθώς και μετά την αναπηρία λογικές, σε ένα ευρύ φάσμα στόχων παροχής υπηρεσιών, προάσπισης δικαιωμάτων και κοινωνικού ακτιβισμού.» Η κοινωνικής κατασκευή του αποκλεισμού βασίζεται στην αποδοχή της διχοτόμησης και του διαχωρισμού ιδιωτικού και δημόσιου στις κοινωνίες μιας, οι οποίες είναι εδραιωμένες στην εμπορευματοποιημένη εργασία ως κύριο μέσο για την κοινωνική ένταξη. Νέες προσεγγίσεις στον τρίτο τομέα, την κοινωνία των πολιτών και την παγκόσμια κοινωνία των πολιτών, μπορούν να αμφισβητήσουν κυρίαρχες ιδέες, καθώς μας προσφέρουν νέα ανοίγματα για κοινωνική ένταξη και αλλαγή σε εδραιωμένες σχέσεις δύναμης. Οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί αποτελούν ειδικές μορφές οργάνωσης στις παρυφές του τρίτου τομέα, εκεί όπου διαπλέκεται με την αγορά. Ο κρατικές πολιτικές είναι σημαντικές για την νομιμότητα τους και την θεσμική τους βιωσιμότητα. Το άνοιγμα προς την παγκόσμια κοινωνία παρέχει νέες δυνατότητες και προκλήσεις στην προσπάθεια να απαιτήσουν και να δημιουργήσουν έναν νέο ρόλο για τα μέλη τους στην κοινωνία των πολιτών. Από μία άλλη οπτική, είναι ένας τρόπος να οικειοποιηθούν τον δημόσιο χώρο, πέρα, αλλά όχι απαραίτητα ενάντια στην κρατική πολιτική. Η επιλογή των ορισμών αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της προσπάθειας.
Βιβλιογραφία Anheier Η., Glasius Μ. and Kaldor M. (eds) 2001 ” Global Civil Society 2001″ Oxford University Press. Batliwala S. 2002, ” Grassroots movements as Transnational Actors: Implications for Global Civil Society” Voluntas 13,4,. European Commission 1997 ” Communication from the Commission on the promotion of the role of Asociations and Foundations in Europe. Evers A. 1992, ” Part of the Welfare Mix. The Third Sector as an intermediate area.” Voluntas 6,2. Fulcher J. 2000 ” Globalization, the Nation State and Global Civil society ” The Sociological Review 48,4. Held D. and McGrew A. (eds) “The Global Transformations Reader- an introduction to the Globalization debate” Cambridge, Polity Press, 2000. (esp. chapters 2,5,30,40). Keane J. 1998 “Civil Society-Old Images, New Visions”. Polity Press Kramer R. 2000 “A Third Sector in the Third Millennium” Voluntas 11,1 Salamon L. and Anheier H. (1997, ” Defining the Non-profit Sector. A cross-national analysis” Johns Hopkins Nonprofit Series 4, Manchester University Press. 1998 “Social Origins of Civil Society- Explaining the Non-profit sector cross nationally, Voluntas 9,3. Seckinelgin H. “Civil Society as a metaphor for Western Liberalism” Global Society, 16,4 Stassinopoulou O. 1996 ” Issues in Contemporary Social Policy” Gutenberg , Athens. Taylor R. 2002 ” Interpreting Global Civil Society” Voluntas 13,4. Tsakraklidis Polychroni S. 2001 ” The structuring of Civic Action in State dominated Societies. State- Nonprofit Associations Relations in Greece.” PhD Thesis, Yale University. Volmed Hellas 1997, A report of the VOLMED study in Greece KEKMOKOP, Panteion University.