Κοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης ή της αγοράς;

economiasocialeΈνας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η υπάρχουσα συστημική κρίση δεν έχει ακόμα, παρά την ένταση και τη διάρκειά της, ενεργοποιήσει κοινωνικές αντιστάσεις στο απαιτούμενο επίπεδο είναι και οι στρατηγικές συστημικής επιβίωσης.

 

Παρά τον πολλαπλασιασμό των προβλημάτων που ανακύπτουν από την τεράστια επιχείρηση μετακύλισης των συνεπειών της κρίσης στους οικονομικά ασθενέστερους, η οποία εξελίσσεται ιδιαίτερα εμφανώς σε κράτη-πειράματα, οι κοινωνικοί αγώνες δεν εμφανίζουν, στις χώρες αυτές αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, την απαιτούμενη ένταση και διάρκεια.

 

Φαίνεται πως ενώ οι δυνατότητες του καπιταλισμού ως συστήματος περιορίζονται, εντούτοις αποδεικνύεται εφευρετικός στη βελτίωση των μηχανισμών που του επιτρέπουν, για να θυμηθούμε τον A. Γκορζ, «να χειρίζεται την μη επίλυση των προβλημάτων του, να επιβιώνει από τις δυσλειτουργίες του» ή, αλλιώς, να επιβιώνει ακόμα και σε κατάσταση εντροπίας.

 

Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο τρόπος χειρισμού του οξύτατου προβλήματος της ανεργίας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Ως γνωστόν, ανάμεσα στις δραματικές συνέπειες της κρίσης συγκαταλέγεται και η ραγδαία αύξηση ανέργων και επισφαλώς απασχολουμένων, ιδίως μετά την ατζέντα της Λισσαβώνας «Ευρώπη 2020». Συνακόλουθα, και στην Ελλάδα, το αρμόδιο για τη διαχείριση –και όχι βέβαια την επίλυση!– του προβλήματος Υπουργείο έσπευσε να εξαγγείλει, για μια ακόμα φορά, την προσφυγή στον θεσμικό εξοπλισμό της αποκαλούμενης «κοινωνικής οικονομίας».

 

Το πρόσφατο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Εργασίας για την κοινωνική οικονομία και την κοινωνική επιχειρηματικότητα επιχειρεί στο πρώτο άρθρο του να δημιουργήσει μια «προκρούστεια κλίνη» για την κοινωνική οικονομία, μέσω δέκα ορισμών. Με τον όρο όμως «κοινωνική οικονομία» προσδιορίζουμε ένα οικονομικό, καταρχάς μη κερδοσκοπικό τομέα κοινωνικής (υπό ευρεία έννοια), δηλαδή κοινωνιακής (περιβαλλοντικής, πολιτιστικής, εκπαιδευτικής κ.τ.λ.) χρησιμότητας-ωφελιμότητας, με (αμεσο)δημοκρατικά χαρακτηριστικά, ο οποίος βασίζεται στις αξιακές αρχές της αμοιβαιότητας, της αλληλοβοήθειας, της αλληλεγγύης. Πρόκειται για μια έννοια, και κυρίως πρακτική, ζωντανή και δυναμική, με ποικιλόμορφα χαρακτηριστικά –οικονομικά, πολιτικά και συμβολικά– αλλά και αντιφατικά στοιχεία που δεν αντιμετωπίζονται με νομοθετημένους ορισμούς.

  1. Το φαινόμενο της κοινωνικής και (από τη δεκαετία του ’80) αλληλέγγυας οικονομίας καλύπτει μια ετερογενή πραγματικότητα, η οποία αντανακλάται σε δύο τουλάχιστον κύριες προσεγγίσεις: άλλοτε αποτελεί αντικείμενο νομοθέτησης και έντονης θεσμοθέτησης (αρχικά συνεταιρισμοί, αλληλοασφαλιστικές ενώσεις-ταμεία, ιδρύματα και, τελευταία, συνεταιριστικές και κοινωνικές επιχειρήσεις και τράπεζες, νέοι πολυεταιρικοί συνεταιρισμοί συλλογικού-κοινωνιακού συμφέροντος),
  2. άλλοτε παραμένει στον χώρο των άτυπων αυτοοργανωνόμενων ενώσεων-δικτύων (εναλλακτικά/παράλληλα νομίσματα, δίκτυα τοπικών ανταλλαγών, νέα τοπικά δίκτυα παραγωγών-καταναλωτών και ισοδίκαιου εμπορίου). Άλλοτε εκφράζεται μέσα από έντονο κρατοτροπισμό (κρατοστρέφεια) και άλλοτε μέσα από πρωτοβουλίες των πολιτών, με ισχυρά τα στοιχεία της οικονομικής αλληλοβοήθειας και αλληλεγγύης (κοινωνιοτροπισμός/«οικονομία των πολιτών»). Έτσι, με δυσκολία βρίσκεται ένας κοινός παρανομαστής αυτών των διαφορετικών και ποικιλόμορφων πραγματικοτήτων, που τείνουν να συνδιαμορφώσουν μια νέα πολιτοφροσύνη.

 

Οι κοινωνικές επιχειρήσεις. Στο πλαίσιο της αλληλέγγυας οικονομίας εμφανίζονται, από τη δεκαετία του 1980, οι κοινωνικές επιχειρήσεις, με αντικείμενο νέες παραγωγικές δραστηριότητες και δημιουργία θέσεων απασχόλησης, ιδίως σε τοπικό επίπεδο. Απαντούν σε νέα κοινωνικά προβλήματα και ανάγκες (στέγασης, επαγγελματικής ενσωμάτωσης, κοινωνικής επανένταξης, περιβαλλοντικής προστασίας κ.ά.), ενώ καινοτομούν σε θέματα διαχείρισης πόρων, νέων επαγγελμάτων, οργάνωσης της εργασίας κ.τ.λ., που δεν ικανοποιούν πλέον η αγορά και το κράτος. Πρόκειται, κυρίως, για οικονομικές δραστηριότητες κοινωνικής και οικολογικής χρησιμότητας, τις οποίες οι κλασικοί επενδυτές εγκαταλείπουν ως ασύμφορες οικονομικά.

 

Είναι σπάνιοι οι επίσημοι ορισμοί των κοινωνικών επιχειρήσεων στα διάφορα κράτη της Ευρώπης, όπου οι νομικές μορφές και δομές ποικίλλουν. Μερικές νομοθεσίες δίνουν, περιγραφικά, μόνο τα χαρακτηριστικά τους, όπως στο Ην. Βασίλειο, όπου δραστηριοποιούνται 62.000 κοινωνικές επιχειρήσεις, ιδίως στον τομέα της υγείας και του περιβάλλοντος, δημιουργώντας 800.000 θέσεις εργασίας. Είναι επιχειρήσεις με πρωταρχικό τον κοινωνικό σκοπό: τα πλεονάσματά τους επανεπενδύονται κυρίως γι’ αυτό τον σκοπό στην επιχείρηση ή την κοινότητα,[1] και δευτερευόντως μόνο υποκινούνται από το ενδεχόμενο μεγιστοποίησης του κέρδους. Πρόκειται για γενικό ορισμό, που περιλαμβάνει τόσο εισροές (π.χ. προσφορά απασχόλησης σε ευάλωτα άτομα) όσο και εκροές της επιχείρησης (π.χ. παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που εξυπηρετούν μια ανάγκη). Η κοινωνική επιχείρηση, η οποία γνωρίζει έναν νέο τύπο έκφρασης, ως social business (που ταυτίζεται κυρίως με την μικροπίστωση, όπως επινοήθηκε, με αμφιλεγόμενα ή και αρνητικά αποτελέσματα, από τον Μοχάμεντ Γιουνούς), βρίσκεται στο σταυροδρόμι καπιταλιστικής και κοινωνικής οικονομίας.

 

Αξίζει να υπενθυμίσουμε τους βασικούς άξονες της κριτικής στις κοινωνικές επιχειρήσεις:

α) συχνά είναι κρατοστραφείς (αν όχι κρατοδίατες),

β) ρέπουν, μέσω μιας εκδοχής της «πληθυντικής οικονομίας», στην ενίσχυση της «αγοραποίησης» (marketision) της κοινωνίας. Με λίγα λόγια, αποσκοπούν στον εμπλουτισμό και την άρδευση του καπιταλισμού, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισής του και της άρσης του απόλυτου διαχωρισμού των δύο αυτών οικονομιών. Διαστάσεις του φαινομένου ανάγονται σε ένα γενικότερο χαρακτηριστικό της ανόδου του νεοφιλελευθερισμού μετά το 1980: μια διπλή συμβιβαστική κίνηση (J.M. Servet) ανάμεσα στα νεοφιλελεύθερα προτάγματα και τις πρωτοβουλίες της λεγόμενης «κοινωνίας των πολιτών», στο πλαίσιο μιας αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης των κοινωνιών, που θα αντικαθιστούσε την κρατική προστασία. Ήταν η αναγκαστική «ανθρώπινη» λύση για την αντιμετώπιση των νέων αναγκών –αλλά και της κρίσης– τις οποίες η κρατική σφαίρα (του αντικρατικού νεοφιλελευθερισμού) δεν ικανοποιούσε πλέον.

Η ποικιλομορφία της κοινωνικής οικονομίας. Η πολυμορφία του φαινομένου έχει δημιουργήσει συνθήκες που επιτρέπουν την εκμετάλλευση του θεσμικού οπλοστασίου της κοινωνικής οικονομίας στην κατεύθυνση της σοσιαλφιλελεύθερης ενσωμάτωσης, με δύο μοχλούς (J. Moreau): την αγορά και τα παρελκόμενά της (τεχνικότητα στη λειτουργία και τη λήψη των αποφάσεων, ιδιωτικό χρηματοδοτικό πλαίσιο), και το κράτος (μέσω της θεσμοποίησης του τρίτου τομέα και της μετακύλισης τομέων κρατικής ευθύνης, όπως η κοινωνική πολιτική (Θ. Σακελλαρόπουλος). Ωστόσο, αυτή η μετάλλαξη συνοδεύθηκε και από νομική τεχνική πολυπλοκότητα που, όπως επισημαίνει ο Cl. Vienney, δυσκολεύει την εξακρίβωση της διατήρησης των κανόνων που διαφοροποιούσαν αυτές τις οργανώσεις από άλλες επιχειρήσεις.

 

Τη σημαντικότερη όμως απειλή (εκτός από τον κρατοτροπισμό και την «αγοραποίηση») για την κοινωνική οικονομία συνιστά η προσπάθεια συρρίκνωσης του περιεχομένου της: είτε, όπως υποστηρίζει η D. Demoustier, μέσω της απόπειρας «εργαλειοποίησης» των διαφόρων ενώσεων που δραστηριοποιούνται στον αγώνα κατά της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, είτε με τον διαχωρισμό της οικονομικής δράσης (που ακολουθεί τους κανόνες του ανταγωνισμού) από την κοινωνική.

 

Η μετάλλαξη σε κοινωνική οικονομία της αγοράς. Αντιλήψεις που απορρέουν από τη νεοφιλελεύθερη οικονομική λογική των Συνθηκών της Ε.Ε. διατρέχουν και το νομοσχέδιο του Υπουργείου Εργασίας.[2] Εκτός του ότι διαμορφώθηκε ερήμην των φορέων της κοινωνικής οικονομίας, έχει ως άξονα την Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών γενικού συμφέροντος και την εξυπηρέτηση κοινωνικών σκοπών. Δεν πρόκειται δηλαδή, στην ουσία, για κοινωνική οικονομία (ούτε συνολική ρύθμισή της) ούτε για κοινωνικό συνεταιρισμό, αλλά για «συνεταιριστικού τύπου επιχείρηση». Μάλιστα, αλλού υιοθετούνται επιλεκτικά διατάξεις της συνεταιριστικής νομοθεσίας με το βάρος να μετατοπίζεται προς την επιχειρηματικότητα (μια προγραμματοδίαιτη, ιδίως, εκδοχή της), ενώ άλλες διατάξεις αφίστανται των θεμελιωδών συνεταιριστικών αρχών.

 

Οι αντιλήψεις αυτές τείνουν να εκτρέψουν το όλο εγχείρημα στην κατεύθυνση της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» και του ανταγωνισμού,[3] σύμφωνα με το προωθούμενο από το 1989 μοντέλο της Ρηνανίας.[4] Σε τελευταία ανάλυση, έχουμε ένα ακόμα σχέδιο που επιχειρεί, και προς το παρόν δείχνει να πετυχαίνει, να συγκαλύψει ή να εξωραΐσει τον νεοφιλελεύθερο (καταστατικό) προσανατολισμό της ευρωπαϊκής πορείας. Στην πραγματικότητα όμως δεν καταφέρνει να άρει τη διπλή αντίφαση που εμπεριέχει η λεγόμενη «κοινωνική οικονομία της αγοράς», αφού, αφενός, παραπέμπει στην κλασική κοινωνική οικονομία και, αφετέρου, δημιουργεί την εντύπωση ότι η κοινωνική οικονομία είναι αναπόσπαστο μέρος του συστήματος της οικονομίας αγοράς (και του ανταγωνισμού), δημιουργώντας τεχνητά τον συνειρμό ότι σήμερα τουλάχιστον δεν νοείται κοινωνική οικονομία εκτός αυτού του συστήματος.

 

Συμπερασματικά, πρέπει να γίνει φανερό πόσο αναγκαία είναι η επινόηση ενός άλλου, διακριτού μοντέλου που θα τείνει να αμφισβητεί ολιστικά το σύστημα της οικονομίας της αγοράς και του ανταγωνισμού, τόσο στο πεδίο της παραγωγής όσο και σε αυτό της διανομής και της κατανάλωσης (αλλά και στο ιδιαίτερα σημαντικό σήμερα χρηματοπιστωτικό πεδίο), μέσω εναλλακτικών, κυρίως συνεργατικών και αλληλοβοηθητικών, θεσμών και δικτύων. Τούτο, όμως, προϋποθέτει νέα πολιτικά και οικονομικά υποκείμενα, που θα έχουν πεισθεί γι’ αυτή την αναγκαιότητα.[5] Και δεν θα πεισθούν γι’ αυτήν παρά μόνο εάν τα προσανατολίζει ένα συγκροτημένο πολιτικό σχέδιο που θα εγγράφεται σ’ ένα ελκυστικό εναλλακτικό πρόταγμα.

 

του Τάκη Νικολόπουλου και του Δημήτρη Καπογιάννη

(Ο δρ. Τάκης Νικολόπουλος και ο δρ Δημήτρης Καπογιάννης διδάσκουν στο Τμήμα Διοίκησης Κοινωνικών-Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων και Οργανώσεων του ΤΕΙ Μεσολογγίου).

  

 Γιάννης Ψυχοπαίδης, «Η πόλη»


 

[1] Φ. Δημητρακούδη, «Επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας», Δαίμων της Οικολογίας, τχ. 109/2010, σ. 7.

[2] Φ. Δημητρακούδη, ό.π. Βλ. επίσης το άρθρο του Πάνου Παπαδόπουλου στα προηγούμενα «Ενθέματα» (27.3.2011).

[3] Ν. Μαριάς, «Η κοινωνική οικονομία της αγοράς. Το ιδεολογικό μανιφέστο της Μέρκελ», Επίκαιρα, τχ. 61/2010.

[4] Το μοντέλο αυτό ταυτίζεται πλέον σήμερα με την εμπορευματοποίηση του κοινωνικού χώρου: D. Cohn-Bendit, Τι να κάνουμε, Κέδρος 2010, σ. 62

[5] Ευ. Τσακαλώτος, «Περί της στάσης πληρωμών», «Ενθέματα», 26.9.2010.

 

Πηγή: Kοινωνική οικονομία της αλληλεγγύης ή της αγοράς;

του Τάκη Νικολόπουλου και του Δημήτρη Καπογιάννη