Η άλλη «αφήγηση» της Αθήνας

Γράφει η Αθανασία Φουσέκη
Ψυχολόγος

 

athinaΒαδίζοντας κάποιος στους παράκεντρους δρόμους του σύγχρονου Κέντρου της Αθήνας θα δει γραμμένα στους τοίχους πληθώρα μηνυμάτων και νοημάτων που άλλοτε σατιρίζουν, άλλοτε εξαπολύουν δριμύ «κατηγορώ» στην ελληνική πραγματικότητα αλλά και στην ίδια τη σύγχρονη ζωή, άλλοτε είναι παρακινητικά και άλλοτε απλά αυτοναφορικά. «Τώρα που ‘ναι τσάμπα αγάπα, γιατί μετά θα κοστίζει και αυτό», «Δόξα τα λεφτά, έχουμε Θεό», «Μην υποτιμάτε την πείνα», «Όσο τα πρόβατα βελάζουν, τόσο οι λύκοι θα ουρλιάζουν», «Οι ιδέες είναι αλεξίσφαιρες», «Αντισταθείτε, ακόμα και σε μένα που σας γράφω», «Το lifestyle είναι μανιοκατάθλιψη σε συσκευασία», «Το κενό δεν καλύπτεται με μακιγιάζ», «Το σύστημα της διδασκαλίας είναι η διδασκαλία του συστήματος», «τα “εγώ” έχουν αξία, όταν φωνάζουνε “εμείς”», «Σκατά στη κανονικότητα», «Ζεις για να πεθάνεις ή πεθαίνεις για να ζεις;». Πόσες φορές έχουμε πετύχει γραμμένο στους τοίχους της Αθήνας το «Βασανίζομαι…»; Μία απλή λέξη, μία επίμονη δήλωση που ίσως επαναλαμβάνεται γιατί νιώθει ότι όσες φορές και να γραφεί, δε λαμβάνεται υπόψη.

«Αθήνα, χαρά της γης και της αυγής, μικρό γαλάζιο κρίνο» έγραψε ο Νίκος Γκάτσος και μελοποίησε ο Μάνος Χατζηδάκης το 1960-61. Ένα τραγούδι που εξυμνεί την ιδιαίτερη πρωτεύουσά μας, την Αθήνα, και της δίνει την αξία που της πρέπει, κάνοντας όλους μας να δακρύζουμε συγκινημένοι από περηφάνια και δέος τόσο για τα μεγαλόπρεπα μνημεία της όσο και για τις ένδοξες ιστορικές στιγμές της! Μια πόλη γεμάτη μνήμες συλλογικές, αγώνες και κατακτήσεις, «δράματα» και «κωμωδίες». Μία πόλη «παθιασμένη» από έρωτες και διεκδικήσεις.

Το λίκνο του δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού αποτελεί σήμερα μία πόλη που ποτέ δεν κοιμάται και επιφυλάσσει μοναδικές στιγμές αλλά και κρυμμένους θησαυρούς σε όσους επιθυμούν να την ανακαλύψουν. Το κέντρο της Αθήνας συνδυάζει με έναν μοναδικό τρόπο, άλλοτε αισθητικά όμορφο και άλλοτε λιγότερο, το μοντέρνο με την αρχαιότητα, τους γρήγορους ρυθμούς ζωής μιας μεγαλούπολης με την ανεμελιά των κατοίκων της. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο πώς μία τόσο θορυβώδης και πολυσύχναστη πόλη την ημέρα, δείχνει τόσο ήρεμη και όμορφη τη νύχτα. Δεν είναι τυχαίο που οι περισσότεροι Αθηναίοι έχουμε αναπτύξει μία σχέση πάθους με την πόλη μας. Από τη μία πλευρά, το χάος του κυκλοφοριακού προβλήματος, οι κακοτεχνίες σε πολλούς κεντρικούς δρόμους, η έλλειψη πρασίνου και μεγάλων πάρκων, οι ανεπαρκείς σταθμοί αυτοκινήτων, η κακή οδική συμπεριφορά, οι βρώμικες, κάκοσμες και «παρατημένες» γωνιές της καθώς και η αίσθηση μιας ανοργάνωτης εν γένει πολιτικής, μας κάνει πολλές φορές να την αποστρεφόμαστε και να ονειρευόμαστε τη φυγή προς μία καλύτερη ποιότητα ζωής στη περιφέρεια ή στις επαρχίες. Από την άλλη πλευρά, οι μοναδικά όμορφες γωνιές της, οι πολλαπλές δυνατότητες που προσφέρει για δημιουργικότητα και ψυχαγωγία όλων των ειδών και για όλα τα γούστα, καθώς επίσης η ζωντάνια της, η κουλτούρα της και η χημεία των ανθρώπων που την κατοικούν, την καθιστούν ερωτεύσιμη, με αποτέλεσμα να μη μπορούμε να την αποχωριστούμε.

Ίσως η Αθήνα να αποτελεί την πιο ζωντανή πρωτεύουσα της Ευρώπης με μεγάλο εύρος και γκάμα στους διάφορους τρόπους διασκέδασης. Συχνά, κυρίως την άνοιξη και τους καλοκαιρινούς μήνες καθώς, επίσης, και σε εορταστικές περιόδους η καρδιά της τέχνης, της μουσικής και του θεάματος χτυπά στις κεντρικές πλατείες και στους δρόμους της Αθήνας. Εκεί, στήνονται διάφορες υπαίθριες εκδηλώσεις και συναυλίες που ψυχαγωγούν δωρεάν τους δημότες και τους επισκέπτες της. Η κοινωνική ζωή της πόλης «καλά κρατεί» και η Αθήνα έχει ανοίξει την αγκαλιά της στους πιστούς οπαδούς της και μη, έτοιμη να τους ξεναγήσει στις ιδιαίτερες γωνιές της.

Ξεκινώντας μία πορεία από το Μοναστηράκι προς το Θησείο, περνάς την Ακρόπολη διασχίζοντας το πεζόδρομο του Διονυσίου Αρεοπαγίτου και καταλήγεις στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Ακολουθώντας την πορεία αυτήν, έχεις καλύψει τις «κλασικές» αποστάσεις όπου θα δεις τη σημερινή Αθήνα (το κέντρο) σε συνδυασμό με όλα σχεδόν τα αρχαία μνημεία του κέντρου. Δεν είναι μόνο η έξοχη Ακρόπολη και ο θαυμαστός Παρθενώνας της που σε ταξιδεύουν σε αλλοτινές εποχές, αλλά και τα παραδοσιακά ανθοστόλιστα μπαλκονάκια της Πλάκας, τα νεοκλασικά κτίρια που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλους τους δρόμους, τα γραφικά στενοσόκακα στα Αναφιώτικα κάτω από την Ακρόπολη, που τόσο θυμίζουν το εν λόγω κυκλαδίτικο νησί, που κάνουν την περιπλάνηση μαγική απολαμβάνοντας όλες τις ιδιαίτερες μυρωδιές, αισθήσεις και εικόνες που σου προσφέρει η διαδρομή.

Το Μοναστηράκι, η Πλάκα, το Θησείο, ο Λυκαβηττός, το Ζάππειο μέγαρο, ο Εθνικός κήπος, ο λόφος Φιλοπάππου, ο ιερός βράχος της Ακρόπολης, ο ναός του Ηφαίστου, το Καλλιμάρμαρο στάδιο κ.ά. είναι μερικά σημεία, που είτε έχουν αρχαιολογικό ενδιαφέρον είτε ομορφαίνουν και δίνουν θετικό πρόσημο στην πόλη μας, σίγουρα διανθίζουν τις εμπειρίες μας και χαρίζουν χρώμα στο γκρίζο της ζωής στη πόλη.

Ποιο είναι όμως το μυστικό της σύγχρονης Αθήνας, που την κάνει τόσο γοητευτική; Μα φυσικά οι αντιθέσεις της. Πλημμυρισμένη από γειτονιές, κάθε μία με το δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα και προσωπικότητα. Διαφορετικοί κόσμοι με διαφορετική κουλτούρα, συχνά κοντά η μία στην άλλη, συνυπάρχουν στο κέντρο άλλοτε ειρηνικά και άλλοτε «εμπόλεμα». Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις δύο μεγάλες γειτονιές του κέντρου της πόλης, Εξάρχεια και Κολωνάκι, οι οποίες είναι εμφανείς και με γυμνό μάτι. Τις χωρίζει ένας μονάχα δρόμος αλλά και ένα σύμπαν διαφορετικών κοσμοθεωριών, ιδεολογιών, ταξικών αλλά και στιλιστικών απόψεων. Η αντίθεση «Λαός και Κολωνάκι». Η πιο κοσμική περιοχή του κέντρου δίπλα στο «ψευδοκράτος», το «κέντρο αναρχικών», το «κράτος εν κράτει», την «πλατεία τεμπέληδων», το «στέκι καλλιτεχνών και διανοουμένων». Όλα αυτά αναφέρονται σε μία περιοχή της Αθήνας, στην (πάλαι ποτέ) κακόφημη αλλά και την πιο αγαπημένη από τους νεαρούς κυρίως θαμώνες της, τα Εξάρχεια. Έχει δεχθεί ύμνους αγάπης αλλά και τόνους κατηγοριών για τον «χαρακτήρα» που έχει διαμορφώσει και για τα άτομα που συγκεντρώνονται στην ομώνυμη πλατεία της, η οποία είναι και το κέντρο της περιοχής. Τα Εξάρχεια, όμως, ήταν και είναι τόπος διαμονής πολλών διανοουμένων και ατόμων της Τέχνης γενικότερα που προτιμούν να μένουν στα Εξάρχεια από οποιαδήποτε άλλη περιοχή λόγω της αίσθησης ελευθερίας που αποπνέει, της κουλτούρας που χαρακτηρίζει την περιοχή, του ύφους παλιάς γειτονιάς που ακόμη διατηρεί και της απουσίας ψεύτικου γκλάμουρ. Γενικά, όποιος μένει ή συχνάζει στα Εξάρχεια θεωρείται «αναρχικό» πνεύμα. Και ενώ για χρόνια τα Εξάρχεια ήταν η «παλαίστρα» του κρατικού ελέγχου, των αντιεξουσιαστικών ομάδων και ίσχυε το άβατο, πλέον η θρυλική πλατεία της δεν απολαμβάνει την αίγλη του παράνομου αέρα του παρελθόντος, αλλά ο κόσμος γεμίζει όλα τα καφέ των Εξαρχείων, μουσική ακούγεται από παντού, οικογένειες γεμίζουν τις ταβέρνες, ζευγαράκια και παρέες τα θερινά σινεμά, οι ρυθμοί μοιάζουν με τους φυσιολογικούς ρυθμούς μιας οποιασδήποτε άλλης πλατείας διατηρώντας όμως πάντα την αυθεντικότητα και τον εναλλακτικό τρόπο ζωής της περιοχής.

Παρόλο που η Αθήνα μοιράζεται ανάμεσα σε τόσους πολλούς και διαφορετικούς κόσμους έχει ένα κοινό σημείο αναφοράς σχεδόν σε όλες τις περιοχές της: τα αμέτρητα συνθήματα και γκράφιτι στους τοίχους της. Μέσα από αυτά ο κόσμος συνεχίζει να εκφράζει τη διαμαρτυρία του, την οργή του, τον πολιτικό και φιλοσοφικό προβληματισμό του καθώς και τις υπαρξιακές του αναζητήσεις. «Όσο έχουμε ακόμα φωνή, θα μπορούμε να γράφουμε μια καθαρή κουβέντα για να βρωμίζουμε τους τοίχους». Πόσες φορές έχουμε πετύχει γραμμένο στους τοίχους της Αθήνας το «Βασανίζομαι…»; Ένα ρήμα μέσα από το οποίο ανακαλύπτουμε την αγωνία και τη δυσκολία που βιώνει ο σύγχρονος άνθρωπος. Σάμπως αν γυρίζαμε σε περασμένες εποχές ή αν τρέχαμε στο μακρινό μέλλον, πάλι το ίδιο δε θα βλέπαμε στους τοίχους; Ανέκαθεν ο άνθρωπος βασανιζόταν, και θα συνεχίσει να βασανίζεται. Άλλωστε, το βάσανο είναι μέρος της ανήσυχης φύσης του που του εξασφαλίζει την εξέλιξη και τη συνέχειά του.

Για μία όμως μεγάλη και πολυπολιτισμική πλέον πόλη όπως είναι η Αθήνα που αποτελεί τον πυρήνα των κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων, σίγουρα δεν είναι όλα ρόδινα. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε πιάσει τους εαυτούς μας να ενστερνίζονται τις διαμαρτυρίες και τα «κατηγορώ» των συμπολιτών μας για τα «βάσανα» που μας προσφέρει αυτή η πόλη. Μία πρόσφατη μαρτυρία αξίζει να σημειωθεί: «Πηγαίνω στη δουλειά μου και στη πορεία μου έρχομαι αντιμέτωπος με καυσαέριο, σκουπίδια διάσπαρτα στο δρόμο, κατεστραμμένες προσόψεις σπιτιών, αφίσες πάνω στις αφίσες, μουτζουρωμένους τοίχους, σύριγγες πεταμένες στο δρόμο, λαθρομετανάστες, ναρκομανείς και ζητιάνους που ζητούν λίγη από τη προσοχή και τη βοήθειά μου… παράνομη πορνεία, ασυδοσία και εκμετάλλευση… νιώθω ότι οι άνεμοι δεν επισκέπτονται πια αυτή την αισχρή πόλη.. η πόλις των Αθηνών εκεί που γεννήθηκε η Δημοκρατία, η ομορφιά και η τέχνη, τώρα πεθαίνει κάθε μέρα» Πόση αλήθεια και ταυτόχρονα πλάνη κρύβεται σε αυτή την άποψη! Δημιουργεί παράλληλα συναισθήματα ταύτισης και αντίδρασης. Οι περισσότεροι Αθηναίοι έχουμε αντικρύσει τις εικόνες αυτές. Ωστόσο η πόλη μας θα ήταν αισχρή, αν στους δρόμους της φύτρωνε η βρωμιά και το καυσαέριο και εάν από τους τοίχους της ξεπηδούσαν ναρκομανείς, πόρνες, άστεγοι και όλες οι κοινωνικά ευάλωτες ομάδες. Θα ήταν αισχρή αν έκανε τα σκουπίδια να βγαίνουν από τους κάδους και να περιφέρονται άτακτα βρωμίζοντας τους δρόμους της. Η πόλη είναι οι πολίτες της, είναι η νοοτροπία τους, είναι οι δαιδαλώδεις μηχανισμοί πολιτικής και οργάνωσής της. Μήπως κάτι από αυτά νοσεί και όχι η Αθήνα; Ας βγάλει ο καθένας τα συμπεράσματά του. Η Αθήνα δεν πεθαίνει, γιατί κάτι πεθαίνει πραγματικά, όταν κανείς δεν το θυμάται. Οι Αθηναίοι, και γενικότερα οι Έλληνες, αποδίδουμε μεγάλη σημασία στο έθνος μας και αισθανόμαστε μεγάλη περηφάνια που απορρέει από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ενώ ταυτόχρονα εκφράζεται ένα συναίσθημα κατωτερότητας, φοβούμενοι ότι οι άλλοι δεν έχουν καλή εικόνα για μας. Η κατωτερότητα αυτή οφείλεται αφενός στην αντίθεση ανάμεσα στον αρχαίο και νεότερο πολιτισμό και αφετέρου στη φτωχή οικονομία της χώρας. Η ανθρώπινη μνήμη επιλέγει να θυμάται και αποφασίζει να λησμονά. Θυμάται το ένδοξο παρελθόν, το οποίο φαντάζει δυναμικό και εξιδανικευμένο επισκιάζοντας το «νωχελικό» παρόν. Καθημερινά αναδεικνύεται η αντίθεση μεταξύ της εικόνας της παρελθοντικής ευτυχίας και της εικόνας ενός μίζερου παρόντος. Τόσο η εξιδανίκευση του παρελθόντος όσο και η αποσιώπηση και απώθηση των μελανών σημείων της ιστορίας μας που αποτελούν αγκάθια και δημιουργούν συναισθήματα ντροπής στο λαό μας, είναι μηχανισμοί που διασφαλίζουν και διατηρούν τη συνοχή της εθνικής ταυτότητας και έτσι θεμελιώνουν τις ρίζες του ελληνικού λαού στο μέλλον. Ωστόσο το παρόν δεν είναι άχρωμο ούτε νωχελικό αλλά χαρακτηρίζεται από πρόοδο και εξέλιξη. Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν υστερεί σε τίποτα ενώ διαθέτει όλες εκείνες τις ικανότητες και τα προσόντα για να δημιουργήσει ένα καλύτερο αύριο. Τα συμφέροντα, όμως, είναι τόσο καλά οργανωμένα και διαπλεκόμενα που καλύπτουν δεξιοτεχνικά την πραγματικότητα αυτή και παρουσιάζουν ένα νοσηρό παρόν και ένα ακόμα πιο αβέβαιο μέλλον, πείθοντας την πλειοψηφία προς αυτή την κατεύθυνση!

Μία ήδη όμορφη πόλη, όπως η Αθήνα, σίγουρα δεν έχει ανάγκη από «κείμενα ωραιοποίησης» αλλά ανάγκη από συγκεκριμένες πολιτικές και στοχευμένες δράσεις που θα θεραπεύσουν τα προβληματικά της σημεία και θα αναδείξουν την απαράμιλλη αξία και ομορφιά της. Οι σωρείες των «κατηγορώ» που δεν συνοδεύονται από προτεινόμενες λύσεις δεν φέρουν κανένα αποτέλεσμα αλλά αντιθέτως οφείλουμε όλοι όσοι κατοικούμε σε αυτή τη πόλη να ανεβάσουμε τα μανίκια και όλοι μαζί και ο καθένας ξεχωριστά να αναλάβει ενεργά το ρόλο του. Άλλωστε, αν λάβει υπόψη κανείς τα αλληλεπικαλυπτόμενα αρχαιολογικά στρώματα των διαφόρων εποχών της Αθήνας, θα συνειδητοποιήσει ότι κινείται και ο ίδιος στο πιο πρόσφατο της στρώμα και ότι αποτελεί μέρος της ιστορίας της. Νιώθοντας την ευθύνη της εποχής μας και συνδημιουργώντας με τους «μεγάλους», γνωστούς και άγνωστους, ίσως το βάθος της ιστορίας να μας παραχωρήσει έστω κι ένα μέρος της ξεχασμένης δόξας της πόλης μας… ίσως… αν περπατήσουμε με επίγνωση της αξίας της.