Γράφει η Ελένη Καλησπεράτη
Κοινωνιολόγος
Με τον όρο φτώχεια μπορούμε να αναφερθούμε σε διαφορετικά επίπεδα δυσκολίας επιβίωσης. Αυτό συμβαίνει διότι φτωχός μπορεί να θεωρείται ένας άνθρωπος ο οποίος αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης -ενδεχομένως να μην έχει ούτε στέγη- μπορεί όμως να θεωρείται και κάποιος ο οποίος δε δύναται να καλύψει εξ ολοκλήρου τις βιοτικές του ανάγκες ή να είναι σε θέση να καλύψει μόνον αυτές.
Το όριο της φτώχειας ορίζεται στο 60% του μέσου εισοδήματος μιας χώρας. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι που έχουν εισόδημα λιγότερο από το 60% του μέσου εισοδήματος της χώρας τους, κινδυνεύουν να ανήκουν στην κατηγορία των φτωχών ή και κοινωνικά αποκλεισμένων [1].
Ωστόσο, πρέπει να καταστεί σαφές ότι δεν ταυτίζονται πάντοτε οι έννοιες του αποκλεισμού και της φτώχειας. Αυτό εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το «επίπεδο» της φτώχειας στο οποίο βρίσκεται κάποιος, το οποίο μπορεί να επιφέρει αναλόγως την κοινωνική περιθωριοποίηση ή όχι. Είναι πιθανό, λοιπόν, κάποιος να είναι φτωχός αλλά κοινωνικά ενσωματωμένος. Όπως, επίσης, και το αντίστροφο.
Το φαινόμενο της φτώχειας έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης. Πολλοί κάνουν λόγο για μία νέα τριτοκοσμική χώρα όταν αναφέρονται στην Ελλάδα. Ασφαλώς για ευνόητους λόγους, καθότι παρατηρούμε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους να χάνουν τη δουλειά τους, να μην πληρώνονται τα δεδουλευμένα τους, να χάνουν ακόμη και το σπίτι τους. Στο όριο της φτώχειας ζουν δύο στους πέντε Έλληνες, έχοντας ήδη λάβει τις κοινωνικές παροχές από το κράτος, ενώ ένας στους δέκα δεν έχει πόρους να πληρώσει τα προς το ζην, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2008 τα οποία δόθηκαν στη δημοσιότητα, στις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με την Eurostat, τα άτομα στο όριο της φτώχειας είναι εκείνα τα οποία ζουν σε νοικοκυριά με εισόδημα κάτω του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος. Στην Ε.Ε. των 27, το 16,5% των πολιτών (81 εκατ. άτομα) ζούσε στο όριο τις φτώχειας έχοντας λάβει τις κοινωνικές παροχές.
Σήμερα, η Ελλάδα είναι η τέταρτη χώρα στην Ε.Ε. με το υψηλότερο ποσοστό ατόμων που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας. Πρώτη είναι η Λετονία (25,6%), ακολουθεί η Ρουμανία (23,4%), η Βουλγαρία (21,4%) και η Ελλάδα (20,1% ή 2,2 εκατ. πολίτες). Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφονται στην Τσεχία (9%), στην Ολλανδία και τη Σλοβακία (11%). Εξάλλου, το 11,2% του πληθυσμού της Ελλάδας (1,2 εκατ. πολίτες) αντιμετώπιζε σοβαρές δυσκολίες να πληρώσει το ενοίκιο του σπιτιού του, τη θέρμανση, να λάβει γεύμα με κρέας ή ψάρι τρεις φορές την εβδομάδα, να ανταποκριθεί σε αναπάντεχα έξοδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, στην «Ε.Ε. των 27» το 8% του πληθυσμού αντιμετώπιζε τέτοιου είδους δυσκολίες. Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφονται στη Βουλγαρία (41%) και στη Ρουμανία (33%), ενώ τα χαμηλότερα στο Λουξεμβούργο, τη Σουηδία, την Ολλανδία, τη Δανία και την Ισπανία (κάτω από το 3%) [2].
Παρατηρούμε ότι ακόμη και εκείνοι οι οποίοι έχουν κάποια εργασία, βρίσκονται στα όρια της φτώχειας. Με βάση τα παραπάνω στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας έχει φτάσει να έχει ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό ατόμων που υποφέρουν από οικονομική στενότητα, αδυνατώντας να πληρώσουν τα βασικά έξοδα συντήρησης του εαυτού τους αλλά και της οικίας τους, όλο το χρόνο ή να αντιμετωπίσουν έκτακτα έξοδα (για παράδειγμα, το λεγόμενο χαράτσι το οποίο καλούνται τελευταία να πληρώσουν όλοι οι πολίτες, μέτρα λιτότητας κ.τ.λ.).
Οι λόγοι που οδηγούν στη φτώχεια σπάνια πλέον θεωρούνται προσωπικοί, διότι σχεδόν όλοι φροντίζουν πια να διαθέτουν τα βασικά «εφόδια» για την εύρεση μίας εργασίας, όπως είναι πρώτα από όλα το πτυχίο. Οι περισσότεροι νέοι έχουν τελειώσει τουλάχιστον μια Σχολή ή ένα Πανεπιστήμιο. Σίγουρα όμως αυτό είναι το λιγότερο, αφού βλέπουμε άτομα με πολλά πτυχία, πολλές δεξιότητες και ικανότητες (ίσως και overqualified) και πάλι χωρίς εργασία. Σαφώς, οι λόγοι δεν μπορεί να είναι άλλοι από κοινωνικούς. Κοινωνικοί λέγοντας, εννοούμε: έλλειψη θέσεων εργασίας, χαμηλοί μισθοί, καθυστέρηση πληρωμών, χαμηλές συντάξεις κ.ά.
Φτώχεια δε σημαίνει μόνο να μην έχεις αρκετά χρήματα. Σημαίνει, επίσης, να μην μπορείς να καλέσεις φίλους στο σπίτι για φαγητό, να μην μπορείς να πας κινηματογράφο και να μην μπορείς να δώσεις στα παιδιά σου ένα βιβλίο ή ένα κουτί χρώματα. Με το να είσαι φτωχός αισθάνεσαι διαφορετικά και έξω από τα νερά σου στην κοινωνία που σε περιβάλλει. Επομένως, η φτώχεια δεν είναι μόνο οικονομική, είναι επίσης κοινωνική [3][4].
Εκτός από τα γνωστά προβλήματα, όπως είναι οι ανεπαρκείς συνθήκες και η έλλειψη στέγασης, πολίτες οι οποίοι βιώνουν τη φτώχεια είναι πιθανόν να αντιμετωπίσουν [5]:
- Κακή υγεία και περιορισμένη πρόσβαση σε υγειονομική περίθαλψη.
- Περιορισμένη πρόσβαση σε εκπαίδευση, κατάρτιση και δραστηριότητες κατά τον ελεύθερο χρόνο.
- Οικονομικό αποκλεισμό και υπερβολικά χρέη.
- Περιορισμένη πρόσβαση σε σύγχρονη τεχνολογία, όπως για παράδειγμα στο διαδίκτυο.
Γι’ αυτό το λόγο η κοινωνική ενσωμάτωση όλων των πολιτών είναι ζωτικής σημασίας, αφού έχει ως αποτέλεσμα μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή, τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης αλλά και τη δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας.
Ίσως, λοιπόν, ήρθε η στιγμή για τους εκάστοτε κυβερνώντες να προσπαθήσουν να βελτιώσουν τις βάσεις του κοινωνικού οικοδομήματος, ενεργώντας περισσότερο προληπτικά παρά κατασταλτικά, με τη δημιουργία περισσότερων και καλύτερων θέσεων εργασίας και την εκκίνηση ειδικών σεμιναρίων εκμάθησης οικονομικής διαχείρισης, όπως και την ανάπτυξη προγραμμάτων συμβουλευτικής χρέους, ώστε οι Έλληνες πολίτες και κυρίως οι νέοι να έχουν τα εχέγγυα για να μπορούν να απολαύσουν ένα πραγματικά υψηλό βιοτικό επίπεδο, δίχως την απειλή της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού [6].
Πηγές:
[1] Joseph Rowntree Foundation, What is meant by ‘poverty’?
[2] in.gr, Δύο στους πέντε Έλληνες κάτω από τα όρια της φτώχειας κατά τη Eurostat.
[3] Ανθρώπινα δικαιώματα. Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός.
[4] Poverty tells many stories.
[5] Ελληνικό Κέντρο Ευρωπαϊκών Μελετών, 2010 Ευρωπαϊκό Έτος Καταπολέμησης της Φτώχειας και του Κοινωνικού Αποκλεισμού.
[6] Κοινωνική Πολιτική Κοινωνική Θεωρία, Φτώχεια και κοινωνικός αποκλεισμός: Κάποιες σκέψεις για την ελληνική πραγματικότητα.