Ο ακτιβισμός αναζητεί πυξίδα

Αναδημοσίευση από kathimerini.gr
Γράφει οΤάκης Καμπύλης


Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις αδυνατούν να παγκοσμιοποιήσουν τα στελέχη αλλά και το κοινό τους

Ήταν σίγουρα από τους πρωτοπόρους της νέας εποχής, των «μη-κυβερνητικών οργανώσεων». Πόνταρε πολύ στον ανταγωνισμό των μεγάλων μέσων ενημέρωσης αλλά κυρίως πόνταρε σε μια νέα αντιγραφειοκρατική δομή της – ακόμη τότε στις αρχές του ’70 – μικρής οργάνωσης που τη βάφτισε «Greenpeace».

Ο Ντέϊβιντ Μακ Τάγκαρτ ήταν από τους ανθρώπους που άφησαν το στίγμα τους στα τέλη του 20ού αιώνα. Ο «πατέρας» της Greenpeace σε μία από τις συνεντεύξεις του (σ.σ στον υπογράφοντα, λίγο προτού βρεθεί εκτός οργάνωσης) είχε ερωτηθεί για την κριτική που γινόταν στην (πλέον διάσημη) Greenpeace. Ιδίως για το πώς αποφασίζονται οι προτεραιότητες δράσης «χωρίς τη συμμετοχή των υποστηρικτών»:

«Αν από το 1 δολάριο που μας δίνει κάθε υποστηρικτής καταναλώνουμε το μισό στην οργάνωση συνδιασκέψεων ή χρηματοδοτούμε ατελείωτες συζητήσεις, τότε δεν θα καταφέρουμε πολλά. Προτιμώ στο τέλος κάθε χρόνου να ενημερώνω τους υποστηρικτές πού πήγαν τα χρήματά τους και ποιο το αποτέλεσμα. Κι αν διαφωνούν ας μην μας ξαναϋποστηρίξουν».

Για πολλούς σκεπτικιστές η «άνοιξη» των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων έχει παρέλθει. Και το νέο σταυροδρόμι είναι πολύ πιο απαιτητικό.

Για να το σκεφτούμε: 1.000.000 οχήματα (στην Αθήνα) με 10 λίτρα βενζίνη (κατανάλωση) το καθένα για μία μέρα με 1 ευρώ (λέμε) το λίτρο έχουμε τζίρο 10.000.000 ευρώ για τις εταιρείες πετρελαιοειδών. «Στη δεκαετία του ’90 -αναφέρει ο λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο ΑΠΘ Χρήστος Φραγκονικολόπουλος- με την πλατφόρμα πετρελαίου της Shell στη Βόρεια Θάλασσα η Greenpeace είχε καταφέρει κινητοποιώντας τους καταναλωτές μεγάλων ευρωπαϊκών χωρών να μειώσει τα κέρδη της Shell περίπου στο μισό για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα. Από τότε δεν έχουμε δει μεγάλες κινητοποιήσεις καταναλωτών από κάποια ΜΚΟ παρότι τα προβλήματα έχουν διογκωθεί. Και οι διατροφικές κρίσεις είναι συχνές αλλά και η άνοδος τιμών των βασικών αγαθών έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο». Ομως, οι μεγάλες ΜΚΟ δεν φαίνονται σήμερα ικανές να απευθυνθούν και πολύ περισσότερο να κινητοποιήσουν μεγάλες ομάδες πολιτών έξω από τα εθνικά όρια.

«Κοινωνικοί παίκτες»

Ο Νίκος Μουζέλης (καθηγητής στο LSE) σημείωνε (στον πρόλογο του βιβλίου του Χρ. Φραγκονικολόπουλου -«Ο Παγκόσμιος Ρόλος των ΜΚΟ-εκδόσεις «Ι. Σιδέρης») πως «οι παγκόσμιες ΜΚΟ ως κοινωνικοί παίκτες, στην προσπάθειά τους να αλλάξουν τον κόσμο προς μια προοδευτική/χειραφετική κατεύθυνση, από τη μία μεριά θέτουν όρια στις επιμεριστικές πολιτικές των άλλων βασικών παικτών. Ομως από την άλλη μεριά δημιουργούν συχνά σχέσεις εξάρτησης με τους οικονομικά, πολιτικά και πολιτισμικά ισχυρούς. Στην περίπτωση αυτή, αντί για κοινωνικό μετασχηματισμό βλέπουμε την ενσωμάτωσή τους στο παγκόσμιο status quo».

Πριν από τρία χρόνια, λέει ο Χρ. Φραγκονικολόπουλος, παρουσιάστηκε μία σημαντική μελέτη στην Αγγλία, σύμφωνα με την οποία οι ΜΚΟ δεν είναι πλέον τόσο ριζοσπαστικές διότι φοβούνται την αντίδραση των χορηγών. Αλλωστε, σήμερα πλέον, πολλά από τα ανώτερα στελέχη των ΜΚΟ έχουν πτυχίο ΝΒΑ. Λειτουργούν δηλαδή στα ρεύματα της σύγχρονης διοίκησης επιχειρήσεων και δεν τα αλλάζουν ούτε βέβαια τα ανατρέπουν».

Η δυσκολία πολυεθνικών κινητοποιήσεων που π.χ θα ταρακουνούσαν τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες με ένα ολιγοήμερο μποϊκοτάζ ή θα επηρέαζαν τις καταναλωτικές συνήθειες σε μεγάλη κλίμακα, επιτείνουν την αμφισβήτηση των ΜΚΟ. Στη θέση τους -υποστηρίζεται- θα λειτουργήσουν υπερ-εθνικά κινήματα όπως το Κοινωνικό Forum: «Πρόκειται για “σχήματα”, λέει ο Χρ. Φραγκονικολόπουλος, με δομή ακόμη πιο χαλαρή από τις ΜΚΟ. Ισως διότι οι πολίτες ασφυκτιούν με τις παλιές ιεραρχικές δομές και είναι πολύ επιφυλακτικοί απέναντι σε αποφάσεις που έχουν ληφθεί από παραδοσιακά οργανωμένες ομάδες».

Ο ακτιβισμός, χαρακτηριστικό των τριών τελευταίων δεκαετιών, δείχνει εγκλωβισμένος στο ήμισυ του γνωστού συνθήματος της Greenpeace: Από το «σκέψου συνολικά, δράσε τοπικά» μόνο το δεύτερο μέρος της πρότασης έχει υιοθετηθεί. Ο κατεξοχήν παίκτης της Παγκοσμιοποίησης, οι ΜΚΟ, δείχνουν αδυναμία να παγκοσμιοποιήσουν εκτός από τα στελέχη τους και το κοινό τους.

Δυναμική χωρίς αποτέλεσμα

Το 2002 στην «Ευρώπη των 15» περίπου 15.000.000 πολίτες ήταν μέλη μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που ασχολούνταν με το περιβάλλον, όταν ο αριθμός των εγγεγραμμένων στα πολιτικά κόμματα υπολογιζόταν σε 10.000.000 (τα στοιχεία από τον Χρ. Φραγκονικολόπουλο).

Η δυναμική έως τις μέρες μας των ΜΚΟ, ιδίως των μεγάλων και ιστορικών οργανώσεων παραμένει σημαντική. Αλλά το αποτέλεσμα δεν δείχνει να έρχεται. Ακτιβισμός χωρίς μεγάλες νίκες οδηγεί είτε στην περιθωριοποίηση είτε στην ενσωμάτωση.

Αν και οι πρώτες μη Κυβερνητικές Οργανώσεις υπήρχαν ήδη από τον 18ο αιώνα (Ν. Μουζέλης) -δραστηριοποιημένες κυρίως κατά του ρατσισμού- το συγκεκριμένο κίνημα άνθισε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου με την εξαφάνιση της πόλωσης μεταξύ υπαρκτού σοσιαλισμού και καπιταλισμού.

Ο αριθμός των ΜΚΟ με διεθνή δραστηριότητα (έρευνα Χρ. Φραγκονικολόπουλου) αυξήθηκε από περίπου 13.000 το 1981, σε 47.000 το 2001, σε 57.596 το 2002 και 59.003 το 2003. Σχεδόν το ένα πέμπτο των σημερινών διεθνών οργανώσεων ιδρύθηκε μετά το 1991. Οι περιβαλλοντικές διεθνείς μη κυβερνητικές οργανώσεις αυξήθηκαν από 979 το 1990 σε 1.170 το 2000. Οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αυξήθηκαν στο ίδιο διάστημα από 2.712 σε 3.864. Σημαντικός είναι επίσης ο ρυθμός ανάπτυξης των εθνικών μη κυβερνητικών οργανώσεων. Αν και στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ο ΟΗΕ υπολόγιζε τον αριθμό τους σε περίπου 50.000, αυτό το μέγεθος αφορούσε μόνο τις οργανώσεις που δέχονταν δωρεές και κυβερνητική χρηματοδότηση. Ο πραγματικός αριθμός είναι πολύ μεγαλύτερος. Ενδεικτικά, στη Ρωσία, όπου πριν από την πτώση του κομμουνισμού δεν υπήρχε καμιά ΜΚΟ, μέχρι το 2000 ιδρύθηκαν 65.000!