Τα βήματα που έχει κάνει ο Δήμος Αθηναίων μέσα από το Διαπολιτισμικό Κέντρο

Συνέντευξη της Τούλας Τράνακα, Κοινωνιολόγου

& Υπεύθυνης του «Διαπολιτισμικού Κέντρου» του Δήμου Αθηναίων,

στην Άντρη Γεωρνταμιλή, Επικοινωνία & Media

Ψαρών 45 & Μαιζώνος. Σε ένα βιαστικό πρωινό πέρασμα θα δει κανείς ένα συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων, νέων και ηλικιωμένων, γυναικών και ανδρών, λευκών, έγχρωμων, μιγάδων, ντυμένων κομψά ή πρόχειρα. Με την αστραπιαία σκέψη του τι θα επέφερε το μέτρο της «διαθεσιμότητας» στην περίπτωση μίας τέτοιας υπηρεσίας προσεγγίσαμε, στριμωχτήκαμε, σπρώξαμε και περάσαμε! Ο ανελκυστήρας μας βοήθησε να προσπεράσουμε τις γεμάτες σκάλες και να φτάσουμε αισίως στον 5ο και πιο ήσυχο όροφο. Η πόρτα γράφει: «Διαπολιτισμικό Κέντρο Δήμου Αθηνών». Η νέα του ονομασία μάθαμε πως είναι «Γραφείο Αλλοδαπών, Προσφύγων και Ρομά» που εντάσσεται πλέον στην Διεύθυνση Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Υγείας του Δήμου. Συναντήσαμε την κοινωνιολόγο κ. Τούλα Τράνακα, μία γυναίκα που γνωρίζει καλά τις δυνατότητες και τις ελλείψεις των ΟΤΑ αλλά και τις ευεργετικές δυνατότητες των ενταξιακών πολιτικών για την σφυρηλάτηση της πολυπόθητης κοινωνικής συνοχής. Λίγο πριν τη λήξη του 2012, μας παραχώρησε μία πολύ διαφωτιστική συνέντευξη για τα βήματα που έχει κάνει ο Δήμος Αθηνών μέσα από το Διαπολιτισμικό Κέντρο και τις δυσκολίες που μας κρατάνε πίσω…

Α.Γ: Κυρία Τράνακα, στο προηγούμενο τεύχος της Social Activism Αθηνών παρουσιάσαμε συνοπτικά το έργο του Διαπολιτισμικού Κέντρου του Δήμου της Αθήνας. Θα θέλατε να μας πείτε και η ίδια δυο λόγια για το πώς ξεκίνησε και ποιό είναι το αντικείμενο παρέμβασης και δράσης του;

T.T: Οι δράσεις του Διαπολιτισμικού Κέντρου ή αλλιώς του «Γραφείου Αλλοδαπών, Προσφύγων και Ρομά», όπως είναι πλέον η ακριβής τυπική ονομασία του αφορούν στην ένταξη των μεταναστών στην κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή της τοπικής κοινωνίας. Ουσιαστικά, μέχρι πρότινος ο Δήμος – και γενικά οι ΟΤΑ – δεν είχαν τυπικά αρμοδιότητα στην ένταξη των μεταναστών. Η αρμοδιότητα αυτή δόθηκε με τον Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων του 2005 ο οποίος επέτρεψε να υλοποιεί απευθείας ο Δήμος προγράμματα για την ένταξη ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Έτσι, το 2008 η προηγούμενη Δημοτική Αρχή θέλησε να αναπτύξει δράσεις σε σχέση με την ένταξη των μεταναστών με αντιδήμαρχο τότε την κ. Αλεξία Έβερτ η οποία είχε την ευθύνη για τους μετανάστες.

Α.Γ: Ξεκινήσατε λοιπόν, μία προσπάθεια το 2008, στις απαρχές της κρίσης. Θα ήθελα να μου πείτε με τι ομάδες δουλέψατε αυτά τα πρώτα χρόνια και τι προγράμματα είχατε την ευκαιρία να υλοποιήσετε μέσα σε τόσο δύσκολες οικονομικές συνθήκες;

Τ.Τ: Όπως σας είπα, μαζί με την κ. Έβερτ ξεκινήσαμε τότε δειλά δειλά με ένα μικρό, αλλά σημαντικό πρόγραμμα που λεγόταν «Η μαμά μαθαίνει ελληνικά» το οποίο στην αρχή ήταν πιλοτικό μιας και στην Ελλάδα δεν είχε ξαναγίνει ένα τέτοιο πρόγραμμα και όταν γίνονταν προγράμματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας αφορούσαν μεικτά τμήματα. Όμως, εμείς βλέπαμε με την εμπειρία που έχει ο Δήμος και από τους παιδικούς σταθμούς ότι οι γυναίκες είναι εκείνες που ενώ είναι πολλά χρόνια στην Ελλάδα δεν έχουν συνήθως την ευκαιρία να μάθουν ελληνικά γιατί δεν έχουν χρόνο και κυρίως γιατί δεν έχουν που να αφήσουν τα παιδιά. Το πρόγραμμα τελικά, είχε εκπληκτικά αποτελέσματα και αυτό φάνηκε όχι μόνο από την αξιολόγησή η οποία γίνεται σε όλα τα προγράμματα αλλά και από τις αιτήσεις που γίνονταν και μετά την πρώτη περίοδο υλοποίησης. Με αυτό το πρόγραμμα θέσαμε τις βάσεις για προγράμματα ένταξης μεταναστών. Υπήρχε μία στοχευμένη στρατηγική ένταξης των μεταναστών στην τοπική κοινωνία η οποία όπως θεωρούσαμε στον Δήμο Αθηναίων θα έπρεπε να στρέφεται γύρω από 4 βασικούς άξονες.

Πρώτος άξονας φυσικά είναι η γνώση της τοπικής γλώσσας, της ελληνικής εν προκειμένω. Μαθαίνοντας τη γλώσσα δίνεται και η δυνατότητα να μάθει κανείς τα δικαιώματα του και κατ’επέκταση να τα διεκδικήσει. Δυστυχώς, στην Ελλάδα δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικό είναι αυτό. Βλέπεις ότι πολλοί μετανάστες είναι χρόνια στην χώρα μας και δε γνωρίζουν την ελληνική γλώσσα. Αυτό συμβαίνει γιατί δεν τους δόθηκε η ευκαιρία. Δεν υπάρχει η υποχρεωτική εκμάθηση της γλώσσας στην διαδικασία ένταξης που να συνδέεται με την άδεια παραμονής.

Δεύτερος άξονας που τέθηκε είναι η βελτίωση και αναβάθμιση των προσόντων και των ικανοτήτων των μεταναστών μέσα από προγράμματα όπως αυτό της απόκτησης βασικών δεξιοτήτων Η/Υ Ένα τέτοιο πρόγραμμα επιχορηγήθηκε από την Microsoft το διάστημα 2008-2012, ενώ με το νέο έτος ξεκινούν και πάλι σεμινάρια Η/Υ στο χώρο του Διαπολιτισμικού Κέντρου. Αυτή τη φορά στηριζόμαστε στις δικές μας δυνατότητες όμως, καθώς δεν υπάρχει χορηγία. Για τον ίδιο σκοπό έγιναν πολλά ακόμα σεμινάρια, ημερίδες και δράσεις.

Τρίτος άξονας, είναι η υποστήριξη και υλοποίηση διαπολιτισμικών δραστηριοτήτων, εκδηλώσεων και προγραμμάτων. Μερικά από αυτά ήταν τα δύο λογοτεχνικά «Φεστιβάλ ΛΕΑ», το “Puzzle Festival 2009”, η ημερίδα για την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας καθώς και αυτή για την παιδική εργασία. Πολύ ενδιαφέρουσα ήταν επίσης η εκδήλωση «Η Αίγυπτος στην Αθήνα»

Τέλος, στο πλαίσιο του τέταρτου άξονα δράσης, εμείς δίνουμε βάρος στην επικοινωνία με τους μετανάστες μέσα από τους συλλόγους τους και τις μεταναστευτικές κοινότητες. Το αποκορύφωμα αυτής της επικοινωνίας είναι η δημιουργία του Τοπικού Συμβουλίου Μεταναστών που πλέον και με την αλλαγή του θεσμικού πλαισίου λέγεται Συμβούλιο Ένταξης Μεταναστών (Σ.Ε.Μ). Το Τοπικό Συμβούλιο Μεταναστών ήταν μια πρωτοβουλία της προηγούμενης Δημοτικής Αρχής που υλοποιήσαμε με μεγάλη θέρμη και ήμασταν και από τους πρώτους Δήμους που κάναμε κάτι τέτοιο και ουσιαστικά αυτοί που το προτείναμε, αφού όταν το Υπουργείο Εσωτερικών αποφάσισε να φτιάξει τα Σ.Ε.Μ. ως θεσμό ήμασταν από τους Δήμους που δώσαμε τα φώτα μας αναφορικά με τον τρόπο λειτουργίας και τις ανάγκες τους. Πιστεύω, λοιπόν, ότι βοηθήσαμε στην δημιουργία των Σ.Ε.Μ.

A.Γ: Φαίνεται πως η επαφή με τις κοινότητες είναι απαραίτητη και επιβεβλημένη, αλλά πρακτικά έχει δυσκολίες. Εσείς, πώς κινηθήκατε μέσα σε αυτή την πανσπερμία κοινοτήτων και δεδομένου ότι δεν έχουν ερευνηθεί οι διαφορετικές ομάδες μέσα στον μεταναστευτικό πληθυσμό και οι ανάγκες τους;

Εδώ, είναι που πρέπει να ξαναγυρίσουμε στο πρόγραμμα το οποίο σας ανέφερα πριν, το «Η Μαμά Μαθαίνει Ελληνικά». Στην περίπτωση αυτή είχαμε και ένα κοινό όπως οι γυναίκες που είναι άτομα πρόσχαρα και με θέληση να παρακολουθήσουν όχι μόνο μαθήματα ελληνικών αλλά και να κάνουν μαζί μας μια σειρά από άλλες δράσεις. Δηλαδή, μας βοήθησαν οι ίδιες να κάνουμε στοχευμένα πράγματα. Μερικές δράσεις που υλοποιήσαμε μαζί ήταν η «Γνωριμία με την Πόλη», η επίσκεψη στο ελληνικό κοινοβούλιο σε συνεργασία με καθηγητές, τα θεατρικά σε συνεργασία με τους γονείς τα οποία φιλοξένησε το θέατρο Αργώ, ενώ ακόμα είχαμε κάνει ημερίδα ευαισθητοποίησης για το θέμα του καρκίνου του μαστού, είχαμε κάνει μια σχολή γονέων που λειτούργησε σε συνεργασία με το ΚΕΘΕΑ MOSAIC και με το ΣΕΜ. Είναι βέβαιο, ότι πρέπει πάντα να ακούς τους ανθρώπους όταν δουλεύεις με ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες πόσο μάλλον σε αυτό το ζήτημα. Διαφορετικά, κάθεσαι μόνος σου, μέσα στον πύργο σου και κάνεις σχέδια για το πώς νομίζεις ότι μπορείς να γίνουν τα πράγματα και να οδηγήσουν σε μια κατεύθυνση, αλλά τελικά κάνεις κάτι που δεν έχει ανταπόκριση.

Α.Γ: Γνωρίζουμε ότι τα ζητήματα των γυναικών σας αφορούν ιδιαίτερα και ασχολείστε επισταμένα με αυτά, διατηρώντας μάλιστα και την ιστοσελίδα gynaikasimera.gr Τι άλλα θετικά στοιχεία αποκομίσατε από την επαφή σας με τις γυναίκες – μετανάστριες; Πόσο σημαντικός αποτιμάται ο ρόλος τους μέσα στις πολυπολυτισμικές κοινωνίες;

T.T:Θα σας πω, καταρχάς, κάτι απλό, αλλά ουσιαστικό. Η εικόνα της γυναίκας – μητέρας μετανάστριας, είναι εκτός των άλλων καθησυχαστική για το ντόπιο πληθυσμό και μπορεί να είναι και ένα ενοποιητικός κρίκος του ντόπιου με τον αλλοδαπό πληθυσμό. Αντίθετα, ως τώρα παρουσιάζεται κυρίως από τα ΜΜΕ η εικόνα του ρακένδυτου, νεαρού άνδρα μετανάστη. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες περιπτώσεις ανταποκρίνονται στην κλασσική εικόνα της οικογένειας και αυτό θέλουμε κι από πλευράς μας να γίνει αντιληπτό από τους ντόπιους. Η γυναίκα μπορεί, επίσης, να λειτουργήσει και ως δίαυλος γιατί μας ανοίγει την πόρτα στην οικογένεια των μεταναστών, στις κοινότητες και επομένως και στον πολιτισμό τους και στις διάφορες κουλτούρες. Αυτό, ας μην νομίζουμε ότι βοηθά μόνο την μία πλευρά. Είναι κάτι που θα ωφελήσει και τους ντόπιους.

Α.Γ: Σίγουρα, αν δούμε πώς κατασκευάζεται η στερεοτυπική εικόνα του μετανάστη θα δούμε ότι η ξενοφοβία είναι μεν μια πραγματικότητα εδώ και χρόνια, αλλά είναι περισσότερο συνυφασμένη με την εικόνα του «βίαιου άντρα» ενώ τελευταία μπαίνει έντονα και το στοιχείο της ισλαμοφοβίας.

Ναι, είναι πολύ έντονο πια και αυτό, αλλά δεν έχουμε κάνει τίποτα γι αυτούς γιατί φοβόμαστε. Δεν μπορεί η Λισαβόνα με πολύ λιγότερους μουσουλμάνους να έχει ένα τέμενος στην καρδιά της πόλης και μάλιστα να δένει και υπέροχα μέσα στο αστικό τοπίο και εδώ να μην έχουμε έστω ένα, πράγμα που στην τελική ελλοχεύει και πολλούς κινδύνους γιατί σπρώχνεται μια κοινωνική ομάδα στο να θρησκεύεται σε «παράνομο» περιβάλλον υπό καταπίεση και υπό ένα μυστικό καθεστώς και αυτό δεν μπορεί παρά να γίνεται ανεξέλεγκτο και επικίνδυνο.

Εκτός των άλλων, στην Ελλάδα συγκεντρωθήκαν πολλοί μετανάστες γιατί εμείς ήμασταν αυτοί που προσελκύσαμε όλον αυτόν τον κόσμο. Την περίοδο των Ολυμπιακών παρουσιάσαμε μια επίπλαστη εικόνα απόλυτης ευημερία και ήταν επόμενο να υπάρξει μεταναστευτικό ρεύμα. Ας μην παραβλέπουμε ότι προέρχονται από χώρες στις οποίες έχουν γνωρίσει πραγματικά τι θα πει φτώχεια και σαφώς πολύ περισσότερο από μας ακόμα και στην σημερνή κατάσταση που ζούμε. Ακόμα και πρακτικά, ήταν μεν επικίνδυνο, αλλά ήταν και πιο εύκολο από πολλές απόψεις να εισέλθει κανείς σε μια χώρα με τόσο μεγάλη ακτογραμμή.

A.Γ: Σήμερα, γίνονται εκτεταμένες και απότομες περικοπές κοινωνικών δαπανών σε όλους –σχεδόν- τους τομείς. Πόσο επηρεάζουν όλα αυτά το «στοίχημα» της ένταξης;

T.T:Όταν υπάρχει χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά προγράμματα κάτι προχωράει. Σε αντίθετη περίπτωση κάνουμε ό,τι μπορούμε μόνοι μας και υποβοηθούμαστε και από εθελοντές. Όμως, δε μπορεί να βασίζεσαι πάντα στους εθελοντές γιατί για να πούμε και την αλήθεια και οι εθελοντές έχουν τα δικά τους «θέλω». Υπάρχει και το ζήτημα των χορηγών, αλλά οι μετανάστες δεν προσελκύουν χορηγούς. Βέβαια, οι περικοπές γίνονται σε όλους τους τομείς και όχι μόνο στα κοινωνικά.

A.Γ: Συγκριτικά με άλλες χώρες της Ευρώπης ως προς τις δομές ένταξης και την προώθηση των διαπολιτισμικών σχέσεων πόσο διαφέρουμε αρχικά σε επίπεδο δράσης των Δήμων αλλά και στην βάση της κεντρική κρατικής πολιτικής;

T.T: Είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει καν διαδικασία ένταξης όπως υπάρχει σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Και δεν μιλάμε για χώρες του Βορρά που πάντα θεωρούνται εκτός ανταγωνισμού και εκτός πεδίου σύγκρισης. Μιλάμε και για χώρες του Νότου. Θα πω ξανά το παράδειγμα της Πορτογαλίας όπου βρέθηκα σε ταξίδι στη Λισαβόνα και έμεινα άναυδη διότι υπήρχε μια οργανωμένη πολιτική όχι μόνο σε επίπεδο τοπικό αλλά και εθνικό. Υπήρχε, για παράδειγμα, το λεγόμενο «One Stop Shop» στο κέντρο της πόλης από το 2009. Μιλάμε για μια χώρα που δεν διαφέρει πολύ από την δική μας σε πολλά επίπεδα αλλά ούτε και πληθυσμιακά. Υπήρξε, όμως, μια στρατηγική για τις δράσεις ένταξης των μεταναστών, πράγμα που δεν συμβαίνει την Ελλάδα, δυστυχώς.

Στη χώρα μας, γενικά είναι μεγάλο πρόβλημα ότι δεν υπάρχει μακρόπνοη πολιτική για τους μετανάστες και για το ζήτημα της ένταξης και αυτή είναι μια διαφορά μας από όλες τις χώρες της Ευρώπης. Εκεί, δηλαδή σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν ένα action plan για το που θέλει να πάει τα πράγματα ο Δήμος την επόμενη πενταετία ή δεκαετία σε όλα τα επίπεδα. Και σε χώρες όπως η Ιταλία και η Πορτογαλία ας πούμε που είναι κι αυτές χώρες του Νότου υπάρχει ένα σχέδιο δράσης όπου εντάσσονται όλες οι δράσεις για της ένταξη των μεταναστών.

A.Γ: Μιλάτε για την εθνική στρατηγική τους και όχι για τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτούμενα προγράμματα, σωστά;

T.T: Ναι, αναφέρομαι στο τι κάνουν ως κράτη και όχι στα ευρωπαϊκά προγράμματα. Στην Ελλάδα ακόμη και για τα ευρωπαϊκά προγράμματα έχουμε μια λανθασμένη εικόνα, γιατί βλέπουμε να σταματούν ή να διακόπτονται κατά διαστήματα και τα πράγματα δεν προχωρούν τελικά. Αυτό έχει να κάνει και με τα ίδια τα προγράμματα εν μέρει βέβαια και θα σας εξηγήσω τι εννοώ. Για παράδειγμα, η Φρανκφούρτη αρνήθηκε να συμμετέχει σε ευρωπαϊκά προγράμματα και δράσεις εφόσον αυτά δεν συμφωνούν με τις τοπικές ανάγκες της πόλης. Γιατί είναι δύσκολο να καλείσαι σε τοπικό επίπεδο να εφαρμόσεις τις φοβερές ιδέες που έχει κάνει κάποιος σε ένα γραφείο στις Βρυξέλλες χωρίς να έχεις ρωτηθεί για τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του προβλήματος στην χώρα σου. Είναι σαφές ότι δε γίνεται να συμβαδίζουν πάντα οι προτεραιότητες των προγραμμάτων αυτών με τις δικές σου προτεραιότητες. Ας πούμε στην δική μας την περίπτωση, το τρέχον πρόβλημα είναι η όξυνση της ρατσιστικής βίας και της ξενοφοβίας και κυρίως μέσα στις γειτονιές. Κατ’ εμε, εκεί πρέπει να εστιάσουμε σαν Δήμος. Αυτό μπορεί να το δει η Ευρωπαϊκή Ένωση όταν συμβαίνει ξαφνικά σε αυτό το βαθμό μόνο σε μια γωνιά της Ευρώπης;

Από μια άλλη άποψη επίσης, ενώ δηλαδή σου προσφέρουν χρηματοδότηση συνήθως σε περιορίζουν ή σε υποχρεώνουν να ακολουθήσεις συγκεκριμένα κριτήρια ακόμα και στην ομάδα – στόχο. Για παράδειγμα, σε ένα πρόγραμμα του ταμείου ένταξης υπηκόων τρίτων χωρών για γυναίκες δε μπορείς να συμπεριλάβεις κανέναν άλλον, ούτε καν ως εξαίρεση, εκτός από γυναίκες μετανάστριες τρίτων χωρών δηλαδή χωρών οι οποίες δεν αποτελούν μέλη της Ε.Ε. Υπό αυτή την έννοια, δε μπορεί να συμμετέχει μια γυναίκα φερ’ ειπείν από τη Ρουμανία ή τη Βουλγαρία. Ενώ, λοιπόν, οι άνθρωποι έχουν ίδια χαρακτηριστικά με τους Σύριους ή τους Αιγύπτιους έρχεται η «γραφειοκρατία» της Ε.Ε. και τους πετάει έξω από ένα πρόγραμμα. Αντίστοιχα, έως σήμερα από ένα τέτοιο πρόγραμμα αποκλείονται οι πρόσφυγες. Επίσης, δεν μπορείς να εντάξεις μια ελληνίδα που μπορεί να μη γνωρίζει καθόλου τα ελληνικά διότι έχει μεγαλώσει, παντρευτεί και ζήσει σε άλλη χώρα. Αν και η ίδια μπορεί να έχει ανάγκη προγράμματος ένταξης αποκλείεται γιατί τυπικά θεωρείται ελληνίδα. Επομένως, πίσω από την χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων η οποία μπορεί και εν τέλει να ακυρωθεί αν δεν πας απόλυτα με βάση την γραμμή και την οδηγία που σου δόθηκε κρύβονται και κάποια προβλήματα. Πέραν αυτού, μπορεί να έχεις κάνει μια αξιόλογη δουλειά και επειδή χρονικά το πρόγραμμα είναι περιορισμένο με το που σταματά η χρηματοδότηση παγώνει και ό,τι έχεις κάνει και η δουλειά αυτή δεν κεφαλαιοποιείται, ούτε αξιοποιείται περεταίρω. Τίθεται λοιπόν, το ζήτημα της ασυνέχειας γιατί με τα ευρωπαϊκά προγράμματα μπορεί να κάνεις σωστά και χρήσιμα πράγματα, αλλά είναι αποσπασματικά αν δεν υπάρχει και από το εσωτερικό της χώρας μια στρατηγική.

A.Γ: Παρόλα αυτά, υπάρχουν ευρωπαϊκά δίκτυα στα οποία συμμετέχετε αν δεν κάνω λάθος. Τι εμπειρία αποκομίζετε από αυτά και πόσο χρήσιμη θεωρείτε ότι είναι η ενεργή δικτύωση στην γέννηση νέων ιδεών;

T.T: Αυτό ακριβώς ήθελα μόλις να σας πω. Ότι υπάρχουν από την άλλη, κάποια σημαντικά ευρωπαϊκά δίκτυα, όπως το Clip και το Eurocities στα οποία συμμετέχει και ο Δήμος της Αθήνας από το 2008.

Το δίκτυο Eurocities είναι ένα δίκτυο πόλεων τα οποίο έχει και ένα working group για την μετανάστευση και την ένταξη όπου συμμετέχουμε κι εμείς.

Θέλω να σας μιλήσω λίγο παραπάνω για το Clip όμως. Το δίκτυο αυτό που ήταν ουσιαστικά πρωτοβουλία του Δήμου της Στουτγάρδης έγινε το 2006 σε συνεργασία με το Συμβούλιο των Περιφερειακών Αρχών της Ευρώπης και το Eurofound, ένα ευρωπαϊκό μελετητικό ίδρυμα που ασχολείται με θέματα Βελτίωσης των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας, αλλά το αφορούν και ζητήματα όπως η μετανάστευση και η κοινωνική ένταξη. Αυτό το ίδρυμα αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το δίκτυο και εν τέλει, μπήκαν σε αυτό σταδιακά περίπου 30 μεσαίες και μεγάλες πόλεις. Το θετικό με αυτό το δίκτυο ήταν ότι από την αρχή ξέραμε τις θεματικές που θα ερευνούσαμε. Μέσω αυτού είχαμε και συνεργασία με πανεπιστημιακά κέντρα. Εμείς συγκεκριμένα, όταν μπήκαμε στο δίκτυο προλάβαμε τις δύο τελευταίες θεματικές που αφορούσαν τις διαπολιτισμικές δράσεις των πόλεων με έμφαση στις διαθρησκευτικές δράσεις ένταξης και στην εθνοτική επιχειρηματικότητα. Πάνω στο δεύτερο ζήτημα και γενικότερα στο ζήτημα της ένταξης είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία με κάποια ερευνητικά κέντρα όπως αυτό του Πανεπιστημίου της Βιέννης αλλά καθώς και με το Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ. Κάθε πόλη που συμμετείχε ενεργά είχε την υποχρέωση να συμπληρώσει ένα ερωτηματολόγιο αποτύπωσης κατάστασης για την θεματική που μας αφορούσε. Στη συνέχεια, οι ερευνητές και ο υπεύθυνος έργου ερχόταν στην Αθήνα, συνομιλούσε με ανθρώπους που είχαν εμπλοκή σε διαπολιτισμικές δράσεις, συμπεριλαμβανομένων ανθρώπων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μεταναστευτικών οργανώσεων και της ίδιας της μουσουλμανικής κοινότητας. Μετά από δύο μέρες ενημερωτικού και ερευνητικού «μαραθώνιου» που τους υποβάλαμε, συντάχθηκε τελικά και από πλευράς τους το Case Study της Αθήνας. Αυτό έγινε για κάθε πόλη που συμμετείχε ενεργά και στο τέλος έγινε ένας οδηγός Best Practices όλων των πόλεων στον οποίο βλέπουμε πλέον ποιά είναι όλα τα προγράμματα που υλοποιήθηκαν. Για μας είχαν συμπεριλάβει το πρόγραμμα «Μικροί Υπεύθυνοι Πολίτες» που είχε να κάνει με την προσπάθεια ένταξης των μικρών αλλοδαπών στην τοπική κοινωνία μέσα από την ένταξη τους στον προσκοπισμό και το άλλο ήταν η λειτουργία του πολύγλωσσου ραδιοσταθμού «104,4 Επικοινωνία FM». Σήμερα, εκπέμπει διαδικτυακά σε 16 γλώσσες, αλλά τότε εξέπεμπε με κανονική ραδιοφωνική συχνότητα. Και πρέπει να τονίσουμε ότι δεν υπάρχει αντίστοιχή καλή πρακτική σε άλλο ευρωπαϊκό Δήμο. Και είναι κάτι στο οποίο είμαστε πολύ μπροστά γιατί δεν μιλάμε μόνο για τις βασικές γλώσσες, αλλά για τις γλώσσες των μεταναστών και είναι σπουδαίο να έχεις έναν τέτοιο δίαυλο επικοινωνίας και ενημέρωσης για τον μεταναστευτικό πληθυσμό μιας πόλης.

Όσον αφορά λοιπόν, στα προγράμματα, και συγκεκριμένα μιλώντας για το Clip, κάναμε μια αποτύπωση της κατάστασης για το τι υλοποιήσαμε σαν Δήμος και τι θα μπορούσαμε να κάνουμε περεταίρω. Όλα αυτά τα μοιραστήκαμε στα πλαίσια των workshop και είδαμε και τι κάνουν οι άλλοι. Κάποιοι κάνουν περισσότερα, κάποιοι είναι περίπου στην δική μας κατάσταση. Είναι απαραίτητο να ανταλλάσεις εμπειρίες και ιδέες. Γίνεσαι καλύτερος και αποκτάς και νέα γνώση για το θέμα της ένταξης στην τοπική κοινωνία.

Κάτι ακόμα που δε θέλω να ξεχάσω να σας πω είναι ένα πρόγραμμα που θα ξεκινήσει μέσα στο Γενάρη από τον ο ΟΠΑΝΔΑ, το Κ.Ε.Κ. του Δήμου Αθηναίων, την Αναπτυξιακή Εταιρεία του Δήμου και τον 9.84 fm με 75% ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Ονομάζεται «Δράσεις σε γειτονιές» και έχει σκοπό να ενώσει τον ντόπιο με τον μεταναστευτικό πληθυσμό μέσω του πολιτισμού μέσα από την μαγειρική και τις διαφορετικές κουζίνες, την κηπουρική, την ανακύκλωση, τη φωτογραφία, το θεατρικό παιχνίδι και άλλες διαπολιτισμικές δράσεις.

A.Γ: Να κλείσουμε με μια ευχή για το 2013;

T.T: Θα ευχόμουν το 2013 να γίνει εφαλτήριο για ένα νέο ξεκίνημα, καταρχάς για τη χώρα αλλά και για το Δήμο της Αθήνας έτσι ώστε να μπορέσουμε με πολλές συνεργασίες σε γειτονιές με συλλόγους, με ανοιχτόμυαλους κατοίκους και με ΜΚΟ να καταφέρουμε να υλοποιούμε προγράμματα για τους μετανάστες γιατί δεν έχουμε καταλάβει ότι αν δεν εντάξουμε σωστά τους μετανάστες αυτό δεν θα είναι ωφέλιμο για την τοπική κοινωνία. Η σωστή ένταξη έχει πολλαπλασιαστικά οφέλη και πάνω απ΄ όλα ρυθμίζει την κοινωνική συνοχή στην πόλη. Αν δεν υλοποιείς τέτοιες δράσεις θα έχεις άσχημα αποτελέσματα. Από τη μια, ριζοσπαστικοποίηση των κατοίκων της τοπικής κοινωνίας προς την άκρα δεξιά και από την άλλη και ακραίες αντιδράσεις και από τους ίδιους τους μετανάστες. Η ευχή για το νέο έτος είναι λοιπόν, ο Δήμος να παίξει ένα καταλυτικό ρόλο ως συνεκτικός κρίκος μεταξύ κατοίκων, φορέων, οργανώσεων και συλλόγων, ώστε να γίνουν δράσεις ένταξης σε γειτονιές προκειμένου να έχουμε περισσότερη κοινωνική συνοχή.