του Γιάννη Ζήση
Το πνεύμα των ουρανών σιγούσε, ο βυθός των κόσμων ανέμενε, το ύψος ύφαινε χρώματα και το πλάτος αντηχούσε τα ξεφωνητά. Ανάμεσά τους ένα χωράφι αστεριών, μικρό και χαριτωμένο, γεννούσε σπόρους από τα χαμηλά ως τα όνειρα κι οι σημαίες της χλόης άρχισαν ν’ ανεμίζουν και τα στάρια ίππευε ο άνεμος σαν ξανθός Πήγασος των ποιημάτων και τα νερά στα πέρατα των χωραφιών έπλεναν τη μοναξιά της γης με απειροσύνη.
Πάνω η απεραντοσύνη των ουρανών και καταγής η απειροσύνη των ωκεανών. Αποστάσεις και νερά κυλούσαν γύρω και στα σωθικά η ίδια πάντα αλήθεια: φωτιά, η εικόνα των ουρανών και της αβύσσου.
Κι ήταν πιο πολύ απ’ όλα του πνεύματος το αμόνι ο αρμοστής των εικόνων με τ’ Απόλυτο, ο αργαλειός του χρόνου και το βύθισμα στο ακρότατο πέπλο του άγνωστου, το σπίτι το πατρικό καταμεσής του αγρού. Κι εκεί ξυπνούσα στης πραγμάτωσης το τετελεσμένο με την νίκη του ανέκφραστου. Από τα βάθη του χωραφιού τα μέγιστα της ζωής αιωνίως παρόντα στην τελειότητα του Πλάστη.