Γράφουν: Κεραμάρη Γεωργία και Νάκου Κατερίνα,
Δημοσιογράφοι
Η Αθήνα που θέλουμε..
Στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας «χτυπάει» η οικονομική, κοινωνική, καλλιτεχνική και εμπορική καρδιά της χώρας. Η πόλη διαθέτει ένα αξιοζήλευτο ιστορικό υπόβαθρο και έναν ανεξάντλητο πλούτο αξιοθέατων που μπορούν να την αναδείξουν ως κορυφαίο τουριστικό προορισμό. Η Ακρόπολη, ο Ναός του Ολυμπίου Διός και οι θησαυροί του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου εξακολουθούν να γεμίζουν δέος την παγκόσμια κοινότητα. Αγέρωχα μνημεία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς βρίσκονται διάσπαρτα σε κάθε γωνιά της πόλης. Αφηγούνται την μακρόχρονη ιστορία της. Στο ιστορικό κέντρο γραφικά πλακόστρωτα δρομάκια, παραδοσιακά καφενεία και αρχαίοι οικισμοί ξεπροβάλλουν μέσα από τα χαλάσματα. Ταξιδεύουν νοερά τον επισκέπτη σε μια άλλη εποχή. Στα αξιοζήλευτα αυτά μνημεία προστίθεται μια ανεξάντλητη ποικιλία από ενδιαφέροντα στοιχεία που εκτείνονται από τον πολιτισμό, το θέατρο τη μουσική, την διασκέδαση και φθάνουν μέχρι τη γαστρονομία, τη θάλασσα, τον ήλιο και τις γειτονικές εξορμήσεις. Η πόλη συνδυάζει την ιστορία και το παρελθόν με τη σύγχρονη πραγματικότητα μιας μεγάλης μεσογειακής πόλης.
Η Αθήνα, ανοχύρωτη πόλη
Αντί αυτού η «άλλη» εικόνα της πόλης είναι πολύ κατώτερη των προσδοκιών του επισκέπτη. Η πόλη έχει παραδοθεί ανευ όρων στο περιθώριο. Το γκρίζο πρόσωπο της πόλης αποκαλύπτεται. Το πυκνοδομημένο κέντρο εχει μετατραπεί σε «άβατο» περιθωριακών ομάδων. Έχει γίνει γκέτο ανεξέλεγκτης ανομίας και εγκληματικότητας, απομακρύνοντας κάθε νόμιμη επαγγελματική δραστηριότητα. Πολλά κτίρια εγκαταλείπονται. Άλλα λεηλατούνται. Το κέντρο ερημοποιείται. Η κατάσταση είναι έκρυθμη, η εικόνα αποκαρδιωτική. Συνεχείς απεργίες, έκνομες δραστηριότητες, υπαίθρια παζάρια, παραβατικές συμπεριφορές, κίνηση και οχλαγωγία.
Οι ιστορίες που ξετυλίγονται καθημερινά μπροστά στα μάτια των κατοίκων της, δεν είναι πάντοτε ενθαρρυντικές για όποιον ζει και εργάζεται στο κέντρο της πρωτεύουσας. Έξω από την Εθνική Βιβλιοθήκη θα συναντήσει κανείς ναρκομανείς να αναζητούν τη δόση τους, ενώ στους δρόμους κάτω από την πλατεία Ομονοίας όπως στη Σωκράτους, την Ευριπίδου ή την Ζήνωνος, η εγκληματικότητα καθιστά επικίνδυνη την πρόσβαση όταν πέφτει η νύχτα.
Εικόνες ντροπής ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια των επισκεπτών. Ναρκωτικά, πορνεία, λαθρεμπόριο τσιγάρων και ρούχων, κλοπές, ξυλοδαρμοί, ληστείες είναι πλέον οι συνηθισμένες δράσεις ομάδων που καθημερινά τρομοκρατούν τους εμπόρους και τους μόνιμους κατοίκους της περιοχής. Το παραεμπόριο ακμάζει. Επαίτες και άστεγοι παντού, σε κάθε γωνιά της πόλης. Οι εξαθλιωμένοι αυτοί άνθρωποι υπενθυμίζουν μέσα από την παρουσία τους την ύπαρξη ενός διάτρητου κοινωνικού συστήματος και μίας ασθμαίνουσας οικονομίας. Το ίδιο και οι συζητήσεις των καθημερινών ανθρώπων, που πραγματεύονται συνεχώς το ίδιο θέμα. Τι άλλο; Το ζήτημα της κρίσης. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι απογοητευτική. Κυρίαρχο συναίσθημα είναι η ανασφάλεια. Ανασφάλεια που προκύπτει από το οικονομικό και κοινωνικό τέλμα και το αβέβαιο μέλλον.
Οι Αθηναίοι πασχίζουν για να μην χάσουν το χαμόγελο τους. Αυτό δηλαδή που έκανε τους Έλληνες, γνωστούς για την φιλοξενία τους στα πέρατα της γης. Μάχονται επίσης για να μην χάσουν την περηφάνεια τους. Περηφάνεια για την τεράστια ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά που φέρει αυτή η πόλη. Και φυσικά ελπίζουν ότι κάτι μπορεί να αλλάξει και να βγούν από αυτή την αδιέξοδη κατάσταση.
Ο Τουρισμός σε «κρίση»
Υπό αυτές τις συνθήκες η πόλη μετρά τις «πληγές» της στον τουρισμό. Στον τουρισμό, την βαριά βιομηχανία της χώρας. Τον κλάδο που θα μπορούσε να είναι ατμομηχανή ανάπτυξης για την πόλη μας. Τον τουρισμό που τον έχουμε αφήσει «έρμαιο» του οικονομικού και κοινωνικοπολιτικού αδιέξοδου. Τον κλάδο που θα μπορούσε εν μέρει να είναι λύση στην κρίση.
Δυστυχώς, η πραγματικότητα είναι δυσοίωνη. Εκατοντάδες είναι τα λουκέτα σε ξενοδοχεία ενώ οι πληρότητες βρίσκονται σε «ελεύθερη πτώση». Η είκονα της πόλης γίνεται συχνά πυκνά αντικείμενο αρνητικών συζητήσεων στα διεθνή μέσα. Η προβληματική αυτή κατάσταση έχει ως συνέπεια, με τη σειρά της, το κοινό να μετατοπίζεται σε περιφερειακές αγορές τη στιγμή που ακροδεξιά στοιχεία βρίσκουν την ευκαιρία να πάρουν το νόμο στα χέρια τους αναζητώντας εξιλαστήρια θύματα. Οι τελευταίοι στρέφουν το μένος τους σε βάρος αδυνάτων με τη συνενοχή, μάλιστα, υπολογίσιμου τμήματος της κοινωνίας.
Ποια θα ήταν άραγε η εικόνα για τη τουριστική «βιομηχανία» της πόλης αν επιλύονταν τα προβλήματα που κρατούν τους τουρίστες μακριά από το «κλεινόν άστυ»; Είναι εφικτή η διατύπωση ρεαλιστικών προτάσεων στους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ώστε να διασωθεί το αρχαιότερο μητροπολιτικό κέντρο της Ευρώπης; Είναι δυνατό να υπάρξει επανεκκίνηση της τουριστικής ανάπτυξης της πόλης; Μπορεί άραγε η πόλη να αναγεννηθεί;
Είναι εφικτή η τουριστική αναγέννηση της πόλης;
Η ίδια η ιστορία της πόλης δίνει τη δική της απαντήση στο ερώτημα πέρι αναγέννησης. Απάντηση που φαίνεται μάλιστα ιδιαίτερα καθησυχαστική και φερέλπιδα. Και στην Αθήνα έχει υπάρξει προηγούμενη αναγέννηση. Αναγέννηση που αφορούσε την ευρύτερη περιοχής της Πλάκας. Η Πλάκα παρόλο που αποτελούσε τον πυρήνα του ιστορικού κέντρου της πόλης, γνώρισε πολύπλευρη απαξίωση τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Φυσικά, τότε δεν υπήρχαν μετανάστες για να εποικίσουν την περιοχή και το κράτος διέθετε πολλά ιδιόκτητα ακίνητα γύρω από τους αρχαιολογικούς χώρους. Κατάφερε όμως να αναγεννηθεί.
Σε κάθε περίπτωση το κρίσιμο στοίχημα για την Αθήνα είναι να προστατεύσει τις βασικές μητροπολιτικές λειτουργίες της και να περιορίσει την αισθητική υποβάθμιση των εμβληματικών της σημείων που την ανέδειξαν στο παρελθόν διεθνή τουριστικό προορισμό. Η Αθήνα θα πρέπει να γίνει και πάλι ενας ελκυστικός και ασφαλής προορισμός.
Καταρχήν, εκείνο που κρίνεται αναγκαίο από πλευράς της Κοινωνίας Πολιτών αλλά και Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι η αλλαγή νοοτροπίας. Απαιτείται δίχως άλλο συλλογική προσπάθεια προκειμένου να συμβιώσουμε σε ένα πιο ασφαλές και ελκυστικό περιβάλλον. Πώς θα γίνει αυτό; Με τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά και την εμπλοκή τους στη λήψη αποφάσεων που αφορούν την τοπική κοινωνία σε επίπεδο Δήμου ή της γειτονιάς τους. Δυστυχώς, σε αυτή τη συγκυρία η Κοινωνία των Πολιτών είναι ισχνή. Η δύναμη της είναι αναξιοποίητη. Ως πολίτες οφείλουμε να αναλάβουμε τις προσωπικές ευθύνες μας. Να βοηθήσουμε να αλλάξει η πόλη πορεία «πλεύσης». Να γίνουμε «πλοηγοί» και συνδιαμορφωτές του κοινού οράματος για μια όμορφη πόλη. Δεν αρκεί να μεμψιμοιρούμε και να καταγγέλουμε πάντα τους «άλλους». Δεν φτάνει το να νοσταλγούμε την παλιά αίγλη της πόλης. Αντίθετα, θα πρέπει ο καθένας από εμάς να αναλάβει τα ηνία μιας κοινής ελπιδοφόρας πορείας. Να διεκδικήσουμε το κύρος που ανήκει στην πόλη. Να συμβάλλουμε στην ανάδειξη της πόλης. Μιας πόλης με μνημεία απαράμιλλου κάλλους, με εμβληματικές προσωπικότητες και φυσικές ομορφιές.
Πώς μπορούμε να αλλάξουμε την πόλη μας;
Ιδέες υπάρχουν πολλές. Επί παραδείγματι, ο Δήμος ή οι ιδιώτες θα μπορούσαν να παραχωρήσουν εγκαταλελειμμένα οικόπεδα προκειμένου να μεταμορφωθούν σε κοινωνικούς λαχανόκηπους, ενθαρρύνοντας έτσι την αποτελεσματική χρήση της γης και την αποκατάσταση των φυσικών χώρων που υπήρξαν θύματα της οικιστικής ανάπτυξης. Τα οφέλη είναι πολλαπλά. Οι κοινωνικοί λαχανόκηποι μπορούν να δημιουργήσουν μικρές «οάσεις» πρασίνου. Μπορούν να βάλουν χρώμα στο γκρίζο της πόλης. Έχουν τη δυνατότητα να βελτιώσουν το μικροκλίμα της πόλης μειώνοντας την αφόρητη ζέστη του καλοκαιριού. Παράλληλα, προσφέρουν ευκαιρία για αναψυχή και ψυχική εκτόνωση, συνιστώντας ένα είδος δημιουργικής απασχόλησης, εκπαίδευσης και σωματικής άσκησης.
Για την περαιτέρω ανάδειξη του φυσικού πλούτου, κρίνονται σκόπιμες εκδηλώσεις του Δήμου σε κοινόχρηστους – ανοιχτούς χώρους και η διοργάνωση Φεστιβάλ σε πλατείες και περιοχές με υψηλό δείκτη παραβατικότητας. Ένα τέτοιο σημείο θα μπορούσε να είναι για παράδειγμα το πεδίο του Αρεως. Το συγκεκριμένο πάρκο που μαζί με τον Εθνικό Κήπο και τους Λόφους του Φιλοπάππου, του Λυκαβηττού και του Στρέφη αποτελούν τους πνεύμονες πρασίνου της αθηναϊκής πρωτεύουσας εμφανίζει εικόνα εγκατάλειψης. Το πάρκο θα μπορούσε να αποτελέσει ιδανικό πεδίο περιπατητικού τουρισμού, όπως ακριβώς συμβαίνει με πολλά άλλα πάρκα του εξωτερικού. Η φιλοξενία πολιτιστικών γεγονότων θα μπορούσε να είναι ένα σημαντικό βήμα προς την αναγέννηση του συγκεκριμένου πάρκου.
Το ενιαίο δίκτυο πεζοδρόμων και η ενοποίηση αρχαιολογικών χώρων είναι ακόμα ένα σχέδιο που φιλοδοξεί να δώσει μιαν άλλη πνοή στην πόλη. Ένα σχέδιο που θα μπορούσε να τονώσει περαιτέρω την ανάπτυξη του περιπατητικού τουρισμού. Το πρόγραμμα «Rethink Athens», με χορηγό προς το ελληνικό δημόσιο το Ίδρυμα Ωνάση, αφορά μια ευρεία παρέμβαση στο κέντρο της πρωτεύουσας, από τη λεωφόρο Αμαλίας έως το τέλος της οδού Πατησίων, με κεντρικό άξονα την οδό Πανεπιστημίου και κομβικό σημείο τον σχεδιασμό μιας νέας Πλατείας Ομονοίας. Βασικός στόχος θα είναι η ανάδειξη του κέντρου της Αθήνας ως εστίας επιχειρηματικής δράσης, αναψυχής και πολιτισμού.
Η κατασκευή δικτύου ποδηλατοδρόμων που θα διευκόλυνε τις μετακινήσεις των κατοίκων του κέντρου θα βελτίωνε σημαντικά την εικόνα της Αθήνας και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της. Σύγχρονες Ευρωπαϊκές πόλεις όπως το Παρίσι και η Βαρκελώνη το 2007 και το Λονδίνο τρία χρόνια αργότερα έχουν υιοθετήσει σύστημα ενοικίασης ποδηλάτων που ενθαρρύνει τους κατοίκους να χρησιμοποιούν το ποδήλατο για να καλύψουν αποστάσεις στο κέντρο των πόλεων τους, ελαχιστοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τη χρήση του αυτοκινήτου. Γιατί όχι λοιπόν και η Αθήνα που αντιμετωπίζει μεγάλα κυκλοφοριακά ποδήλατα στο κέντρο της;
Επιπλέον, αναφορικά με την αισθητική των πιο πολυσύχναστων δρόμων της, εγκαταλελειμμένες βιτρίνες, θα μπορούσαν να γεμίσουν με φωτογραφίες και εκθέματα που μαρτυρούν την ιστορία τους. Το φωτογραφικό project «Μια φωτογραφία για την Αθήνα» το οποίο συνδιοργανώνουν το Αθηναϊκό Καλλιτεχνικό δίκτυο, ο Οργανισμός Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ) και ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών αποτελεί μια ιδιαιτέρως αξιόλογη πρωτοβουλία προς αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι, οι Αθηναίοι αντικρίζουν κατά πρόσωπο το παρελθόν της γειτονιάς όπου ζουν και εργάζονται καθημερινά. Ρίχνοντας ματιές στα περασμένα, προσανατολίζονται για το μέλλον, εμπνέονται ώστε να αλλάξουν το πρόσωπο της πόλης τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, ομάδες δραστήριων ανθρώπων, μπορούν να πάρουν τα ηνία και να οργανώσουν πολιτιστικές εκδηλώσεις, συσσίτια, ανταλλακτικά παζάρια, υπαίθρια πάρτυ. Πρόκειται για δράσεις που ήδη συμβαίνουν στην πόλη μας. Αυτό που απαιτείται, όμως, είναι μεγαλύτερος συντονισμός από πλευράς του Δήμου και της Κοινωνίας Πολιτών ώστε αυτές να γίνουν ευρύτερα γνωστές. Καλλιτέχνες δρόμου (street artists) μπορούν και πρέπει να δράσουν, να ανακαλύψουν μέσα από την τέχνη τον κοινωνικό τους ρόλο, ρίχνοντας χρώμα στο τσιμέντο και στις γκρίζες προσόψεις των πολυκατοικιών…
Ας μην ξεχνάμε, όμως, και άλλο ένα σημείο «κλειδί» για την ανάπτυξη, τον κρίσιμο τομέα της καθαριότητας. Ο περιορισμός των πηγών ρύπανσης, η αποτελεσματική διαχείριση των αποβλήτων αλλά και η ενίσχυση της συχνότητας αποκομιδής των κάδων απορριμμάτων στα επίμαχα σημεία της πόλης αποτελούν προτεραιότητα για την Αθήνα όπως και για κάθε σύγχρονη Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.
Ένα άλλο μελανό σημείο για την πόλη είναι ανεπαρκής ατυνόμευση. Η εικοσιτετράωρη και έντονη αστυνόμευση του Κέντρου θα ενίσχυε την αίσθηση της ασφάλειας, κάτι που θα είχε θετικά απότελέσματα οχι μόνο στο τουρισμό αλλα και σε όλες τις πτυχές της ζωής στη πόλη. Η πρόσφατη προσπάθεια για την επαναφορά του θεσμού του αστυνομικού της γειτονιάς πιθανώς να προσδώσει και αυτή μεγαλύτερη ασφάλεια στο Κέντρο.
Παράλληλα, προτείνεται η χρήση κλειστών κυκλωμάτων τηλεόρασης (CCTV). Έχει παρατηρηθεί διεθνώς ότι όπου η πυκνότητα των καμερών ασφαλείας είναι υψηλή, εξαλείφονται τα φαινόμενα μικροπαραβατικής συμπεριφοράς.
Μια ακόμη αξιόλογη πρωτοβουλία θα ήταν να ανοίξουν αναψυκτήρια ή να επαναλειτουργήσουν χώροι εγκαταλελειμμένοι που βρίσκονται εντός χώρων πρασίνου στο κέντρο της πρωτεύουσας. Η έλλογη χρήση τους, ενδεχομένως να ζωντάνευε σημεία σπάνιου φυσικού κάλλους στην καρδιά της πόλης που δυστυχώς παραμένουν ξεχασμένα. Αναφέρουμε ενδεικτικά, το ιστορικό café που σχεδίασε ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης στο παρεκκλήσιο του Άγιου Δημήτριου Λουμπαρδιάρη κοντά στην Πνύκα και παραμένει κλειστό εδώ και έξι χρόνια.
Η αειφόρος ανάπτυξη θα πρέπει να στοχεύει στην ανάδειξη της πολιτιστικής ταυτότητας της Αθήνας και της ιστορικής φυσιογνωμίας του κέντρου ειδικότερα. Τα Νεοκλασικά κτίρια, πραγματικά κοσμήματα στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας, δεν πρέπει να αφεθούν στην τύχη τους. Η αναπαλαίωση τους, αντίθετα, και η ανακατασκευή κατεστραμμένων κτιρίων θα οδηγούσε στην αποτελεσματική τους αξιοποίηση, τη χρήση τους ως χώρων φιλοξενίας ευπαθών ομάδων, εκπαίδευσης μειονοτήτων ή αιθουσών τέχνης. Μήπως ήρθε επιτέλους η ώρα να διεκδικήσουμε μια πόλη βιώσιμη για τους κατοίκους, τους επισκέπτες και όσους ελπίζουν σε ένα καλύτερο αύριο;