Γράφει η Νατάσα Στάμου,
Δημοσιογράφος
Σχέδια, μελέτες, μακέτες βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας διαμορφώνοντας ένα νέο πρόσωπο για ζωτικά σημεία της πρωτεύουσας ή ακόμα και για ολόκληρη την Αθήνα. Πώς θα ήταν άραγε η πόλη αν οι πολίτες της είχαν ενεργότερο ρόλο στο χωρικό σχεδιασμό; Πώς θα ήταν η Αθήνα αν οι κάτοικοί της συμμετείχαν στη διαμόρφωση των σχεδίων για τις χρήσεις που προκρίνονται για κάθε περιοχή; Με ποιους τρόπους και διαδικασίες μπορούν να εμπλακούν οι πολίτες στο σχεδιασμό της πόλης τους και ποιο θα είναι το αποτέλεσμα αν τελικά το πράξουν; Στις παραγράφους που ακολουθούν προσεγγίζεται η έννοια και οι εφαρμογές της συμμετοχής των πολιτών στις διαδικασίες χωρικού σχεδιασμού, ενώ ερευνώνται συνοπτικά τα οφέλη αλλά και οι αδυναμίες της εφαρμογής της.
Συμμετοχικός σχεδιασμός
Φιλοσοφικές και εμπειρικές θεωρήσεις που απαντώνται στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται στην απαίτηση για τη συμμετοχή των πολιτών στον πολεοδομικό σχεδιασμό, στη χωροθέτηση χρήσεων και στη βέλτιστη αξιοποίηση ειδικά των εκτάσεων που βρίσκονται σε αξιοσημείωτους κόμβους της πόλης.
Σύμφωνα με το δημοκρατικό πολίτευμα και τις δημοκρατικά οργανωμένες κοινωνίες το άτομο έχει το δικαίωμα (και την υποχρέωση) να πληροφορείται, να συνδιαλέγεται και να εκφράζει τις απόψεις του σε θέματα που το αφορούν ή το επηρεάζουν προσωπικά.
Η εμπειρία έχει αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις την αποτυχία των πολεοδομικών σχεδίων, των μελετών που επιβάλλονται άνωθεν και των αποφάσεων που λαμβάνονται εν ονόματι αλλά ερήμην των πολιτών, να εξακριβώσουν και να αποτυπώσουν με ορθότητα τις προτιμήσεις των τελευταίων.
Έννοια της συμμετοχής
Η ίδια η έννοια της συμμετοχής ποικίλλει ανά κράτος, ανά περιοχή, ανά φορέα σχεδιασμού, ανά περιόδους. Θα έλεγε κανείς ότι διαφέρει ανάλογα με την κουλτούρα κάθε εποχής και κάθε τόπου, με τον όρο «κουλτούρα» να ταυτίζεται με την ανθρωπολογική του έννοια, ως συνολικού τρόπου ζωής.
Οι πρακτικές εφαρμογές της συμμετοχής των πολιτών στη διαμόρφωση του χωρικού σχεδιασμού είναι πολυσύνθετες και εκτείνονται από τις συμπράξεις μεταξύ δημόσιων, παραγωγικών, κοινωνικών και ιδιωτικών φορέων μέχρι τη συμμετοχή των πολιτών σε διαδικασίες διαβούλευσης ή τοπικών δημοψηφισμάτων (ακόμα και με τη χρήση της τεχνολογίας). Άλλοτε οι εφαρμογές της συμμετοχής παραμένουν σε επίπεδο θεωρίας, εξαγγελίας ή συμπερίληψης σε κάποια νομοθετική διάταξη δίχως να καταφέρουν τελικά να υλοποιηθούν.
Ενδεικτικό για τα ελληνικά δεδομένα, είναι το γεγονός ότι θεσμοί όπως η Πολεοδομική Επιτροπή Γειτονιάς, που επιχείρησαν να εισάγουν μια συλλογική διαδικασία αξιολόγησης της ποιότητας ζωής στην πόλη και παρέμβασης στις βασικές επιλογές των σχεδίων χρήσεων γης, αδράνησαν και δεν κατάφεραν να εδραιωθούν στην πορεία των χρόνων, συχνά και εξαιτίας της φιλοσοφίας και του τρόπου άσκησης πολιτικής εξουσίας από τους τοπικούς άρχοντες, που δεν τους στήριξαν.
Η προαναφερθείσα Επιτροπή (Ν. 1337/1983, άρθρο 30), ήταν αρμόδια για τη διατύπωση, προς το Δημοτικό Συμβούλιο ή το συμβούλιο δημοτικού διαμερίσματος, γνώμης και προτάσεων σχετικά με όλα τα πολεοδομικά και λειτουργικά προβλήματα της γειτονιάς της (π.χ. τροποποιήσεις και εφαρμογή των πολεοδομικών διατάξεων, χαρακτηρισμό και κανονισμούς λειτουργίας πεζόδρομων, καθορισμό χρήσεων γης, θέσεων κτηρίων (κατοικίας ή κοινωφελών χρήσεων), χώρων στάθμευσης οχημάτων, συντήρηση και χρήση παραδοσιακών κτηρίων, απομάκρυνση ή απαγόρευση χρήσεων που δημιουργούν προβλήματα περιβάλλοντος κ.λπ.).
Οι αντίπαλες ομάδες
Διατρέχοντας κανείς τις σύγχρονες αλλά και τις παλαιότερες απόπειρες συμμετοχικού σχεδιασμού εντοπίζει αμέσως τους υπέρμαχους και τους ενάντιους της.
Στην πρώτη κατηγορία περιλαμβάνονται εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή των πολιτών συμβάλλει στην καλύτερη εφαρμογή των αποφάσεων. Έτσι, οι αποφάσεις που λήφθηκαν με την μεγαλύτερη ανάμειξη των πολιτών θα έχουν, πιθανότατα και την ελάχιστη αντίθεση.
Η ευρεία συμμετοχή πολιτών και κατοίκων μιας περιοχής στα σχέδια αναζωογόνησής της είναι βέβαιο ότι ενισχύει την αντιπροσωπευτικότητα, συμβάλλει στην καλύτερη ανταπόκριση των πολιτικών και διοικητικών θεσμών στις πραγματικές ανάγκες, ενώ ενθαρρύνει ακόμα και καινοτομικές ιδέες και προσεγγίσεις. Επιπλέον, η συμμετοχή ενδυναμώνει τις σχέσεις των ατόμων, για παράδειγμα, των πολιτών μιας γειτονιάς, αίροντας τάσεις ατομικοποίησης και απομόνωσης που παρατηρούνται ειδικά στις σύγχρονες αστικές κοινωνίες. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η αποξένωση δίνει τη θέση της στο συλλλογικό πνεύμα, την αίσθηση συνεργασίας αλλά και την κοινή διεκδίκηση προς όφελος όλων.
Στη δεύτερη κατηγορία απαντώνται εκείνοι που δεν συμφωνούν με τη συμμετοχή των πολιτών, προβάλλοντας ως κύριο επιχείρημα ότι ο πολεοδομικός, χωροτακτικός σχεδιασμός συνιστά μια τεχνοκρατική δραστηριότητα, την ευθύνη της οποίας πρέπει να έχουν άτομα με ανάλογη εκπαίδευση, εμπειρία και γνώσεις, προσόντα που δεν διαθέτουν οι περισσότεροι πολίτες. Σύμφωνα με αυτή την άποψη η συμμετοχή πολιτών δεν είναι απαραίτητη καθώς εκ του νόμου εμπλέκονται στις σχετικές διαδικασίες τα αρμόδια κρατικά όργανα, πολλά εκ των οποίων είναι αιρετά. Άλλωστε, βασικό μέλημα τόσο της κεντρικής όσο και της περιφερειακής και τοπικής διοίκησης είναι, σύμφωνα με το Σύνταγμα, η εξασφάλιση των συμφερόντων του λαού.
Επιπρόσθετα, οι διαφωνούντες διατείνονται ότι η συμμετοχή των πολιτών αποδεικνύεται στην πράξη δαπανηρή από την άποψη του χρόνου καθώς μπορεί να προκληθούν καθυστερήσεις μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας και την τελική λήψη απόφασης.
Δημοκρατία, διαφάνεια, αποτελεσματικότητα
Καθώς οι φυσικοί διαχειριστές ενός περιβαλλοντικού, χωροταξικού ή συνολικά αναπτυξιακού σχεδιασμού είναι οι ίδιοι οι κάτοικοι, οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες, οι πολίτες που εργάζονται ή διαμένουν σε μια περιοχή, η αποτελεσματικότητά όποιου εγχειρήματος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη συστράτευσή τους.
Η κοινωνική εμπλοκή άλλωστε, συνιστά μια δημοκρατική προσέγγιση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Η συμμετοχή των πολιτών μέσα από δομημένες διαδικασίες διαλόγου και αλληλεπίδρασης, με γνώμονα το συλλογικό όφελος, διασφαλίζει τη διαφάνεια και αποκλείει την περίπτωση έκφρασης πολιτικής βούλησης χωρίς κοινωνική συναίνεση.
Η ανάπτυξη και λειτουργία συμμετοχικών διαδικασιών συμβάλλει στον εμπλουτισμό της γνώσης των κατοίκων, στην αξιόπιστη πληροφόρηση του κοινού για όλα τα σχετικά με το σχεδιασμό και την ανάπτυξη ζητήματα και φυσικά επιτρέπει την μεγιστοποίηση του οφέλους και της ευημερίας μιας κοινότητας. Δια των διαδικασιών αυτών, ο πολίτης καθίσταται συν-δρών και συν-αποφασίζον πρόσωπο, άτομο υπεύθυνο για την ανάπτυξη ή ακόμα και την υποβάθμιση της περιοχής του.
Αδυναμίες και Κίνδυνοι στο συμμετοχικό σχεδιασμό
Οι συμμετοχικές προσεγγίσεις αποτελούν σε επίπεδο ευρωπαϊκό και διεθνές, μια ξεχωριστή τάση τις τελευταίες δεκαετίες. Από την μέχρι σήμερα εφαρμογή τους όμως, μπορεί να παρατηρήσει κανείς ότι σε πολλές περιπτώσεις οι συμμαχίες που αναπτύσσονται μπορεί να είναι εύθραυστες, ασταθείς και προσωρινού χαρακτήρα. Με την τελική έκβαση του σχεδιασμού στην πλειοψηφία τους, να τίθεται υπό αμφισβήτηση ως προς τη νομιμοποίησή της με βάση την έκφραση της πλειοψηφίας των πολιτών.
Ενίοτε ελλοχεύει και ο κίνδυνος της ανάδειξης ανίερων συμμαχιών συμφερόντων με αποτέλεσμα τα αλλεπάλληλα μέτωπα συγκρούσεων και την τελική αδυναμία λήψης αποφάσεων και ανάληψης ευθυνών. Κάτω από τέτοιες συνθήκες δε, προκύπτει πρόδηλο το ενδεχόμενο εγκατάλειψης των σχεδιαζόμενων παρεμβάσεων, με την ανάληψη νέας ανάλογης προσπάθειας να τοποθετείται στο μακρινό μέλλον. Στις περιπτώσεις αυτές, όπου οι εκφρασθείσες απόψεις όχι μόνο δεν είναι δυνατό να συγκλίνουν, αλλά τουναντίον συγκρούονται σφόδρα, παρατηρούνται φαινόμενα ερημοποίησης, εγκατάλειψης ακόμα και ολόκληρων περιοχών, με γνωστές ολέθριες συνέπειες για τις πόλεις και τις περιφέρειες.
Επιτυχία συμμετοχικού σχεδιασμού
Η επιτυχία τέλος, των συμμετοχικών διαδικασιών ως προς το σχεδιασμό αναπτυξιακών έργων για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των πολιτών είναι σε άμεση συνάρτηση με την ωριμότητα της κοινωνίας και τη διάθεσή της να αναλάβει ενεργό ρόλο στην οικοδόμηση προτάσεων και την ανάδειξη λύσεων με δημιουργικό τρόπο, αλλά και με την ωριμότητα του ίδιου του κράτους και των στελεχών του, σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο, να αποδεχτούν, να ενεργοποιήσουν και να στηρίξουν τέτοιου είδους διαδικασίες.
Είναι αυτονόητο ωστόσο, ότι η ωριμότητα δεν κατακτιέται από την μια μέρα στην άλλη. Απαιτεί κατάλληλα ενημερωμένους πολίτες, με διάθεση δραστηριοποίησης και σεβασμό στη γνώμη του άλλου και τη διαφορετικότητα. Απαιτεί παράδοση και κουλτούρα συνεργασίας και διαλόγου. Δίχως αυτά τα χαρακτηριστικά, η όποια απόπειρα συμμετοχικού σχεδιασμού είναι καταδικασμένη να κατακερματιστεί σε ένα συγκρουσιακό περιβάλλον και σε πολωμένες κοινωνικές σχέσεις.
Πηγές:
1. Βασενχόβεν Κ.Λ. (25/11/2011), «Ο χωρικός σχεδιασμός σε μια εποχή αναταράξεων: Είναι ουτοπική η συναίνεση και η συμμετοχή;», Ημερίδα: «Διδάγματα από την εφαρμογή του χωρικού σχεδιασμού στην Ελλάδα και μαθήματα για το μέλλον», Εθνικό Κέντρο Περιβάλλοντος και Αειφόρου Ανάπτυξης
2. Κυριακίδης, Χ.Μ. (12/2/2012), «Πολίτης και πόλη :Ζητήματα συμμετοχικότητας στη διαδικασία του χωρικού σχεδιασμού»
3. Σαμαράς Γ. (2005), «Ο Αειφορικός χωρικός σχεδιασμός στην Ελλάδα με φόντο την Ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Το ιταλικό παράδειγμα», Προσυνεδριακές εκδηλώσεις ΤΕΕ, Λάρισα.