Γράφει η Βασιλική Τακτικού
Το βιβλίο του Pegis Debray είναι μια ανατομία της πολιτικής και της ιστορίας με βάση την πειθώ και τα επικοινωνιακά συστήματα, που αναδεικνύει και οριοθετεί την παλιά «τέχνη» της επικοινωνίας που στις μέρες μας έγινε επιστημη.
Παρά την καταφανή απόρριψη της υπέρμετρης εξειδίκευσης και της συνακόλουθης πολυδιασπασμένης γνώσης, ο γνωστός Γάλλος αριστερός στοχαστής Regis Debray εισήγαγε το 1991 με το έργο του «Cours de mediologie general» έναν νέο γνωστικό κλάδο, τη Μεσολογία. Στα δώδεκα μαθήματα που απαρτίζουν το βιβλίο του, επιχειρεί να θεμελιώσει επιστημονικά και ν’ αποσαφηνίσει πλήρως το νέο αυτό κλάδο.
Η ανάπτυξη ξεκινά με τη θέση κάποιων σκοτεινών ζητημάτων, όπως η «εξουσία των λέξεων», η «συμβολική αποτελεσματικότητα», ο «ρόλος των Ιδεών στην Ιστορία», στα οποία έρχεται το medio για να ρίξει κάποιο φως. Με τον όρο medio εννοείται το τεχνικά και κοινωνικά καθορισμένο σύνολο των συμβολικών μέσων μετάδοσης και κυκλοφορίας.
Και η mediologie δεν είναι παρά η μελέτη των «διαμεσολαβήσεων» μέσω των οποίων, μια ιδέα γίνεται υλική δύναμη. Δεν εννοεί ούτε να μεταρρυθμίζει, ούτε να προφητεύει και ακόμα λιγότερο να ηθικολογεί, αλλά απλώς να περιγράφει τα μέσα μετάδοσης από τη στιγμή που έχουν φτάσει σε τέτοια πολυπλοκότητα (τεχνικός πολλαπλασιασμός, άνοδος δύναμης) και έχουν δημιουργήσει το δικό τους περιβάλλον. Όπως όλα δείχνουν μάλιστα, ο 21ος αιώνας, θα είναι ο αιώνας των τεχνοπολιτισμικών διαμεσολαβήσεων με εφαρμογές στη θρησκεία, την επιστήμη, την τέχνη, τον πολιτισμό, τους θεσμούς, τα νομικά.
Σε γενικότερο πλαίσιο, η Μεσολογία καλείται να φέρει σ’ επαφή τον τεχνικό και μυθικό κόσμο, αυτόν δηλαδή που διαρκώς αλλάζει μ’ αυτόν που διατηρείται. Η αρμοδιότητά της είναι το μήνυμα, η επεξεργασία και μετάδοση μιας γνώσης, που σαφώς διαχωρίζονται από τα αποτελέσματά της. Η «αλήθεια» ή μη του μηνύματος δεν αφορούν τη Μεσολογία, αντίθετα την αφορά η «επίδοση» ή μη, καθώς στην ιστορία των μηνυμάτων «η ιστορία του κόσμου είναι το δικαστήριο της ιδέας», η λήψη προσδιορίζει την αξία της εκπομπής. Την αφορά επίσης η κίνηση και οι μετασχηματισμοί, η διαδρομή της γονιμοποίησης. Ούτως ή άλλως η «ιδεολογική κυριαρχία» ασκείται από τη μορφή επιβολής και ενστάλαξης των μηνυμάτων και όχι από το περιεχόμενό τους.
Υπάρχουν ωστόσο πέντε ρεύματα – δράκοι, όπως χαρακτηριστικά τ’ αποκαλεί ο Debray, που ορθώνονται αποφασιστικά ανάμεσα στην τεχνική και σε εμάς. Πρώτος δράκος ο δυϊσμός και κατόπιν η πνευματοκρατία, από την οποία διαχωρίζει ξεκάθαρα ο Debray την τεχνική και την ιστορία των τεχνικών μέσων, που δεν είναι παρά μια κοινωνικοπολιτική, οικονομική και σε τελική ανάλυση άμεσα ζωώδης ιστορία. Ο τρίτος δράκος είναι ο ουμανισμός. Εδώ ο Debray καταρρίπτει την αυταπάτη της ομοιογένειας ανάμεσα στο δημιουργό και το δημιουργημένο αντικείμενο και την αυταπάτη του πνεύματος στην καθαρή του μορφή. Θεωρεί ότι το μηχανικό πνεύμα κατασκευάζει έναν κόσμο που καθίσταται καθεστώς. Γι’ αυτό και η Μεσολογία τάσσεται με το μέρος των μηχανών, ώστε να μην καταντήσει υποχείριο του νόμου τους.
Ο τέταρτος δράκος εναντίον του οποίου ξιφουλκεί ο Debray, είναι ο ατομισμός υποστηρίζοντας πως ο ανοργάνωτος διανοούμενος είναι ουσιαστικά οργανικός και οργανωμένος, καθώς εξαρτάται από μια κοινωνία ή αντικοινωνία που τον καθοδηγούν ως μια ενδοκοινωνία. Η τιτανομαχία της Μεσολογίας με τον εκσυγχρονισμό, που διακήρυττε τον αφανισμό του συμβολισμού. Εν τούτοις είναι παρατηρημένο πως κάθε τεχνολογική ανισορροπία αντισταθμίζεται σε μια συμβολική επανισορρόπηση του αισθήματος του ανήκει, γι’ αυτό και γινόμαστε μάρτυρες μιας μεγάλης «θρησκευτικής αφύπνισης» και επαναφοράς αρχέγονων μύθων και κοινοτικών αρχών.
Άλλωστε είναι βασική αρχή ότι το παλιό δε μένει πίσω, αλλά βρίσκεται μπροστά μας. Έτσι το μέλλον της ανθρωπότητας θα ‘χει ως βασική του συνιστώσα τη μηχανή, αλλά και το ιερό.
Το ιερό και η ενσάρκωσή του είναι το επόμενο αντικείμενο πραγμάτευσης του βιβλίου. Στο στόχαστρο τοποθετείται ο χριστιανισμός, που αποτελεί υποχρεωτική πόρτα εισόδου για τη Μεσολογία λόγω του αντικατοπτρισμού του medium μέσα στο ίδιο το μήνυμα. Πρόκειται για τη μοναδική μονοθεϊστική θρησκεία που τόλμησε ν’ απεικονίσει ανθρωπομορφικά τον Δημιουργό. Ιδιαίτερα με το δόγμα της Ενσάρκωσης επέτρεψε την αναζήτηση της αόρατης τάξης του Θεού μέσα στην αταξία των ορατών αντικειμένων, με άλλα λόγια τη διείσδυση του Ορθού Λόγου μέσα στο Χάος.
Η δε επανάστασή του έγκειται στη παρείσφρηση μιας ισχυρής μεσολογίας μέσα σ’ ένα πολιτισμικό περιβάλλον με ισχνές διαμεσολαβήσεις, χάρη στην οποία το σκάνδαλο της Ενσάρκωσης έγινε θεσμός. Ο Θεός της Δικαιοσύνης έγινε Θεός της Αγάπης και το σώμα – φυλακή έγινε σώμα-λύτρωση. Σε αντίθεση με τους πανταχού παρόντες και απελπιστικά απόντες Αλλάχ και Γιαχβέ, ο Χριστός επαναφέρει τη διαλεκτική στον τραγικό κόσμο του χωρισμού και γίνεται ο μοναδικός μεσολαβητής της Λύτρωσης. Ακριβώς στην ύπαρξη των διάμεσων δυνάμεων συνίσταται και η μεγαλοφυία του χριστιανισμού. Το ενδιάμεσο νευραλγικό του σημείο παραμένει πάντα το πρόσωπο του Χριστού, ο πιο αδύνατος κρίκος και ταυτόχρονα ο πιο δυνατός κρίκος και ταυτόχρονα ο πιο δυνατός.
Αρχικά το χριστιανικό μήνυμα προξένησε απλά κάποιες ηχηρές δονήσεις, όμως τελικά οδήγησε στην αναδιάταξη του κόσμου. Με την επικράτησή του επισφραγίστηκε η νίκη του συναισθήματος επί της λογικής, της γοητευτικής διαίσθησης επί της πειστικής επιχειρηματολογίας, την υποκειμενικότητας. Έστω και αν γι’ αυτή την επικράτηση ο χριστιανισμός χρειάστηκε ν’ αρχίσει από χαμηλά. Η θεωρητική αδυναμία είναι πηγή μεσολογικής δύναμης και ο χριστιανισμός είναι η πλέον απτή απόδειξη. Με την τρέλα της αγάπης επιβλήθηκε σ’ έναν κόσμο αποστεγνωμένο από τον υπερβολικό ορθολογισμό και στερημένο των μύθων και των μυστηρίων του εξαιτίας των φιλοσοφικών θεωριών.
Επίσης εκδημοκράτισε την αιώνια ζωή παρέχοντας ίσες εσχατολογικές ευκαιρίες. Με τον τρόπο αυτό τόνωσε και την ελπίδα που τόσο ανάγκη έχει η ανθρώπινη φύση. Το γεγονός αυτό ισχυροποίησε την εκκλησία, ένα μηχανισμό χαρισματικής μεταδοτικότητας καλωδιακά συνδεδεμένης με το Σώμα του Χριστού. Χωρίς αυτόν είναι αδύνατο να σκεφτούμε το Θεό, όπως είναι αδύνατο να σκεφτούμε το θεολογικό οικοδόμημα των μυστηρίων χωριστά από το πολιτικό οικοδόμημα του θεσμού. Συμπυκνώνοντας θα λέγαμε πως η εκκλησιολογία καθόρισε τη θεολογία.
Όσον αφορά στις ιδέες γενικότερα ο Desbray αναγνωρίζει εν μέρει τον καθοδηγητικό τους ρόλο, ενώ θεωρεί ότι οι επαναστάσεις είναι σημείο σύζευξης μιας σκέψης και μιας εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά υπογραμμίζει την πρωτοκαθεδρία των διαμεσολαβητών με την αιτιολογία ότι οι μορφές διάδοσης προκαθορίζουν τη φύση του διαδοτέου. Η μέθοδος γεννά τη θεωρία. Τα μέσα διαβίβασης πριμοδοτούν τις αρχές που πρέπει να περάσουν. Οι ιδέες κοινωνικοποιούνται με την ίδια τους τη μετάδοση. Δεν υπάρχουν ανεξάρτητα από τις κοινωνίες που τις υποστηρίζουν και τις μεταφέρουν. Και η ουσία τους εντοπίζεται στη λειτουργία τους εντοπίζεται στη λειτουργία τους ως μέσο ενοποίησης και ένταξης. Οι αποδέκτες τους είναι αυτοί που πυροδοτούν τις πράξεις.
Στη συνέχεια γίνεται λόγος για την εξέλιξη των μέσων. Μια επανάσταση στον τομέα αυτό δεν βιώνεται απ’ ευθείας αλλά εκ των υστέρων. Οι νέοι κύριοί τους ξεπερνιούνται από την ίδια τους την εξουσία. Παράλληλα γίνεται αισθητή η τάση της αποϋλοποίησης, που σημαίνει ότι τα ίχνη του παρελθόντος γίνονται όλο και πιο εφήμερα. Το νέο μέσο βραχυκυκλώνει την τάξη των διαμεσολαβητών που δημιουργήθηκε από το προηγούμενο μέσο. Ο κίνδυνος όμως ξεκινά με την κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων και τη αυγή των ολιγαρικών. Οι ατομικές φαντασιώσεις εξαλείφονται, η προσωπική αυτονομία συρρικνώνεται. Κερδίζει το ομοιογενές, ο πολιτισμός ευθυγραμμίζεται με τις μηχανές.
Ακολούθως εισάγεται η έννοια της μεσόσφαιρας, που πάντοτε αποτελεί συμβιβασμό ανάμεσα σε διδαγμένες πρακτικές και καινούργια εργαλεία. Κάθε μεσόσφαιρα προκαλεί διαφορετικό ρεαλισμό και η τεχνολογική εξέλιξη των μέσων υλικής μετάδοσης κατευθύνει την ιστορική διαδοχή. Κάθε πολιτισμός κινείται μέσα σε μια μεταδοτική ατμόσφαιρα με πολλαπλά στρώματα, λίκνο της συμβολικής ζωής μιας εποχής. Η μεσολογία μελετώντας τις σχέσεις αλληλεπίδρασης που συνδέουν τα συμβολικά γεγονότα με κάποιο υλικοτεχνικό περιβάλλον διακρίνει τώρα είδη Μεσόσφαιρας: τη Λογόσφαιρα, τη Γραφόσφαιρα και τη Βιντεόσφαιρα. Επιπρόσθετα ανιχνεύει τη σύνδεση της ιστορίας των επαναστάσεων τις μεταδόσεις και τις μεταφορές.
Μετά το χριστιανισμό τοποθετείται από το Debray στο μεσολογικό μικροσκόπιο ο σοσιαλισμός, βασικά εργαλεία του οποίου υπήρξαν το σχολείο, η εφημερίδα και το βιβλίο. Η μεσολογία δείχνει ξεχωριστό ενδιαφέρον γι’ αυτά γιατί η έλλειψή τους ισοδυναμεί με την ανυπαρξία πολιτικών θεσμών. Καταλυτικό ρόλο από σοσιαλισμό έπαιξε η γραφή, ώστε ο σοσιαλισμός ν’ αποκαλείται η τελευταία θριαμβολογία του βιβλίου. Δεν είναι τυχαίο πως όλοι οι άνδρες της επαναστατικής δράσης υπήρξαν ένθερμοι βιβλιόφιλοι. Άλλωστε η κατ’ εξοχήν επαναστατική πράξη αρχίζει με μια νοσταλγία, μια επιστροφή σ’ ένα ξεχασμένο κείμενο, σ’ ένα χαμένο ιδανικό. Ήταν πάγια η πίστη στη σωτηρία μέσω της γνώσης. Σήμερα η πολεμική ιδεών και επομένως η πολιτική έχει εξοβελισθεί και η παντοκρατορία του χρήματος έχει για τα καλά εγκαθιδρυθεί.
Τα παραπάνω δεν είναι παρά η ωμή πραγματικότητα, όπως και η παραδοχή ότι η σκέψη του κυρίαρχου μέσου γίνεται η κυρίαρχη σκέψη της εποχής, ότι κυριαρχεί το μέσο που επηρεάζει πλατύτερα και γρηγορότερα ότι είναι πλέον αδύνατη η διάκριση μεταξύ πολιτικής κυριαρχίας και συμβολικών μεθόδων επηρεασμού. Ακόμα ότι μια θεωρία κοινωνικής αλλαγής δε μπορεί να διαχωριστεί από τις μορφές και τις υλικές συνθήκες διάδοσής της, ότι η κριτική των κυρίαρχων ιδεών και παραστάσεων είναι ταυτόσημη με την κριτική των οργάνων κυριαρχίας τους και τελικά ότι μεσολογική επανάσταση = πολιτική επανάσταση, μιας και τα μέσα είναι οι κύριοι του κράτους. Δεν κυβερνά πια η πολιτική. Τα μέσα επιτρέπουν στο πνεύμα να γίνει δύναμη και στη δύναμη ν’ αποκτήσει πνεύμα.
Αναμφίβολα σ’ ένα βιβλίο για τα μέσα δε μπορούσε να μη γίνει λόγος για τη λογοκρισία, η οποία καταργείται σ’ ένα μέσο μόνο όταν η ισχύς του υπερακοντιστεί από ένα νέο και μαζικότερο μέσο που φαίνεται πιο επικίνδυνο. Κατά τ’ άλλα αιωρείται σε κάθε εποχή με την προσωπίδα του φορέα επιβολής της ηθικής τάξης, μιας από τις πλέον ερεβώδεις έννοιες.
Καταλήγοντας ο Debray παραλληλίζει τον αιώνα μας με τον 16ο αιώνα, θεωρώντας και τους δυο αιώνες καταστροφών, αιώνες – καταπέλτες, που άρχισαν «αριστερά» και τελείωσαν «δεξιά». Συγκεκριμένα στον αιώνα μας ισχύει το «όπου το μέσον εκεί και η θρησκεία». Αναζωπυρώθηκε η πίστη μας στην εικόνα και αναδύθηκε μια νέα εικονολατρεία, μια πολύ χειρότερη ιδεολογία από εκείνες από τις οποίες απελευθερωθήκαμε. Χωρίς υπερβολή βαδίζουμε προς έναν καινούργιο Μεσαίωνα. Ο πολιτισμός της εικόνας είναι ένας κόσμος χωρίς φαντασία, ιδιομορφία και ιστορία. Όσο για το σημερινό άνθρωπο, αυτός καλείται συγχωνεύοντας μέσα του το Θεό, τη Λογική, το Αίσθημα ή αλλιώς τον θεοκράτη, τον ιδεοκράτη και τα βιντεοκράτη να επαναπροσδιορίσει την ταυτότητά του και ν’ ανακτήσει την ανθρωπινότητά