Επιμέλεια, Χριστίνα Ν. Χαραλαμποπούλου
Διεθνολόγος
Η ανεργία αποτελεί ένα από τα μείζονα αποστήματα της οικονομικής και κοινωνικής ζωής σε διεθνές επίπεδο. Ιδιαίτερα σήμερα, όπου η οικονομική ύφεση χειμάζει την παγκόσμια οικονομία. Σύμφωνα με τα καινούργια στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, η ανεργία εκτινάχθηκε στο 25,1% τον περασμένο Ιούλιο. Τα ποσοστά αύξησης της απασχόλησης είναι σχεδόν αντιστρόφως ανάλογα με τους ρυθμούς ανάπτυξης.
Στα πλαίσια των στρατηγικών αντιμετώπισής της, η Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει να έχει στραφεί τα τελευταία χρόνια προς τον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, η οποία συνιστά μία εναλλακτική μορφή επιχειρηματικότητας.
Συγκεκριμένα, ένα υπολογίσιμο ποσοστό της οικονομικής δραστηριότητας των ευρωπαϊκών κρατών αναπτύσσεται πλέον γύρω από την παιδεία, την υγεία, την πρόνοια, την κοινωνική μέριμνα, τον αθλητισμό, τον πολιτισμό και το περιβάλλον, τις συνιστώσες που αποτελούν την κοινωνική οικονομία.
Στους τομείς αυτούς, οι ανάγκες της δημόσιας διοίκησης είναι αυξημένες και είναι επιτακτική η ανάγκη αναβάθμισης των ήδη παρεχόμενων υπηρεσιών. Προκύπτουν με αυτό τον τρόπο νέες θέσεις εργασίας, για τις οποίες η επινοητικότητα, η ευρηματικότητα, η συλλογικότητα και η συνεργατικότητα των νέων ανθρώπων είναι απαραίτητες.
Το Δημόσιο μπορεί -και το έχει κάνει σε κάποιο βαθμό- με τα κατάλληλα κίνητρα να προωθήσει την σύσταση συνεταιρισμών, που θα παρέχουν τις υπηρεσίες τους είτε έμμεσα -με τη μεσολάβηση του Δημοσίου- είτε άμεσα στους πολίτες εξασφαλίζοντας θέσεις εργασίας και καλή ποιότητα υπηρεσιών και προϊόντων.
Στους δικαιούχους φορείς παροχής υπηρεσιών εντάσσονται οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι επιχειρήσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι νέες επιχειρήσεις οι οποίες πρόκειται να συσταθούν για τις προαναφερθείσες συνιστώσες της κοινωνικής οικονομίας, αλλά και οι υπάρχουσες, με την προϋπόθεση της τροποποίησης των σκοπών τους.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα στατιστικά στοιχεία, η αύξηση της απασχόλησης σε οργανισμούς κοινωνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση παρουσιάζεται κατά πολύ υψηλότερη συγκριτικά με το σύνολο της οικονομίας. Επιπλέον, η κοινωνική οικονομία δημιουργεί το 6,45% του συνόλου της απασχόλησης και το 7,7% της μισθωτής απασχόλησης.
Στην Ιταλία, τη χώρα με την πλουσιότερη παράδοση στο θέμα των συνεταιρισμών και της κοινωνικής οικονομίας, περίπου δεκατέσσερα εκατομμύρια άτομα μετέχουν σε συνεταιρισμούς οι οποίοι σχετίζονται με τη γεωργία, την αλιεία, τον αθλητισμό, τον πολιτισμό, την κατοικία, τις υπηρεσίες καθώς και την κοινωνική αλληλεγγύη.
Στην Ισπανία, η Ισπανική Συνομοσπονδία Επιχειρήσεων της Κοινωνικής Οικονομίας περιλαμβάνει στους κόλπους της δεκάδες συνεταιριστικές οργανώσεις και επιχειρήσεις οι οποίες αφορούν στην κατοικία, την κατανάλωση, τις μεταφορές, τις θαλάσσιες δραστηριότητες, τη διδασκαλία, την υγεία, την κοινωνική ένταξη, την κοινωνική αλληλεγγύη. Το πρόβλημα εντοπίζεται στην έλλειψη σαφούς νομοθετικού πλαισίου αλλά και στην αντίσταση των παραδοσιακών παραγόντων, δηλαδή των επιχειρήσεων, των συνδικάτων και της Διοίκησης.
Στη Γαλλία, η αντίστοιχη Συνομοσπονδία συγκεντρώνει τους συνεταιρισμούς, την αντασφάλιση, τον τομέα αλληλοβοήθειας αλλά και τους οργανισμούς για την κατοικία και τα αυτοκίνητα.
Στην Πορτογαλία, οι συνεταιρισμοί παρεμβαίνουν για θέματα των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων, και γενικότερα για ζητήματα φιλανθρωπίας, για την ανάπλαση περιοχών και την αναπαλαίωση κατοικιών καθώς και για την αγροτική παραγωγή.
Όμως, και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού αναπτύσσεται έντονα η ιδέα των clusters, η «ιδέα του δημιουργικού μορφώματος». Η ιδέα αυτή είναι θεμελιωμένη στην αναπτυξιακή διάσταση της τέχνης, όσον αφορά στην οικονομία, αφού είναι ικανή να δημιουργεί θέσεις εργασίας, τουρισμό και κατά συνέπεια εισόδημα. Στις Πολιτείες της Μασαχουσέτης και της Φιλαδέλφειας, η ιδέα αυτή έχει προκαλέσει αξιοσημείωτα αποτελέσματα.
Πέραν, όμως, της βελτίωσης των οικονομικών δεικτών, η κοινωνική οικονομία και ο συμπληρωματικός της χαρακτήρας έχει τη δυνατότητα να μετριάζει τις ρωγμές που εμφανίζουν άλλοι οικονομικοί τομείς, αποκαθιστώντας την ευρυθμία του συστήματος.
Ταυτόχρονα, η κοινωνική οικονομία συντελεί στην προσπάθεια επίλυσης προβλημάτων, όπως η κοινωνική φροντίδα, η κοινωνικοοικονομική περιθωριοποίηση και ο αποκλεισμός, η οικολογική καταστροφή, ενδυναμώνοντας την κοινωνική συναίνεση – αλληλεγγύη.
Στην Ελλάδα, ένα πλέγμα ιστορικών, πολιτιστικών και οικονομικών όρων δημιούργησαν απρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη των συνεταιρισμών και της ιδέας της κοινωνίας των πολιτών. Μάλιστα, η έννοια του συνεταιρισμού παρέμεινε περιορισμένη στα όρια της αγροτικής παραγωγής και σε μικρότερο ακόμα βαθμό σε τράπεζες, ταμεία υγείας, εμπορία καπνού κ.τ.λ.
Εντούτοις, το ευρωπαϊκό πρότυπο πυροδότησε εξελίξεις. Καθώς έχει εμπεδωθεί πλέον ότι η κοινωνική οικονομία συμβάλλει θετικά στον τομέα της οικονομίας, της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και συνεπώς στην ανάπτυξη, δρομολογούνται το τελευταίο χρονικό διάστημα, από την πλευρά της ελληνικής Πολιτείας, παρεμβάσεις και υποστηρικτικά μέτρα ώστε να δημιουργηθεί γόνιμο έδαφος για την άνθισή της στον ελληνικό χώρο.
Το νέο νομοθετικό πλαίσιο για την κοινωνική οικονομία – Νόμος 4019
Σύμφωνα με το νόμο 4019, δημιουργείται ένα πλαίσιο για την κοινωνική οικονομία που προσφέρει νέες ευκαιρίες ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 2, θεσπίζεται η Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (Κοιν.Σ.Επ.), ως φορέας της Κοινωνικής Οικονομίας. Είναι αστικός συνεταιρισμός με κοινωνικό σκοπό και διαθέτει εκ του νόμου την εμπορική ιδιότητα. Τα μέλη της Κοιν.Σ.Επ. μπορούν να είναι είτε φυσικά πρόσωπα είτε φυσικά πρόσωπα και νομικά πρόσωπα. Τα μέλη της συμμετέχουν σε αυτήν με μία ψήφο, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνεταιριστικών μερίδων που κατέχουν.
Προκειμένου, όμως, κάποιος να κατανοήσει εις βάθος το θέμα της κοινωνικής οικονομίας και κατ’ επέκταση να γίνει κοινωνός σε αυτό, θα πρέπει να διαβάσει αναλυτικά τον νόμο. Ο νόμος παρατίθεται σε αυτό τον ιστότοπο:
http://www.dsanet.gr/Epikairothta/Nomothesia/n4019_2011.htm