ΚΡΑΤΟΣ, ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΣΜΟΣ

ΚΡΑΤΟΣ, ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΣΜΟΣ

Προς την οικονομία των «τριών ισοδύναμων συνεισφορών»;

Ανδρέας Ν. Λύτρας

Έχουμε την σχεδόν απόλυτη αίσθηση, ότι καπιταλισμός της εποχής της νεωτερικής κοινωνίας είναι μια οικονομία, με απόλυτη κυριαρχία της κερδοσκοπικής επιχείρησης. Από την άποψη της παραγωγής του πλούτου η αίσθηση αυτή είχε κάποια βάση μέχρι ίσως το 1933. Την περίοδο μετά την κρίση του 1929-30 έγινε σαφές ότι οι λειτουργίες της ελεύθερης αγοράς είναι επισφαλείς για την οικονομική σταθερότητα του ίδιου του καπιταλισμού. Οι μετασχηματισμοί, μετά το 1933, κατέστησαν το κράτος τον μεγαλύτερο ενιαίο εργοδότη. Η κατάσταση αυτή εδραιώθηκε στη μεταπολεμική εποχή.

Παρά τη μεσολάβηση της σχεδόν τριακονταεπταετούς περιόδου που μεσολάβησε από την πολιτική επιβολή του νεοφιλελεύθερου πολιτικού δόγματος, το οποίο εμφορείται από τις εισηγήσεις της νέας εκδοχής της νέο-κλασικής οικονομικής θεωρίας, οι δημόσιες δαπάνες αποτελούν λεόντιο μερίδιο του ετήσιου ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών. Είναι περισσότερο από προφανές ότι η κρατική επιβολή στη λειτουργία της οικονομίας είναι απόλυτη και το σπουδαιότερο είναι, ότι μέσω αυτής της επιβολής δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη και η διατήρηση του κοινωνικού εξισωτισμού στη μακρά διάρκεια. Το κράτος με σταθερότητα απέσπασε τον πλούτο από τις μεγάλες μάζες των φορέων κατώτερων και μεσαίων εισοδημάτων. Διένειμε εκ του αποτελέσματος αυτόν τον πλούτο, κυρίως και με διάφορα προσχήματα ή ενεργείς αιτίες, στους κατόχους εμπορικών ή βιομηχανικών επιχειρήσεων, στους εισαγωγείς και παραγωγούς όπλων και συναφών συστημάτων, τις διεθνείς επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας φαρμάκων ή ιατρικών μηχανημάτων. Αντί να βελτιώθουν οι συσχετισμοί των εισοδημάτων στις αναπτυγμένες χώρες, το χάσμα διευρύνθηκε από την κρατική πολιτική. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι το σύνολο της φορολογίας (περιλαμβανομένης της υποχρεωτικής εισφοράς στα ασφαλιστικά ταμεία) ήταν το 2015, στην ΕΕ των 28, το 38,7% του ΑΕΠ και στο σύνολο των χωρών της Ευρωζώνης το 40,2%  του ΑΕΠ. Οι έμμεσοι φόροι, που αφορούν στη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού (επομένως κυρίως στα μεσαία και κατώτερα εισοδήματα) είναι το 35,1% του συνόλου της φορολογίας στην ΕΕ των 28 και το 33% στη Ζώνη του Ευρώ. Οι άμεσοι φόροι εισοδήματος των φυσικών προσώπων αντιπροσωπεύουν το 24,4% στην ΕΕ των 28 και το 23,1% της Ζώνης του Ευρώ. Οι άμεσοι φόροι από επιχειρηματική δραστηριότητα (φόροι των επιχειρήσεων) αποτελούν μόλις το 6,4%, στην ΕΕ και το 6,1% των συνολικών φορολογικών εσόδων, στη ζώνη του Ευρώ. Αυτό το γεγονός αποτελεί μια πρόκληση και υποδεικνύει, χωρίς πολλές αμφιβολίες, το λειτουργικό χαρακτήρα της φορολογίας υπέρ των επιχειρηματικών συμφερόντων. Οι υποχρεωτικές εισφορές προς τους κρατικούς φορείς της κοινωνικής ασφάλισης αναλογούν στο 30,5% στην ΕΕ και το 35,1% του συνόλου της φορολογίας, στις χώρες της ζώνης του Ευρώ. Είναι έκδηλο, στην περίπτωση των υποχρεωτικών εισφορών της κοινωνικής ασφάλισης, ότι το μέγιστο τμήμα τους αφορούν σε υποχρεώσεις που καταβάλλουν οι φορείς των κατώτερων και μεσαίων εισοδημάτων. Στις κοινωνίες, που οι τάξεις επιμένουν, με την ανισότητα και τις σφοδρές οικονομικές δυσαρμονίες τους, η φορολογία εμμένει (δηλαδή η δημόσια πολιτική), να αποσπά πλούτο από τις μεγάλες μάζες του πληθυσμού (το 90% στην ΕΕ και το 91,2% του συνόλου της φορολογίας στη ζώνη του Ευρώ) και να τόν αναδιανέμει, μέσω των προμηθειών, των αναθέσεων έργου σε ιδιωτικές επιχειρήσεις και ιδιωτικοποιήσεις της δημόσιας περιουσίας και των δημόσιων λειτουργιών, σε μια απίστευτα μικρή ομάδα επιχειρηματιών, δηλαδή σε αυτούς που βαρύνονται με τα μικρότερα φορολογικά βάρη το 2015.[1]   

                Το 2015, στο πλαίσιο των μελών του ΟΟΣΑ, οι κρατικές δαπάνες αντιπροσωπεύουν το 56,96% του ΑΕΠ στην Φιλανδία, το 56,63% στη Γαλλία, το 55,40% στην Ελλάδα, το 54,82% στη Δανία, το 53,87% στο Βέλγιο, το 50,30% στην Ιταλία, το 44,67% στην Ολλανδία, το 43,82% στη Γερμανία, το 42,80% στο ΗΒ, το 39,47% στην Ιαπωνία και το 37,56% στις ΗΠΑ (για να αναφέρουμε τα πιο ενδεικτικά παραδείγματα).[2]

Είναι επόμενο ότι στις περισσότερες από τις αναπτυγμένες χώρες η απασχόληση στο Δημόσιο και τις δημόσιες επιχειρήσεις αποτελούν γιγάντιο μέρος της απασχόλησης στα έτη αναφοράς (2009, 2013) των πιο πρόσφατων (επεξεργασμένων) μετρήσεων. Σε ορισμένα παραδείγματα η απασχόληση στο Δημόσιο αφορά σε αναλογίες πάνω από το ένα τρίτο της απασχόλησης. Σε αρκετές περιπτώσεις η ίδια κατηγορία των απασχολούμενων είναι περί το ένα τέταρτο του συνόλου των εργαζομένων. Σε περισσότερες χώρες (αφορά και στο μέσο όρο του ΟΟΣΑ) η αναλογία τους κινείται περί το ένα πέμπτο των απασχολουμένων.  

                Η μεγάλη συμμετοχή στην απασχόληση επισημαίνει μια ακόμη παράμετρο για την συμβολή του κράτους στην οικονομία. Στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, η αναλογία αυτή αφορά στη συνολική απασχόληση και όχι απλώς στους μισθωτούς (Διάγραμμα 1). Όσον αφορά στην αναλογία τους στους μισθωτούς γενικά, το μερίδιο τους αγγίζει, κατά μέσο όρο, περί το ένα τρίτο, ενώ σε ορισμένες (ιδίως σκανδιναβικές) χώρες κινείται περί το ή πάνω από 40%. Από μόνο του αυτό το γεγονός υποδεικνύει τον προβληματικό χαρακτήρα του ισχυρισμού, ότι στις αναπτυγμένες χώρες η επιχειρηματικότητα δημιουργεί και διατηρεί όλες τις θέσεις απασχόλησης. Η απάντηση σε αυτόν τον ισχυρισμό είναι ότι δεν ισχύει, όπως δεν ισχύει και ο αυτόματος συλλογισμός πως η επιχειρηματικότητα, που λειτουργεί ανταγωνιστικά, δημιουργεί σε σταθερή βάση απασχόληση. Η επιμονή σε αυτό το επιχείρημα, αν δεν αποτελεί ένα σκόπιμο προπαγανδιστικό εφεύρημα, είναι το δημιούργημα μιας ιδεοληπτικής ανακρίβειας.

Διάγραμμα 1

Πηγή: OECD.[3]

Διάγραμμα 2

 Πηγή: OECD.[4]

               

                Σε ορισμένες χώρες μια απειροέλαχιστη ομάδα επιχειρήσεων απασχολεί κοντά στο 50% των μισθωτών. Αυτές είναι κατά κύριο λόγο ισχυρότατες επιχειρήσεις, που απλώς έχουν μοιράσει την αγορά και δεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους ή με μικρότερες επιχειρήσεις. Είναι εμφανέστατο και στο δείκτη που αφορά στις επιχειρήσεις οι οποίες απασχολούν περισσότερους από 20 μισθωτούς. Αυτές αν και αποτελούν μια μειονότητα των βιομηχανικών μονάδων απασχολούν (περιλαμβάνοντας την αμέσως προηγούμενη κατηγορία) πάνω από τα δύο τρίτα των μισθωτών και σε αρκετές περιπτώσεις πάνω από το 80% των εργαζομένων. Ακόμη και αν αποτελούν μια σημαντική μάζα επιχειρήσεων έχουν πολύ μικρότερη κινητικότητα (λόγω του ανταγωνισμού, από την αμέσως επόμενη κατηγορία). Οι μικρότερες επιχειρήσεις (αντιπροσωπεύουν πάνω από τα τρία τέταρτα και σε ορισμένες χώρες πάνω από το 80% των επιχειρήσεων) είναι πράγματι περισσότερο εκτεθειμένες στις ανταγωνιστικές πιέσεις, αλλά απασχολούν κοντά στο ένα τέταρτο των μισθωτών της μεταποίησης και στις περισσότερες περιπτώσεις κάτω από το ένα πέμπτο. Ο ανταγωνισμός αυτών των επιχειρήσεων αφορά μάλλον στην επιχειρηματική επιβίωση και πολύ λιγότερο στη δημιουργία απασχόλησης. Να θυμηθούμε ότι αυτά τα δεδομένα προέρχονται από τον πιο συγκεντρωμένο τομέα της οικονομίας. Δεν χρειάζεται πολλή σκέψη για να αναλογιστούμε την κατάσταση στους υπόλοιπους. Ορισμένα διανοήματα πάσχουν από τη μανία της αντιστροφής της πραγματικότητας.

                Η ιδιωτική και κερδοσκοπική δραστηριοτητα αφορά σε εξαιρετικά λίγους επιχειρηματίες, που αποσπούν τον πλούτο από την μεγάλη μάζα του πληθυσμού, την οποία έχουν στην δούλεψή τους. Είναι ανελαστικοί στις διακυμάνσεις της αγοράς και ιδίως στις δύσκολες στιγμές δεν συμβάλλουν αναλόγως της δύναμης τους στη δημιουργία των θέσεων απασχόλησης. Τα κέρδη τους δεν γίνονται αντικείμενο δίκαιης φορολόγησης,  ενώ συχνά επωφελούνται από τις δημόσιες δαπάνες, αυξάνοντας, τεχνηέντως (εκτός των ανταγωνιστικών συνθηκών), τα επιχειρηματικά έσοδα και διευρύνουν την κερδοφορία τους. Η κερδοσκοπική δραστηριότητα στις χαμηλές περιόδους του οικονομικού κύκλου γίνεται πιο μίζερη και από την ίδια τη μιζέρια. Είναι ένα πρόσθετο ερώτημα, αν αυτού του είδους η επιχειρηματικότητα μπορεί να στηρίξει τις προσδοκίες της μεγάλης μάζας του πληθυσμού για απασχόληση, αξιοπρεπή εισοδήματα και την βελτίωση της ζωής της. 

                Στην οικονομία της σύγχρονης εποχής, παρά τα ποικίλα προβλήματά του, υπάρχει και ένας τρίτος τομέας της οικονομίας, ο οποίος δεν εξαρτά την υπόσταση και τη σημασία του από την κερδοσκοπία. Πρόκειται για την κοινωνική οικονομία, η οποία απαρτίζεται από ένα πλήθος φορέων, οι οποίοι είναι οργανωμένοι στην βάση της ίσης συμμετοχής των μελών (κάθε μέλος μια συμμετοχή), τη δημοκρατική απόφαση, την αυτό-διεύθυνση και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών τους ή εν γένει των κοινωνικών σκοπών. Αποτελούνται από τις μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, τους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, τις συνεργατικές οργανώσεις που ελέγχονται από τους εργαζόμενους σε αυτές, τους αγροτικούς, τους πιστωτικούς και τους αλληλασφαλιστικούς, τους οικιστικούς συνεταιρισμούς, και κάθε άλλη μορφή οργάνωσης που εκφράζει τη συνεργασία στο πλαίσιο της κοινωνίας των πολιτών.

                Οι περισσότεροι σημερινοί πολίτες αγνοούν την παγκόσμια συνεισφορά της κοινωνικής οικονομίας. Η έκτασή της όμως είναι πολύ ενδιαφέρουσα και ενδεχομένως μπορεί να γίνει πιο σημαντική στο μέλλον, ενώ μπορεί να τροφοδοτήσει με περισσότερη αισιοδοξία τους πολίτες στην απασχόληση, τα εισοδήματα, την υποστήριξη με απαραίτητες υπηρεσίες και την ανάπτυξη των τοπικών ή γενικά των κοινωνικών πρωτοβουλιών. 

Πίνακας 1

Συνεταιρισμοί στην Ευρώπη και τον Κόσμο

Συνεταιρισμοί Μέλη και Πελάτες Αναλογία (%) στον Πληθυσμό Μισθωτοί Αναλογία (%) Περιουσιακά Στοιχεία σε USD

Ετήσια

Έσοδα σε

USD

Αναλογία Εσόδων στο ΑΕΠ (%)
Ευρώπη 356.380 368.006.463 45,55% 5.248.852 0,65% 11.688.164.988.277 1.482.481.568.728 7,08%
Παγκοσμίως 2.614.598 1.071.790.167 16,31% 12.610.748 0,19% 19.607.428.096.426 2.962.896.113.938 4,3%

Πηγή: Dave Grace and Associates (2014).[5] 

                Στην παγκόσμια σφαίρα η κοινωνική οικονομία αφορά σε 2,6 εκατομμύρια συνεταιρισμούς, με 1,07 δισεκατομμύρια μέλη και πελάτες. Απασχολούν 12,6 εκατομμύρια μισθωτούς και έχουν κύκλο εργασιών πάνω από 2,9 τρισεκατομμύρια δολάρια, το 2014.

Δυσανάλογα σε σχέση τις υπόλοιπες περιφέρειες του πλανήτη η Ευρώπη έχει πολλή μεγάλη συμμετοχή στην κοινωνική οικονομία, καθώς λειτουργούν πάνω από τριακόσιες πενήντα χιλιάδες συνεταιρισμοί, με πάνω από τριακόσιες εξήντα εκατομμύρια μέλη και πελάτες. Περισσότεροι από πέντε εκατομμύρια μισθωτοί εργάζονται στις κοινωνικές οργανώσεις. Ο ετήσιος κύκλος εργασιών πλησιάζει το 1,5 τρισεκατομμύριο δολάρια και έχει μια σημαντική αναλογία του ευρωπαϊκού ΑΕΠ (7,08%).

Είναι, απολύτως, σίγουρο ότι υπάρχει πλήρης ανισοδυναμία ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες, τόσο στην αριθμητική ανάπτυξη των οργανώσεων του κοινωνικού τομέα ή του πλήθους των εξυπηρετούμενων αντικειμένων όσο και στη συνεισφορά στον ετήσιο εθνικό πλούτο. Οι διαφορετικές παραδόσεις και οι συνθήκες με τις οποίες αποκρυσταλλώθηκαν οι θεσμικές και οικονομικές δομές έχουν διαδραματίσει ρόλο στην εξέλιξη και τη σημερινή κατάσταση. Είναι, πάντως, ενδιαφέρον, πως στην Ευρώπη είναι αναπτυγμένοι οι πιστωτικοί συνεταιριστικοί οργανισμοί και τα αλληλασφαλιστικά ταμεία, εκτός βεβαίως των καταναλωτικών συνεταιρισμών. Οι δύο πρώτοι των προαναφερθέντων υπογραμμίζουν ότι υπάρχει μια μακρά και επιτυχημένη πορεία της χρηματοοικονομικής διαχείρισής τους και μάλιστα χωρίς τις ριψοκίνδυνες επενδύσεις, στις οποίες επιδόθηκαν οι εμπορικές τράπεζες, κατά την περίοδο που προηγείται της κρίσης του 2007-8. Η θετική τους παρουσία διαχρονικά ενισχύεται από το γεγονός ότι δεν εξέθεσαν τα μέλη τους, καθώς ακολούθησαν «αντικυκλική πολιτική», και δεν χρειάστηκαν ενίσχυση κατά τη διάρκεια της δημοσιονομικής κρίσης.   

                Ένα από τα σημαντικά προβλήματα του κοινωνικού τομέα είναι το γεγονός, ότι μέχρι σήμερα σε αυτόν αναπαράγεται πλήρως το υπόδειγμα της μισθωτής εργασίας. Εξηγούμε, ότι οι συνεταιρισμοί και οι λοιπές μορφές των κοινωνικών οργανώσεων έχουν μέλη που είναι, ως μετέχοντες στην συνεταιριστική σύνθεση, αυτοαπασχολούμενοι. Όταν οι συνεταιρισμοί προσλαμβάνουν και απασχολούν εργαζόμενους, αυτοί δεσμεύονται στο καθεστώς της μισθωτής εργασίας. Είναι ακόμη πιο ενδιαφέρον, ότι στις περιπτώσεις των συνεργατικών οργανώσεων κάθε φορά που τα μέλη τους καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας, και αυτές είναι θέσεις μισθωτής απασχόλησης. Αυτό το γεγονός είναι μάλλον μια παθητική αντανάκλαση των συμβαινόντων στην αγορά εργασίας, στην οποία επικρατούν οι μισθωτοί. Η συνθήκη αυτή αντιφάσκει με τα χαρακτηριστικά του συνεργατισμού και ιδίως τα χαρακτηριστικά της ισότητας, της δημοκρατικής απόφασης και της αυτοδιεύθυνσης των οργανώσεων και με το αυτονόητο χαρακτηριστικό της ατομικής εργασιακής αυτονομίας, όπως εμπεριέχεται στην ιδιότητα της αυτοαπασχόλησης. Η συμβίωση των συνεταιρισμών με τη μισθωτή εργασία μοιάζει σαν να αποτελεί την «ανεξήγητη καταβολή φόρου υποτέλειας στον κερδοσκοπικό τομέα», τα χαρακτηριστικά του οποίου θέλουν να αποφύγουν.

                Η οικονομία, στην κοινωνική δημοκρατία του μέλλοντός μας, μπορεί να ανασυσταθεί με εφικτό τρόπο. Ο στόχος αυτής της ανασύστασης είναι το ακόλουθο τρίπτυχο: η κοινωνική ανάπτυξη, η αύξηση του πλούτου και η άμβλυνση της κρατικής ισχύος στην οικονομία. Η κοινωνική ανάπτυξη συμπυκνώνει την οικολογική ανάπτυξη και την προστασία του πλανήτη. Συνοδεύεται από την αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου, τις συλλογικές πρωτοβουλίες, την ενδυνάμωση των κοινοτικών δεσμών, την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, με αποτελεσματικότητα, δικαιοσύνη στην κατανομή των εισοδημάτων και κοινωνική συνοχή. Η αύξηση του πλούτου, διασφαλίζει την αξιοπρεπή διαβίωση των μεγάλων πλειονοτήτων των πληθυσμών, συμβάλλει στην αξιοποίηση της δημιουργικότητας των επιχειρηματιών και των εργαζομένων, δημιουργεί περισσεύματα προς αναδιανομή, διαμορφώνει ένα οικονομικό πλαίσιο αισιόδοξης προοπτικής για τις κοινωνικές οργανώσεις και διαδραματίζει ρόλο στο συσχετισμό των οικονομικών δυνάμεων στο σύγχρονο κόσμο. Η άμβλυνση της κρατικής ισχύος στην οικονομία συνεισφέρει στο άνοιγμα νέων δυνατοτήτων που αξιοποιούν οι δημιουργικές δυνάμεις της οικονομίας, περιορίζει τον άμεσο κρατικό έλεγχο στη διαχείριση σημαντικών πόρων που είναι σημαντικοί για την κοινωνική ανάπτυξη και αλληλεγγύη και επιτρέπει να γίνει το κράτος, ως μηχανισμός, ο δημοκρατικός εκφραστής του κοινωνικού ελέγχου στη διοίκηση της νεωτερικής πολιτείας.

                Η δομική έκφραση αυτού του στόχου είναι η ανασύνθεση του συσχετισμού της οικονομικής δύναμης του κράτους, του κερδοσκοπικού τομέα και του συνεργατισμού. Κατά την άποψη που εκφράζει αυτή η ανάλυση, είναι δυνατόν, στο επόμενο ένα τέταρτο του εικοστού πρώτου αιώνα, να διαμορφωθεί μια ισοδύναμη συμμετοχή των τριών οικονομικών τομέων (με το ένα τρίτο του ΑΕΠ, να αναλογεί στον κάθε τομέα) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με ρεαλιστική λογική μπορούν να γίνουν άμεσα βήματα, τα οποία θα συμβάλλουν σε αυτήν προοπτική. Ένα παράδειγμα για την υλοποίηση του πρώτου βήματος αυτής της πολιτικής είναι η άμεση μετατόπιση των δημόσιων ασφαλιστικών ταμείων στον κοινωνικό τομέα με μια ταχεία θεσμική ρύθμιση.

Η μετατροπή του συνόλου των φορέων της κοινωνικής ασφάλισης σε αναπόσπαστο τμήμα του συνεργατισμού, ως αλληλασφαλιστικά ταμεία, με διαχείριση να ασκείται από τα μέλη τους, δημιουργεί μια μεγάλη επιχορήγηση προς την κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και ταυτόχρονα ένα αποτράβηγμα του κράτους από την άσκηση της εξουσιαστικής δύναμής του. Η πολιτεία του μέλλοντός μας οφείλει να κάνει αυτή τη δημοκρατική ενίσχυση της αλληλεγγύης, ενώ η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία οφείλει να ανταποκριθεί σε αυτήν ευθύνη και τη μεγάλη ιστορική πρόκληση. Η υλοποίηση αυτής της πράξης θα προσέθετε στην ευρωπαϊκή κοινωνική οικονομία, αμέσως, πόρους ίσους με το 12% του ΑΕΠ στην ΕΕ των 28 και με το 14,1% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη.[6] Με τις υπάρχουσες αναλογίες του κοινωνικού τομέα η πρόσθεση αυτών των πόρων μπορεί να οδηγήσει τον συνεργατισμό να αντιπροσωπεύει μια αναλογία περί το ένα πέμπτο του ΑΕΠ (με βάση τα δεδομένα του 2015).[7] Αυτή η αναλογία μπορεί να δώσει απεριόριστη αισιοδοξία για την προσέγγιση του στόχου του ενός τρίτου του ΑΕΠ.   

                Οι προκείμενες πιστώσεις, μαζί με την προβλεπόμενη ανάπτυξη και χρηματοδοτική δράση των συνεργατικών πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι πιο ευχερές να συνεισφέρουν στη δύσκολη διαδικασία διεύρυνσης ενός ευρύτερου φάσματος συλλογικών οργανώσεων μη-κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Οι καταναλωτικοί συνεταιρισμοί εκτιμάται ότι θα έχουν την πιο γρήγορη και κοινωνικά αποτελεσματική διεύρυνση, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην εξισορρόπηση του κόστους της κατανάλωσης με τα διαθέσιμα εισοδήματα. Οι ίδιοι συνεταιρισμοί θα δώσουν μεγαλύτερο χώρο στα προϊόντα της βιολογικής γεωργίας, όπως και στους παραγωγικούς συνεταιρισμούς ή τους ατομικούς παραγωγούς που τά παράγουν. Οι αποκεντρωμένοι συνεταιρισμοί που παράγουν ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές, δημιουργούν ικανοποιητικές συνθήκες υποκατάστασης της εξάρτησης από τα κεντρικά δίκτυα και τα ορυκτά καύσιμα, μειώνουν το κόστος της κατανάλωσης και της διανομής και δημιουργούν νέες ευκαιρίες επιχειρηματικότητας και απασχόλησης. Η συνδρομή των προηγούμενων από κοινοτικές πρωτοβουλίες κοινωνικής φροντίδας (παιδιών, ηλικιωμένων, πολιτών με ειδικές ανάγκες) εμπλουτίζει την αλληλεγγύη και τη μάζα των εθνικών συναλλαγών. Σε μικρότερη κλίμακα (στο αρχικό στάδιο) η δημιουργία παραγωγικών πρωτοβουλιών, σε καινοτομικά εμπορεύματα της υλικής και της μη υλικής παραγωγής, διανοίγει πεδία επαγγελματικών εμπειριών και η απασχόληση σε αυτά τα εγχειρήματα μπορεί να εισφέρει με αξιοπρεπή εισοδήματα για τους συνεργατικά συμμετέχοντες. Η σημερινή δυνατότητα της παγκόσμιας δικτύωσης αποδεσμεύει την ανάπτυξη των συγκεκριμένων εγχειρημάτων από την αποκλειστική πρόσδεση στην τοπική και εθνική αγορά.

                Η επόμενη στιγμή και μέχρι την επίτευξη του γενικού αποτελέσματος, όλα διαδραματίζονται στο πεδίο της δημιουργικότητας και της επίδειξης της συλλογικής καινοτομίας για την αμφισβήτηση της πρωτοκαθεδρίας του κερδοσκοπικού τομέα, τόσο σχετικά με το μερίδιο που θα νέμεται σε σύγκριση με τον συνεργατισμό όσο και σε σχέση με τον εκδημοκρατισμό της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης.

                               

*Ο Ανδρέας Ν. Λύτρας γεννήθηκε στα Ιωάννινα. Είναι Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει διατελέσει Διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας, Διευθυντής της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, Διοικητής στο ΓΝΑ «Κοργιαλένειο-Μπενάκειο-ΕΕΣ», Πρόεδρος του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου (για τρεις θητείες), Αντιπρύτανης στο Πάντειον Πανεπιστήμιο και Πρόεδρος του Συμβουλίου Ανώτατης Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης. Το συγγραφικό του έργο (στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα) περιλαμβάνει είκοσι δύο αυτοτελείς εργασίες, αλλά και πολλές συμμετοχές σε συλλογικά έργα, άρθρα, εκθέσεις, μελέτες και ανακοινώσεις σε συνέδρια. Τα περισσότερα έργα του έχουν πολλές αναφορές, διεθνώς. Βιβλία του για πολλά χρόνια χρησιμοποιούνται, ως διδακτικά, σε τέσσερα ελληνικά πανεπιστήμια. Τα περισσότερα από τα δημοσιευμένα έργα του έχουν ενταχθεί σε πάνω από εβδομήντα ελληνικές και ξένες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες (και σε εθνικές βιβλιοθήκες).


[1] European Commission, Taxation Trends in the European Union Data for the EU Member States, Iceland and Norway, Luxembourg: Publications Office of the European Union, 2017, σσ. 154-208.

[2] OECD, Government at a Glance 2015, OECD Publishing, Paris, 2015, DOI: http://dx.doi.org/10.1787/gov_glance-2015-en.

[3] OECD, Government at a Glance 2015, OECD Publishing, Paris, 2015, DOI: http://dx.doi.org/10.1787/gov_glance-2015-22-en.

[4] OECD, Factbook 2009. Economic, Environmental and Social Statistics, Paris, OECD, 2009. Macroeconomic trends-Economic structure-Small and medium-sized enterprises.

[5] Dave Grace and Associates [For the United Nation’s Secretariat Department of Economic and Social Affairs Division for Social Policy and Development], Measuring the Size and Scope of the Cooperative Economy: Results of the 2014 Global Census on Co-operatives, 2014 (April), σ. 6.

[6] European Commission, Taxation Trends in the European Union Data for the EU Member States, Iceland and Norway, όπ.π., σ. 174.

[7] Σε ορισμένες χώρες της ΕΕ αυτή η θεσμική μετατόπιση μειώνει την συμμετοχή του Δημοσίου σε ένα επίπεδο που είναι περί ή μικρότερο από το 33,33% του ΑΕΠ. Ανάλογα παραδείγματα είναι η Δανία, η Γαλλία, η Φιλανδία, η Ελλάδα, η Σουηδία, το ΗΒ, η Ολλανδία κ.ά. Άρα με την πρώτη κίνηση ανασύνθεσης των οικονομικών κατανομών επιτυγχάνεται ή πλησιάζει στην επιτυχία ο τελικός στόχος, σε σχέση με το Δημόσιο.