Με τα δικά μου μάτια…

Γράφει η Γεωργία Μπουρτζάλα,
Υπεύθυνη Επικοινωνίας & Δημοσίων Σχέσεων

 

Παγωμένη χειμωνιάτικη μέρα. Βγαίνω από το μετρό στη στάση Μοναστηράκι και κατεβαίνω με βήμα ταχύ την οδό Σοφοκλέους. Κατευθύνομαι προς το ΚΥΑΔΑ, ενώ σκέφτομαι ήδη την επόμενή μου συνάντηση στα γραφεία του Δήμου Αθηναίων.

Για οικονομία χρόνου, μπαίνω στο κτίριο του ΚΥΑΔΑ από την πύλη του προαυλίου επί της Σοφοκλέους και όχι από την κεντρική είσοδο της Πειραιώς. Φτάνω την ώρα που το συσσίτιο έχει τελειώσει. Περπατώ κατά μήκος του προαύλιου χώρου. Ξαφνικά βρίσκομαι περικυκλωμένη από ανθρώπους που μόλις έφαγαν ένα πιάτο φαγητό. Άνθρωποι νέοι, μεγαλύτεροι, Έλληνες, αλλοδαποί, αρτιμελείς, ανάπηροι. Ένα κουβάρι από ανθρώπινες φιγούρες – σκιές. Τα πρόσωπά τους χλωμά σαν λευκή κιμωλία, θαρρεί κανείς πώς όλη η θλίψη του κόσμου έχει χαραχτεί πάνω τους. Η σκληρότητα της εικόνας πέφτει μέσα μου σαν πέτρα σε ακίνητο νερό. Με κοιτούν με μάτια απορημένα, ζεστά και διαπεραστικά και μένα η λύπη μου περισσεύει… Σε αυτούς τους ανθρώπους δεν αξίζει η λύπη, σκέφτομαι. Χαμηλώνω το βλέμμα αμέσως. Τα λόγια είναι πάντα πιο προσεκτικά, πιο φιλεύσπλαχνα. Τους καλημερίζω χαρίζοντάς τους το πιο ζεστό μου χαμόγελο.

Στην επιστροφή προς το γραφείο σταματώ σε ένα καφέ. Θέλω χρόνο να σκεφτώ, να τακτοποιήσω τα συναισθήματα και τις σκέψεις μέσα μου. Πίνοντας τον καφέ μου αναρωτιέμαι: Ποιος είναι πραγματικά άξιος λύπησης; Ποιος είναι πραγματικά φτωχός; Ποιος είναι πραγματικά ανάπηρος ή ξένος στην πόλη μας, στη χώρα μας; Ο Διογένης που ζούσε στο πιθάρι, ο Σωκράτης που συχνά δεν είχε χρήματα να αγοράσει το ψωμί των παιδιών του, ο Ελύτης που ζούσε και δημιουργούσε αριστουργήματα σε ένα σπίτι πενήντα τετραγωνικών, ο Παπαδιαμάντης που κυκλοφορούσε πάντα με ένα τριμμένο παλτό, δεν ήταν αξιολύπητοι, ήταν αξιοθαύμαστοι!

Καταλήγω ότι φτωχός δεν είναι αυτός που δεν έχει χρήματα, αλλά αυτός που δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα μέσα στην κοινωνία στην οποία ζει. Τα αποθέματα του τραπεζικού λογαριασμού δεν έχουν σχέση με τα αποθέματα καλοσύνης στην καρδιά. Ανάπηρος δεν είναι αυτός που έχει απώλεια μίας αίσθησης ή κάποιου σωματικού μέλους, αλλά αυτός που έχει συναισθηματική και αξιακή ανεπάρκεια. Ξένος δεν είναι ο αλλοδαπός, είναι ο αποξενωμένος, αποστασιοποιημένος και αμέτοχος πολίτης!

Σκέφτομαι ότι την ίδια στιγμή που η πατρίδα μας δοκιμάζεται τόσο σκληρά, που η ζωή είναι στο όριο, η ατροφική κοινωνία των πολιτών έχει δώσει τη θέση της σε πολίτες πρότυπα, οι οποίοι δρουν με ομαδική ευφυΐα έχοντας ως επίκεντρο τον «άλλο». Στα συντρίμμια της επίσημης οικονομίας της πληγωμένης μας χώρας, γεννιέται και ανθίζει μια εναλλακτική μορφή οικονομίας, αυτή που στηρίζεται στην ανθρωπιά και στην αλληλεγγύη. Στην προσπάθειά μου να αριθμήσω, να δώσω σχήμα, να βάλω πλαίσιο στην «ανθρώπινη» αυτή οικονομία, καταλήγω ότι έχει άπειρες εκφάνσεις, μορφές που δεν καταμετρώνται ή κατηγοριοποιούνται εύκολα. Μπορεί οι δράσεις αλληλεγγύης να σκεπάζονται από τους ήχους των πολιτικών εξελίξεων, όμως είναι ολοζώντανες και συμβαίνουν έξω στους δρόμους, μέσα στους τέσσερις τοίχους σπιτιών και γραφείων, συμβαίνουν μέρα-νύχτα και λάμπουν σαν διαμάντια στη δύσκολη καθημερινότητα που βιώνουμε σαν έθνος.

Σαν περήφανη Ελληνίδα σκέφτομαι ότι δεν είμαστε η Ελλάδα που ξέρει μόνο να απεργεί, να αδιαφορεί για το νόμο και να κλείνει τους δρόμους. Είμαστε η Ελλάδα που έχει ψυχή και σθένος αντιστρόφως ανάλογα με τη χιλιομετρική απόσταση των συνόρων της. Από το μυαλό μου περνούν στιγμιαία το «Αν δε το χρειάζεσαι, μη το πετάς. Χάρισέ το», το «Κοινωνικό Θεατροπωλείο», το «Κίνημα της πατάτας», αλλά η σκέψη μου μένει στους αμέτρητους εθελοντές που έχω συναντήσει, των οποίων η ζωντάνια και το έργο αγάπης που διατελούν έχει ξεκινήσει μία υπέροχη, ανθρώπινη, αλυσιδωτή αντίδραση!

Τελειώνοντας τον καφέ μου συλλογίζομαι ότι η ζωή δεν μπορεί να εξακολουθεί να είναι μία συνεχής διαχείριση φόβου. Η Ελλάδα φωνάζει τόσο δυνατά βοήθεια, που οι πολίτες ήταν αδύνατο να μη «ξυπνήσουν», να μην καταλάβουν ότι το αντίδοτο αυτού του συμπυκνωμένου φόβου είναι ο διπλανός τους. Ναι, ο κοινωνικός σφυγμός μας εξακολουθεί και είναι υποτονικός, αλλά δεν είμαστε αφημένοι στην τύχη μας, δεν αργοπεθαίνουμε. Υψώνουμε το ανάστημά μας και παίρνουμε τη ζωή μας στα δικά μας χέρια, επιστρέφοντας σιγά-σιγά στην «αφετηρία» μας! Οι μέρες της ηττοπάθειας και της απείθαρχης αντίδρασης χάνουν το έδαφος που κερδίζει η ομαδική, έξυπνη και δημιουργική δράση!

Ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» ορίζει τη λέξη «περιπέτεια» ως την αλλαγή μιας κατάστασης στην αντίθετή της. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ζούμε τον ορισμό που δίνει στη λέξη ο Αριστοτέλης. Πιστεύω βαθιά, ότι η γενιά που θα αναδυθεί από αυτή την περιπέτεια, θα είναι ατσάλινη, σκεπτόμενη, υγιής, με ισχυρά πατριωτικά αισθήματα, με πραγματική αγάπη και σεβασμό στην Ελλάδα μας, το λίκνο του πολιτισμού στο οποίο υποκλίνεται σύσσωμη η πνευματική ανθρωπότητα για αιώνες. Αυτό και μόνο δίνει στη λέξη «περιπέτεια», μία δυναμική που αξίζει κάθε λεπτό αγώνα και προσπάθειας!

Πληρώνω το λογαριασμό, μαζεύω τις σκέψεις και τα πράγματά μου και βγαίνω από το καφέ. Στέκομαι για λίγο ακίνητη στο πεζοδρόμιο και αφήνω τον χειμωνιάτικο λαμπερό ήλιο να μου ζεστάνει το πρόσωπο, σηκώνοντάς το ψηλά. Στο μυαλό μου έρχεται το ποίημα του Καβάφη και ένα χαμόγελο ζωγραφίζεται στα χείλη μου. Εξάλλου, όπως είχε πει ο μεγάλος μας ποιητής, όπου υπάρχει ένας Οδυσσέας υπάρχει και μία Ιθάκη. Ποια είμαι εγώ που θα διαφωνήσω;

 

{youtube}9puxoJ1f6YU{/youtube}