Συνέντευξη του Βασίλη Τακτικού
στη δημοσιογράφο Γεωργία Κεραμάρη
Παρασιτικό σύστημα λειτουργίας κράτους, τραπεζών και συνδικαλισμού.
Γ.Κ.: Διανύοντας μία περίοδο παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, παρατηρούμε παράλληλα την πλήρη απορρύθμιση των εργασιακών δικαιωμάτων και την παράλληλη μείωση του ρόλου των συνδικάτων. Τι μπορούμε να περιμένουμε από μία τέτοια εξέλιξη;
Β.Τ.: Ας δούμε το ζήτημα πρώτα από την άλλη πλευρά. Στην περίοδο κρίσης έχουμε 25% ποσοστό ανέργων. Αυτός ο κόσμος πλήττεται οικονομικά, κοινωνικά, με αποκλεισμό και μεγάλες στερήσεις. Αυτός ο κόσμος δεν έχει ούτε τα αναγκαία για την επιβίωσή του. Τουναντίον, υπάρχουν ακόμη προνομιούχα στρώματα των εργαζομένων στο δημόσιο που απολαμβάνουν υψηλές αποδοχές (π.χ. υπάλληλοι της Βουλής, δικαστικοί, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι σε ορισμένες ΔΕΚΟ). Άτομα, δηλαδή, με προκλητικές απολαβές έναντι αυτών που μαστίζονται από την ανεργία. Αυτές οι ανισότητες μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις επετεύχθησαν από την συνδικαλιστική, συντεχνιακή οργάνωση, δηλαδή και από τα συνδικάτα του δημοσίου. Επομένως, το ζήτημα είναι ποιά σχέση έχει ο συνδικαλισμός σήμερα με την ισότητα των δικαιωμάτων και τη χρηστή διαχείριση των δημόσιων πόρων, όταν κάποιοι απαιτούν στο δημόσιο να τα έχουν όλα και άλλοι τίποτε; Ποιός αγωνίζεται για τα δικαιώματα των ανέργων στην εργασία και την επιβίωσή τους;
Γ.Κ.: Γιατί ευθύνεται ο συνδικαλισμός σε σχέση με την αδυναμία του κράτους να παρέχει μία στοιχειώδη προνοιακή πολιτική;
Β.Τ.: Διότι ο συνδικαλισμός, αντίθετα με ότι πιστεύουν πολλοί, και μάλιστα στο χώρο που κατά ευφημισμό λέγεται προοδευτικός χώρος, δεν είναι η λύση απέναντι στην κρίση αλλά μέρος του προβλήματος που προκάλεσε την κρίση. Ειδικότερα, σε ότι αφορά το συνδικαλισμό στο δημόσιο τομέα, διότι εκεί εστιάζεται ο συνδικαλισμός στην Ελλάδα. Ο συνδικαλισμός στον τομέα της ιδιωτικής οικονομίας είναι σχεδόν ανύπαρκτος. Και αυτό δεν είναι τυχαίο. Πηγάζει από τον κρατισμό, το κρατικίστικο μοντέλο οικονομίας, που ευδοκίμησε σταδιακά στη χώρα μας από τη μεταπολίτευση και εντεύθεν. Η αποβιομηχάνιση στη χώρα έχει συντελεστεί σε μεγάλο βαθμό από τη δεκαετία του ‘80 και του ‘90 και με αυτό τον τρόπο περιορίστηκε σχεδόν ολοσχερώς ο συνδικαλισμός στον ιδιωτικό τομέα. Οι πρωταγωνιστές του συνδικαλισμού σήμερα είναι στελέχη της ΑΔΕΔΥ, των ΔΕΚΟ και των τραπεζών. Οι τράπεζες αποτελούν το άλλο σκέλος του κρατικοδίαιτου συνδικαλισμού. Με σκανδαλώδεις παροχές για την ιδιαίτερη αυτή κάστα των συνδικαλιστών, να μην εργάζονται καθόλου, να παίρνουν υψηλές αποδοχές και να πληρώνονται με υπερωρίες, όταν κάνουν απεργίες. Είναι τεράστιος συγκριτικά ο αριθμός επαγγελματιών συνδικαλιστών, που πληρώνονται, χωρίς να εργάζονται ποτέ από το δημόσιο και αυτό επεκτείνεται και στις τράπεζες. Επομένως, πού είναι ο καπιταλισμός που φταίει για όλα, σύμφωνα με τους συνδικαλιστές και πού οι εργάτες οι οποίοι «ματώνουν»; Όπως αντιλαμβάνεστε ,σύμφωνα με τα παραπάνω, υπάρχει μία διαστροφή των εννοιών που γνωρίζαμε σε άλλες εποχές από το σήμερα.
Γ.Κ.: Σύμφωνα με αυτά που λέτε, ο συνδικαλισμός περνάει και ο ίδιος κρίση ως αξία. Μπορείτε όμως να ισχυριστείτε ότι δεν έχουν καμία αξία οι συνδικαλιστικές διεκδικήσεις;
Β.Τ.: Όχι, σε καμία περίπτωση δε θα ήθελα να υποστηρίξω ότι ο συνδικαλισμός και η ταξική οργάνωση των διεκδικήσεων δεν έχει καμία αξία. Ασφαλώς, όπως είναι οργανωμένη η εργοδοτική πλευρά κάθε μορφής, πρέπει να είναι οργανωμένοι και από την άλλη πλευρά οι εργαζόμενοι. Αλλά όλοι οφείλουν να προσαρμόζονται στις πραγματικές συνθήκες και στη γενικότερη κοινωνική δικαιοσύνη. Υπάρχουν δίκαιες και άδικες διεκδικήσεις. Οι διεκδικήσεις των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα δε θα πρέπει να καταπατούν το δίκαιο του συνόλου της κοινωνίας. Όπως στην προκειμένη περίπτωση, δε μπορούν οι συνδικαλιστές στο δημόσιο τομέα και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα να φέρονται ως ιδιοκτήτες στη ΔΕΗ ή ως ιδιοκτήτες στα υπουργεία και να ζητούν εμμέσως πλην σαφώς τη διόγκωση των δικών τους προνομίων και απαιτήσεων εις βάρος όλων των φορολογούμενων. Διότι θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι φορολογούμενοι δεν είναι μόνο οι μεγάλες πολυεθνικές και οι μεγάλοι καπιταλιστές, αλλά και ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που ανήκει στις μικρομεσαίες τάξεις και οι καταναλωτές στο σύνολό τους, που εισφέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο της φορολογητέας ύλης, από την οποία τελικώς αντλούνται οι πόροι και πληρώνονται οι εργαζόμενοι στο δημόσιο.
Γ.Κ.: Δηλαδή, θέλετε να μας πείτε ότι ο συνδικαλισμός στο δημόσιο θα πρέπει να βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις κοινωνικές ανοχές και αντοχές και να μη λειτουργεί συντεχνιακά;
Β.Τ.: Ακριβώς, οι εργαζόμενοι στο δημόσιο κατά τεκμήριο δεν παράγουν υλικά αγαθά και προϊόντα, αλλά ως επί το πλείστον υπηρεσίες και γραφειοκρατική διαμεσολάβηση. Επομένως, οι υπηρεσίες αυτές και η γραφειοκρατία δε μπορούν να επιβαρύνουν το κόστος της τιμής κάθε προϊόντος που παράγεται από την κοινωνία, με ένα υπέρογκο ποσοστό επί της τιμής του κάθε προϊόντος, που πολλές φορές κυμαίνεται αθροιστικά από το 30% έως το 50% είτε αυτό υπολογίζεται σε ΦΠΑ είτε σε έμμεσους και άμεσους φόρους είτε σε ασφαλιστικές εισφορές.
Γ.Κ.: Δηλαδή, θέλετε να πείτε ότι στην Ελλάδα αυτό που έχουμε ως βασικό πρόβλημα είναι ο παρασιτισμός στο δημόσιο και κατ΄επέκταση και στο συνδικαλισμό;
Β.Τ.: Πράγματι, αυτό βγαίνει μέσα από μία ψύχραιμη και αντικειμενική ανάλυση των δεδομένων, εάν δούμε τα πράγματα από μία απόσταση. Ο παρασιτισμός στο κράτος είναι το ένα βασικό πρόβλημα και βασική αιτία της κρίσης. Η άλλη αιτία είναι οι φούσκες της ελεύθερης αγοράς με ναυαρχίδα τις τράπεζες σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα διάφορα παράγωγα της οικονομίας, καζίνου και τζόγου παίζονται στο χρηματιστήριο. Οι κρατικοδίαιτοι συνδικαλιστές ασφαλώς επιτίθενται προς την άλλη πλευρά και καταγγέλλουν το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα και τη φοροδιαφυγή των πλουσίων, με τη μόνη διαφορά ότι και οι ίδιοι παρασιτούν στον κρατικό καπιταλισμό, με συνέπεια η μία πλευρά να γιγαντώνει την άλλη.
Γ.Κ.: Δηλαδή, μας λέτε ότι οι συνδικαλιστές μεταθέτουν τις δικές τους ευθύνες όπως ακριβώς τις μεταθέτουν και πολλά άλλα στρώματα της ελληνικής οικονομίας στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας, την ίδια στιγμή που οι ίδιοι κάνουν “lobbying” για τα δικά τους προνόμια;
Β.Τ.: Αυτό που έχουμε να κερδίσουμε μέσα από την κρίση είναι τελικά το γεγονός ότι όλοι αποκαλύπτονται και φανερώνουν τις πραγματικές τους προθέσεις. Όσο και να μας λένε π.χ. οι συνδικαλιστές της ΔΕΗ ότι φροντίζουν πάνω από όλα για το δημόσιο συμφέρον, οι πολίτες διαπιστώνουν από τα πράγματα πως ενδιαφέρονται για τη διατήρηση των δικών τους προνομίων. Το μέγεθος του δημόσιου χρέους και η διαχείριση του αποκαλύπτει ποιοί ωφελήθηκαν με παράλογους μισθούς από τα δανεικά που έπαιρνε η χώρα μας. Οι φούσκες των τραπεζών αποκαλύπτουν τα σκανδαλώδη προνόμια των golden boys και τους τρελούς μισθούς των διευθυντικών στελεχών από τα bonus από τα σκάνδαλα των στεγαστικών δανείων και άλλων τραπεζικών προϊόντων στο Δυτικό κόσμο και ιδιαίτερα στην Αμερική. Οι πολίτες, λοιπόν, δε μπορούν να έχουν αυταπάτες στο βαθμό που είχαν μέχρι σήμερα. Είναι παράλογο οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι στον ιδιωτικό τομέα να συμπαρίστανται στις απεργίες των προνομιούχων του Δημοσίου και των αργόσχολων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που έγινε γνωστό στην ελληνική κοινωνία ότι ένα μεγάλο ποσοστό που εργάζεται στην κρατική γραφειοκρατία και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση μισθοδοτείται και «λουφάρει» χωρίς να παρέχει υπηρεσίες, χωρίς να τηρεί το προβλεπόμενο ωράριο και ένα μέρος από αυτούς να υπηρετεί σε κόμματα, πολιτικά γραφεία κ.τ.λ. Έπειτα από όλα αυτά μας φταίει ο Φούχτελ που είπε το αυτονόητο ότι στη Γερμανία ένας δήμος που στην Ελλάδα λειτουργεί με 3.000 άτομα, λειτουργεί με 1000 άτομα. Και έκτοτε, η ΠΟΕ ΟΤΑ έχει κηρύξει «εθνικό αγώνα» να μην απολυθεί κανένας εργαζόμενος στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Γ.Κ.: Εσείς είσαστε δημοτικός σύμβουλος. Δε φοβόσαστε το πολιτικό κόστος όλων αυτών των δηλώσεων;
Β.Τ.: Αυτό το πολιτικό κόστος μας «έφαγε» στην Ελλάδα, το οποίο είναι ένα ανόητο πολιτικό κόστος για μέτριους εκπροσώπους στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Διότι το κοινωνικό και οικονομικό κόστος, που πέφτει πάνω στους πολίτες είναι αντιστρόφως ανάλογο με τις αρνητικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα της ίδιας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και της καθημερινής ζωής των πολιτών. Οι εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αντί να αναδεικνύουν το πραγματικό κοινωνικό κόστος της μετριοκρατίας και του παρασιτισμού αναλώνονται στην εκτίμηση του πολιτικού κόστους. Αναδεικνύουν το πρόσκαιρο πολιτικό κόστος της επανεκλογής τους, αλλά σε περιόδους κρίσης αυτό είναι καταστροφικό και για τους ίδιους. Και ειλικρινά, δεν κατανοώ, πώς η ΚΕΔΚΕ και οι υπόλοιποι αυτοδιοικητικοί στην Ελλάδα κλείνουν τους Δήμους προς συμπαράσταση των υπαλλήλων της ΠΟΕ ΟΤΑ, που αποδεδειγμένα ως σύνολο υπολειτουργούν σε σχέση με τα καθήκοντά τους προς την κοινωνία. Υπάρχουν, βέβαια, πάντοτε εξαιρέσεις αφοσίωσης δημοτικών υπαλλήλων στο ρόλο τους, αλλά δε μιλάμε για αυτούς. Αναφερόμαστε στο πλεονάζον προσωπικό που έθιξε ο Φούχτελ.
Γ.Κ.: Ναι, αλλά οι απολύσεις στο Δημόσιο δε θα διογκώσουν την ανεργία και έτσι θα προκαλέσουν μεγαλύτερη στενότητα στην αγορά;
Β.Τ.: Αυτό είναι ένα ψευδοεπιχείρημα, με «κοντά ποδάρια». Διότι όποια κινητικότητα προσφέρουν στην αγορά τα κεκτημένα προνόμια των υπεράριθμων αναλογικά δημόσιων υπαλλήλων σε σχέση με την προσφορά τους, εξανεμίζεται στην πυρά της υπερφορολόγησης που προκαλούν για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι αιρετοί, λοιπόν, της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που δεν αντιλαμβάνονται τα πραγματικά αίτια της κρίσης και υποστηρίζουν την υπερδιογκωμένη υπαλληλοκρατία των Δήμων δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες στο δημότη – πολίτη, που πραγματικά οφείλουν, αλλά στο τοπικό πελατειακό τους σύστημα των άνομων συμφερόντων και της διαφθοράς, το οποίο εκκολάπτεται μέσα από αυτές τις διαδικασίες.