Γράφει η Αναστασία Πρίφτη,
Κοινωνική Ανθρωπολόγος
Μετά τα πρόσφατα εγκαίνια του νέου Βιομηχανικού Μουσείου Φωταερίου, στο χώρο της γνωστής μας «Τεχνόπολις» του Δήμου Αθηναίων, έσπευσα να επισκεφτώ και να γνωρίσω από κοντά το αποτέλεσμα αυτού που πριν από λίγα χρόνια ήταν απλώς ένα μελλοντικό όραμα. Το έντυπο που κρατώ στα χέρια μου (έντυπο που δίδεται στον επισκέπτη στην είσοδο) έχει τίτλο: «Οδηγός Μουσειακής Διαδρομής», μιας διαφορετικής διαδρομής σκέφτομαι στιγμιαία καθώς εν μέσω κρίσης προτείνει μία νέα οδό, ένα νέο δρόμο αυτόν της ανάπτυξης, η οποία σέβεται το παρελθόν και ατενίζει το μέλλον με προτάσεις.
Για το Δήμο Αθηναίων, σύμφωνα με τα λόγια του δημάρχου του κ. Γ. Καμίνη, «η έναρξη λειτουργίας του Μουσείου ήταν ένα στοίχημα που είχαμε βάλει, με ορίζοντα δύο ετών. Το αποτέλεσμα δικαιώνει, μας δίνει συνάμα αισιοδοξία και ελπίδα, να προχωρήσουμε, με στόχο πάντα, μια Αθήνα, σύγχρονη, ενδιαφέρουσα, ανθρώπινη, μια πρωτεύουσα ευρωπαϊκή. Μια Αθήνα που εισέρχεται και πάλι σε τροχιά ανόδου».
Στο σύντομο κείμενο που ακολουθεί επιχειρώ να καταγράψω τους δικούς μου σημαντικούς σταθμούς στην προτεινόμενη «διαδρομή» του Οδηγού του Μουσείου, δίνοντας παράλληλα ένα ερέθισμα και μία πρόκληση για επίσκεψη στο χώρο, με στόχο να μπορέσει να συμβάλλει ο καθένας από μας, με τη δική του πρόταση στην ανάπτυξή του.
Πρώτες σκέψεις καθ’ οδόν…
Στο δρόμο για το Μουσείο αναρωτιόμουν ποια άραγε μπορεί να είναι η «σωστή» σειρά αξιοποίησης ενός βιομηχανικού μνημείου. Αυτή που ακολουθεί μία χρονολογική γραμμή ή η αντίστροφη; Δηλαδή, η αποκατάσταση και η προβολή της ιστορίας του μνημείου να προηγείται της δημιουργικής μεταμόρφωσής του σε χρηστικό χώρο ή όχι; Οι περιπτώσεις της αντίστροφης φοράς που έχω δει να εφαρμόζονται στην Ελλάδα, οι οποίες δεν είναι και λίγες, με κάνουν να υποθέτω ότι δεν έχουμε απομακρυνθεί αρκετά από την πρόσφατη ιστορία των βιομηχανικών μνημείων του 19ου αιώνα, με αποτέλεσμα να επιζητούμε να βρούμε πρωτίστως νέες χρήσεις και δευτερευόντως μουσειακές.
Το ερώτημα στο μυαλό μου επανέρχεται. Ποιά χρήση έχει προτεραιότητα τελικά στην αξιοποίηση ενός βιομηχανικού μνημείου, η μουσειακή ή η δημιουργική επανάχρηση; Με τη δική μου οπτική θα απαντούσα ότι τις προτεραιότητες τις θέτει η ίδια η τοπική κοινωνία στην οποία εντάσσεται το μνημείο και την οποία αφορά. Η τοπική αυτοδιοίκηση και άλλοι πιθανοί ενδιαφερόμενοι (άλλα μουσεία, πανεπιστήμια, οργανισμοί κ.α.) σε συνεργασία με την τοπική κοινωνία μπορούν να ορίσουν τι είναι αυτό που χρειάζεται πρώτο να γίνει. Προφανώς η Αθήνα είχε ανάγκη πρώτα απ’ όλα ένα χώρο δημιουργικής συνεύρεσης, γι’ αυτό και η «Τεχνόπολις» που λειτουργεί στις εγκαταστάσεις του πρώην εργοστασίου φωταερίου στο Γκάζι αποτελεί μία απόλυτα επιτυχημένη πρωτοβουλία.
Βιομηχανική κληρονομία – Τάσεις και πραγματικότητες
Ένα βιομηχανικό μνημείο αποτελεί φορέα γνώσης της κοινωνικής και τεχνολογικής πραγματικότητας της περιόδου της βιομηχανικής επανάστασης. Η μελέτη του οδηγεί στη γνωριμία με τα ιδιαίτερα ιστορικά, πολιτιστικά, γεωγραφικά, κοινωνικά, τεχνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας που αφορά και απαντά σε μία εσωτερική ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να συνειδητοποιήσει τον εαυτό του, την ατομική και συλλογική ταυτότητα του. (Καραβασίλη, 2001, σελ.3) Η αξιοποίηση ενός βιομηχανικού μνημείου είναι μία ζωτικής σημασίας συνιστώσα, για τη λειτουργία της τοπικής κοινωνίας και ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ανάπτυξής της.
Σε ένα βιομηχανικό μνημείο έχουν αποτυπωθεί χαρακτηριστικά της ατομικής και συλλογικής ζωής μίας περιοχής και ακριβώς για το λόγο αυτό είναι σκόπιμο να αναγνωρισθεί, να διασωθεί, να ερμηνευθεί κι αν είναι δυνατόν να μετασχηματισθεί, έτσι που να εξυπηρετεί αιτήματα του παρόντος. (Μαρμάνη, Παναγόπουλος, 2008, σελ.174) Κάθε μνημείο που αξιοποιείται σήμερα οφείλει να γίνεται προσιτό στο κοινό με τους όρους του σήμερα, χωρίς όμως να παραβλέπεται η ιστορικότητά του και χωρίς να κατευθύνεται εξαρχής ο χαρακτήρας του, από σύγχρονες ερμηνείες και μετασχηματισμούς. (Κόκκινος, 2008, σελ.49)
Η προσπάθεια για τον επανασχεδιασμό της λειτουργίας και την ανασυγκρότηση ενός βιομηχανικού μνημείου οφείλει να επιχειρείται µε γνώμονα το σεβασμό στις αξίες που το μνημείο εμπεριέχει. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό τέσσερα θεωρούνται τα βασικά χαρακτηριστικά που λαμβάνονται υπόψη:
1. Η διατήρηση της ταυτότητας και της φυσιογνωμίας του μνημείου,
2. Η δυνατότητα προσέλκυσης επισκεπτών,
3. Η ενίσχυση του εκπαιδευτικού χαρακτήρα του και
4. Η συμβολή του, στην ανάπτυξη της περιοχής. (Καραβασίλη, 2001, σελ.5)
Στο πλαίσιο αυτό ζητούμενο είναι να υπάρξει μία συντονισμένη προσπάθεια ώστε να δημιουργηθούν έργα υποδομής γύρω από ένα βιομηχανικό μνημείο και να μετατραπεί σε ένα πολυλειτουργικό κέντρο, το οποίο θα μπορεί να εξασφαλίζει ευκαιρίες απασχόλησης και ανάπτυξης πολιτιστικού τουρισμού.
Σήμερα, όπως αποδεικνύεται από τη διεθνή εμπειρία, βιομηχανικά μνημεία έχουν μετατραπεί σε χώρους δημιουργικούς, χώρους εργασίας, έρευνας, αλλά και σε χώρους τουριστικού ενδιαφέροντος ενισχύοντας έτσι μεταξύ άλλων την τοπική οικονομία. (Σβορώνου, 1993, σελ.46)
Συγκεκριμένα τόσο ο ευρωπαϊκός, όσο τα τελευταία χρόνια και ο ελληνικός χώρος έχουν να επιδείξουν αξιόλογες προσπάθειες αξιοποίησης βιομηχανικών μνημείων. Στις περισσότερες περιπτώσεις στα βιομηχανικά μνημεία ευρωπαϊκών κρατών προβάλλεται μια ολόκληρη περιοχή, η οποία έχει συντηρηθεί και αναμορφωθεί κατάλληλα. Στο μοντέλο αυτό έχουν δημιουργηθεί και λειτουργούν δίκτυα μουσείων, όπως τα open-air museums (ανοικτά υπαίθρια μουσεία) και τα eco-museums (οικομουσεία), που στην πλειοψηφία τους περιλαμβάνουν ιστορικά προβιομηχανικά και βιομηχανικά μνημεία.
Στα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων χώρων συγκαταλέγονται τα εξής: το οικομουσείο «IronBridge» στη Μεγάλη Βρετανία, το μουσείο του Γερμανικού μεταλλείου του Bochum («Deutsches Bergbau-Museum Bochum») και το οικομουσείο του Le Creusot στη Γαλλία.
Στην Ελλάδα μεταξύ των βιομηχανικών μνημείων που έχουν αξιοποιηθεί ως μουσειακοί – εκθεσιακοί χώροι συγκαταλέγονται τα μουσεία του δικτύου του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς, το Κέντρο Τεχνικού Πολιτισμού – Βιομηχανικό Μουσείο Ερμούπολης Σύρου, τα Ορυκτολογικά Μουσεία Λαυρίου και Αγίου Κων/νου κ.α..
Μεσ’ το Μουσείο …
Μεταξύ των αξιόλογων βιομηχανικών μουσείων συγκαταλέγεται πλέον και το Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου, στην περιοχή Γκάζι του Δήμου Αθηναίων. Σύμφωνα με το πληροφοριακό υλικό που έχει στη διάθεσή του ο επισκέπτης (έντυπο, διαδικτυακό και αυτού που παρουσιάζεται στο χώρο του Μουσείου) οι μνημειακές εγκαταστάσεις του παλιού εργοστασίου υπήρξαν η πρώτη μονάδα παραγωγής ενέργειας της χώρας, η οποία ξεκίνησε το 1857 και για 130 χρόνια λειτουργούσε συνεχώς υποστηρίζοντας το δημόσιο δίκτυο φωτισμού της πρωτεύουσας, ενώ παράλληλα συνέβαλε πολλαπλά στη γενικότερη ανάπτυξή της.
Σήμερα, τριάντα περίπου χρόνια μετά το κλείσιμο του εργοστασίου (1984), δεκατέσσερα χρόνια (1999) από τη λειτουργία του χώρου ως «Τεχνόπολις» και μόλις δύο χρόνια (2011) από την απόφαση της νέας διοίκησης της «Τεχνόπολις» να δημιουργήσει μουσείο, το «Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου» αποτελεί πλέον έναν νέο σταθμό στην πόλη. «Ένα νέο σημείο στο μουσειακό χάρτη της Αθήνας», σύμφωνα με το δήμαρχό της κ.Γ.Καμίνη, το οποίο «αποτελεί πολιτιστικό κόμβο, ευρωπαϊκών προδιαγραφών».
Στη διαδρομή μου στο χώρο παρατήρησα μία μελετημένη και προσεκτική προσπάθεια να αναδειχθούν τα αυθεντικά αντικείμενα, τα μηχανήματα, οι εγκαταστάσεις, η γραμμή παραγωγής του εργοστασίου και οι μαρτυρίες των εργατών του, μέσα από κείμενα, φωτογραφικό υλικό, ηχητικά ντοκουμέντα και βιντεοπροβολές.
Πολύ εύστοχη θεωρώ την επιλογή για το πρώτο άνοιγμα του Μουσείο στο κοινό, τη φιλοξενία παράλληλων εκδηλώσεων καλλιτεχνικού περιεχομένου. Η κίνηση αυτή υποδηλώνει κατά τη γνώμη μου τη συνύπαρξη μουσειακής και καλλιτεχνικής, πολιτιστικής λειτουργίας του χώρου, η οποία θα τον χαρακτηρίζει από δω και πέρα ως πολυδύναμο στοιχείο.
Σκέψεις και προτάσεις
Η όλη ατμόσφαιρα του χώρου με τις ψηλές καμινάδες, τη μυρωδιά του, τους μυστήριους μέχρι πρόσφατα φούρνους του απέκτησε πλέον ερμηνεία μέσα από τη δουλειά της διεπιστημονικής ομάδας, που συνεργάστηκε για το σκοπό αυτό και τη συμβολή όλων όσων βοήθησαν στο εν λόγω εγχείρημα.
Εκείνο το οποίο λείπει, κατά τη γνώμη μου, είναι η ερμηνεία του ίδιου του επισκέπτη ο οποίος μπορεί μεν να διαβάσει, να αγγίξει, να μυρίσει, να αισθανθεί την ιστορικότητα του χώρου, αλλά δεν έχει όλα τα απαιτούμενα μέσα για να μετασχηματίσει αυτή τη γνώση στα δικά του μέτρα. Χρήσιμα σαφώς είναι τα οπτικοακουστικά μέσα που αξιοποιούνται στην παρουσίαση του Μουσείου, αλλά δεν είναι αρκετά καθώς για να κατανοήσει πλήρως ο επισκέπτης το χώρο και να προκληθεί σε μία επόμενη επίσκεψη θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του τα μέσα εκείνα που θα του επιτρέψουν να μετασχηματίσει και να ερμηνεύσει τα δεδομένα σύμφωνα με τις δικές του ανάγκες και ιδιαιτερότητες.
Στο πλαίσιο αυτό χρήσιμες θα ήταν ορισμένες δραστηριότητες στο χώρο των εκθεμάτων ή και σε ειδικά διαμορφωμένες αίθουσες, όπου ο επισκέπτης θα μπορεί να κατασκευάσει, να δραματοποιήσει, να ερευνήσει, να συνομιλήσει με κάποιον ειδικό ή με άλλους επισκέπτες. Το κοινό μπορεί ακόμα να έρθει σε επαφή με τους ίδιους τους πρώην εργαζόμενους του εργοστασίου, οι οποίοι μπορούν να κληθούν να συνεργαστούν για το σκοπό αυτό. Η πρακτική αυτή εντάσσεται στα λεγόμενα «προγράμματα προσέγγισης» και πιο ειδικά στα «προγράμματα προσωπικής μνήμης», τα οποία γνωρίζουν μεγάλη επιτυχία στα μουσεία διεθνώς. Ακόμα και μία πρόβλεψη για ομάδες πληθυσμού με αναπηρίες θα έδινε έναν ακόμα πιο ανοικτό χαρακτήρα στο Μουσείο.
Οι δραστηριότητες θα μπορούσαν να είναι μέρος και των εκπαιδευτικών επισκέψεων των σχολείων στο Μουσείο, οι οποίες μπορούν έτσι να μετατρέπουν μία ευχάριστη εκδρομή σε μία πιο αυτόνομη επίσκεψη, η οποία να στηρίζεται στη φιλοσοφία της παλιάς κινέζικης παροιμίας που λέει: «βλέπω και θυμάμαι, ακούω και ξεχνώ, κάνω και καταλαβαίνω». Η αξιοποίηση της ειδικότητας των μουσειοπαιδαγωγών πιστεύω ότι έχει πολλά να προσφέρει προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι δυνατότητες περαιτέρω ανάπτυξης ενός βιομηχανικού μνημείου είναι πολλές. Καθοριστικό ρόλο στην κατεύθυνση αυτή παίζει η διαχείριση του μνημείου, από τον φορέα που έχει αναλάβει την αξιοποίησή του. Η εμπειρία και η καταλληλότητα του φορέα διαχείρισης είναι κάτι που πρέπει κάθε φορά να εξετάζεται ως μία βασική παράμετρος. Η διαχείριση των ελληνικών βιομηχανικών μνημείων γίνεται κατά κανόνα από ιδρύματα κοινής ωφέλειας, από μη κερδοσκοπικά ιδιωτικά ιδρύματα, ή/και από την τοπική αυτοδιοίκηση. Ασφαλώς και συνιστά αρνητική διαπίστωση το γεγονός ότι το Υπουργείο Πολιτισμού δεν διαχειρίζεται κανένα τεχνικό ή βιομηχανικό μουσείο της χώρας. Ακόμα και στην περίπτωση του μνημείου που εξετάζουμε το Υπουργείο Πολιτισμού περιορίστηκε στην κήρυξη του, ως ιστορικού διατηρητέου μνημείου, με την προοπτική να γίνει μουσείο και χώρος πολλαπλών εκδηλώσεων.
Όπως γίνεται φανερό για μία ακόμα φορά η ελληνική κεντρική εξουσία αδυνατεί να προχωρήσει επί της ουσίας. Οι ελπίδες εναποτίθενται στην περιφερειακή δύναμη, στην τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία φάνηκε αντάξια των περιστάσεων στην περίπτωσή μας. Εύχομαι ο Δήμος Αθηναίων στην πορεία ανάπτυξης του Μουσείου να συμπεριλάβει πολλές συνεργασίες με όλους τους ενδιαφερόμενους και εμπλεκόμενους φορείς (μουσεία, εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς και καλλιτεχνικούς οργανισμούς, εταιρείες – κυρίως όσες ασχολούνται με την ενέργεια και την τεχνολογία και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών). Όλοι μαζί με αίσθημα ευθύνης για το χώρο και συναίσθηση των απαιτήσεων της εποχής μπορούν να προχωρήσουν παρακάτω με γόνιμες ιδέες και προτάσεις.
Έτσι η βιομηχανική κληρονομιά μπορεί να αποτελέσει πραγματικά ενεργό στοιχείο της ταυτότητας ενός τόπου και να συμβάλλει στον εμπλουτισμό των αναπτυξιακών υποδομών του. Από συστατικό στοιχείο της πολιτιστικής πολιτικής ενός δήμου μπορεί να γίνει μοχλός ενάντια στην ύφεση και τη στασιμότητα της χώρας μας.
Ζούμε στην εποχή της πράξης και των συνεργασιών και αυτό θεωρώ ότι είναι το πρωτεύον μήνυμα που θα πρέπει να προβάλλει το νέο Μουσείο. Κάθε προσπάθεια για το «φαίνεσθαι» αξιολογείται απλά ως περιττή, διότι «τα λαμπερά περιτυλίγματα» δεν καλύπτουν τις επιτακτικές ανάγκες της εποχής.
Πράξη και συνεργασία. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να λειτουργεί ένα εργοστάσιο;
Πηγές:
- Βιομηχανικό Μουσείο Φωταερίου
- Καραβασίλη, Μ.,(2001), «Η διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Ελλάδα. Εικοσάχρονη εμπειρία και σύγχρονες προοπτικές στη συγκρότηση πολιτιστικών πόρων»
- Κόκκινος, Χ.,(2008), «Η σχέση τεχνολογίας – πολιτισμού μέσα από την κοινωνικοποίηση των τεχνημάτων: Vietnam Veterans Memorial», σελ. 43-51, Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συνεδρίου Μουσειολογίας, «Η τεχνολογία στην υπηρεσία της πολιτισμικής κληρονομιάς. Διαχείριση-Εκπαίδευση-Επικοινωνία», Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Μυτιλήνη), Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, Αθήνα.
- Μαρμάνη, Μ., Παναγόπουλος, Κ.,(2006), «Τα τεχνικά μνημεία του Λαυρίου. Προσπάθεια ερμηνείας για την αποκατάσταση», σελ.173-182, Πρακτικά ΙΒ’ Επιστημονικής Συνάντησης Ν.Α. Αττικής, Παλλήνη 30 Νοεμβρίου-3 Δεκεμβρίου
- Σβορώνου, Ε. (1993), «Τα ιστορικά μνημεία στο χώρο της τουριστικής βιομηχανίας: Κίνδυνοι και πλεονεκτήματα», Δελτίο Τεχνολογία, τευχ.5-6, σελ.46-48, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς
- Πρίφτη, Α. (2011), «Η συμβολή του Τεχνολογικού Πολιτιστικού Πάρκου Λαυρίου στην πολιτισμική ανάπτυξη της Λαυρεωτικής και οι προοπτικές ανάδειξής του, μέσα από την αξιοποίηση των νέων ψηφιακών μέσων επικοινωνίας», διπλωματική εργασία στο πλαίσιο σπουδών στη «Διοίκηση Πολιτισμικών Μονάδων», ΕΑΠ
- Μαρούλη, Ε., Πρίφτη, Α., Ρωκ Μελά, Σ. (2007), «Ανάκληση Αναμνήσεων: Πως αξιοποιεί το Βιομηχανικό Εκπαιδευτικό Μουσείο Λαυρίου μία ζωντανή πηγή έρευνας», πρακτικά 2ου Διεθνούς Συμποσίου «Τεχνολογία ναι, Παράδοση ναίσκε» με θέμα: «Προφορικότητα, τοπικές κοινωνίες και νέες τεχνολογίες», Μουσείο Παραδοσιακής Ζωής και Λαϊκού Πολιτισμού Κρήτης «Λυχνοστάτης», Χερσόνησος Κρήτης