Η κοινωνική επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα

Είναι δεδομένο ότι ο περιορισμός χρηματοδότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης και συνακόλουθα των δημοτικών επιχειρήσεων δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό ακόμη και τη λειτουργία των πάγιων δράσεων των επιχειρήσεων. Αυτές οι περιοριστικές συνθήκες χρηματοδότησης μπορούν να αντιμετωπιστούν με αναπτυξιακές πρωτοβουλίες στους τομείς της κοινωνικής οικονομίας και της πράσινης ανάπτυξης, όπου χρηματοδοτούνται δράσεις και επιχειρηματικά σχέδια από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, το Επιχειρησιακό Πρόγραμμα ΥΠΕΚΑ της Περιφέρειας Πελοποννήσου και άλλα σχετικά Ευρωπαϊκά Προγράμματα.

Επομένως, «κλειδί» κάθε στρατηγικού σχεδίου θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας που απορροφά ανέργους και εργαζόμενους απειλούμενους από την ανεργία προσφέροντας νέα αγαθά και υπηρεσίες. Το εργαλείο των κοινωνικών αναπτυξιακών συμπράξεων συνίσταται στη συμμετοχή δημοτικών επιχειρήσεων έως 49%, σε εταιρικά σχήματα που συμμετέχουν άλλοι μη κερδοσκοπικοί φορείς και επιχειρήσεις του ν. 4019/2011, όπως είναι οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί και οι τοπικές αναπτυξιακές συμπράξεις. Η «βιωσιμότητα» των εκάστοτε προτεινόμενων παρεμβάσεων θα κριθεί από τον άρτιο σχεδιασμό, τη ρεαλιστική ιεράρχηση αναγκών, την ένταξη των διαθέσιμων πόρων στον επιχειρησιακό σχεδιασμό και την αναβάθμιση των ανθρώπινων πόρων μέσω της επιμόρφωσης και δια βίου μάθησης σε καινοτόμες προσεγγίσεις και τεχνολογίες.

 

Η αξιοποίηση όλων των φυσικών συγκριτικών πλεονεκτημάτων μιας περιοχής βασίζεται στην έξυπνη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων μέσα από τις «Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις» που εξασφαλίζουν τη συμμετοχικότητα της τοπικής κοινωνίας στην κοινωνική επιχειρηματικότητα, που με τη σειρά της συνδυάζει την αξιοποίηση ανενεργών ανθρώπινων πόρων με τη μόχλευση των κοινωνικών αναγκών, που οδηγούν στην επιχειρηματικότητα για την αντιμετώπισή τους. Οι καλές πρακτικές της κοινωνικής επιχειρηματικότητας αποτελούν τα βασικά εργαλεία κινητοποίησης των ανθρώπινων πόρων στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης και παράλληλο διατηρήσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα για την τοπική κοινωνία.

 

Τα γνωρίσματα ενός καλού επιχειρηματία

Προϋποθέσεις για να γίνει κανείς σωστός επιχειρηματίας είναι η ικανότητα στο σχεδιασμό μιας επιχείρησης, η επινοητικότητα, τα διοικητικά χαρίσματα και η διαρκής μάθηση και ικανότητα προσαρμογής. Η ικανότητα πρόβλεψης των διακυμάνσεων της αγοράς σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον πάντα των επιχειρήσεων και ασφαλώς η ικανότητα σύνθεσης και διαχείρισης των ανθρωπίνων πόρων ώστε να προκύπτει πάντα από την εργασία το βέλτιστο αποτέλεσμα. Ο επιχειρηματίας, επίσης, πρέπει να είναι προσηλωμένος σε μετρήσιμους στόχους. Θα πρέπει να έχει υψηλή αίσθηση των συνεργιών και της συνεργασίας που μπορούν να φέρουν καλύτερο αποτέλεσμα.

 

Από την άλλη πλευρά, οι επιχειρήσεις πρέπει να γίνουν κυψέλες γνώσης, να έχουν τμήμα ή δράση που θα ασχολείται με τη διαχείριση γνώσης και τεχνογνωσίας. Αν αυτές είναι πολύ μικρές και δεν μπορούν να το κάνουν μόνες, θα πρέπει να πραγματοποιούν αυτή τη δράση μέσα από συμπράξεις με άλλες επιχειρήσεις. Αναφερόμαστε σε κυψέλες γνώσης και επιχειρηματικότητας, που πρέπει να δημιουργηθούν με πρωτοβουλία και φροντίδα των ίδιων των μικρών επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, στον τομέα της γεωργίας, ακόμη και οι μικροκαλλιεργητές και κτηνοτρόφοι πρέπει να δημιουργήσουν κυψέλη επιχειρηματικής γνώσης μέσα από την αξιοποίηση του διαδικτύου.

 

Επιστημονικό προσωπικό και η πραγματικότητα στον εργασιακό χώρο

Συχνά παρατηρείται το φαινόμενο, όταν σε μια επιχείρηση χρειάζεται ένας εργαζόμενος με μια επιστημονική ειδικότητα να υπάρχει προσφορά εκατοντάδων πτυχιούχων αλλά ούτε ένας εμπειρογνώμονας για να καταλάβει μια διευθυντική και μια υπεύθυνη θέση. Αυτό σημαίνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί ερήμην των αναγκών της ζωής, της επιχειρηματικότητας και των θέσεων εργασίας. Προάγει πτυχιούχους αλλά δεν παράγει έτοιμους, μάχιμους ειδικούς μάνατζερ και στελέχη επιχειρήσεων για τη δημιουργία εξελιγμένων προϊόντων και υπηρεσιών.

 

Ασφαλώς, αυτός δεν είναι ο κανόνας για τις τεχνολογίες αιχμής και σε επιστημονικούς τομείς που τα εργαστήρια βρίσκονται μέσα στο πανεπιστήμιο, εκεί που η θεωρία και η πρακτική δουλεύει ταυτόχρονα υπάρχει πρόοδος. Στο μεγαλύτερο κομμάτι όμως της οικονομίας που οι θεωρητικές σπουδές είναι ξεκομμένες από τις ανάγκες της πραγματικότητας οι πτυχιούχοι δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.

 

Πηγή: socialactivism.gr