Υγεία και ευπαθείς ομάδες

Γράφει ο Φώτης Παπαϊωάννου,

Κοινωνιολόγος

Σύμφωνα με τον ορισμό που δόθηκε από τον WHO (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας – 1947), ως Υγεία ορίζεται η κατάσταση της απόλυτης φυσικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας καθώς και η ικανότητα ή η ποιότητα του ανθρώπινου οργανισμού να ανταποκρίνεται ικανοποιητικά σε δεδομένες περιβαλλοντικές ή γενετικές καταστάσεις και όχι αποκλειστικά η απουσία νόσου ή αναπηρίας, αποτελεί δε θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα και η κατάκτηση του υψηλότερου δυνατού επιπέδου αυτής. Είναι αναγκαίο να αποτελεί τον ύψιστο κοινωνικό στόχο, και για το σκοπό αυτόν οφείλουν να κινητοποιηθούν όλοι οι τομείς της πολιτείας.

 Ο χώρος της υγείας δεν υπόκειται στους νόμους της αγοράς, τουλάχιστον στην κλασσική τους μορφή, για πολλούς και διάφορους λόγους:

  • Η ισχύς τελείως διαφορετικών μοντέλων προσφοράς και ζήτησης.
  • Η εμπλοκή άπειρων φορέων κρατικών, περιφερειακών, διεθνών, μη κυβερνητικών οργανώσεων.
  • Η απουσία της κυριαρχίας του καταναλωτή επειδή η ζήτηση καθίσταται απρόβλεπτη λόγω της ίδιας της λειτουργίας του συστήματος.
  • Ο συνήθως κυρίαρχος ρόλος των ιατρών.
  • Ο εντοπισμός της συνήθους ζήτησης εντοπίζεται στις χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές κατηγορίες πληθυσμού και στις ευπαθείς ομάδες.
  • Η διαφοροποίηση της έννοιας «κέρδος» η οποία δεν επαναεπενδύεται στο μέγιστο των περιπτώσεων αλλά εξυπηρετεί συνήθως τους σκοπούς του εκάστοτε οργανισμού.
  • Οι πολυάριθμες ιδιαιτερότητες των ευπαθών ομάδων, η διαρκής όξυνση των προβλημάτων και των μεγεθών τους, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται και η εμπλοκή τους κατά την επαφή με υπηρεσίες υγείας.

Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η διαμόρφωση ενός ιδιαίτερα ασταθούς, προβληματικού κα μεταβαλλόμενου τοπίου.

Μέσα σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο του οποίου οι όψεις θα εμφανίζονται διαρκώς στη μελέτη μας, θα μελετήσουμε το ιδιαίτερο προφίλ -ομαδικό, ιστορικό, επιδημιολογικό, ατομικό (όσο αυτό βέβαια είναι δυνατό)- της καθεμιάς θεωρούμενης ευπαθούς ομάδος (μετανάστες, πρόσφυγες κυρίως, αλλά και κακοποιημένων γυναικών, επαιτών, θυμάτων trafficking) των οποίων ο αυξανόμενος όγκος, η μη εύκολη ομογενοποίησή τους σε ομάδες -μιας και τα χαρακτηριστικά τους ποικίλλουν- τα άπειρα προβλήματα στην καταγραφή, τη μέτρηση των στοιχείων τους καθώς και στην ενσωμάτωσή τους στο νέο τόπο παραμονής και κατά την επαφή τους με τις δομές του (υγεία, ασφάλιση, εργασία), καθιστούν τις ομάδες αυτές ως τις περισσότερο δύσκολες ως προς το χειρισμό και την ένταξή τους στο πλαίσιο των δεδομένων στόχων που έχει κάθε σύστημα κοινωνικής πολιτικής, τόσο για τους ίδιους αλλά και σε ευρύτερο πλαίσιο, με σκοπό το εν λόγω σύστημα να μην καταρρεύσει.

Οι στόχοι αυτοί έχουν οριστεί ως επάρκεια-ισοτιμία (ελάχιστη, δηλαδή, φροντίδα εντός του δημοσίως χρηματοδοτούμενου πλαισίου), ως προστασία του ατομικού εισοδήματος μέσω της ασφάλισης, της αποταμίευσης και της ανακατανομής του, καθώς και της μακροοικονομικής (οι δαπάνες υγείας θα πρέπει να αποτελούν ένα αποδεκτό ποσοστό του ΑΕΠ σε κάθε περίπτωση) αλλά και της μικροοικονομικής αποτελεσματικότητας η οποία είναι πάντα αναγκαία και καθοριστική πολλές φορές. Επίσης, ο διαρκώς επιδιωκόμενος στόχος, για όσο το δυνατό μεγαλύτερη ποιότητα υπηρεσιών και ολική ποιότητα συστήματος, βρίσκει σε αυτές τις ομάδες μέγιστες δυσκολίες, επιβαρύνοντας λογικά ολόκληρο το σύστημα και σε αυτό τον τομέα, όπως και σε ζητήματα κόστους (τα οποία καταλήγουν να γίνονται δυσβάσταχτα) αλλά και στον κίνδυνο για την ίδια την δημόσια υγεία, στα βασικά και πρακτικά της πλαίσια νοούμενη. Αυτό οφείλεται στον κίνδυνο επιδημιών, λοιμώξεων, συνδρόμων κάθε μορφής που μπορούν να εξελιχθούν με αποτέλεσμα την ενδεχόμενη απειλή για τον ευρύτερο πληθυσμό, στις δομές του συστήματος κοινωνικής πολιτικής, στο σχεδιασμό – προγραμματισμό τόσο απλών ή πιο σύνθετων προγραμμάτων σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο και πόσο μάλλον στην εξάπλωση και διάχυση ευρύτερων πολιτικών, εφαρμογών ποιότητας στον τομέα υγείας, ασφάλισης, κοινωνικής πολιτικής.

Καταρχήν, ο αριθμός των ατόμων που ζουν μόνιμα και νόμιμα ή παράνομα στη χώρα μας -εκτός από αυτούς που εισέρχονται καθημερινά- δεν έχει αποτυπωθεί σε απόλυτους αριθμούς. Τούτο οφείλεται λόγω των ουσιωδών ζητημάτων τα οποία σχετίζονται με την ελληνική μεταναστευτική πολιτική, τη γραφειοκρατία, τη μη τήρηση των νόμων και τον μη υπάρχον σχεδιασμό, τακτικό και στρατηγικό, σε ένα τόσο φλέγον θέμα όχι μόνο για την υγεία μας συνολικά αλλά και για τη δομή και την ομαλή λειτουργία της χώρας μας. Στα κενά του συστήματος υγείας, το ζήτημα των μεταναστών έρχεται να τοποθετήσει μία ανεξέλεγκτη «βόμβα», υγειονομική και ανθρωπιστική.

 

Ορισμένες όψεις του προβλήματος

Τα επιδημιολογικά ,στατιστικά στοιχεία είναι τόσο ελλιπή στην Ελλάδα όσο σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Σε ορισμένες χώρες, μάλιστα, υπάρχει πλούσια και αναλυτική βιβλιογραφία καθώς και αναλυτικές στατιστικές καθώς γίνεται προσπάθεια λόγω της δράσης ανθρωπιστικών και μη κυβερνητικών οργανώσεων τόσο ως προς αυτά όσο και ως προς τις γενικότερες ενέργειες. Όσον αφορά την Ελλάδα, παρατηρούμε πως μέχρι πρόσφατα, τις κύριες δράσεις -εκτός των κρατικών υπηρεσιών- όπως και τις στατιστικές ενημερώσεις, τις παρείχαν οι «γιατροί του κόσμου» και οι «γιατροί χωρίς σύνορα».

Σε μία έρευνα των τελευταίων, το 2000, με σκοπό να επισημανθεί η ταχύτατη χειροτέρευση της κατάστασης, βλέπουμε πως τη χρονική εκείνη στιγμή ζούσαν στη χώρα μας πάνω από 1.000.000 άτομα, στην πλειοψηφία τους σε υπόγεια ή παλιά διαμερίσματα υποβαθμισμένων συνοικιών, απασχολούμενοι συνήθως σε προσωρινές ή εποχικές δουλειές, ενώ το 30% αυτών δε δήλωνε σταθερή εργασία, καθώς την πλειοψηφία τους την αποτελούσαν ανασφάλιστοι άνεργοι. Πάνω από το 60% δεν είχε άδεια παραμονής.

Πάνω από μία δεκαετία προ της ήδη μη αντιμετωπίσιμης τούτης κατάστασης, έχοντας αποκτήσει πλέον τη σημερινή της διάσταση, και τα τρία αυτά κριτήρια έχουν τεθεί από τον WHO (Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας), ότι δηλαδή θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ευαισθησία οι ανάγκες των ευπαθών ομάδων, θα πρέπει να υπάρχει άμεση ανταπόκριση στις ανάγκες του ασθενή, στην αυτονομία του, στην εμπιστευτικότητα και ακόμη περισσότερο  προάγοντας την ισοτιμία του αυτοτελούς ατόμου να είναι αυτό σε θέση να συμβάλλει το ίδιο στην χρηματοδότηση του συστήματος υγείας, ώστε να έχει πρόσβαση στις διαθέσιμες υπηρεσίες και να προστατεύεται από περιττά έξοδα υγείας. Αυτά, λοιπόν, τα κριτήρια, όχι μόνο δεν εκπληρώνονται, αλλά αντιθέτως έχουμε φτάσει στα όρια της ανθρωπιστικής, υγειονομικής, επισιτιστικής και κοινωνικής κρίσης εξαιτίας και μόνο του λόγου αυτού!

Ας δούμε ξεχωριστά το σύστημα υγείας, τη δομή και τη λειτουργία του και ας κάνουμε κάποιες συσχετίσεις. Κύρια υποστηρικτικά ζητήματα για κάθε σύστημα υγείας είναι αυτό της πρόληψης και αγωγής υγείας, των διαθέσιμων και κατάλληλων πηγών όπως και η ευρύτητα των φορέων και επαγγελματιών υγείας που ασχολούνται με αυτό. Όσον αφορά τις διαθέσιμες πηγές, αφορούν κυρίως τα δεδομένα θνησιμότητας και νοσηρότητας και τα πληθυσμιακά  δεδομένα. Όσον αφορά τα δύο πρώτα, η αποτύπωση της κατάστασης είναι γενικά καλή σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη και τον αναπτυγμένο κόσμο (απογραφές, γενική κίνηση του πληθυσμού, ΕΣΥΕ), αν και οι δημοσιεύσεις στατιστικών υπολείπονται κάπως, ιδιαίτερα ως προς ορισμένα θέματα (π.χ. νεογνική, εμβρυακή θνησιμότητα). Στα δεδομένα νοσηρότητας, όμως, που είναι και η κύρια πηγή πληροφόρησης μιας και καταγράφουν πολλές όψεις της πραγματικότητας (κίνηση θεραπευτηρίων, αρχεία καταγραφής νεοπλασμάτων, χρόνιων νοσημάτων, δηλώσεις λοιμωδών, στοιχεία κίνησης από επιδημιολογικές έρευνες, ασφαλιστικούς οργανισμούς, ένοπλες δυνάμεις, γενικούς γιατρούς), τα δεδομένα εκτός του ότι προέρχονται συνήθως από επιλογή και άρα δεν αντιπροσωπεύουν το γενικό πληθυσμό, δεν είναι ακριβή και για λόγους όπως του ότι δεν υπάρχει νομική δέσμευση καταγραφής νοσημάτων, είτε ο ασθενής είναι καταγεγραμμένος σε πολλούς οργανισμούς ή ιδρύματα είτε δεν υπάρχει ακριβής διάγνωση, οι στατιστικές είναι με βάση εξερχόμενους ασθενείς κ.ά.

Επίσης, υπάρχουν πολλοί φορείς (ασφαλιστικά ταμεία, ένοπλες δυνάμεις, εταιρείες επιστημονικές, ελεύθεροι γιατροί των οποίων τα στοιχεία δεν καταχωρούνται στην Στατιστική Επετηρίδα, παρά μόνο σε ειδικά ιατρικά περιοδικά. Το πρόβλημα γίνεται πιο έντονο, όταν φτάνουμε στην κωδικοποίηση και το συντονισμό που πρέπει να γίνει σε ανώτερο επίπεδο για την προώθηση, ταξινόμηση, διάχυση των γνώσεων δράσης και επικέντρωσης στις ομάδες – περιοχές κινδύνου. Ας φανταστούμε, λοιπόν, τι πρόσθετα προβλήματα θα προκύψουν στην επικέντρωση ή στην εφαρμογή προτύπωσης και σύγκρισης – ανάλυσης μεταξύ ομάδων για την εφαρμογή μιας δράσης, π.χ. ενός προσυμπτωματικού ελέγχου (screening) στα πλαίσια μιας δευτερογενούς πρόληψης, πρακτική συνηθισμένη στις υπηρεσίες υγείας και ιδιαίτερα χρήσιμη και εφαρμόσιμη σε ευπαθείς ομάδες, μιας και εκεί θα είναι μάλλον πιο δύσκολη τόσο η πρωτογενής (στο αρχικό στάδιο) όσο και η τριτογενής (η αποκατάσταση βλαβών και υποτροπών όταν η νόσος ή η επιδημία έχει εκδηλωθεί) η οποία θα είναι χρονοβόρα και ζημιογόνα, ενώ η αγωγή υγείας είναι πολύ δύσκολο να επιτευχθεί σε αυτές τις ομάδες, οπότε η εφαρμογή τέτοιων μεθόδων θα γίνεται όλο και πιο ευρεία.

Δυστυχώς, όμως, αν μπορούμε να αναφερθούμε στις δυσκολίες κατά την εφαρμογή της δευτερογενούς πρόληψης, στα πλαίσια της πρωτογενούς -όσον αφορά τις κατηγορίες που εξετάζουμε- τα πράγματα είναι μάλλον τραγικά. Πιο συγκεκριμένα, η εξασφάλιση υγιεινού περιβάλλοντος άψυχου (υγιεινού νερού, υγιεινής τροφής, αποχέτευσης, υγιούς αέρα, υγιούς τροφής, αποχέτευσης, αέρα, υγιούς κατοικίας, υγιούς εργασίας, ψυχαγωγίας), έμψυχου (έλεγχος ζώων, εντόμων, αρθροπόδων), όσο και του κοινωνικού (φτώχεια, ανεργία, κοινωνικός αποκλεισμός) που αποτελούν ευθύνη κατά νόμο της πολιτείας -τουλάχιστον σε κάποια τμήματα των ευπαθών ομάδων- ιδιαίτερα σε αυτά που διαβιούν σε δύσκολες συνθήκες (ανασφάλιστοι, χωρίς άδεια παραμονής), είναι εξαιρετικά προβληματική ή και ανύπαρκτη.

Ακόμη, το ζήτημα της ανοσίας που αφορά την πρωτογενή πρόληψη και το οποίο επιτυγχάνεται με τους εμβολιασμούς κυρίως, εκτός από τις συνηθισμένες δυσχέρειες του γηγενούς πληθυσμού (φόβος πόνου, παρενεργειών, κ.ά.), εδώ βρίσκει και τους λόγους της απόκρυψης, της αποφυγής επαφής με τις κρατικές υπηρεσίες υγείας ή ακόμη και θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η δε αγωγή υγείας, η οποία στην Ελλάδα δεν έχει προχωρήσει όσο θα έπρεπε (ενημέρωση για το κάπνισμα, το αλκοόλ, τη διατροφή-άσκηση, την οδοντική υγιεινή, τα ναρκωτικά, την ασφαλή οδήγηση κ.ά.), αν και είναι πολύ σημαντική διότι οδηγεί σε αλλαγή στάσεων και τελικά συμπεριφοράς, βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο όσον αφορά το εξεταζόμενο θέμα.

Η εν λόγω αγωγή -λόγω της σημαντικότητάς της- απαιτεί κεντρικό σχεδιασμό, ανάλυση, δημοσιοποίηση, ευαισθητοποίηση, διάχυση πληροφοριών, εκπαίδευση και συμμετοχή των εμπλεκομένων σε όλα τα στάδια (γιατροί, εκπαιδευτές, εκπαιδευτικοί, επισκέπτες υγείας, κοινότητα, νοσηλευτές, ερευνητές κ.ά.), επαφή με την κοινότητα, έρευνες, διαφημίσεις, υλικό ενώ οφείλει να συνοδεύεται από μέτρα είτε εξαναγκαστικά (όπως π.χ. η φθορίωση του νερού) -για τα οποία πολλές φορές εγείρονται ηθικά ζητήματα και χρειάζεται ηθική διαβούλευση πριν εφαρμοσθούν- είτε περιορισμός των επιλογών (π.χ. οι φόροι στα οινοπνευματώδη ή στα τσιγάρα, ο περιορισμός του δημόσιου καπνίσματος), είτε με έλεγχο του περιβάλλοντος (θέματα ρύπανσης, ακτινοβολίας).

Επειδή, όμως, τα προγράμματα αγωγής υγείας απαιτούν μακροχρόνιες διαδικασίες για την αλλαγή της συμπεριφοράς, επειδή ακόμη κι η αξιολόγησή τους είναι δύσκολη και κυρίως, επειδή οι πεποιθήσεις και οι στάσεις γύρω από την υγεία αναπτύσσονται στα αρχικά (οικογένεια) και μετέπειτα (σχολείο, παρέες, μέσα επικοινωνίας, περίγυρος κοινωνικός), η ενσωμάτωση των όποιων μηνυμάτων πρέπει να επιδιώκεται μέσω αυτών. Ας φανταστούμε σε αυτό το πλαίσιο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι μεταναστευτικές ομάδες όταν αλλάζουν τόπο και τρόπο διαμονής, με διαφορετικά στερεότυπα, τα όποια και αν ακόμα ενστερνιστούν, συνήθως δεν έχουν τα μέσα και την ευχέρεια να ενσωματωθούν.

Όσον αφορά το ζήτημα της αγωγής υγείας γενικότερα, σημαντικός είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτών ώστε να θεωρούνται «έγκυροι», να εκλαμβάνεται η μετάδοση ως αξιόπιστη ενώ ο τρόπος θα πρέπει να είναι άμεσος και όχι αλαζονικός, άρα η εκπαίδευση θα πρέπει να είναι πρόσθετη για όσους ασχοληθούν με μεταναστευτικές ομάδες και καλό είναι να επιδιώκεται η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη «προώθησή τους» από απλούς επαγγελματίες υγείας προς αυτούς. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι η αγωγή, ακόμη και η πρωτογενής πρόληψη, είναι πάντοτε καλύτερη από τη θεραπεία για τους λόγους ότι θεωρείται η πρώτη γραμμή άμυνας, ενώ η νόσος, εάν φτάσουμε έως αυτή, θεωρείται ήδη πηγή δυστυχίας. Η υγεία αποτελεί προϋπόθεση για όλες τις κοινωνικοοικονομικές δραστηριότητες, και μέσω αυτής μπορούμε να επιτύχουμε καλύτερους δείκτες νοσηρότητας, θνητότητας και άρα καλύτερη υγεία και τέλος -και το πιο σημαντικό- προλαβαίνουμε τα μεγαλύτερα κόστη της θεραπευτικής αντιμετώπισης από νόσους, επιδημίες, σύνδρομα, κ.ά.

Φορείς που εμπλέκονται στον τομέα αγωγής υγείας είναι, ενδεικτικά, τα Υπουργεία Υγείας, Παιδείας, Δημόσιας τάξης, Εθνικής Άμυνας, Εργασίας, Γεωργίας, Νέας Γενιάς, η Ελληνική αντικαρκινική εταιρεία, η Εταιρεία Κοινωνικής Ιατρικής, η Ελληνική Εταιρεία διατροφής, Προληπτικής Ιατρικής, Ιατρικά Τμήματα Πανεπιστημίων, τα εργαστήρια δημόσιας Υγείας, το Κ.Ε.Ε.Λ.-ΠΝΟ, η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι Περιφέρειες.

Παρόλα αυτά, τα αποτελέσματα δεν είναι τα επιθυμητά αναγόμενα σε συγκρίσεις με την υπόλοιπη Ευρώπη και τον αναπτυγμένο κόσμο, ιδιαίτερα στον τομέα των ευπαθών ομάδων.

Στις εξεταζόμενες ομάδες εντοπίζονται τα περισσότερα προβλήματα σε σχέση με το γηγενή πληθυσμό όσον αφορά την αξιοπιστία, την έγκυρη μέτρηση – καταγραφή και τη σύγκριση ως προς το επιδημιολογικό τους προφίλ. Το παρατηρητήριο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που ασχολείται με τις εθνικές πολιτικές καταπολέμησης του αποκλεισμού δέχεται ότι «κοινωνικός αποκλεισμός μπορεί να θεωρηθεί η παρεμπόδιση απορρόφησης κοινωνικών και δημόσιων αγαθών», δηλαδή, η άρνηση ή η μη πραγματοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων, ενώ στη έρευνα της Ε.Ε. με το ίδιο αντικείμενο ορίζεται ως η «προοδευτική διαδικασία περιθωριοποίησης που οδηγεί σε οικονομική εξαθλίωση και σε διάφορες μορφές κοινωνικής και πολιτισμικής μειονεκτικότητας».

Σε μία μεγάλη και σοβαρή μελέτη (GEIGER – 1998), κατά την οποία περιγράφεται η κατάσταση υγείας των μεταναστών από διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, προκύπτει ότι οι μετανάστες συνήθως υποφέρουν από αντιδραστικές ψυχιατρικές νόσους (κατάθλιψη, αντικοινωνικές συμπεριφορές, αγχώδεις διαταραχές) και εργατικά ατυχήματα, αν και η υγεία τους συνήθως συγκλίνει όλο και περισσότερο με εκείνη της φιλοξενούμενης χώρας, όπως και η πολιτισμική προσαρμογή, ιδίως ως προς την καθημερινή διαχείριση προβλημάτων, παρατηρείται να αυξάνεται ανάλογα με το χρόνο παραμονής.

Επίσης, βρέθηκε ότι οι μετανάστες συνήθως προέρχονται από χώρες με χαμηλή υγειονομική επιτήρηση. Η κατάσταση του «υγιούς εργάτη» η οποία παρατηρείται με την πρώτη όψη κατά την είσοδο στη χώρα υποδοχής, δε συνεπάγεται ότι θα διαρκέσει, μιας και το κοινωνικό περιβάλλον συνήθως θα την επηρεάσει προς το χειρότερο. Αν και οι μετανάστες, και ειδικά οι πρόσφατα εισερχόμενοι, είναι λιγότερο πιθανό να έχουν χρόνια νοσήματα ή αναπηρίες σε σχέση με το γηγενή πληθυσμό. Οι συνθήκες που αφήνουν πίσω τους και η νέα αρχή με βάση την αβεβαιότητα καθώς και η μειονεκτική θέση στην οποία θα περιέλθουν σε εργασίες ανειδίκευτες, χειρωνακτικές, χωρίς πολλές φορές την απαραίτητη υγιεινή, επιδρά και στην υγεία τους.

Η ίδια η μετανάστευση έχει πολλούς ορισμούς, συνήθως ως μετάβαση ατόμων από μία κοινωνία σε άλλη ή κάθε γεωγραφική μετακίνηση αριθμού ατόμων ή μετακίνηση ανθρώπινου ή εργατικού δυναμικού και ο διαχωρισμός γίνεται συνήθως ανάλογα με τους λόγους (εκπαίδευση, κατάρτιση, λόγους επαγγελματικούς, μετανάστευση με στόχο τη μόνιμη κατοικία, εργάτες που μετακινούνται για μη μόνιμο διάστημα ή για να τελέσουν κάποιο έργο, οι μετανάστες που καταλήγουν στη χώρα μας αναζητώντας ιατρικές υπηρεσίες που δεν υπάρχουν στις δικές τους και βέβαια, η παράνομη μετανάστευση η οποία σήμερα, δυστυχώς, αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία όσων εισέρχονται ή επιχειρούν να μπουν στη χώρα).

Τις πιο πολλές φορές, εκείνοι που είναι σε θέση να μεταναστεύσουν δεν είναι οι φτωχότεροι ή οι πιο αποκλεισμένοι, αλλά αυτοί που έχουν μια ορισμένη εκπαίδευση, μιας μορφής «προϋπηρεσία» στη χώρα καταγωγής και συχνά έχουν σχέσεις με άλλα μεταναστευτικά δίκτυα στην χώρα υποδοχής. Τα στοιχεία που παρατέθηκαν παραπάνω -από τους «γιατρούς χωρίς σύνορα και τους «γιατρούς του κόσμου»- δυστυχώς φαίνεται να είναι τα πληρέστερα, αν κι έχει παρέλθει πολύς χρόνος και αυτό φανερώνει την αποσπασματικότητα κάλυψης του φαινομένου σε σχέση με την πολύ πιο πλούσια βιβλιογραφία στις χώρες της Ευρώπης που και αυτές αντιμετωπίζουν το ζήτημα -και μάλιστα με οξύ τρόπο- αλλά σε αυτές τις χώρες τα στατιστικά στοιχεία είναι ευρύτερα συγκριτικά με τους περισσότερους φορείς και αλλά και έρευνες, σημάδι μάλλον και της συνολικότερης κάλυψης.

Το μόνο ελαφρυντικό για την χώρα μας αποτελεί το γεγονός ότι οι μετανάστες -και μάλιστα στην σημερινή έκταση- είναι κάτι πρωτόγνωρο σε σχέση με τις υπόλοιπες Ευρωπαϊκές χώρες. Ιδιαίτερα για τις γυναίκες, οι έρευνες δείχνουν μεγαλύτερα ποσοστά κινδύνου για χρόνιες παθήσεις και χρήση υπηρεσιών υγείας, ιδιαίτερα οι παράνομα διαμένουσες λόγω των οικογενειακών ευθυνών, της σκληρής δουλειάς ή της ανεργίας και του νέου περιβάλλοντος (άλλη γλώσσα, ήθη και έθιμα). Ο τεράστιος αριθμός των παράνομων μεταναστών κάνει αδύνατο τον ακριβή υπολογισμό τους και επομένως το σχεδιασμό για την αντιμετώπιση των ζητημάτων. Οι απαιτήσεις υγείας αυτών των ευπαθών ομάδων αυξάνονται καθημερινά και καθιστούν τις εξειδικευμένες επιδημιολογικές πληροφορίες, την αξιοπιστία, την πρόσβαση, την επιδημιολογική επιτήρηση για τον έλεγχο επιδημικών συνδρόμων ή μεταδοτικών νόσων, απολύτως αναγκαίες.

Τον τελευταίο καιρό, ορισμένες αναγκαίες παρεμβάσεις στη νομοθεσία, ως προς την επαφή τους με τις υπηρεσίες υγείας αλλά και τα όποια περιθώρια νομιμοποίησης, έδωσαν μία ανάσα, τουλάχιστον στο νόμιμο τμήμα τους, ώστε να αποκτήσει υγειονομικό status. Χρειάζεται, όμως ακόμη, να γίνουν πολλά σε τομείς όπως η αγορά εργασίας, η πληροφόρηση, η εκπαίδευση, η νομιμοποιητική δυνατότητα υπό συγκεκριμένα και όχι διαρκώς μεταβαλλόμενα νομοθετικά πλαίσια, όπως καλύτερος συντονισμός υπηρεσιών και επίλυση θεμάτων που αφορούν τη διασύνδεση της προϋπάρχουσας κατάστασής τους (γλώσσα, θρησκεία, ήθη) ώστε να διευκολυνθούν οι αρμόδιοι και να γίνει ακόμη καλύτερη η ποιότητα των όποιων παρεχόμενων υπηρεσιών.