Απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Τακτικού
«Θεσμοί και εφαρμογές της κοινωνικής οικονομίας»
Η κοινωνική οικονομία σε κάθε μορφή και σε κάθε φάση της εξέλιξης της, από τις παραδοσιακές μορφές της αχρήματης οικονομίας μέχρι τις σημερινές σύνθετες μορφές συνεταιριστικής επιχειρηματικότητας, απαιτούσε συλλογική συνείδηση, αλληλεγγύη και ανεπτυγμένη αντίληψη συνεργατισμού, μεταξύ κάθε κοινότητας που θέλει να την εφαρμόσει.
Προπομπός και εκφραστής αυτής της διαδικασίας σε οργανωμένες μορφές, ήσαν πάντα οι εθελοντικοί φορείς και οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών. Έτσι, κάθε τοπική κοινωνική συλλογικότητα, ανθρωπιστικού, πολιτιστικού ή περιβαλλοντικού στόχου και χαρακτήρα, μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας συνεργατικής δραστηριότητας σε οικονομικό επίπεδο για την παραγωγή ή διανομή αγαθών και υπηρεσιών.
Αναδρομικά μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι, ανθρωπιστικές, θρησκευτικές, πολιτιστικές κοινότητες και εθνοτικές κοινότητες της διασποράς αποτέλεσαν πολλές φορές την βάση για να αναπτυχθεί η αλληλέγγυα οικονομία για να αντιμετωπίσουν την μειονεκτική τους θέση και αυτό έδωσε στην συνέχεια συγκριτικά πλεονεκτήματα ανάπτυξης σ’αυτές τις κοινότητες.
Έτσι, οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών είτε ως αδύναμες και κοινωνικά αποκλεισμένες ομάδες, είτε μέσω των ιδρυμάτων αλληλεγγύης έγιναν συνεργατικές για να αντιμετωπίσουν τον αποκλεισμό και την ανθρωπιστική κρίση. Στην εποχή μας, η εξάπλωση των κοινωνικών δικτύων αποκτά μεγάλες διαστάσεις με την άνοδο της πληροφορικής και του internet καθώς η ευκολότερη χρήση της επικοινωνίας διευκολύνει τις ανθρωπιστικές καμπάνιες.
Ένας άλλος τεχνολογικός παράγοντας είναι η συντελούμενη Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση με επίκεντρο την κατανεμημένη ενέργεια στις κοινότητες και πολίτες μέσω της τεχνολογίας των ήπιων μορφών.
Με δεδομένο την βελτίωση της ικανότητας και ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης η κοινωνία των πολιτών αρχίζει να γίνεται καταλυτικός παράγοντας στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας. Η μεγάλη ποσοτική και ποιοτική αύξηση των οργανώσεών της, την καθιστά σημαντικό παράγοντα απέναντι στα κράτη και την κοινωνία. Παράλληλα η οικολογική αφύπνιση, ο ακτιβισμός απέναντι στην ανεργία και την φτώχεια, έφεραν στο προσκήνιο πρακτικές που όταν εφαρμόζονται για μακρύ διάστημα οδηγούν στην κοινωνική οικονομία. Ο συνεργατικός τομέας είναι ο μόνος τομέας που προσφέρει νέες θέσεις εργασίας.
Παρά αυτή την συμβολή της στις παγκόσμιες εξελίξεις, λίγοι είναι εκείνοι οι στοχαστές που έχουν προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσουν αυτές τις κοινωνικές τάσεις και να ερευνήσουν σε βάθος αυτό που φέρνει η κοινωνία πολιτών. Είναι μειοψηφία ακόμη εκείνοι που έχουν αναγνωρίσει την ικανότητά της για μια νέα προοδευτική κοινωνική ατζέντα , το νέο επικοινωνιακό της ρόλο ώστε να προαχθεί η χειραφέτηση, ο εκδημοκρατισμός των πολιτικών θεσμών εκ θεμελίων προς όφελος των ίδιων των πολιτών.
Υπάρχει όμως μια σημαντική βάση κοινωνικών ακτιβιστών που αναγνωρίζουν την παγκόσμια τάση της κοινωνίας πολιτών που αποκαλείται «παγκοσμιοποίηση από τα κάτω», κι αυτή την τάση θα επιχειρήσουμε να ανιχνεύσουμε στο Β μέρος αυτού του βιβλίου.
Επιπλέον θα εξετάσουμε την κοινωνία πολιτών ως ολότητα, δηλαδή σαν μια ενότητα με συγκλίνουσα ιστορική ροή που καθορίζει το μέλλον της ανθρωπότητας.
Στο ερώτημα, μπορεί να υλοποιηθεί το όραμα της «παγκοσμιοποίησης από κάτω» και πως;
Η απάντηση είναι ότι ήδη υπάρχει μια ισχυρή παγκόσμια κοινωνία των πολιτών, η οποία να συσπειρώσει διεθνώς το 60% των οργανώσεων ανά τον κόσμο. Οι οργανώσεις αυτές δηλώνουν ότι επιθυμούν να δημιουργηθεί μόνιμη Συνέλευση της Παγκόσμιας Κοινωνίας Πολιτών, όπως για παράδειγμα το παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ ή ακόμα τη δημιουργία Κοινωνικού Φόρουμ στο εσωτερικό των Ηνωμένων Εθνών αφού οι στόχοι των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών ανά την υφήλιο είναι λίγο πολύ κοινοί. Κατά δεύτερον πόσο μπορούν να δημιουργηθούν περιφερειακές δομές ενότητας.
Πάντως εάν θέλουμε να δούμε ορισμένα σημεία,το 70% των οργανώσεων διεθνώς ζητά τη διαγραφή του χρέους των χωρών του Τρίτου κόσμου.
Το 60% ζητά ειρήνη, δικαιοσύνη, πυρηνικό αφοπλισμό, και επιτάχυνση των διαδικασιών για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Το 50% ζητά περισσότερη βοήθεια για την ανάπτυξη του Τρίτου κόσμου, ενδυνάμωση της διεθνούς δημοκρατίας, ενίσχυση του ρόλου των ΜΚΟ, στήριξη του δίκαιου εμπορίου και της ηθικής οικονομίας.
Το 45% ζητά προστασία του περιβάλλοντος, σεβασμό του πρωτόκολλου του Κιότο και δημιουργία Διεθνούς οργάνωσης για το περιβάλλον. Ακόμη μία φορά η ιδιαιτερότητα των περιβαλλοντικών θεμάτων και εκστρατειών φαίνεται να είναι αποδεκτή σε περιορισμένο βαθμό από τα παγκόσμια κινήματα.
Το 43% ζητά τη δημιουργία μόνιμης ειρηνευτικής δύναμης peace- του ΟΗΕ, εξισορρόπηση των σχέσεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, όρια στις πολυεθνικές εταιρίες, προστασία των δικαιώματα των εργαζομένων κι αναγνώριση των κοινωνικών δικαιωμάτων των μεταναστών.
Το 39% ζητά έλεγχο της παγκόσμιας οικονομίας .
Το 30% ζητά να συμπεριληφθούν αντιπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών στο εσωτερικό σύστημα του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΠΟΕ και του ΟΗΕ.
Τα ενδεικτικά αυτά στοιχεία δείχνουν κάποιες από τις γενικές τάσεις της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών.
Το βάθος των διεργασιών που γίνονται αυτή την περίοδο στις αρχές του 21 αιώνα είναι ένα νέο παγκόσμιο φαινόμενο που οφείλουμε να ανιχνεύσουμε.
ΚΡΑΤΟΣ – ΑΓΟΡΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ
Η θεωρία της κοινωνίας πολιτών σε αντίθεση με το κράτος και την αγορά, παρά τις ποικίλες αναφορές, είναι ένας τομέας όπου δεν έχουν γίνει ακόμη οι απαραίτητες επεξεργασίες σε βάθος για τη σημασία του. Αυτό συμβαίνει ενδεχομένως και εξαιτίας του γεγονότος ότι οι συστημικοί διανοούμενοι, που εξαρτώνται ακόμη σε μεγάλο βαθμό από το κράτος και την αγορά, δεν έχουν πάρει ανάλογες κατευθύνσεις. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει πλήθος αποσπασματικών αναφορών σε άρθρα αλλά ταυτόχρονα περιορισμένη βιβλιογραφία.
Ας ξεκινήσουμε από την περίοδο διαφωτισμού και τις παραδοχές σύμφωνα με τις οποίες οι μεγάλοι στοχαστές της νεωτερικότητας, αναγνωρίζουν τρείς καθολικότητες ως ρυθμιστικούς παράγοντες της κοινωνικής πραγματικότητας: το κράτος, η αγορά και η κοινωνία των πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται ότι συγκλίνουν σχεδόν όλοι οι κλασικοί της πολιτικής θεωρίας και σκέψης, όπως οι Τζον Λοκ, Άνταμ Σμιθ, Ρουσσώ, Χέγκελ, Μαρξ, Τοκβίλ, Γκράμσι κ.ά. και καταπιάνονται ακριβώς με τις σχέσεις και αλληλουχίες που αναφέρονται σε αυτές τις καθολικότητες οι οποίες ενώνουν τις κοινωνίες προς μια γενική κατεύθυνση και ορίζουν εν πολλοίς τις τύχες την πορεία της ανθρωπότητας.
Ωστόσο, αναφορικά με αυτές τις καθολικότητες, μόνον το κράτος και η αγορά, μπορούν να θεωρηθούν οι «μεγάλες ρυθμιστικές δυνάμεις», που καθόρισαν γενικά τις κοινωνικές εξελίξεις στο κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύστημα του καπιταλισμού καθ’ όλη τη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων της πρώτης και δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης.
Παρά το αισιόδοξο ρεύμα του διαφωτισμού για τον ρόλο των ενεργών πολιτών, σε όλη αυτή την περίοδο, η κοινωνία πολιτών ως ολότητα, είχε μόνον αναλαμπές στο προσκήνιο της ιστορίας κάθε φορά που εκδηλώθηκαν και υπήρξαν αυθόρμητα κοινωνικά κινήματα.
Υπήρχε δηλαδή δυναμική παρουσία μόνο κατά τη διάρκεια των επαναστατικών περιόδων, ενώ πάντοτε αυτά τα κινήματα στη συνέχεια υποτάχθηκαν δια μέσου των κομμάτων, στην εξουσία του κράτους ή εξουδετερώθηκαν από την ηγεμονία της αγοράς. Έτσι, η κοινωνία των πολιτών στο διάστημα της πρώτης και της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης εμφανίζεται ως ένας χώρος που περισσότερο χρησιμοποιείται και σύρεται από τις κομματικές ηγεσίες και δεν διαμορφώνει πολιτική με την έννοια της αυτονομίας και της αυτοδιαχείρισης. Κάπως έτσι διαψεύστηκαν ιστορικά οι στοχαστές που υποστήριξαν πρώιμα αυτές τις ιδέες της κοινωνικής απελευθέρωσης.
Αντίθετα, όλη αυτή η περίοδος χαρακτηρίζεται από την ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας και της παραγωγής, μια δομή που δεν επιτρέπει την αυτόνομη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών πέρα από το συνδικαλισμό και τη συντεχνιακή αντίληψη και οργάνωση της κοινωνίας. Μ’ αυτό τον τρόπο είχαμε την υποταγή στον κομματισμό και στην συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Ως εκ τούτου λοιπόν και ο ρόλος της κοινωνίας δεν μπορούσε να είναι ανεξάρτητος και πρωταγωνιστικός.
Ο ρόλος της από ανταγωνιστική σκοπιά περιοριζόταν στη δημιουργία συναίνεσης και ενσωμάτωσης στο πλαίσιο του έθνους-κράτους ή ως έκφραση οργανωμένων μειοψηφιών διαφόρων κοινωνικών ομάδων αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για κάθε είδους λομπίστες.
Έτσι, οι θεωρητικές αναφορές στην κοινωνία των πολιτών σε ελάχιστες περιπτώσεις διαχωρίζονται από την επίδραση του κράτους και της αγοράς κι αυτό γιατί οι θεσμοί της ήταν πιο ανίσχυροι σε σχέση με τις δύο άλλες καθολικότητες.
Η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση με το συγκεντρωτισμό στην παραγωγή, στην άντληση και τη διάθεση της ενέργειας δεν άφησε σημαντικά περιθώρια. Από την άλλη πλευρά, ο κατακερματισμός των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών σε ομάδες θεματικού ενδιαφέροντος και συντεχνιακών συμφερόντων, ασφαλώς δεν επέτρεπε στις οργανώσεις αυτές να θέτουν ανεξάρτητα ζητήματα συλλογικής κοινωνικής έκφρασης και αυτονομίας πέραν των μηχανισμών κομμάτων και του κράτους.
Σήμερα μπορούμε ασφαλέστερα ωα αντιληφθούμε ότι, ο κατακερματισμός των οργανωμένων μειοψηφιών εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί ακόμη την ηγεμονία του κράτους και της αγοράς και τις αντίστοιχες δυνάμεις και ελίτ και τους λομπίστες που ηγεμονεύουν στην κοινωνία ιδεολογικά και πολιτικά.
Τα πράγματα αλλάζουν ριζικά με την έλευση της παγκοσμιοποίησης, την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και διαδικτύου, από τη μία πλευρά, και από την άλλη, την ανάδυση των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων, την κλιματική αλλαγή, τις μεγάλες ανισότητες, τη διόγκωση της παγκόσμιας φτώχειας. Αυτές οι συνθήκες εγείρουν και κινητοποιούν, παράλληλα, πληθώρα μικρών και μεγάλων οργανώσεων, με μεγάλη επικοινωνιακή εμβέλεια, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να λογοδοτούν απέναντι σε αυτά τα ζητήματα και να παραχωρούν απρόθυμα βέβαια σημαντικά δικαιώματα.
Η κρίση, από την άλλη πλευρά, των γερασμένων δομών της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και η ανάγκη προσαρμογής στα νέα τεχνολογικά δεδομένα απελευθερώνουν κοινωνικές δυνάμεις ενεργών πολιτών. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι πολλαπλασιάζουν τις ομάδες πίεσης προς την εξουσία και κατ’ αυτό τον τρόπο η κοινωνία των πολιτών γίνεται καταλυτικός παράγοντας στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας.
Η επιρροή βέβαια εξαρτάται από την ποσοτική άνοδο και την ποιοτική συγκρότηση κάθε φορά των συλλογικοτήτων που εκφράζονται ως ενιαίο κίνημα.
Μπροστά στο φάσμα της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης η οικολογική αφύπνιση, η διεύρυνση της κοινωνικής οικονομίας και το αίτημα της πράσινης ανάπτυξης, όπως αναδείχθηκε τα τελευταία χρόνια, είναι ορισμένα από τα σημεία των καιρών, που αλλάζουν τα δεδομένα αναφορικά με τις πολιτικές προτεραιότητες που θέτει η ίδια κοινωνία σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η νέα καθολικότητα της ΚτΠ γεννιέται ακριβώς μέσα από τη μεγάλη αντίθεση ανάπτυξης των επικοινωνιακών δυνατοτήτων σε επίπεδο διαδικτύου και αυτο-οργάνωσης των ενεργών πολιτών και από τις μειούμενες προσφορές του έθνους-κράτους σε κοινωνική ασφάλεια, εξασφάλιση απασχόλησης και κοινωνικών παροχών, παράλληλα με τις πιέσεις που ασκούνται στο κράτος από την οικονομική παγκοσμιοποίηση. Το αίτημα λοιπόν της παγκοσμιοποίησης από τα κάτω, είναι μια πρώιμη εκδήλωση της παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών.
Η ισχύς γεννιέται επίσης μέσα από τις απεριόριστες και προσιτές επικοινωνιακές εφαρμογές του διαδικτύου που αξιοποιούν οι κάθε μορφής συλλογικότητες και οι οποίες αποκτούν ολοένα και πιο δραστήριο ρόλο στην επικοινωνιακή διαμεσολάβηση, με την μορφή της δημοσιογραφίας πολιτών και των ανεξάρτητων μπλόγκερς που ανταγωνίζονται την μονόπλευρη ενημέρωση της εξουσίας του κράτους και των κομμάτων.
Παράλληλα, η υλική βάση της ανάπτυξης της νέας καθολικότητας της κοινωνίας των πολιτών είναι, τα μετρήσιμα μεγέθη της κοινωνικής οικονομίας και της τάσης προς την πράσινη πολιτική, που επιβάλλεται πλέον επίσημα στην πολιτική ατζέντα των ανεπτυγμένων χωρών και ιδιαίτερα της Ευρώπης. Αυτή η νέα υλική βάση της κοινωνικής οικονομίας, που διαρκώς μεγεθύνεται σε μια αμφίδρομη σχέση με το λεγόμενο «κοινωνικό κεφάλαιο», δημιουργεί και τις προϋποθέσεις αυτονομίας σε πρωτοβουλίες για την κοινωνική και πράσινη επιχειρηματικότητα. Σε πρωτοβουλίες συνεργατισμού και αλληλεγγύης με εργαλείο την συνεταιριστική πρακτική.
Μολονότι η κοινωνία των πολιτών εκφράζεται μέχρι στιγμής μέσα από ένα τεράστιο μωσαϊκό οργανώσεων, διαφέρει ριζικά από το παρελθόν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα συγκυριακό φαινόμενο, όπως γνωρίζουμε από τις προεπαναστατικές περιόδους, π.χ. της Γαλλικής ή της Ρωσικής Επανάστασης και αργότερα του Γαλλικού Μάη.