Κοινωνική οικονομία και εργασιακές σχέσεις, του Απόστολου Καψάλη

Κοινωνική – Αλληλέγγυα Οικονομία
Οι εργασιακές σχέσεις που αναπτύσσονται στο πλαίσιο της κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας συνθέτουν ένα πολύ δύσκολο και ευαίσθητο ζήτημα.

Είναι γεγονός ότι αυτό το ειδικότερο θέμα δεν έχει απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό τη θεωρία στην Ελλάδα, ακριβώς γιατί και το φαινόμενο των εναλλακτικών μορφών επιχειρηματικότητας και απασχόλησης μόλις τα τελευταία χρόνια κάνει σοβαρά την εμφάνισή του στη χώρα μας.

Πρέπει να γίνουν, εξ αρχής, δύο απαραίτητες επισημάνσεις:

• Πρώτον, δεν είμαι ειδικός στα ζητήματα των εργασιακών σχέσεων που αναπτύσσονται στα πλαίσια δομών ή επιχειρήσεων κοινωνικής.
• Δεύτερον, στον βαθμό που θα αναφερθώ σε εμπειρίες ή διαπιστώσεις από το εξωτερικό δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση κάτι τέτοιο να ειδωθεί σαν απόπειρα μεταφοράς ή εισαγωγής μοντέλων ή πρακτικών στην ελληνική περίπτωση.

Άλλωστε, η κοινωνική οικονομία είναι άρρηκτα συνυφασμένη με το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον στον τόπο και στον χρόνο που αναπτύσσεται. Συνακόλουθα και το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας θα πρέπει να διερευνηθεί λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης επίθεσης στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα στην εποχή του μνημονίου και στο σημερινό περιβάλλον ύφεσης και ανεργίας στο πειραματόζωο που λέγεται Ελλάδα.

Τέλος, η εισήγηση αυτή δεν αφορά στις «εξωτερικές» εργασιακές σχέσεις που θα συναφθούν ενδεχομένως με τους «επωφελούμενους» της δραστηριότητας της κοινωνικής επιχειρηματικής οντότητας ή δομής, αλλά σχεδόν αποκλειστικά με αυτές που αφορούν στο εσωτερικό αυτών, από στελέχη ή από τους εκτελούντες το έργο τους.

Ι. Το ερώτημα 

Το κεντρικό ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί είναι αν είναι αυθεντικές εργασιακές οι σχέσεις που αναπτύσσονται στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας και, εάν ναι, από ποιους κανόνες δικαίου θα πρέπει να διέπονται αυτές οι σχέσεις;

Στο ερώτημα αυτό οι επιχειρούμενες απαντήσεις διαμορφώνουν τρεις τάσεις.

Η πρώτη τάση, η οποία είναι αρκετά διαδεδομένη όχι μόνο στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ, αλλά και μεταξύ στελεχών και μελών της αριστεράς, συμπυκνώνεται στα εξής:

λόγω της κατά κανόνα απουσίας αγοραίας λογικής και επιδίωξης στην πλειοψηφία των κοινωνικών επιχειρήσεων, το στελεχικό προσωπικό τους δεν είναι αυθεντικοί ή κοινοί εργαζόμενοι, αλλά εθελοντές του κοινωνικού κινήματος, αφοσιωμένοι στα (και αφομοιωμένοι από τα) ιδανικά και τις αξίες του οργανισμού στον οποίο παρέχουν τις υπηρεσίες τους.

Άρα δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται αυστηρά ή και καθόλου οι κανόνες της (κοινής) εργατικής νομοθεσίας. Σε αυτήν την προσέγγιση χωρούν δύο ειδών ενστάσεις:

1. Πόσο εθελοντική και αυθεντική είναι στην πραγματικότητα η επιλογή της ενασχόλησης με την κοινωνική ή αλληλέγγυα οικονομία στο σημερινό απάνθρωπο κοινωνικό περιβάλλον και σε συνθήκες αυξημένης ανεργίας, συρρίκνωσης του δημόσιου τομέα και επιβολής μιας νέας κουλτούρας γύρω από την απασχόληση σε αυτόν, αλλά και ευρύτερα γύρω από την απασχόληση σε τομείς, επαγγέλματα και ειδικότητες με έντονη τη διάσταση της «κοινωνικής ωφελιμότητας»;

Έτσι, επιχειρείται να διαπαιδαγωγηθούν οι νέες γενιές και να αφομοιώσουν ένα νέο μοντέλο λειτουργίας του δημοσίου τομέα, το οποίο ήδη αναπροσαρμόζεται ραγδαία στη βάση των αξιών της πλέον ακραίας ιδιωτικοοικονομικής φιλοσοφίας και το οποίο φιλοδοξεί να μεταλλάξει ακόμη και το περιεχόμενο των οικείων σπουδών και των επιστημονικών πειθαρχιών των επίδοξων δημόσιων λειτουργών.

Ο νέος, ιδιαίτερα, φοιτητής ή επιστήμονας που ονειρεύεται να δραστηριοποιηθεί για παράδειγμα στον χώρο της ψυχικής υγείας. έχει ήδη κατανοήσει ότι δεν πρόκειται να συμβάλλει στην παροχή υπηρεσιών που απορρέουν από την υποχρέωση του κράτους να εγγυάται την ικανοποίηση του οικείου θεμελιώδους –και συχνά συνταγματικά κατοχυρωμένου– δικαιώματος από δημόσιες υπηρεσίες ή δομές με αμιγώς κρατική οικονομική χρηματοδότηση.

Ως εκ τούτου, η πραγματική ή απατηλή έξοδος από (ή η πρόσκαιρη αποφυγή εισόδου σε) μια σχεδόν βέβαιη κατάσταση παρατεταμένης μη απασχόλησης/ανεργίας, ο εμπλουτισμός του βιογραφικού σημειώματος και η εξασφάλιση ελάχιστων εσόδων στα όρια της επιβίωσης συνιστούν βιοτικής σπουδαιότητας ανάγκες, οι οποίες τον υποχρεώνουν στην αναζήτηση τρόπων για την εμπλοκή του σε δραστηριότητες του πεδίου που τον ενδιαφέρει.

Και επειδή προσλήψεις στο δημόσιο ιδίως στην Ελλάδα του μνημονίου σχεδόν απαγορεύονται, η αναζήτησή του περιορίζεται αποκλειστικά στον ιδιωτικό ή στον «τρίτο τομέα».

2.    Εάν ίσχυε η υπό εξέταση άποψη δεν θα είχαμε πολλές δικαστικές διαμάχες πρώην «εθελοντών» σε ΜΚΟ και ευρύτερα σε επιχειρήσεις του «τρίτου τομέα» με τις οποίες οι προσφεύγοντες διεκδικούν την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στην περίπτωσή τους. Οι εκβάσεις τέτοιων δικαστικών υποθέσεων είναι μεν αντιφατικές σε πολλές περιπτώσεις, αλλά πιστοποιούν ότι προκύπτει ένα φλέγον ζήτημα, εφόσον μεγάλος αριθμός εργαζομένων προσφεύγει στη δικαιοσύνη.

Η δεύτερη τάση, αρκετά ορθόδοξη και ανελαστική, θεωρεί ότι ανεξάρτητα από ιδεολογικές ταυτίσεις του εθελοντή με την κοινωνική επιχείρηση στην οποία είναι ενταγμένος, ανεξάρτητα από αμοιβή ή υλικές διευκολύνσεις και ανταλλάγματα που λαμβάνει ή δεν λαμβάνει, προκύπτουν σημαντικά θέματα, όπως:

• ποιος ευθύνεται για την υγιεινή και την ασφάλεια στο χώρο απασχόλησης;
• τι γίνεται σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος / επαγγελματικής ασθένειας;
• από ποιο κοινωνικοασφαλιστικό σύστημα καλύπτεται ή πρέπει να καλύπτεται ο απασχολούμενος;
• ο χρόνος που διατίθεται/προσφέρεται, ιδίως από κάποιον που δεν έχει άλλη κύρια απασχόληση, τι χρόνος είναι σε επίπεδο συνταξιοδότησης;
• εξασφαλίζεται ή απαγορεύεται η πρόσβαση σε επιδόματα ανεργίας στο τέλος αυτού του χρόνου απασχόλησης;
• η προϋπηρεσία που αποκτάται λαμβάνεται υποχρεωτικά υπόψη από τον επόμενο τυπικό εργοδότη;

Η εν λόγω τάση φτάνει στο σημείο πολλές φορές να αμφισβητεί και την έννοια του τρίτου τομέα ή ακόμη και της ίδιας της έννοιας της κοινωνικής οικονομίας και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, κατ’ αρχήν, εφαρμόζεται το εργατικό δίκαιο εκτός και εάν προκύψουν στοιχεία που πράγματι συνηγορούν στην αυθεντικά εθελοντική εμπλοκή του προσώπου στην όλη διαδικασία.

Η τρίτη τάση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια νέου τύπου σύμβαση εργασίας και στην ανάγκη εκσυγχρονισμού του εργατικού δικαίου, μέσα από την αναγνώριση του μη επαγγελματικού χαρακτήρα της αλληλέγγυας δραστηριότητας ή ακόμη και στην ανάγκη νομοθετικής οριοθέτησης της σύμβασης αλληλέγγυας/ κοινωνικής εργασίας.

Η άποψη αυτή φαίνεται να βρίσκεται στον αντίποδα της ορθόδοξης άποψης, η οποία εστιάζει στην αναγκαιότητα θέσπισης του κριτηρίου της τυπικής εργασιακής μισθωτής σχέσης.

Υπέρ της τρίτης τάσης που εξετάζεται εδώ συνηγορεί η συχνή συνύπαρξη των δύο τύπων συμβάσεων ή σχέσεων σε μια οργάνωση ή σε κάποιο φορέα κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Ταυτόχρονα, οι οπαδοί της τρίτης αυτής τάσης καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μια νέα σύμβαση πρέπει να οριοθετηθεί επειδή τα ερωτήματα που αναφέρθηκαν προηγούμενα αφενός δεν πρέπει να μένουν αναπάντητα και αφετέρου θα πρέπει να μην απαντώνται με τα κλασσικά επιχειρήματα της εργατικής νομοθεσίας.

Προς αυτήν την κατεύθυνση πολλών ειδών κριτήρια δύναται να τεθούν.

ΙΙ. Η επισήμανση

Με σκοπό την αναζήτηση των κατάλληλων για την ελληνική περίπτωση απαντήσεων στα ερωτήματα που προηγήθηκαν θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα της εποχής του μνημονίου κυριαρχούν η υποχώρηση του δημόσιου τομέα, η συρρίκνωση της δημόσιας απασχόλησης, η σταδιακή απόσυρση των παραδοσιακών ευθυνών του κοινωνικού κράτους και η ολομέτωπη επίθεση στις εργασιακές σχέσεις στον δημόσιο τομέα με ποσοτικούς και ποιοτικούς όρους.

Ειδικότερα, η μείωση της απασχόλησης με όρους δημοσίου δικαίου μέσα από την εφαρμογή το μέτρου του 1/5 ή του 1/7 και μέσα από τις απολύσεις δεκάδων χιλιάδων εργαζομένων με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, συνεπάγεται δύο προοπτικές:

* είτε την εισαγωγή ευέλικτων εργασιακών σχέσεων ιδιωτικού δικαίου για την κάλυψη των κενών θέσεων απασχόλησης
* είτε την εξώθηση των πολιτών στην ιδιωτική οικονομία (εκπαίδευση, υγεία, πρόνοια) για την κάλυψη βιοτικών τους αναγκών.

Πολύ πιθανόν βέβαια να συμβούν και τα δύο. Άραγε η προσφυγή στις υπηρεσίες της κοινωνικής οικονομίας σε ποια από τις δύο εξελίξεις εντάσσεται; Πρόκειται πράγματι για έναν τρίτο τομέα/πόλο της οικονομίας και της αγοράς εργασίας ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος φαντάζει για τους εργαζόμενους πιο θελκτικός λόγω των πολύ καλύτερων συνθηκών εργασίας και την ικανοποίηση του αισθήματος του κοινωνικά ωφέλιμου της επαγγελματικής δραστηριότητας;

Με άλλα λόγια, η ταχεία επικράτηση του νέου καθολικού υπέρ-ευέλικτου εργασιακού προτύπου με την εισβολή κανόνων του ιδιωτικού δικαίου στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων του δημοσίου τομέα καθιστά την προοπτική της απασχόλησης μια επώδυνη διαδικασία για το σύνολο των μισθωτών. Ως εκ τούτου, η όαση της εργασίας στον «τρίτο τομέα» θα έλκει ολοένα και περισσότερους ανέργους ή ευέλικτα εργαζόμενους.

ΙΙΙ. Προσωπικός προβληματισμός

Είναι δύσκολο να λάβει κανείς σαφή θέση και να τοποθετηθεί με ασφάλεια σε σχέση με τις τρεις τάσεις που προαναφέρθηκαν. Το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων στο εσωτερικό των επιχειρήσεων κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας απαιτεί πολλή μελέτη και ακόμη περισσότερη περίσκεψη για την εξεύρεση της ενδεδειγμένης λύσης. Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση είναι η αναγνώριση της ανάγκης να αναζητηθούν με κατεπείγοντα τρόπο οι άξονες εκείνοι που θα επιτρέπουν ταυτόχρονα την προστασία των απασχολούμενων και την απρόσκοπτη λειτουργία των κοινωνικών επιχειρήσεων.

Κατ’ αρχήν, δεν θα έπρεπε να υποτιμηθεί το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων και της προστασίας των δικαιωμάτων των μισθωτών, ιδίως μέσα στο σημερινό εργασιακό και οικονομικό περιβάλλον της Ελλάδας. Επίσης, δεν θα ήταν φρόνιμο να υπερτιμηθούν οι δυνατότητες αυτορρύθμισης των δεινών του μνημονιακού καπιταλισμού στην Ελλάδα μέσα από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη και λειτουργία των επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας.

Δεν θα πρέπει, επίσης, να λησμονιέται ότι στην Ελλάδα ο έγγραφος τύπος της σύμβασης εργασίας δεν είναι ούτε συγκεκριμένος ούτε απαραιτήτως έγγραφος, γεγονός που κατ’ αρχήν διευκολύνει την καταστρατήγηση βασικών εργατικών κανόνων δικαίου. Παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων (άρα και των κοινωνικών επιχειρήσεων) κατατάσσονται στην κατηγορία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, εκεί όπου και η συνδικαλιστική εκπροσώπηση είναι σχεδόν ανύπαρκτη και η εργοδοτική αυθαιρεσία ισχυρότερη.

Ο κίνδυνος να δημιουργηθεί μια μεγάλη κατηγορία εργαζομένων οι οποίοι δεν θα είναι τυπικά και υπό πλήρη νομιμότητα εργαζόμενοι είναι παραπάνω από ορατός. Κάτι τέτοιο συνέβη αναλογικά και με την περίπτωση των εκατοντάδων χιλιάδων οικονομικών μεταναστών με ολέθριες συνέπειες για τους ίδιους και για τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας.

Θα μπορούσε ίσως να τεθεί μια κόκκινη γραμμή στη βάση της παραδοχής ότι οι ευέλικτες και οι παράνομες εργασιακές σχέσεις δεν είναι συμβατές με τη φιλοσοφία των κοινωνικών επιχειρήσεων, έτσι ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα μειωμένων εργασιακών δικαιωμάτων για ένα πολύ μεγάλο αριθμό νέων κυρίως σε ηλικία εργαζομένων.

Εν κατακλείδι, εάν υπάρχει πεδίο για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα αυτό θα γίνει με όρους κινήματος, με στόχους κοινωνικούς και όχι εξυπηρετώντας κυβερνητικές επιδιώξεις στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής ιδιωτικοποίησης του δημοσίου και δημοσιοποίησης του ιδιωτικού.

Η αριστερά και τα κινήματα θα πρέπει έγκαιρα να παρέμβουν καταλυτικά στο πεδίο, να μελετήσουν τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς εργασίας, να προβάλλουν το δικό τους όραμα για την αλληλέγγυα οικονομία και να αποτρέψουν διά των παρεμβάσεών τους την εδραίωση και την ενίσχυση μιας προσπάθειας αφενός αποπροσανατολισμού και συγκάλυψης των αδιεξόδων της μνημονικής πολιτικής και αφετέρου δημιουργίας ενός νέου πελατειακού κράτους στη θέση του απερχόμενου.
 
Το κείμενο αποτελεί ελαφρώς συντομευμένη εκδοχή της εισήγησης του Απόστολου Καψάλη, στην ημερίδα που οργάνωσε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς στις 14 Μαΐου 2011 με θέμα «Πρακτικές αλληλεγγύης και κοινωνικής οικονομίας