Γράφει Φώτης Παπαϊωάννου
Κοινωνιολόγος
Η χώρα μας, αλλά και η παγκόσμια κοινότητα βρίσκεται σήμερα κάτω από το φάσμα του κινδύνου που προκαλεί η υπερδιογκωμένη ανεργία, η φτώχεια, ο κοινωνικός αποκλεισμός και η επιβάρυνση του περιβάλλοντος.
Μία απειλή, που ειδικότερα για μία περιφερειακή και αδύνατη -αν θεωρηθεί ως κρίκος μιας αλυσίδας- οικονομία σαν την ελληνική, με τις γνωστές παθογένειες, τα διαρθρωτικά προβλήματα, τη συντεχνιακή οργάνωση του κοινωνικού ιστού, με «ελίτ» κοινωνικοοικονομικές να μονοπωλούν επί δεκαετίες ένα σύστημα εξουσίας, δημιουργημένες στη βάση του παρασιτικού, μεταπρατικού, κερδοσκοπικού ή και «ξενοκίνητου» «κοινωνικού κεφαλαίου» έχουν συντελέσει ώστε όλοι οι βασικοί θεσμοί (κράτος, τράπεζες, Μ.Μ.Ε., επιχειρήσεις) μέσω των οποίων γίνεται η «διαμεσολάβηση» και η λειτουργία, εξυπηρέτηση των λειτουργιών των φορέων ή ατόμων που «επιχειρούν» (κοινωνικά, οικονομικά, επικοινωνιακά, κ.ά.) να γίνεται με ολιγοπωλιακούς όρους, συγκεντρωτικά, με τις βασικές «επιλογές» και τα προνόμια να ανήκουν σε λίγους.
Στη βάση αυτή, πραγματική κοινωνική οικονομία δε μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται ουσιαστικά στη χώρα μας. Και τούτο διότι το τελευταίο απαιτεί δημιουργική, συμμετοχική οργάνωση της κοινωνίας και ενεργοποίηση πολλών ή ευρύτερων δυνάμεών της ώστε να υπάρξει και να λειτουργήσει αποδοτικά και αποτελεσματικά στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας.
Υποστηρίζεται και επιδιώκεται -κάτω από αυτό το πρίσμα- η ανάπτυξη του εθελοντισμού ως μίας μορφής προοπτικής, που εκτός από το μη κερδοσκοπικό του χαρακτήρα, μπορεί ο οικονομικός, αλλά και ο γενικός χαρακτήρας των δράσεών του να επιφέρει μία «επανάσταση» στον τομέα της κοινωνικής οικονομίας, στην επιχειρηματικότητα, την απασχόληση και στη δημιουργία μίας πραγματικής και αυτόνομης «κοινωνίας πολιτών» με πραγματικά – υλικά θεμέλια και όχι μόνο, θεωρητικά ή στα πλαίσια μόνο της αλληλεγγύης, επικουρίας σε σχετικές δράσεις κάθε φορά (περιβάλλον, ευπαθείς ομάδες, εικονικός εθελοντισμός, κ.ά.), αλλά με αυτοοργάνωση, διασύνδεση της δράσης των τομέων, ουσιαστική και αντιπροσωπευτική εκπροσώπηση σε τριτοβάθμιο επίπεδο, στους θεσμούς, στη διακυβέρνηση.
Είναι δυνατό, όμως, τεχνικά και υλικά να συμβεί αυτό; Μπορεί κάποιος να υποστηρίξει σήμερα την άποψη ότι η αντίσταση μίας οικονομίας στην αντιμετώπιση κρίσεων γενικών και ειδικών (φτώχεια, αποκλεισμός, περιβάλλον) δεν έχει σχέση με την κοινωνική οικονομία, και αυτή με τη σειρά της με το δείκτη ανάπτυξης της κοινωνίας πολιτών μέσω του κοινωνικού κεφαλαίου ή ότι η μη ανάπτυξη της τελευταίας δεν συνεπάγεται αυτό που ονομάζουμε «διαφθορά», που συνήθως όμως αντιστοιχεί σε συγκέντρωση των αποφάσεων, προνομίων, επενδύσεων, επιλογών σε περιορισμένα «διευθυντικά στρώματα και ελίτ»;
Σύμφωνα με τις κυριότερες και περισσότερο πρόσφατες έρευνες – μελέτες οι οποίες έχουν διεξαχθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και στην χώρα μας (π.χ. έρευνα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου) σχετικά με τον εθελοντισμό και τις μη κυβερνητικές ή μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, διαφαίνεται η ταχεία εξέλιξη και εξάπλωση της δράσης του, αλλά και τα νεότευκτα ζητήματα και πλευρές που πρέπει να μελετηθούν.
Γνωρίζουμε π.χ. ότι στα πλαίσια της μεγάλης μελέτης που πραγματοποιήθηκε από την Ε.Ε. (study on volunteering in the European Union) στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Έτους Εθελοντισμού (2011) ο τελευταίος αυξάνεται ταχύτατα, αφού 92 με 94 εκατομμύρια άνθρωποι (22-23%) απασχολούνται σε ένα ευρύ φάσμα εθελοντικών δραστηριοτήτων, ενώ αποτυπώνονται τα χαρακτηριστικά –ποιοτικά και ποσοτικά- οι διαστάσεις (κοινωνική, οικονομική), τα οφέλη, οι αντιλήψεις, κ.ά. Με βάση αυτήν ή ανάλογες μετρήσεις, όπως τη «μέτρηση της κοινωνίας των πολιτών και του εθελοντισμού» στη δημοσιευμένη έκθεση του πανεπιστημίου John Hopkins (25 Σεπτεμβρίου 2007) από στοιχεία επίσημων στατιστικών 8 χωρών (Αυστραλία, Βέλγιο, Καναδάς, Τσεχία, Γαλλία, Ιαπωνία, Νέα Ζηλανδία, Η.Π.Α.), 5-7% του ΑΕΠ των χωρών αυτών –περίπου όσο ο κατασκευαστικός και ο χρηματοπιστωτικός κλάδος και δύο φορές όσο ο κλάδος κοινής ωφέλειας-οφείλεται στην δράση του εθελοντισμού και των Μ.Κ.Ο., γεγονός που σημαίνει ότι έχει ήδη καθιερωθεί ως τρίτος οικονομικός κλάδος (μεταξύ κράτους και ιδιωτών).
Το ουσιώδες, ως προς την οικονομική αξία, προκύπτει από την εξέταση της επέκτασης του εθελοντισμού ανά χώρα:
- Ένα μικρό ποσοστό του ΑΕΠ (λιγότερο από 0,1%) στη Σλοβακία, την Πολωνία και την Ελλάδα κάτω από 1% του ΑΕΠ στη Βουλγαρία, Τσεχία, Ιταλία, Ουγγαρία, Λιθουανία, Μάλτα, Πορτογαλία, Ρουμανία και Σλοβενία.
- Μεταξύ 1 και 2% του ΑΕΠ στο Βέλγιο, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο και την Ισπανία.
- Πάνω από 2% του ΑΕΠ στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Φινλανδία και τη Δανία και
- ακόμη μεγαλύτερο μερίδιο (μεταξύ 3 και 5%) στην Αυστρία, την Ολλανδία και τη Σουηδία (έρευνα Ε.Ε.-2011).
Προκύπτει με μία πρόχειρη ματιά, ότι οι κοινωνίες-χώρες οι οποίες, τουλάχιστον σύμφωνα με τα επιστημονικά στερεότυπα, συνδέονται με μικρότερα ελλείμματα είτε οικονομικά είτε θεσμικά, κοινωνικής συνοχής, αντιπροσώπευσης, ολοκλήρωσης και συνήθως αυτές που ονομάζουμε «ισχυρές» είναι αυτές που έχουν καθιερώσει τη δυναμική συμμετοχή της κοινωνικής οικονομίας στη λειτουργία τους, αν και ο τρόπος και οι κλάδοι ποικίλλουν ή υπολείπονται σε κάποιες σε σχέση με άλλες, αυτή είναι η γενική ροπή. Παρουσιάζεται μάλιστα και ουσιαστική τάση θεσμικής αντιπροσώπευσης, η οποία τείνει να γενικεύεται ανάλογα και με τη μικρότερη αντίσταση από στενές συντεχνιακές δομές, το «βαθύ κράτος» ή πελατειακές και ολιγοπωλιακές δομές στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, χαρακτηριστικό σύμφυτο, δυστυχώς, της ελληνικής πραγματικότητας.
Ο εθελοντισμός, λοιπόν, στις οικονομίες της Δύσης, περισσότερο -μαζί με το φαινόμενο των μη κυβερνητικών οργανώσεων- μοιάζει να αποτελεί μία ιστορική ευκαιρία και δυνατότητα – προοπτική για την εξέλιξη και την ολοκλήρωση της κοινωνίας και της οικονομίας, γεγονός το οποίο δε μπορούσε να υπάρξει σε προγενέστερες κοινωνίες, ενώ σε απολυταρχικά καθεστώτα δεν προϊδεάζει η φύση του για εφαρμογή όπως είναι λογικό.
Όπως προκύπτει -από τις ελληνικές και διεθνείς έρευνες- υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες, αν κατανοηθούν και αντιμετωπισθούν οι δυσχέρειες δυναμικά, συμμετοχικά και ολοκληρωμένα.
Τα βασικά ζητήματα – προβλήματα που προκύπτουν αφορούν τη δυσκολία εξεύρεσης οικονομικών πόρων, την προσπάθεια θέσπισης κριτηρίων χρηματοδότησης με βάση τη λογοδοσία, την αξιοπιστία, τη διαχείρισή της με βάση την προηγούμενη αναλυτική περιγραφή από μητρώα, που ως σήμερα ειδικά στη χώρα μας δεν υπάρχει, με αποτέλεσμα τη διαχειριστική ανεπάρκεια και την αδυναμία συμμετοχής σε προγράμματα διεθνούς εμβέλειας ή που απαιτούν συνθήκες ανταγωνισμού. Ακόμη, τα ζητήματα διαφθοράς, η ad hoc παρέμβαση της πολιτείας και η πελατειακή διαχείριση κονδυλίων, η πολυδιάσπαση του χώρου ανά τομείς και οργανώσεις μη διασυνδεδεμένες ως προς τη δράση, ο ατομικισμός, ο τοπικισμός, ως δομικά χαρακτηριστικά του κοινωνικού μας συστήματος, οι ελλείψεις στις κρατικές υποδομές και στην ανάλογη συμπαράσταση ή η μη χαρτογράφηση του χώρου, είναι σημαντικά.
Έτσι, βλέπουμε να δραστηριοποιείται σε διεθνές επίπεδο ένα μικρό μονάχα κομμάτι των οργανώσεων ειδικά όσων έχουν σχέση με αναπτυξιακές δράσεις, ενώ η σχέση με δίκτυα του εξωτερικού φαίνεται να προκύπτει μόνο για ζητήματα εξοικονόμησης πόρων ή για περιορισμένους κοινούς στόχους ακόμη. Οι συνεργασίες ή η προσπάθεια διασύνδεσης πυρήνων διαδραματίζεται κυρίως μεταξύ οργανώσεων και Ο.Τ.Α., η οποία φαίνεται να είναι κατά πλειοψηφία ο πιο «στενός συνεργάτης τους» στην υλοποίηση δράσεων – έργων παρά την έλλειψη διασύνδεσής τους με τα υπεύθυνα για τον εθελοντισμό τμήματα – γραφεία των δήμων, το έλλειμμα πληροφόρησης των τελευταίων γύρω από τον εθελοντισμό -ειδικά με τις νέες προϋποθέσεις που δίνει η νέα «καλλικρατική δομή» τους- το οποίο ενισχύεται από το σκεπτικισμό που είναι αποτέλεσμα, κυρίως, της μη κατανόησης των ιδιαιτεροτήτων και του έργου – κοινωνικού κεφαλαίου που μπορεί να παραχθεί μέσω αυτών από τους κρατικούς φορείς (στενού και ευρύτερου δημόσιου τομέα).
Επίσης, προκύπτει ειδικά από την έρευνα της Ε.Ε. μεταξύ των εκπροσώπων των εθελοντικών οργανώσεων, ότι μικρά μόνο ποσοστά συνδέουν τον εθελοντισμό με την τοπική οικονομία και ανάπτυξη, που φανερώνει ότι ούτε από τους ίδιους δεν έχει γίνει πιστευτό το εύρος της αλλαγής ως όραμα που μπορεί και πρέπει να επιδιωχθεί. Ακόμη, ενώ μεταξύ των εθελοντών αποτελεί γενική η θετική αποτίμηση του εθελοντισμού ως προς τη προώθηση της συλλογικότητας, της κοινωνικής συνοχής, της αλληλοβοήθειας – προσφορά στον άνθρωπο, παρατηρείται ότι σε άλλα κριτήρια όπως η απόκτηση δεξιοτήτων, κινητικότητας στην εργασία, εμπειρίας, εξέλιξης, γνωριμίες – επαφές, οικονομική αποτίμηση, τα ποσοστά συμφωνίας ως προς τις μεγαλύτερες ηλικίες ή τους άνδρες (που είναι και οι περισσότεροι αναλογικά) δεν είναι σημαντικά ή είναι ουδέτερα, άρα υπάρχει σκεπτικισμός και μη κατανόηση του εύρους δυνατοτήτων, όπως φανερώνει και το εύρος των δράσεων που παραμένει, εκτός σπάνιων περιπτώσεων, σε τοπικό επίπεδο.
Κύρια προβλήματα σε εθνικό επίπεδο είναι η έλλειψη καταγραφής βάση συστήματος και χώρου (παρά μόνο με βάση τη δημόσια χρηματοδότηση), οι διαφορές στα ποιοτικά – ποσοτικά δεδομένα των μελετητών. Λόγω διαφορετικών κριτηρίων ή ορισμών, της μικρής ερευνητικής εμπειρίας που αποτρέπει μία συνολική αποτίμηση του φαινομένου και θα ενισχύσει τη μελέτη και της οικονομικής του αξίας -που μας αφορά και στο παρόν άρθρο ιδιαίτερα- και βέβαια, πολλά άλλα π.χ. η χρησιμοποίηση της τεχνολογίας για τη διάχυση της γνώσης και την ενίσχυση των δράσεων, η προσέλκυση εθελοντών ιδιαίτερα στις ομάδες (ηλικιακές, κατά φύλο επίπεδο εκπαίδευσης, εργασιακούς τομείς, κ.ά.) που «υπολείπονται», η επιμόρφωση-εκπαίδευσή τους, κ.ά. Όλα αυτά, δηλαδή, που αναμένεται να συντελέσουν στη μεγιστοποίηση της δύναμης του εθελοντισμού και της κοινωνικής οικονομίας σε όλες τις όψεις – διαστάσεις που μπορεί να προσλάβει για μία νέα, πιο λειτουργική οργάνωση της κοινωνίας και ως αντίδοτο στην κρίση, τον κοινωνικό αποκλεισμό, αλλά και ως παράγοντας δημιουργίας κοινωνικού κεφαλαίου για την πράσινη ανάπτυξη, την κοινωνική οικονομία, την εμπέδωση της κοινωνικής αλληλεγγύης, μέσω της ευαισθητοποίησης και της κινητοποίησης δυνάμεων και συνειδήσεων, που αν και τεράστιες, παραμένουν ακόμη ανενεργές.