Άρθρο του Δημάρχου Αθηναίων, κ. Γιώργου Καμίνη,
στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ
Μολονότι στην Αθήνα ξεπετάχτηκε για πρώτη φορά, πριν από δύο χρόνια, η «Χρυσή Αυγή», η πρωτεύουσα είναι η μόνη πόλη που τα εκλογικά ποσοστά της εμφανίζονται καθηλωμένα. Παρόλα αυτά, τα συνεχή πογκρόμ κατά μεταναστών, οι επιθέσεις «αγανακτισμένων» πολιτών κατά των νομίμων επιχειρήσεών τους, παραπέμπουν στις πιο μαύρες σελίδες ξενοφοβίας και ρατσισμού. Εδώ επιβάλλεται άμεση απάντηση.
Το Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας, με τη συνδρομή όλων των δημοκρατκών παρατάξεων, έχει πετύχει την πολιτική απομόνωση της Χρυσής Αυγής, έστω και αν η παρουσία της στα δημοτικά πράγματα αποδείχθηκε μάλλον προσχηματική. Στείρος εντυπωσιασμός που σύντομα εξατμίσθηκε και ανέξοδος βερμπαλισμός που δεν βρήκε ευήκοα ώτα.
Στην απόπειρα ανάλυσης του φαινομένου γίνονται συνήθως τρία σφάλματα που νομιμοποιούν πολιτικά τη δράση της ή έστω δε συμβάλλουν στην αντιμετώπισή της:
ΛΑΘΟΣ ΠΡΩΤΟ: Η «Χρυσή Αυγή» δεν είναι το τυπικό κόμμα της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Είναι λάθος να την κατατάσσει κανείς, έστω και εμμέσως, στο δημοκρατικό τόξο, τοποθετώντας την ακόμη και στο ακραίο εθνικιστικό ή λαϊκίστικο δεξιό χώρο. Η «Χρυσή Αυγή» είναι ένα φασιστικής κοπής αντικοινοβουλευτικό μόρφωμα που επενδύει στην κατατρομοκράτηση των πολιτών, με την επίδειξη πυγμής έναντι κάθε αδύναμου και απροστάτευτου πολίτη.
ΛΑΘΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: Ο -ούτως ή άλλως χρήσιμος- δημόσιος διάλογος που διεξάγεται, δεν επιτρέπεται να εξαντλείται στη δικαιολογημένη ανησυχία περί αντισυνταγματικής συμπεριφοράς ή περί εκτός νόμου δράσης. Οι φασιστικές και ρατσιστικές ενέργειες, καθώς και ο δημόσιος λόγος που τις υποστηρίζει, πρέπει να αντιμετωπιστούν αποκλειστικά στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Καταρχάς, με την αποκάλυψη του πραγματικού προσώπου του «λαϊκού συνδέσμου» και δεύτερον, με τη σφυρηλάτηση ενός ευρύτατου δημοκρατικού μετώπου κατά της τρομοκράτησης των πολιτών, του ρατσισμού και των αντικοινοβουλευτικών πρακτικών.
ΛΑΘΟΣ ΤΡΙΤΟ και κατά την άποψή μου, το μεγαλύτερο: Άργησε να γίνει αντιληπτό ότι το φασιστοειδές μόρφωμα κυρίως το εξέθρεψε η ανεπάρκεια που επέδειξε διαχρονικά η κεντρική διοίκηση, εγκαταλείποντας το κέντρο της Αθήνας κυριολεκτικά στην τύχη του. Παράλληλα, είναι φανερή η αδυναμία του αριστερού δημοκρατικού και φιλελεύθερου τόξου να μιλήσει με ειλικρίνεια για την πραγματική διάσταση του προβλήματος της παράνομης μετανάστευσης και να επεξεργαστεί μια σοβαρή πολιτική.
Αν κάποιοι θεωρούν ότι η Αθήνα αντέχει να υποδέχεται καθημερινά 300 ανθρώπους οι οποίοι μέσα σε αυτή την κατάσταση αναζητούν μία τύχη στον ήλιο, ας καθίσουμε σοβαρά να το συζητήσουμε. Αλλά εάν αντιλαμβανόμαστε ότι οι άνθρωποι αυτοί –στην Αθήνα της κρίσης– δε μπορεί παρά, αργά ή γρήγορα, να μετατραπούν σε ακούσια θύματα κάθε μορφής παράνομων δραστηριοτήτων, έχουμε το χρέος να πούμε σκληρές αλήθειες και να λάβουμε ρεαλιστικές αποφάσεις, οι οποίες πάντως θα στηρίζονται στον απόλυτο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Προκειμένου να συμβάλουμε όλοι στο ξεφούσκωμα του φαινομένου, η Ιστορία μπορεί να μας διδάξει: Τόνωση των δράσεων κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής τόσο από την τοπική αυτοδιοίκηση όσο και από το κράτος, εμπέδωση κλίματος ασφάλειας στις πόλεις, κάθαρση στο εσωτερικό των σωμάτων ασφάλειας, τιμωρία των υπευθύνων για ρατσιστικές επιθέσεις και διαμόρφωση ενός ευρύτατου δημοκρατικού μετώπου, στο οποίο ο δήμος της Αθήνας θα πρωτοστατήσει.