Δικαίωμα στην εργασία = Δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια

Γράφει η Καλησπεράτη Ελένη

Κοινωνιολόγος

Η Οικουμενική Διακήρυξη για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση το 1948, καθορίζει τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες, για όλες τις γυναίκες και όλους τους άντρες. Μεταξύ αυτών, είναι το δικαίωμα στη ζωή, στην ελευθερία και στην ιθαγένεια, στην ελευθερία της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας, στην εργασία, στην εκπαίδευση, το δικαίωμα στην τροφή και στην κατοικία και το δικαίωμα συμμετοχής στη διακυβέρνηση. Η Διακήρυξη έθεσε τις βάσεις για περισσότερες από 80 συνθήκες και διακηρύξεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Στα θεμελιώδη δικαιώματα ανάγεται μεταξύ άλλων το δικαίωμα της εργασίας. Η βασική λειτουργία της κοινωνίας χαρακτηρίζεται από γνωρίσματα όπως είναι η παραγωγή και η κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών. Χωρίς αυτά δε μπορεί να «κινηθεί» και να λειτουργήσει σωστά η οικονομία η οποία αποτελεί τη βάση του κοινωνικού ιστού. Η παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών έχει σκοπό την κάλυψη αναγκών. Από την ανάγκη κάλυψης αυτών των αναγκών προκύπτει η ανάγκη δημιουργίας θέσεων εργασίας. Είναι γνωστό, ότι το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα του κάθε πολίτη «να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Νομικά κατοχυρωμένο είναι επομένως και το δικαίωμα εργασίας. Ωστόσο, μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, σήμερα, αισθάνεται ότι αδικείται όταν δεν υπάρχει μία θέση γι’ αυτούς. Κεκτημένο δικαίωμα μεν, θεμελιώδες δικαίωμα δε.

Το δικαίωμα στην εργασία έχει σαφώς έναν έντονο κοινωνικό χαρακτήρα διότι συνδέεται άμεσα με την ανθρώπινη υπόσταση αφενός, και αφετέρου είναι ζωτικής σημασίας για τη σωματική και ψυχική υγεία κάθε ατόμου αλλά και την επιβίωση του. Μολαταύτα, ο αριθμός των θέσεων, το ωράριο, η αμοιβή εργασίας γίνεται κυρίως με βάση οικονομικά κριτήρια. Γι’ αυτό το λόγο, το πρόβλημα της ανεπάρκειας της ζήτησης εργασίας ανάγεται ως πτώση της απόδοσης κεφαλαίου. Όμως, το γεγονός αυτό δε σημαίνει ότι «ακυρώνεται» η αξία της εργασίας ως κοινωνικού αγαθού το οποίο πρέπει να καταμερίζεται δικαίως προς όλους.

Δεν κάνουμε λόγο σαφώς μόνο για ένα κοινωνικό δικαίωμα αλλά και οικονομικό. Ως οικονομικό, λοιπόν, δικαίωμα η εργασία έχει αμυντική, προστατευτική και διεκδικητική διάσταση. Πιο συγκεκριμένα, το δικαίωμα εργασίας προστατεύεται ως αμυντικό δικαίωμα, ως προστασία δηλαδή της ήδη υπάρχουσας θέσης εργασίας και ως τέτοιο στρέφεται καταρχήν κατά του κράτους, παράλληλα όμως στρέφεται και κατά του ιδιώτη – εργοδότη, κατά της ιδιωτικής εξουσίας. Το δικαίωμα εργασίας αναγνωρίζεται επίσης ως δικαίωμα προστατευτικό (…). Το κράτος, δηλαδή, οφείλει να μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και να εξασφαλίζει αξιοπρεπείς όρους και συνθήκες εργασίας και εξουσία.  Βλέπουμε όμως ότι παρ’ όλες τις ανάγκες που προκύπτουν ολοένα και κάθε μέρα αντί να δημιουργούνται παράλληλα και νέες θέσεις, μειώνονται τον τελευταίο καιρό με πολλαπλές απολύσεις.

Εφόσον, ωστόσο, η εργασία ως ανθρώπινο δικαίωμα προστατεύεται από το Σύνταγμα και συνάμα από το ίδιο τα Κράτος, μήπως τίθεται πρόβλημα συνταγματικότητας στην αύξηση του ανώτατου ορίου των απολύσεων; (βλ. άρθρο 22, παράγραφος 1 του Συντάγματος στο δικαίωμα στην εργασία).

Εν τέλει, σε ένα τόσο αβέβαιο εργασιακό παρόν -και ακόμη περισσότερο αβέβαιο μέλλον- θα πρέπει να κάνουμε λόγο για ατυχείς οικονομικοκοινωνικές συνθήκες – συγκυρίες ή μάλλον για καταπάτηση του δικαιώματος του ανθρώπου στην εργασία;


 

Πηγές:

Για περισσότερες πληροφορίες που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα:

Περιφερειακό Κέντρο Πληροφόρησης των Ηνωμένων Εθνών

http://www.unric.org/

http://www.google.gr/