Αναδημοσίευση από protothema.gr
Η πρόταση για την παραίτηση των βουλευτών της αντιπολίτευσης, προκειμένου να προκληθούν εκλογές και να ματαιωθεί η ψήφιση των επώδυνων μέτρων, αναδεικνύει μια από τις παθογένειες της τρέχουσας ελληνικής πραγματικότητας, την οποία έφερε στο προσκήνιο η βαθιά και πολύπτυχη κρίση που διέρχεται η χώρα.
Ο λόγος για τις δυνάμεις του… πολιτικού χαβαλέ, οι οποίες βρήκαν φιλόξενα έδρανα στο κοινοβουλευτικό ημικύκλιο, με την ψήφο χιλιάδων Ελλήνων πολιτών, οι οποίοι, απογοητευμένοι από την προηγούμενη κατάσταση, υποτίθεται ότι, έκαναν «αντισυστημικές» επιλογές για να τιμωρήσουν το παλαιό πολιτικό σύστημα.
Δεν θα ισχυριστώ ότι όλοι όσοι κάθησαν στα έδρανα της Βουλής ή άσκησαν εξουσία κατά τις προηγούμενες δεκαετίες είχαν το τεκμήριο της σοβαρότητας. Το θέαμα, όμως, που παρουσιάζει το Κοινοβούλιο, όλο και συχνότερα το τελευταίο διάστημα, δεν προοιωνίζεται τίποτε το ευοίωνο και το ελπιδοφόρο για το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας.
Η πλειονότητα των νέων κοινοβουλευτικών, χωρίς να έχει απαρνηθεί κανένα από τα αρνητικά χαρακτηριστικά των προηγούμενων –βλέπε διορισμούς συγγενών και φίλων στα γραφεία τους, άσκηση από τους περισσοτέρους του συνόλου των προβλεπόμενων «προνομίων» και άλλα-, επιχειρεί να ξεχωρίσει από τους παλαιότερους με έναν -εν πολλοίς-… αμελέτητο και αντικοινοβουλευτικό ακτιβισμό που μόνον δεινά μπορεί να επισωρρεύσει στον τόπο.
Δεν είναι μόνον οι ακρότητες των «Χρυσαυγιτών», είναι μια γενικότερη τάση να μην τηρούνται οι κανόνες του (κοινοβουλευτικού) παιχνιδιού, έως ότου, τουλάχιστον, δημιουργηθούν οι συνθήκες για να αλλάξουν. Σε αυτή ακριβώς την τάση είναι σαφές ότι εντάσσεται και η επικοινωνιακή «ρουκέτα» που εξαπέλυσε ο πρόεδρος των «Ανεξάρτητων Ελλήνων» κ. Πάνος Καμμένος, καλώντας την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να συναποφασίσουν την παραίτηση των βουλευτών τους.
Η ιδέα, βεβαίως, δεν είναι διόλου πρωτότυπη. Είναι, στην πραγματικότητα, μια «καρικατούρα» της μεγάλης κίνησης που έκανε, την άνοιξη του 1992, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου μετά την απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου για το σκάνδαλο Κοσκωτά που επέβαλε στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων στον πρώην υπουργό κ. Δημήτρη Τσοβόλα, ο οποίος εξέπεσε, έτσι, του βουλευτικού αξιώματος.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου προκάλεσε επαναληπτική εκλογή μόνο στην περιφέρεια (Β΄ Αθήνας) που είχε εκλεγεί πρώτος βουλευτής ο κ. Τσοβόλας, θέλοντας να καταδείξει –και το πέτυχε- ότι η δικαστική ετυμηγορία ήταν σε προφανή δυσαρμονία με το λαϊκό αίσθημα, κάτι που, βεβαίως, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς, βασίμως τουλάχιστον, ότι βρίσκει την παραμικρή αναλογία στην παρούσα συγκυρία.
Πέραν αυτού, η τυχόν πρόκληση επαναληπτικών εκλογών σε αυτή τη φάση, εκτός από την ενδεχόμενη κοινωνική αναστάτωση, μόνον ζημιές θα επέφερε στους εμπνευστές της, οι οποίοι στην καλύτερη περίπτωση θα μπορούσαν να ελπίζουν σε επανεκλογή των παραιτηθέντων βουλευτών τους. Και αυτό υπό την προϋπόθεση –που δεν είναι καθόλου βέβαιη- ότι θα ακολουθούσαν στο δρόμο της παραίτησης και οι πολλές εκατοντάδες των επιλαχόντων.
Το πιθανότερο, ωστόσο, είναι ότι τις κενωθείσες έδρες θα τις διεκδικούσαν και άλλοι υποψήφιοι, γεγονός που άνετα θα μπορούσε να καταλήξει σε «μπούμερανκ» για τους παραιτηθέντες και τα κόμματά τους, ενδυναμώνοντας, ίσως, έτσι, τη σημερινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία, στην καλύτερη εκδοχή για τους αντιπάλους της, θα έμενε αλώβητη.
Αν, για παράδειγμα, επιβεβαιωνόταν τα σενάρια που θέλουν την «ιδέα» για παραίτηση βουλευτών και στήσιμο επαναληπτικής κάλπης, συνέλαβε πρώτη η ηγεσία της «Χρυσής Αυγής», το πιο πιθανό ενδεχόμενο θα ήταν το «μόρφωμα» του κ. Νίκου Μιχαλολιάκου να ξαναγινόταν εξωκοινοβουλευτικό και να απάλλασσε τη Βουλή από τη θορυβώδη παρουσία του.
Το μόνο θετικό, ίσως, σε όλη αυτή τη συζήτηση που άνοιξε είναι ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, κατά το κοινώς λεγόμενο, «δεν τσίμπησε». Και αυτό, αν θέλετε, είναι δείγμα σοβαρότητας από μια παράταξη που θέλει να κυβερνήσει και, συνάμα, της διαχωριστικής γραμμής που χωρίζει τις υπεύθυνες δυνάμεις από εκείνες του ανέξοδου, πλην, όμως, επικίνδυνου για τους θεσμούς, πολιτικού χαβαλέ.