Η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι μη κερδοσκοπικές Οργανώσεις σε νέα δημιουργικά και συνεργατικά μονοπάτια
Συνέντευξη του Βασίλη Τακτικού
στη Νατάσα Στάμου, Δημοσιογράφο
Η ανάγκη σύναψης ενός κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών τίθεται στην ημερήσια διάταξη. Σε μεγάλα ιστορικά γεγονότα και κοινωνικές αλλαγές η ιδέα του «Κοινωνικού Συμβολαίου» επανέρχεται και γνωρίζει ευρεία επεξεργασία και διάδοση, για να δηλώσει την ανάγκη για νέες συναινέσεις και συμφωνίες προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική ειρήνη και συνοχή μέσα στην αστική κοινωνία.
Με δεδομένο ότι ένα νέο είδος «Κοινωνικού Συμβολαίου» προϋποθέτει πνευματικές ζυμώσεις, ιδεολογικές και πολιτικές συγκρούσεις, αλλαγή νοοτροπίας και στάσης ζωής, μπορεί η τρέχουσα κοινωνικοοικονομική συγκυρία να οδηγήσει στον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων, των ορίων και των συνεργασιών πολιτών και κράτους; Ποιοι και πώς οφείλουν να συμβάλλουν σε αυτή την αλλαγή; Μπορούν και πώς να συμβάλλουν στη διαδικασία αυτή οι φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και οι ενεργοί πολίτες δια των οργανώσεων στις οποίες μετέχουν;
Τις σκέψεις, τις προτάσεις και το όραμά του πάνω σε αυτό το θέμα καταθέτει σε μια νέα συζήτηση ο Διευθυντής της εφημερίδας «Social Activism Αθηνών» κ. Βασίλης Τακτικός.
Ν.Σ.: Σας ακούμε συχνά τελευταία κ. Τακτικέ, στα πλαίσια δράσης του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου να αναφέρεστε στον όρο του Κοινωνικού Συμβολαίου των Ο.Κ.Π. με την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Ποιο είναι το δικό σας όραμα για ένα νέο «Κοινωνικό Συμβόλαιο»;
Β.Τ.: Πράγματι, συχνά συναντούμε σε κείμενα δικά μου ή άλλων εκπροσώπων της Κοινωνίας των Πολιτών αναφορές που σχετίζονται με την ανάγκη «σύναψης» ενός νέου «Κοινωνικού Συμβολαίου». Με τον όρο αυτό δεν αναφερόμαστε απλά στη συμφιλίωση και την άρση του ανταγωνισμού μεταξύ κράτους και πολιτών, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών. Αναφερόμαστε σε μια ουσιαστική συνεργασία μεταξύ τους, μια συνέργεια που απαιτούν οι συνθήκες και οι καιροί, ενώ την ανάγκη να εδραιωθεί πιστοποιούν και οι εμπειρίες άλλων χωρών.
Το όραμα που πρεσβεύουμε όσοι πράγματι έχουμε πιστέψει σε αυτό έχει τους κλασικούς άξονες: αντιμετώπιση της φτώχειας, των μεγάλων ανισοτήτων που χαρακτηρίζουν την κοινωνία μας, της ανεργίας ιδίως των νέων, της έλλειψης ευκαιριών, σε μια περίοδο που αφθονούν οι διαθέσιμοι υλικοί πόροι, οι τεχνολογικές δυνατότητες και οι ανθρώπινοι πόροι, από τη σκοπιά της εκπαίδευσης. Θέλω να πω ότι έχουμε τους περισσότερους πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης από οποιαδήποτε άλλη φάση της ιστορίας. Παρά την υψηλή εξειδίκευση και τους εκατοντάδες αποφοίτους πανεπιστημίων, στις μέρες μας σημειώνεται η μεγαλύτερη ανεργία που υπήρξε ποτέ.
Η διαφοροποίηση με τα ιδεολογικά μανιφέστα (διακηρύξεις) των κομμάτων σε άλλες εποχές είναι ότι η μείωση των ανισοτήτων και η δημιουργία νέων ευκαιριών για την κοινωνία δεν μπορεί να προέλθει από το κράτος και την ελεύθερη αγορά. Το νέο όραμα και οι προτάσεις απορρέουν από αυτό, απορρέουν από την οριζόντια οργάνωση και συνεργασία που μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας.
Η κοινωνική οικονομία είναι μια θέσμιση οριζόντια, από τα κάτω, παράλληλα με τη συμμετοχική δημοκρατία, με τη συγκρότηση του κοινωνικού κεφαλαίου, μέσα από τους θεσμούς της αλληλεγγύης, μέσα από την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας που βασίζεται στη συμμετοχικότητα της κοινότητας, στην ελεύθερη βούληση της κοινότητας και της ανοιχτής διαβούλευσης στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης, για την μείωση του κόστους των συναλλαγών, για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών προς όφελος των πολλών και όχι των κερδοσκόπων. Πρόκειται για μια ανοιχτή διαδικασία συμμετοχικότητας στα κοινωφελή έργα. Για την προσπάθεια καθιέρωσης μιας ενότητας όχι μόνο στα λόγια ενός υποτιθέμενου εθνικού εργαλείου αλλά στην πράξη, στην παραγωγή και διανομή υλικών και πνευματικών αγαθών.
Ν.Σ.: Ποιοι είναι ή ποιοι μπορεί να είναι οι υποστηρικτές ενός τέτοιου οράματος; Ποιοι εκτιμάτε ότι μπορεί να έχουν αντιληφθεί το νόημά του;
Β.Τ.: Θα έλεγα ότι αυτό το όραμα, το εγχείρημα ενός νέου «Κοινωνικού Συμβολαίου» μπορούν να το στηρίξουν και να το τροφοδοτήσουν όλοι οι ενεργοί πολίτες και όλοι οι ακτιβιστές πολιτικοί που βρέθηκαν κυρίως σε δημοτικές ή περιφερειακές θέσεις. Φαίνεται για παράδειγμα, πως κάποιοι Δήμαρχοι όπως οι κύριοι Γ. Καμίνης και Γ. Μπουτάρης, σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, το έχουν αντιληφθεί και κινούνται παράλληλα προς αυτή την κατεύθυνση. Αναγνωρίζουν το ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών στην Κοινωνική Οικονομία.
Ο κ. Μπουτάρης εκδήλωσε αυτή την προσέγγιση και στην πρόσφατη Ελληνογερμανική Συνέλευση στη Θεσσαλονίκη, όπου όχι μόνο αποδέχτηκε αλλά και υποστήριξε τη συνεργασία που μπορεί να προκύψει, όπως άλλωστε συμβαίνει ήδη σε πολλές περιοχές της Γερμανίας.
Ο κ. Καμίνης, από την πλευρά του, έχει εκδηλώσει αυτή την προσέγγιση όχι μόνο από το επίπεδο συνεργασίας που έχει αναπτυχθεί στην Αθήνα, αλλά και από την κατεύθυνση που έχει δώσει στην Αναπτυξιακή Εταιρεία του Δήμου για διερεύνηση του πεδίου, ώστε να συναφθεί ένα κοινωνικό συμβόλαιο συνεργασίας του Δήμου με τις Οργανώσεις.
Προεκτείνοντας αυτή την άποψη θα λέγαμε ότι και οι δύο μεγάλες Περιφέρειες της χώρας, Αττικής και Κεντρικής Μακεδονίας, έχουν εκφράσει ανάλογες προσεγγίσεις.
Ν.Σ.: Πρακτικά, πώς υλοποιείται ένα τέτοιο όραμα; Πώς σχεδιάζεται και εφαρμόζεται ένα τέτοιο πλάνο; Ποιοι είναι οι όροι ενός τέτοιου «Κοινωνικού Συμβολαίου»;
Β.Τ.: Η ερώτησή σας με βοηθά να γίνω πιο συγκεκριμένος. Πρακτικά, ένα τέτοιο όραμα μπορεί να ξεκινήσει με την υπογραφή ενός Μνημονίου Συνεργασίας για την κοινωνική οικονομία σε τοπικό επίπεδο μεταξύ κάθε Δήμου και Οργανώσεων της Κοινωνίας των Πολιτών της περιοχής. Ως στόχοι του Μνημονίου Συνεργασίας μπορούν να τεθούν η δημιουργία κοινωνικών επιχειρήσεων με συνεταιριστική ή κερδοσκοπική μορφή και βέβαια η δημιουργία ενός κέντρου παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών σε κάθε επίπεδο επιχειρηματικής, κοινωνικής και εθελοντικής δραστηριότητας, ενός «Κέντρου εξυπηρέτησης της κοινωνικής, αλληλέγγυας οικονομίας», όπου θα παρέχεται συμβουλευτική για την δια βίου μάθηση στις καλές πρακτικές και για την αντιμετώπιση της ανεργίας, με έμφαση και σε συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. μετανάστες, νέοι, γυναίκες). Σε πανελλαδικό επίπεδο χρειάζεται δε, η δημιουργία μιας ενδιάμεσης διαχειριστικής αρχής για την κοινωνική οικονομία με στόχο τη διαχείριση μέρους των Προγραμμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου από την ενότητα των ίδιων των δικαιούχων. Με άλλα λόγια, οι δικαιούχοι σχηματίζουν μιαν Ένωση αυτοδιαχειριστικού χαρακτήρα και αυτοί διαχειρίζονται τα προγράμματα. Η ίδρυση και λειτουργία μιας τέτοιας αρχή αποσκοπεί στην καθιέρωση μια κοινωνικής οικονομίας που δεν εκφυλίζεται από τον γραφειοκρατικό εναγκαλισμό του κράτους. Όπως πολλές φορές έχει επισημανθεί από την εφημερίδα «Social Activism Αθηνών», αλλά και παλαιότερα δικά μου κείμενα, εργαλείο και όχημα για όλα τα παραπάνω είναι ο σχηματισμός Κοινωνικών Αναπτυξιακών Συμπράξεων.
Ν.Σ.: Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε ορισμένα απλά, απτά παραδείγματα εφαρμογής των πρακτικών της κοινωνικής οικονομίας, στο πλαίσιο βέβαια αυτού του σχήματος συνεργασίας που μόλις περιγράψατε;
Β.Τ.: Τα παραδείγματα μπορούν να είναι άφθονα και ποικίλα ανάλογα με τον τόπο και το πλαίσιο εφαρμογής τους. Άλλωστε, υπάρχουν πλείστες καλές πρακτικές που βρήκαν απήχηση σε χώρες του εξωτερικού και μπορούν με κάποιες τροποποιήσεις και προσαρμογές να εφαρμοστούν και στα ελληνικά αστικά κέντρα ή την περιφέρεια. Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρω τη δημιουργία κοινωνικών αγροκτημάτων, στα οποία μπορούν να παράγονται στοχευμένες ποσότητες αγαθών, τροφίμων που θα καλύπτουν τις ανάγκες σε κοινωνικά παντοπωλεία, πρατήρια, κοινωνικού ξενώνες, οίκους αλληλεγγύης κ.λπ. Επίσης, θα σταθώ και στη δημιουργία κοινωνικών συνεταιρισμών, συνεργείων κ.λπ. σε κάθε επίπεδο εργασιών που χρειάζεται η Τοπική Αυτοδιοίκηση ώστε να αναλαμβάνουν εργολαβικά εργασίες των φορέων της ή της τοπικής αγοράς με κοινωνικά ελεγχόμενο κόστος και ωφελιμότητα (π.χ. συντήρηση και ενίσχυση πρασίνου, καθαρισμός ακτών, δημοσίων κτηρίων κ.λπ., δασοπροστασία και πυρόσβεση).
Ν.Σ.: Αναφερθήκατε στην καθιέρωση μιας άλλης διαδικασίας για τη λήψη αποφάσεων, τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο. Το όραμά σας για ένα νέο «Κοινωνικό Συμβόλαιο» περιλαμβάνει ως «εταίρους» την Τοπική Αυτοδιοίκηση και τις Οργανώσεις της Κοινωνίας των Πολιτών. Υπογραμμίσατε μάλιστα, την «οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης μεταξύ τους». Έχοντας κατά νου ότι τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται με ευθύνη και των δύο πλευρών ένα «κλίμα καχυποψίας» από τους μεν για τους δεν, πόσο εφικτό θα λέγατε ότι είναι σήμερα να περάσουμε σε ένα συνεργατικό μοντέλο λήψης και υλοποίησης αποφάσεων; Υπάρχει τελικά ελεύθερο πεδίο για την εφαρμογή ενός τέτοιου οράματος;
Β.Τ.: Οι συνθήκες δεν ωριμάζουν ποτέ με έναν ιδανικό τρόπο εγκεφαλικά και θεωρητικά. Οι ανάγκες είναι εκείνες που έρχονται να επιταχύνουν και ενδεχομένως να επιβάλλουν την κινητοποίηση και την εφαρμογή. Ποτέ οι πληθυσμοί δεν ωριμάζουν σε ένα όραμα την ίδια στιγμή. Εκτός του γεγονότος ότι απαιτείται συνεχής τροφοδότηση ενός οράματος, απαιτούνται συγκεκριμένες πρακτικές που φέρνουν χειροπιαστά αποτελέσματα. Οι επιμέρους εφαρμογές της κοινωνικής οικονομίας είναι ήδη ένα πραγματιστικό φαινόμενο. Τα επιμέρους επιτεύγματα και οι λύσεις που προσφέρουν στο κοινωνικό πρόβλημα μπορούν να φωτίσουν ολοένα και μεγαλύτερες περιοχές. Χρειαζόμαστε λοιπόν, λαμπρά παραδείγματα και ταυτόχρονα μια ενότητα, μια σύνδεση και δικτύωση όλων αυτών των παραδειγμάτων προς μια ενιαία συλλογιστική καλών πρακτικών που θα βρουν μιμητές προς όλες τις κατευθύνσεις. Χρειαζόμαστε με άλλα λόγια, μια άλλη ενότητα όπου ο λόγος και η πράξη συμπίπτουν και πραγματώνονται στην κοινωνική βάση. Κι αυτό είναι το ισχυρό πλεονέκτημα της κοινωνικής οικονομίας. Ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που αναδεικνύεται ήδη σε όλες τις προηγμένες κοινωνικά και οικονομικά χώρες. Για μας τους Έλληνες υπάρχει ένας ορατός στόχος: να φτάσουμε από το 2% που έχουμε στην εφαρμογή των αρχών και πρακτικών της κοινωνικής οικονομίας στην Ελλάδα στο 10% που είναι ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ν.Σ.: Σε άρθρα σας κατά καιρούς εστιάζετε στην ανάγκη να καταστεί ο πολίτης ουσιαστικός συμμέτοχος και μοιραία συνυπεύθυνος για την χάραξη της πορείας αν όχι της χώρας του, τουλάχιστον της περιοχής του. Μόλις πριν λίγο, κάνατε λόγο για τη σύνδεση των θεσμών συμμετοχικότητας και των πρακτικών της κοινωνικής οικονομίας. Αναρωτιέμαι αν αυτή η προσέγγιση μπορεί να υπονοεί και να προτείνει μια «αναγέννηση της δημοκρατίας» ή συνιστά ένα θεωρητικό και κατά άλλους ουτοπικό σχήμα, δύσκολο στην εφαρμογή του.
Β.Τ.: Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα σήμερα είναι ότι έχουμε μπροστά μας πλέον μια κοσμοϊστορική πρόκληση: ο πολίτης σχεδόν «εκβιάζεται» (είτε θέλει να το παραδεχτεί είτε όχι) – αν μου επιτρέπεται αυτή η διατύπωση – να απαντήσει θετικά ή αρνητικά απέναντι στις καλές πρακτικές που έχει ενώπιόν του και αν αποδέχεται ή όχι το τέλμα μέσα στο οποίο βουλιάζουν σήμερα οι χώρες.
Επειδή, απ’ ό,τι γνωρίζουμε τόσο από τις θεωρητικές επιστήμες όσο και από τη βιολογία, ο άνθρωπος στις δύσκολες συνθήκες κάνει συνήθως άλματα στην ιστορία ή ολόκληρες κοινωνίες εξαφανίζονται. Σήμερα, η ανθρωπότητα κινδυνεύει να μπει σε περιπέτειες, πολέμους, καταστροφές κ.λπ. από τη φτώχεια, την ανεργία, την εξαθλίωση, τον ανορθολογισμό της (ειδικά της οικονομικής) διαχείρισης και ταυτόχρονα κατέχει τα πιο προηγμένα τεχνολογικά εργαλεία στην ιστορία της και την αντίστοιχη τεχνογνωσία για να παράγει αγαθά και υπηρεσίες προς εξυπηρέτηση όλων των κατοίκων του πλανήτη.
Μπροστά σε αυτά τα διλήμματα έχει να επιλέξει λοιπόν, μεταξύ των καλών πρακτικών της κοινωνικής οικονομίας και του κοινωνικού αποκλεισμού από την μία, και της ανομίας και ετερονομίας, των λαφυραγωγών του κράτους και των καιροσκόπων από την άλλη. Η επιλογή και η ευθύνη είναι των πολιτών. Είναι καθενός πολίτη ξεχωριστά. Κάθε συνειδητός πολίτης δεν έχει παρά να θυμίζει στον εαυτό του και τους γύρω του αυτές τις δύο εναλλακτικές. Οφείλει να ξέρει όμως που οδηγεί καθένα από αυτά τα δύο μονοπάτια. Οφείλει να ξέρει που είναι η «αρετή» και που η «κακία».