Καταστολή και διαφάνεια για τη διαφθορά

 

Του Πάσχου Μανδραβέλη

 Αναδημοσίευση από kathimerini.gr

 Η διαφθορά υπήρξε διαχρονικό πρόβλημα της πολιτικής. Οχι μόνο τώρα και όχι μόνο της ελληνικής. Για παράδειγμα, ο Περικλής κατηγορήθηκε για διαφθορά κατά την κατασκευή των μεγάλων έργων στην Αθήνας και δη της Ακρόπολης. Δεν δικάστηκε ποτέ, διότι ξεκίνησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος. Επίσης, ήταν σύνηθες στις ΗΠΑ του 19ου αιώνα οι βουλευτές και γερουσιαστές να είναι ταυτοχρόνως υπάλληλοι μεγάλων επιχειρήσεων, τις οποίες «ρύθμιζαν» στα νομοθετικά σώματα. Είναι χαρακτηριστική η επιστολή του γερουσιαστή Ντάνιελ Γουέμπστερ, ο οποίος παραπονέθηκε στην Bank of America ότι καθυστέρησε «η συνήθης πληρωμή», ενώ την ίδια εποχή ψήφιζε ρυθμίσεις για τη λειτουργία της Bank of America. Τότε δεν υπήρχε καν νόμος που ποινικοποιούσε τη δωροδοκία των πολιτικών· ψηφίστηκε τελικά το 1853. Παντού και πάντα, οι νόμοι έρχονται με καθυστέρηση και αφού τα φαινόμενα έχουν φουντώσει.

Υπάρχουν δύο τρόποι καταπολέμησης της διαφθοράς. Η πρόληψη και η καταστολή. Χρειάζονται και οι δύο, αλλά το μείγμα σε κάθε χώρα διαφέρει. Στην Ελλάδα, είμαστε αναφανδόν υπέρ της καταστολής. Τόσο πολύ, ώστε σπανίως σκεπτόμαστε την πρόληψη. Ειδικά το τελευταίο διάστημα και λόγω της κρίσης δεν νοιαζόμαστε τόσο πολύ για το πώς θα διορθωθούν τα πράγματα, όσο για την ανάγκη «να πληρώσει κάποιος». Η διαχείριση της υπόθεσης με τη λίστα των καταθετών στην HSBC είναι ίσως το κορυφαίο παράδειγμα. Ελάχιστη συζήτηση γίνεται για το πώς μπορεί το ελληνικό κράτος να εισπράξει κάποια χρήματα από πιθανούς φοροφυγάδες. Μοιάζει να ενδιαφερόμαστε περισσότερο για την τιμωρία εκείνων που διαχειρίστηκαν το υλικό. Αυτό καθαυτό το γεγονός, ότι δηλαδή η δημόσια συζήτηση επικεντρώθηκε σε μια λίστα, η οποία έχει στοιχεία καταθέσεων προ εξαετίας ύψους 2 δισ. ευρώ και όχι –για παράδειγμα– στην πιο πρόσφατη λίστα όσων τα τελευταία τρία χρόνια εξήγαγαν 22 δισ. ευρώ, ενισχύει αυτή την άποψη.

Πολιτικά πυροτεχνήματα

Στην Ελλάδα διαχρονικά δίνουμε πολύ μεγαλύτερο βάρος στα μέτρα καταστολής της διαφθοράς παρά στα μέτρα πρόληψής της, σημαντικό κομμάτι της οποίας είναι η διαφάνεια. Αυτό πιθανώς να οφείλεται στο γεγονός ότι η ανακοίνωση των μέτρων καταστολής δίνει την αίσθηση ρήξης μιας κυβέρνησης με τη διαφθορά. Τα μέτρα διαφάνειας δεν φτιάχνουν εντυπωσιακούς τίτλους στα ΜΜΕ. Η διαφάνεια προλαμβάνει τη διαφθορά αθόρυβα στο σύστημα. Είναι ψηφοθηρικά πιο προσοδοφόρο για μια κυβέρνηση να δείχνει ότι πατάσσει τη διαφθορά (ασχέτως αν δεν μπορεί να το κάνει) παρά να φτιάχνει θεσμούς διαφάνειας, οι οποίοι δεν δημιουργούν πολιτικά πυροτεχνήματα· αφήστε δε το γεγονός ότι ελάχιστοι κατανοούν την αποτελεσματικότητα μιας λύσης σε μακρά διάρκεια. Αυτό αποτελεί ένα συνολικότερο πρόβλημα της πολιτικής: μέσα στον ορυμαγδό της πληροφόρησης, όποιος θέλει να έχει στις κάλπες μοίρα πρέπει να εντυπωσιάζει θετικά τους πολίτες όσο πιο συχνά γίνεται. Ενας θεσμός καταστολής εξυπηρετεί καλύτερα αυτόν τον σκοπό από ό,τι ένας θεσμός διαφάνειας.

Ετσι, διαβάσαμε στην «Καθημερινή» (13.1.2013) ότι «Oμάδα “Ράμπο”, αποτελούμενη από δικαστές και εισαγγελείς, αναλαμβάνει το βάρος να εκκαθαρίσει υποθέσεις διαφθοράς, πολιτικού χρήματος και οικονομικού εγκλήματος με πολιτικές απολήξεις. Παράλληλα, πρόθεση της κυβέρνησης είναι και η θεσμοθέτηση ειδικού εισαγγελέα διαφθοράς, με στόχο την επιτάχυνση των ερευνών». Δεν γνωρίζουμε πώς θα λειτουργήσει και αυτός ο μηχανισμός, αλλά είναι απορίας άξιον ότι σε μια χώρα που έχει (σε σχέση με τον πληθυσμό της) τους περισσότερους δικαστές να χρειάζονται ειδικά σώματα για την καταπολέμηση της πολιτικής διαφθοράς. Ισως πάλι να χρειάζεται εξειδίκευση, και υπό την έννοια αυτήν είναι πιθανό να αποδειχθεί σημαντικό να υπάρχει ειδικός εισαγγελέας για τη διαφθορά. Μήπως, όμως, πρέπει να ρίξουμε περισσότερο βάρος στην πρόληψή της αντί στην εκ των υστέρων καταπολέμησή της; Μήπως πρέπει να κάνουμε θεσμούς διαφάνειας (το «Διαύγεια» είναι ένας από τους καλύτερους) αντί να ψάχνουμε κατόπιν εορτής τις εστίες αδιαφάνειας;

«Η Αλίκη στην Ελλάδα»

Αν ο Λιούις Κάρολ έγραφε σήμερα την «Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», θα είχε κατά νου την Ελλάδα. Εδώ όλα γίνονται ανάποδα. Δεν αναφερόμαστε μόνο στο γεγονός ότι μετά από δεκαετίες χαλαρότητας στη δημόσια διοίκηση, τρέχουμε σήμερα χωρίς να προλαβαίνουμε, για να ρίξουμε φως στις εστίες αδιαφάνειας. Αναφερόμαστε πρωτίστως στο γεγονός ότι αυτά που πρέπει να νομοθετηθούν για τον ιδιωτικό τομέα, νομοθετούνται για τον δημόσιο και αντιστρόφως.

Να το κάνουμε πιο λιανά: Η λογική λέει ότι, για να μην πνίγει η γραφειοκρατία την επιχειρηματικότητα, πρέπει το κράτος να είναι χαλαρό στην έναρξη μιας δραστηριότητας και αυστηρό στον έλεγχό της. Στην Ελλάδα, αν κάποιος θέλει να επενδύσει περνάει τα μύρια όσα προληπτικά. Βγάζει τα πιο απίθανα πιστοποιητικά, και μετά, αν επιτύχει επιχειρηματικά –και κυρίως: αν αποκτήσει «φίλους» πολιτικό σύστημα ή/και στον κρατικό μηχανισμό– είναι ουσιαστικά ανεξέλεγκτος. Το αντίθετο σχεδόν γίνεται με το κράτος. Εδώ το βάρος δεν πέφτει στην πρόληψη αλλά στην εκ των υστέρων καταστολή: Ράμπο, Ελεγκτικό Συνέδριο, Επιθεωρητές Δημόσιας Διοίκησης κ.λπ. Μην παρεξηγηθούμε: καλά είναι να υπάρχουν μηχανισμοί εκ των υστέρων ελέγχων, αλλά σε ό,τι αφορά το κράτος, η αναλογία πρέπει να είναι υπέρ της διαφάνειας και όχι στο δεύτερο μέρος. Σε αντίθεση με τον ιδιωτικό τομέα, όπου για λόγους ενθάρρυνσης των επενδύσεων πρέπει να είναι το αντίστροφο: το βάρος να δίνεται στον μετά την επένδυση έλεγχο και όχι στην πρόληψη, που σημαίνει γραφειοκρατία και αποθάρρυνση των επενδύσεων.

Γράφαμε και παλιότερα πως η εμπειρία απέδειξε ότι «οι μηχανισμοί ελέγχου της διαφθοράς στο Δημόσιο όχι μόνο δεν επαρκούν, αλλά γίνονται σταδιακά θερμοκήπια επιπλέον διαφθοράς…» («Η λογική των ελέγχων», Καθημερινή 5.7.2006).

Γι’ αυτό μήπως να ξεκινούσαμε την καταπολέμηση της πολιτικής διαφθοράς με τη διαρκή ανάρτηση των «πόθεν έσχες» στον δικτυακό τόπο της Βουλής και την ανάρτηση όλων των αποφάσεων (και της Βουλής) στο «Διαύγεια»;

Τριάντα αργύρια και 700.000 υπάλληλοι

Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, όλοι θυμούνται τον ΟΤΕ για δύο πράγματα. Πρώτον, ότι χρειάζονταν 2–5 χρόνια οι πολίτες για να βάλουν τηλέφωνο και, δεύτερον, ότι ο Οργανισμός ήταν σχεδόν καθημερινά στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων για σκάνδαλα προμηθειών. Οι καταγγελίες –είτε αφορούσαν πραγματικά σκάνδαλα είτε γίνονταν στο πλαίσιο του κομματικού ανταγωνισμού– δηλητηρίαζαν διαρκώς την πολιτική ζωή του τόπου. Σήμερα, ο ΟΤΕ, επειδή ιδιωτικοποιήθηκε, απουσιάζει από τη λίστα των σκανδάλων που ταλανίζουν τον τόπο. Ακόμη και αν κάποιος κλέβει στις προμήθειες του Οργανισμού, αυτό αφορά πρωτίστως τους μετόχους και δευτερευόντως το κοινωνικό σύνολο. Ακόμη κι αν υπάρχει σκάνδαλο στον ΟΤΕ, δεν πρόκειται να δούμε στη Βουλή τα καμώματα της προπερασμένης Πέμπτης.

Γράφαμε και παλιότερα («Καθημερινή», 13.9.2006) ότι τα Ευαγγέλια μάς διδάσκουν ότι η διαφθορά «φύεται και στις καλύτερες οικογένειες. Ας αναλογιστούμε λίγο τι διημείφθη στο Ορος των Ελαιών. Αν στην πιο αγία συντροφιά της ανθρώπινης ιστορίας ο ένας στους δώδεκα αποδείχθηκε διεφθαρμένος, πρέπει να ελπίζουμε σε καλύτερα ποσοστά ηθικής στο αχανές Δημόσιο των 700.000 υπαλλήλων; Και αν ένας μαθητής μπορεί να προδώσει τον Υιό του Θεού έναντι 30 αργυρίων, τότε περιμένουμε να μην υπάρχει ένας στους δέκα από τους πολιτικούς ή τους δημόσιους λειτουργούς που δεν θα προδώσει (έναντι μάλιστα μεγαλύτερων ποσών) τον γιο του μπαρμπα–Μήτσου; Τέλος, αν η σίγουρη προοπτική της αιώνιας τιμωρίας δεν εμπόδισε τον Ιούδα να κάνει την αποτρόπαια πράξη του, θα εμποδίσει κανέναν να διαφθαρεί η μετατροπή της «απιστίας περί την υπηρεσία» από πλημμέλημα σε κακούργημα; Εξάλλου, με 2,5 εκατομμύρια ευρώ αγοράζει κάποιος τις καλύτερες νομικές υπηρεσίες και μετατρέπει (σε ό,τι αφορά τις ποινές) το κακούργημα σε πλημμέλημα.

Να μην παρεξηγηθούμε: Καλή και άγια είναι η ηθική διαπαιδαγώγηση, αλλά την είχε ο Ιούδας και μάλιστα από τον καλύτερο δάσκαλο της οικουμένης. Χρήσιμες είναι και οι ποινές, αλλά πολλές φορές δεν μειώνουν τη διαφθορά, απλώς αυξάνουν το αντίτιμό της. Εξάλλου, στις πρώην κομμουνιστικές χώρες, οι ποινές ήταν εξαιρετικά αυστηρές. Εφταναν μέχρι τη θανάτωση των διεφθαρμένων, για να αποδειχθεί τελικά ότι το δέλεαρ του παράνομου πλουτισμού ήταν ισχυρότερο από τον φόβο της τιμωρίας…

Η αποκλειστικά κανονιστική προσέγγιση της διαφθοράς μειώνει την οριακή αποτελεσματικότητα των νόμων. Οσο περισσότερα μέτρα λαμβάνουμε, τόσο λιγότερο αποτελεσματικό είναι κάθε νέο μέτρο…

Χρειάζεται πλέον νέα προσέγγιση του προβλήματος. Εμείς βλέπουμε τον λύκο κι εξακολουθούμε να ψάχνουμε τον τορό. Και ο λύκος είναι το μεγάλο κράτος. Αυτό έχει μεγεθυνθεί τόσο, που δεν μας φτάνουν οι αδέκαστοι όλης της χώρας να το στελεχώσουμε.