Συνέντευξη του κ. Βασίλη Τακτικού στη Γεωργία Μπουρτζάλα
Υπεύθυνη Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων
Κοινωνικός ακτιβισμός και θετική αλληλεπίδραση ανάπτυξης των ανθρώπινων πόρων αποτελεί το ζήτημα που αναδεικνύει η συνέντευξη του κ. Βασίλη Τακτικού, Διευθυντή της Social Activism στη Γεωργία Μπουρτζάλα αυτή την εβδομάδα. Κοινωνικός ακτιβισμός δεν είναι μόνο η στατική φιλανθρωπία και οι μεμονωμένες εκδηλώσεις αλληλεγγύης σε μία κατακερματισμένη κοινωνία. Κοινωνικός ακτιβισμός είναι κυρίως οι συλλογικές πρωτοβουλίες αλληλεγγύης οι οποίες μπορούν να επιδράσουν καταλυτικά στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και να αναμορφώσουν τη ζωή της πόλης.
Γ.Μ.: Κύριε Τακτικέ, μπορώ να απαριθμήσω πολλούς τίτλους οι οποίοι συνθέτουν την κοινωνική σας δράση. Είσαστε εμπνευστής του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου οργανώσεων κοινωνίας πολιτών, εισηγητής σε πολλές από τις περιφερειακές συμπράξεις, δημοτικός σύμβουλος Καλαβρύτων, σύμβουλος επικοινωνίας και διευθυντής των εφημερίδων Oikopress και Social Activism Αθηνών. Με βάση όλα τα παραπάνω, διακρίνω στο πρόσωπό σας έναν πολυδιάστατο κοινωνικό ακτιβισμό. Από πού πηγάζει αυτή η έντονη δραστηριότητα;
B.T.: Καταρχήν, θα έλεγα από μία βαθειά συνειδητοποίηση ότι ζητήματα όπως η κοινωνικοοικονομική κρίση και η αντιμετώπιση της φτώχειας, τα προβλήματα του περιβάλλοντος, σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο καθώς και τα ζητήματα αντιμετώπισης της ανεργίας, του κοινωνικού και οικονομικού αποκλεισμού μπορούν να αντιμετωπιστούν όχι μόνο με τις κυβερνήσεις αλλά και από τον κοινωνικό ακτιβισμό. Την ενεργοποίηση, δηλαδή, της κοινωνίας από τα κάτω, η οποία επιφέρει την ανάδυση και την ανάπτυξη της κοινωνικής δύναμης των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών και την ενίσχυσή τους σε βασικό συντελεστή για να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά η κοινωνική οικονομία. Η κοινωνική οικονομία αποτελεί τον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ κράτους και αγοράς και παράλληλα προσφέρει πάρα πολύ σημαντικές ευκαιρίες και δυνατότητες για την ενίσχυση της απασχόλησης. Την αξιοποίηση ενεργών ανθρώπινων πόρων -θα έλεγα κυρίως ανθρώπινων πόρων οι οποίοι είναι διαθέσιμοι- αλλά και την αξιοποίηση της ίδιας της τεχνολογίας, της τεχνογνωσίας και της καινοτομίας οι οποίοι ενδυναμώνουν αυτούς τους πόρους. Εξάλλου, η κοινωνία μπορεί να καινοτομήσει σε πολλούς τομείς, εκεί όπου αντίθετα το κράτος και η γραφειοκρατία δημιουργούν αγκυλώσεις και ακυρώνουν την πρωτοβουλία και την δημιουργικότητα.
Γ.Μ.: Αναφερθήκατε στον όρο «κοινωνική οικονομία». Πιστεύετε ότι η κοινωνική οικονομία μπορεί να μας βγάλει από τις συμπληγάδες της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε σήμερα;
B.T.: Πιστεύω πως είναι μία μοναδική εναλλακτική συμπληρωματικότητας στο κενό της απασχόλησης και οικονομικής συμμετοχής το οποίο άφηναν οι άλλοι δύο τομείς της οικονομίας του κράτους και της αγοράς. Έχουμε το εξής δεδομένο. Ένα πραγματιστικό φαινόμενο. Στις λεγόμενες «αναπτυγμένες» χώρες, στην Ευρώπη και στην Αμερική, όπου η κοινωνική οικονομία κινείται σε υψηλά επίπεδα, συγκεκριμένα στο 10%, εκεί σε πολύ μεγάλο βαθμό αντιμετωπίζονται προβλήματα πρόνοιας τα οποία από μόνο του το ίδιο το κράτος δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσει. Σε αυτές τις χώρες η κοινωνική οικονομία προσφέρει εισοδήματα και εργασία σε ένα πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού και μάλιστα υπερδιπλάσιο του ποσοστού που κατέχει στην οικονομία. Κι αυτό συμβαίνει, διότι η κοινωνική οικονομία είναι η κατεξοχήν πραγματική οικονομία και όχι η πλασματική οικονομία της κερδοσκοπίας και του χρήματος. Από την κοινωνική οικονομία δε βγάζει κανείς χρήματα εμπορευόμενος το χρήμα, αλλά προσφέρονται φθηνά αγαθά και υπηρεσίες στην κοινωνία, μειώνοντας το κόστος των ανταλλαγών. Άρα, η κοινωνική οικονομία έχει πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα ώστε να ευδοκιμήσει σε πολύ δύσκολες και άγονες συνθήκες, εκεί που η αγορά και το κράτος δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.
Γ.Μ.: Ποιο είναι το επικοινωνιακό μοντέλο της διάδοσης της κοινωνικής οικονομίας στο ευρύ κοινό;
B.T.: Η κοινωνική οικονομία, καταρχήν, βασίζεται σε κοινωνικά δίκτυα. Στη δικτύωση των ίδιων των ανθρώπων οργανώνοντας συλλογικότητες σε τοπικό επίπεδο, σε περιφερειακό επίπεδο αλλά και συλλογικότητες σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτές οι συλλογικότητες μπορούν να οργανωθούν στη βάση των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών και έτσι μπορούν να ληφθούν σημαντικές πρωτοβουλίες για ανθρωπιστική βοήθεια, για κοινωνικές επιχειρήσεις, τοπικού αλλά και εθνικού χαρακτήρα, ώστε με αυτό τον τρόπο να ενεργοποιηθεί το τοπικό κοινωνικό κεφάλαιο το οποίοι ορίζεται από την αλληλεγγύη και την συνεργασία μεταξύ των πολιτών.
Γ.Μ.: Είναι πολλές οι φορές που έχετε αναφερθεί στην αξία του κοινωνικού κεφαλαίου, στη λεγόμενη δύναμη του ενσαρκωμένου μηνύματος. Η αξία του εθελοντισμού είναι αδιαμφισβήτητη. Αναρωτιέμαι, όμως, πώς δύναται να προκύψει ως συμμετοχικός ο κοινωνικός ακτιβισμός και η οικολογία;
B.T.: Θέσατε πάρα πολλά ζητήματα μαζί. Βέβαια, το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να είναι η πηγή που συνθέτει και ενεργοποιεί όλα αυτά που είπατε. Το κοινωνικό κεφάλαιο είναι το πνεύμα της αλληλεγγύης και της συνεργασίας και συνθέτει γνώσεις, εμπειρίες, κοινή προσπάθεια και κοινό έργο για να πραγματοποιηθούν οι επενδύσεις του ανθρώπινου κεφαλαίου. Ένας συνεταιρισμός, λόγου χάρη, δε χρειάζεται πολύ μεγάλα κεφάλαια. Αυτό που χρειάζεται είναι η συνένωση αρκετών ανθρώπων και αυτό μπορεί να κάνει μια επιχείρηση βιώσιμη, να αντέξει, δηλαδή, σε συνθήκες έντονου ανταγωνισμού προσφέροντας παράλληλα χαμηλές τιμές σε συνδυασμό με καλές υπηρεσίες. Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται διότι όταν συνενώνεται το ανθρώπινο κεφάλαιο, δεν είναι αναγκαίο το μεγάλο χρηματικό κεφάλαιο. Ανενεργές υποδομές, όπως κτήματα και δημόσια κτίρια, μπορούν να αξιοποιηθούν με σκοπό να αναπτυχθούν συγκεκριμένες υπηρεσίες κοινωνικής βοήθειας ή υπηρεσίες υγείας, χωρίς βεβαίως να παραλείπεται η συνδρομή κεφαλαίου από όλες τις διαθέσιμες πηγές. Ο εθελοντισμός αποτελεί σαφώς μία από τις πιο βασικές πηγές κινητοποίησης και συγκρότησης κεφαλαίου. Εξίσου σημαντικές είναι οι πηγές από το κράτος εν μέρει αλλά και από την εταιρική κοινωνική ευθύνη, τις χορηγίες δηλαδή. Άρα, το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να συνδέσει πόρους από πολλές πλευρές και όχι μόνο από έναν ιδιώτη επιχειρηματία ή το κράτος. Αυτή ακριβώς είναι η δυναμική του κοινωνικού κεφαλαίου. Η δυνατότητα σύνθεσης πόρων που δεν είναι κατ’ ανάγκη χρηματική, αλλά έχει επίκεντρό της την ανθρώπινη αξία.
Γ.Μ.: Υπάρχει σχεδιασμός νομοθετικού πλαισίου το οποίο δημιουργεί εναύσματα για κοινωνική προσφορά στη χώρα μας; Τι ισχύει συγκριτικά στην Ευρώπη;
B.T.: Βεβαίως. Υπάρχει από την Ευρωπαϊκή Ένωση ένα πολύ καλό, για την εποχή μας, θεσμικό πλαίσιο που δίνει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών να επενδύσουν και να ασκήσουν κοινωνική επιχειρηματικότητα, στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας. Επίσης, υπάρχει ένα θεσμικό νομοθετικό πλαίσιο συμπράξεων των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, ιδιαίτερα με την τοπική αυτοδιοίκηση, με βάση το οποίο μπορούν να γίνουν από κοινού δράσεις και κοινωνικές επιχειρήσεις. Στη θέση, δηλαδή, των αμιγώς κρατικών οργανισμών οι οποίοι μονοπωλούσαν έως τώρα την κοινωνική φροντίδα, δύναται να υπάρχουν κοινωνικές επιχειρήσεις με συμβεβλημένα μέλη την τοπική αυτοδιοίκηση, τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών και τους εθελοντές. Αυτό γίνεται συστηματικά από την Ευρωπαϊκή Ένωση με τη μορφή των κοινωνικών αναπτυξιακών συμπράξεων. Κάτι που στη χώρα μας, μόλις αυτή την περίοδο, συζητιέται χάρις στον πρόσφατο νόμο 4019, του 2011, ο οποίος αφορά την κοινωνική οικονομία και εμπεριέχει σαφείς κατευθύνσεις για τις κοινωνικές επιχειρήσεις και τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς, οι οποίοι αναμένονται να λειτουργήσουν και στη χώρα μας. Στην Ευρώπη, όλα αυτά έχουν γίνει πράξη εδώ και πολλά χρόνια. Υπάρχει πλήθος μεγάλων και μικρών κοινωνικών επιχειρήσεων, μικρών σε επίπεδο ατομικής απασχόλησης ή αυτοαπασχόλησης, στο επίπεδο των μικρών κοινωνικών συνεταιρισμών αλλά και στο επίπεδο μεγάλων κοινωνικών συνεταιρισμών που καλύπτουν ολόκληρους τομείς, όπως στην υγεία και στα τρόφιμα. Αυτό που πρόσφατα ξεκίνησε στη χώρα μας είναι τα κοινωνικά παντοπωλεία, κοινωνικά ιατρεία, κοινωνικά φαρμακεία, τα οποία είναι διαδεδομένα στην Ευρώπη, χρηματοδοτούμενα από ειδικές τύπου τράπεζες, πράσινες τράπεζες κ.ο.κ. Άρα, υπάρχει ένα θεσμικό νομικό υπόβαθρο το οποίο μέλει να αξιοποιηθεί αναλόγως, με πρωτοβουλία των ίδιων των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών στην Ελλάδα αλλά και να διεκδικήσουν τη βέλτιστη διαχείριση των πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία σήμερα τα διαχειρίζονται τα επιχειρησιακά προγράμματα των ελληνικών υπουργείων.
Γ.Μ.: Η κοινωνία των πολιτών εκφράζεται σήμερα από ένα «μωσαϊκό» οργανώσεων. Πιστεύετε ότι αυτές οι οργανώσεις χαρακτηρίζονται από ωριμότητα ώστε να είναι θέση να αξιοποιήσουν αυτή την τροποποίηση του νόμου;
B.T.: Θα έλεγα ότι στην Ελλάδα διαιωνίζεται ένα φαινόμενο. Ελάχιστες οργανώσεις κατέχουν την τεχνογνωσία να αξιοποιήσουν όλες τις δυνατότητες ή έχουν τις ελάχιστες δομές και το αρχικό μικρό κεφάλαιο εκκίνησης για να υποβάλλουν σχετικά προγράμματα. Πράγματι, υπάρχει, όπως είπατε, ένα πολύ μεγάλο «μωσαϊκό» οργανώσεων το οποίο εκφράζεται εθελοντικά. Πραγματοποιεί δράσεις κυρίως τοπικές, σε επίπεδο συλλόγων στα χωριά και στις συνοικίες. Οι δράσεις αποτελούν ως βάση δράσεις ευαισθητοποίησης, αλληλοβοήθειας ή πολιτιστικού χαρακτήρα. Παρόλα αυτά, η δύναμη των συγκεκριμένων δραστηριοτήτων είναι περισσότερο επιφανειακή παρά ουσιαστική στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας. Ο λόγος είναι, δυστυχώς, το έλλειμμα στο πεδίο της κοινωνικής επιχειρηματικότητας και συγκεκριμένα το πώς μπορούν να αξιοποιηθούν σε μόνιμη βάση η ανθρώπινοι πόροι και οι διαθέσιμοι κοινοτικοί πόροι από το ευρωπαϊκό κοινοτικό ταμείο.
Γ.Μ.: Θεωρείτε ότι έχει αναπτυχθεί η συνεργατική κουλτούρα μεταξύ των οργανώσεων;
B.T.: Θα έλεγα ότι αυτό εξακολουθεί να αποτελεί ένα ζητούμενο για τη χώρα μας. Υπάρχει ένα σαφές θεσμικό έλλειμμα οργάνωσης, σε δευτεροβάθμιο και τριτοβάθμιο επίπεδο, ώστε να μπορούν αυτές οι μικρές οργανώσεις να αναπτύξουν την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Διότι χρειάζονται τεχνογνωσία και συνένωση δυνάμεων εφόσον τελικά ως κοινός σκοπός σε ένα δήμο, αποτελεί η κοινωνική ωφέλεια. Άρα τίθεται το ερώτημα: Γιατί να υπάρχουν δέκα οργανώσεις οι οποίες επιζητούν το ίδιο πράγμα σε ένα δήμο και να μην υπάρχει μία σύμπραξη προς ένα κοινό σκοπό, ώστε να δημιουργήσουν θέσεις απασχόλησης, για παράδειγμα στον αγροτουρισμό ή στον αγροτουρισμό ή σε κάτι άλλο που έχει ανάγκη αυτή η περιοχή ή στις υπηρεσίες υγείας ή για να κάνουν ένα κοινωνικό παντοπωλείο ή κοινωνικό φαρμακείο;
Γ.Μ.: Εσείς, όλα αυτά τα προωθείτε μέσω του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών. Θα μου πείτε λίγα πράγματα για το Παρατηρητήριο;
B.T.: Το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο είναι το αποτέλεσμα μίας σειράς προσπαθειών ώστε να οργανωθούν οι πρωτοβάθμιοι φορείς σε δευτεροβάθμιο επίπεδο ομοσπονδοποίησης και συμπράξεων καθώς και σε τριτοβάθμιο πανελλαδικό επίπεδο. Έχουν γίνει πολλές απόπειρες, την τελευταία δεκαετία, οι οποίες τελικά δεν ευοδώθηκαν αλλά δημιούργησαν το έναυσμα ώστε να ωριμάσουν ορισμένες οργανώσεις αποτελώντας με αυτό τον τρόπο τελικώς, το βασικό πυρήνα του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου το οποίο ιδρύθηκε το Μάρτιο του 2011, με σκοπό κυρίως την ανάπτυξη την κοινωνικής οικονομίας, την κοινωνική επιχειρηματικότητα και το μετασχηματισμό του εθελοντισμού σε κινητήρια δύναμη ώστε να αξιοποιηθούν αυτές οι οργανώσεις στο θεσμικό ρόλο που έχουν στην εποχή μας. Το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο προσφέρει στις οργανώσεις δυνατότητες επικοινωνίας μεταξύ τους μέσω του internet, δυνατότητες κοινωνικής δικτύωσης δηλαδή, αλλά και διαθέσιμους πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία έχει συνειδητοποιήσει ότι οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών είναι σε θέση να αξιοποιήσουν αποδοτικότερα πόρους κοινωνικής πολιτικής, συγκριτικά με το κράτος και την τοπική αυτοδιοίκηση. Εξάλλου, στις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών δεν υφίσταται η γραφειοκρατία η οποία μεσουρανεί στους κρατικούς φορείς.
Γ.Μ.: Ναι, αλλά και οι Μ.Κ.Ο. έχουν κατά καιρούς κατηγορηθεί για διαφθορά…
B.T.: Ναι, υπάρχουν σίγουρα φαινόμενα διασπάθισης του δημοσίου χρήματος και από ΜΚΟ, όχι από όλες τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών αλλά από μία ελίτ, η οποία είχε προνομιακές σχέσεις με το κράτος. Πηγή και αυτής της διαφθοράς είναι το κράτος και η εξουσία, διότι και οι πόροι δεν καταλήγουν αντικειμενικά και οριζόντια προς όλες τις οργανώσεις, αλλά σε αυτές που είχαν και έχουν καλύτερες προσβάσεις, ειδικότερα στην ελληνική κρατική εξουσία και γραφειοκρατία. Επομένως, αυτό το φαινόμενο δεν αφορά τη μεγάλη πλειοψηφία των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, αλλά μία διευθυντική ελίτ που παρατηρείται όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και σε άλλες χώρες. Στην Ελλάδα, όμως, εμφανίζεται πιο έντονο το φαινόμενο, εξαιτίας του πελατειακού κράτους. Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, η διάθεση των πόρων για την κοινωφελή εργασία αποτελούσαν αποκλειστικό προνόμιο των βουλευτών και άλλων κρατικών αξιωματούχων το οποίο και χρησιμοποιούσαν για να διορίζουν μέσω προγραμμάτων STAGE και άλλων ή να προσφέρουν τα προγράμματα σε ψηφοφόρους πελάτες τους. Από την άλλη μεριά, αυτό που χαρακτηρίζει όλη την ελληνική γραφειοκρατία έχει την αντανάκλασή του και στις οργανώσεις αυτές. Το Παρατηρητήριο έχει συνειδητοποιήσει αυτό το αρνητικό φαινόμενο και γι’ αυτό έχει «τραβήξει» νοητά μία διαχωριστική γραμμή τοποθετώντας την υπόστασή του πρωτίστως στη διαφάνεια της διάχυσης των πόρων ακολουθώντας το μοναδικό δρόμο όσον αφορά αυτό το αποτέλεσμα, δηλαδή, το δρόμο των απολύτως ανοικτών διαδικασιών. Η Πανελλήνια Οργάνωση, επιπλέον, παρακολουθεί και εποπτεύει όλες τις κρατικές υπηρεσίες και την γραφειοκρατία σχετικά με τη διαχείριση των πόρων. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι μονάχα η κοινωνία των πολιτών μπορεί να επιβάλλει τη διαφάνεια και όχι οι «ανεξάρτητες αρχές» οι οποίες όπως αποδεικνύεται και στις μέρες μας δεν είναι καθόλου ανεξάρτητες από την πολιτική εξουσία. Η επικαιρότητα φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της τελευταίας λίστας Lagarde, όπου παρακολουθούμε την πολιτική εξουσία να ρίχνει τις ευθύνες στις διοπτρικές ανεξάρτητες αρχές και αυτές με τη σειρά τους στην πολιτική εξουσία. Η διαφάνεια είναι μηδενική. Αν, λοιπόν, οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών, οργανωμένες σε πανελλήνιο επίπεδο, εποπτεύουν τις λειτουργίες του κράτους και είναι σε θέση να βγάζουν στοιχεία στην επιφάνεια, τότε μπορούν να προσφέρουν ένα πολύ σημαντικό έργο και σε αυτό το πεδίο αλλά και στην ίδια την κοινωνία. Κάτι τέτοιο έχει επιτευχθεί στις ανεπτυγμένες κοινωνικά και θεσμικά χώρες της Δύσης.
Γ.Μ.: Σε τι επίπεδο βρίσκονται οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών στην Ευρώπη και στην Αμερική σε σχέση με την αντιμετώπιση της διαφθοράς;
B.T.: Τα επίπεδα της διαφθοράς στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται αδιανόητα από την Ευρώπη και την Αμερική. Στις αναπτυγμένες χώρες υπάρχει ένα ισχυρό κίνημα καταναλωτών το οποίο εποπτεύει τις λειτουργίες του κράτους και παρεμβαίνει σε θέματα που αφορούν τα ανθρώπινα δικαιώματα ή τη διαχείριση των πόρων. Θα ήταν αδιανόητο σε μία ευρωπαϊκή χώρα να συμβαίνουν τέτοια γεγονότα αδιαφάνειας όπως που συμβαίνουν στη χώρα μας. Και αυτό δεν οφείλεται στο κράτος, αλλά στις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών οι οποίες έχουν μία ιστορία ανάπτυξης πάνω από ένα αιώνα, διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο. Δεν παραβλέπουμε, βέβαια, τα μεγάλα ενδιάμεσα διαλείμματα όπως ήταν ο ολοκληρωτισμός και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος τα οποία ανέστειλαν τη δυναμική τους. Εξάλλου, από τη δεκαετία του 60 και μετά, στην Ευρώπη έχουμε μία σημαντική ανάπτυξη και έναν ισχυρό πολιτικό ρόλο των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών. Ειδικότερα, μετά την ανάπτυξη των τεχνολογιών της επικοινωνίας, έχουμε μία παγκόσμια έκρηξη των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών που γεννάται από την άμεση, φθηνή και αποτελεσματική επικοινωνία και δικτύωση μεταξύ τους σε περιφερειακή και εθνική κλίμακα. Η επικοινωνία βοηθά την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και τη σύνθεση κοινωνικού κεφαλαίου. Βεβαίως, οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών υπήρχαν και πριν με τη μορφή συλλόγων αλλά σε τοπική κλίμακα και υπό την κηδεμονία πολλές φορές του πολιτικού συστήματος. Με σκοπό να παίξουν το δικό τους ιστορικό, κοινωνικό και πολιτικό ρόλο, οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών χρειάζονται βέλτιστη επικοινωνία και οριζόντια συνεργασία σε εθνική κλίμακα. Αυτό μπορεί να φάνταζε δύσκολο 30 ή 40 χρόνια πριν, τώρα όμως αποτελεί τη νέα πραγματικότητα.
Γ.Μ.: Άρα, αν αντιλαμβάνομαι σωστά, στην Ελλάδα του σήμερα, το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο μπορεί να συμβάλλει στην αντιμετώπιση του θεσμικού ελλείμματος της χώρας;
B.T.: Σε ό,τι αφορά το ζήτημα αυτό, ήταν καθοριστική η παρέμβαση του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου πέρυσι ώστε η κοινωφελής εργασία να μη γίνει ένα καμουφλαρισμένο STAGE αλλά να περάσει υπό τον έλεγχο της κοινωνίας πολιτών, εκεί που είναι προσδιορισμένο να λειτουργήσει το πρόγραμμα από το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Ταμείο. Αποτελεί λυπηρή διαπίστωση το γεγονός ότι, τόσο η κρατική γραφειοκρατία όσο και η δημοτική γραφειοκρατία ήθελαν να ακολουθήσουν τις παλαιές πρακτικές των ωφελούμενων οργανώσεων ελίτ. Συγκεκριμένα, στόχος τους ήταν να δώσουν το πρόγραμμα κοινωφελούς εργασίας, σε 5–10 οργανώσεις οι οποίες θα λειτουργούσαν ως επιχειρήσεις διαμεσολάβησης της εργασίας, με αποτέλεσμα οι προνομιακές «ΜΚΟ» να πλούτιζαν σε 5 μήνες. Η παρέμβαση του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου ήταν καταλυτική. Το αποτέλεσμα της παρέμβασης αυτής αποτελεί πλέον το γεγονός ότι 200 οργανώσεις υλοποιούν αυτή τη στιγμή προγράμματα κοινωφελούς εργασίας και με αυτή την έννοια αποκτούν εμπειρία η οποία θα είναι πολύτιμη στη συνέχεια για να διαχειριστούν πιο πολυσύνθετα προγράμματα προς όφελος της ίδια της κοινωνίας. Άρα, επετεύχθη μία τομή, και πιστεύω ότι θα γίνουν τομές και σε άλλα προγράμματα όπως είναι π.χ. η Δια Βίου Μάθηση στην οποία πραγματοποιείται πλήρης εκτροπή από το στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Ταμείου. Στον τομέα αυτό χρησιμοποιείται το ένα τέταρτο των πόρων για υποτιθέμενη Δια Βίου Μάθηση στα σχολεία και με τον τρόπο αυτό δε γίνεται τίποτε άλλο παρά μία έμμεση ενίσχυση αυτού του σαθρού εκπαιδευτικού συστήματος στην Ελλάδα με τη μορφή επιδοτήσεων ή κάλυψη αναγκών της δημόσιας εκπαίδευσης. Διαδικασία σαφώς παράνομη, με την οποία καρπώνονται πόρους αλλότριοι φορείς στερώντας τους με αυτό τον τρόπο από τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών. Πόροι οι οποίοι προορίζονται για την πραγματική Δια Βίου Μάθηση και τη μάθηση εντός της παραγωγής, την ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση και την προετοιμασία στο να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Το σίγουρο είναι ότι το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο έχει πολλές προκλήσεις μπροστά του για να αντιμετωπίσει, το ίδιο και η Πανελλήνια Σύμπραξη κοινωνικών οργανώσεων για την κοινωνική οικονομία. Το μεγάλο βήμα όμως έχει γίνει για να συνειδητοποιηθεί αυτή η κατάσταση και για να υπάρξουν αντιστάσεις.
Γ.Μ.: Ποιες είναι, σήμερα, οι σχέσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών στην Ελλάδα;
B.T.: Υπάρχουν δύο πλευρές. Από τη μία πλευρά, υπάρχουν Δήμοι που ενδιαφέρονται να αναπτύξουν αυτές τις σχέσεις και οι οποίες συνεργάζονται με τοπικούς φορείς. Μολονότι αυτοί οι Δήμοι δεν αποτελούν πλειοψηφία, υπάρχουν πολύ καλά παραδείγματα συνεργασίας τα οποία αποδίδουν στις τοπικές κοινωνίες. Η μεγάλη μερίδα, όμως, ακόμη διατηρεί το κρατικό μοντέλο των υπεράριθμων δημοτικών υπαλλήλων, το πολιτικό πελατειακό σύστημα και βλέπει καχύποπτα τις συλλογικές οργανώσεις μη εμπιστευόμενοι ιδιαίτερα τις οργανώσεις εκείνες που είναι οργανωμένες σε τοπικό επίπεδο. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν Δήμοι που επιλέγουν το «διαίρει και βασίλευε», χρησιμοποιούν κάποιες από τις οργανώσεις οι οποίες είναι πιο επιτακτικές και δεν ενδιαφέρονται να αναπτύξουν όλο το δυναμικό των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών. Άρα, έχουμε δύο εικόνες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά η ενίσχυση της πρώτης εικόνας αποτελεί το σκοπό του Πανελλήνιου Παρατηρητηρίου.
Γ.Μ.: Υπάρχει κίνδυνος εκτροπής και αποπροσανατολισμού από την πραγματική έννοια της κοινωνικής οικονομίας;
B.T.: Σαφώς πάντα υπάρχει κίνδυνος εκτροπής, όπως σε όλα. Όλες οι έννοιες έχουν κακοποιηθεί και πάντοτε υπάρχουν πρόθυμοι σφετεριστές και καιροσκόποι να οικειοποιηθούν μία ιδέα, μία αντίληψη και να την εκτρέψουν προς ίδιον συμφέρον. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις να μετατραπούν, δηλαδή, σε κερδοσκοπικές, οι δομές που υφίστανται για την κοινωνική εξισορρόπηση να μετατραπούν σε δομές κοινωνικής ανισορροπίας και έννοιες όπως οικολογία, πράσινη ανάπτυξη, ο ανθρωπισμός να κατευθυνθούν προς εξυπηρέτηση των μεγάλων συμφερόντων. Για παράδειγμα, συζητείται παντού το ζήτημα της πράσινης ανάπτυξης αλλά κάποιοι μιλούν ξανά για τεράστιες επενδύσεις, που δε συμβαδίζουν με την πράσινη ανάπτυξη. Η πράσινη ανάπτυξη πρέπει να σέβεται πάνω απ’ όλα το περιβάλλον και παράλληλα να αναπτύσσει αποκεντρωμένα τους πόρους και όχι να συγκεντρώνει τους πόρους σε μία μεγάλη πόλη ή σε ένα μεγάλο εργοστάσιο επειδή αυτό εξυπηρετεί ορισμένους. Δεν νοείται πράσινη ανάπτυξη μόνο των ελίτ. Η Πράσινη ανάπτυξη αφορά όλη την κοινωνία, τις υποβαθμισμένες συνοικίες που έχουν και τα μεγαλύτερα προβλήματα βιοκλιματικών κτιρίων κ.τ.λ. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί και από την εξουσία αλλά και από τις ίδιες τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών. Δεν είναι λίγοι όμως εκείνοι οι οποίοι θέλουν ή θα επιθυμούσαν να σφετεριστούν το χώρο εννοώντας μικρές ή μεγάλες επιχειρήσεις και προκειμένου να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους σκοπούς, ιδρύουν ή οικειοποιούνται μία τέτοιου είδους οργάνωση που εξυπηρετεί ιδιωτικά συμφέροντα και όχι απαραιτήτως κοινωφελή. Αυτό στην πράξη, σημαίνει ότι ένα πρόγραμμα που είναι κοινωφελούς χαρακτήρα, καταλήγει στην ουσία να είναι μία ευκαιρία κερδοσκοπίας. Άλλωστε, αρκετοί έχουν πλουτίσει υλοποιώντας προγράμματα για φτωχούς και ανέργους μέχρι σήμερα. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός και κοντά μας και πρέπει να τον αντιμετωπίσουμε με τη συμμετοχική δημοκρατία, την επικοινωνία και την ενεργοποίηση των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών ώστε να διασφαλιστεί η διαφάνεια. Όταν συμμετέχουν όλοι στη δημοκρατία, τότε οι εκτροπές περιορίζονται.
Γ.Μ.: Τα επίπεδα ανάπτυξης αλλά και η φτώχεια αποτελούν θέματα διαχρονικά ενώ βρίσκονται υψηλά στην ημερησία διάταξη όλων των οργανωμένων κοινωνιών. Στην Ελλάδα του 2012, αποτελούν δομικά προβλήματα και είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. Κατά την άποψή σας, υπάρχει ελπίδα;
B.T.: Καταρχήν, η ανάπτυξη και η αντιμετώπιση της φτώχειας αποτελούν δύο έννοιες οι οποίες δε συμβαδίζουν πάντοτε. Ενδέχεται να έχουμε ανάπτυξη σε κάποιους τομείς, ακόμη και υπερανάπτυξη και ταυτόχρονα να έχουμε φτώχεια. Άλλωστε, η μεγάλη ανάπτυξη των τελευταίων 30 ετών έφερε διόγκωση της παγκόσμιας φτώχειας. Παρόλα τα τεχνολογικά μέσα τα οποία διευκολύνουν τον άνθρωπο μειώνοντας τον κόπο και πολλαπλασιάζοντας την παραγωγή, η συγκέντρωση του πλούτου σε λίγα χέρια μέσω της ανάπτυξης περιόρισε την ανάπτυξη στο χαμηλό, πολλές φορές τοπικό επίπεδο, την αλληλέγγυα οικονομία που υπήρχε παραδοσιακά στις τοπικές κοινωνίες, εξαφάνισε τοπικούς πόρους και έσυρε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στη φτώχεια. Παραδοσιακές αγροτικές κοινωνίες αγωνίζονταν να επιβιώσουν. Σήμερα, υπάρχουν περιοχές όπου μετά από μία βίαιη εκβιομηχάνιση και στα πλαίσια του παγκόσμιου ανταγωνισμού καταλήγουν στην ανεργία και έχουν χάσει τις πατρογονικές τους εστίες των αγροτικών καλλιεργειών, με αποτέλεσμα να έχουμε αυτή την τεράστια διόγκωση των νεόπτωχων στα μεγάλα αστικά κέντρα. Επομένως, ανάπτυξη δε σημαίνει καταπολέμηση της φτώχειας. Χρειαζόμαστε ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης το οποίο ως επίκεντρο θα έχει την ανάπτυξη των ανθρώπινων πόρων, τον ίδιο τον άνθρωπο δηλαδή. Το μοντέλο αυτό αποτελούν η κοινωνική οικονομία και η πραγματική οικονομία. Η οικονομία που στοχεύει να παράγει πραγματικά αγαθά και υπηρεσίες και όχι η οικονομία του τζόγου. Βέβαια, η αγορά έχει τη δική της δυναμική στην ανάπτυξη διότι συγκεντρώνει κεφάλαια. Οι τράπεζες και ο καπιταλισμός, ως έννοια, έχουν μία δημιουργική αρχικά και ως ένα βαθμό συμβολή στην αντιμετώπιση της φτώχειας. Όταν όμως λειτουργούν ανεξέλεγκτα, συγκεντρωτικά και μονοπωλιακά, μετά από ένα στάδιο, από τη μία πλευρά δημιουργούν πολύ πλούτο και από την άλλη φτώχεια. Επομένως, χρειάζεται ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα βασίζεται στην επιστήμη καταπολέμησης της φτώχειας και όχι στην επιστήμη της κερδοσκοπίας, και αυτό είναι η κοινωνική οικονομία με άλλα λόγια. Η επιστήμη αντιμετώπισης της φτώχειας. Όσο οι κοινωνίες αφυπνίζονται, αυτοπροσδιορίζονται και αυτονομούνται σε σχέση με τις εξουσίες που εξυπηρετούν μόνο τις διευθυντικές, ολιγαρχικές οικονομικές ελίτ, όσο οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών αναπτύσσουν τις τοπικές δυνατότητες και τους τοπικούς πόρους και αντιμετωπίζουν την ανεργία με μετρήσιμα αποτελέσματα, τότε υπάρχει πραγματικά ελπίδα. Το ζητούμενο είναι, να το συνειδητοποιήσουν όσο το δυνατό μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων και να αποτελέσουν το μοχλό του διαφορετικού τούτου τρόπου ανάπτυξης.
Γ.Μ.: Έχετε κάποιο μήνυμα με το οποίο θα επιθυμούσατε να κλείσουμε την παρούσα συνέντευξη;
B.T.: Ως μήνυμα, θα μπορούσα να αναφέρω την επιτακτική ανάγκη ανάπτυξης του κοινωνικού Ακτιβισμού με σκοπό την ανάπτυξη της οριζόντιας οργάνωσης και επικοινωνίας, της αυτοοργάνωσης των πολιτών και της συμμετοχικής δημοκρατίας, των βασικών, δηλαδή, προϋποθέσεων της κοινωνικής οικονομίας.