Flexicurity εργασίας

Γράφει η Γεωργία Κεραμάρη
Δημοσιογράφος

 

Αναπτυξιακός μοχλός ή τροχοπέδη εργασιακών δικαιωμάτων;

Η δημοσιονομική κρίση την οποία βιώνει η χώρα μας, επηρέασε σημαντικά τις γενικότερες συνθήκες απασχόλησης. Η ευελιξία των εργασιακών σχέσεων προβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις κυβερνήσεις, την εργοδοσία, ως η καλύτερη επιλογή για την αντιμετώπιση των βραχυπρόθεσμων συνεπειών της κρίσης. Από την άλλη πλευρά, καθολικό υπήρξε το αίτημα για διασφάλιση γενικότερης ασφαλιστικής κάλυψης των εργαζόμενων. Η flexicurity ήρθε να γεφυρώσει το χάσμα των αντικρουόμενων συμφερόντων εργοδοσίας και εργαζομένων. Είναι, όμως, εφικτό να συνδυαστούν αυτά τα δύο αντίθετα συμφέροντα σε ένα εφαρμόσιμο και ρεαλιστικό μοντέλο ανάπτυξης;

Ο αγγλικός όρος flexicurity αποδίδεται στα ελληνικά με τη λέξη «ευελφάλεια» ή αλλιώς «ευασφάλεια». Προκύπτει από τη σύμπτυξη των όρων «ευελιξία» και «ασφάλεια». Η έννοια της ευελιξίας με ασφάλεια (flexicurity) πρωτοεμφανίστηκε στην Ολλανδία, ακριβώς μετά τη μεταρρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας το 1999. Βασίζεται στη θέση ότι αφενός η ασφάλεια κι αφετέρου η ευελιξία, δεν είναι έννοιες εξ ορισμού αντιθετικές και αλληλοαποκλειόμενες, αλλά συμπληρωματικές. Μέσα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, η έννοια εμφανίζεται από πολλούς ως ο μόνος αναπτυξιακός μοχλός που συνεπάγεται αύξηση της απασχόλησης στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συντηρώντας μερικά ουσιώδη στοιχεία του κράτους κοινωνικής πρόνοιας. Στόχος της flexicurity είναι οι περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας, κάτι που υπήρξε πρωταρχικός στόχος και της ανανεωμένης Στρατηγικής της Λισσαβόνας.

Στον πυρήνα της flexicurity βρίσκεται ένα «πάντρεμα» ή πιο εύστοχα ένας συμβιβασμός που διαφέρει από εποχή σε εποχή και από κράτος σε κράτος. Ουσιαστικά, συμβιβάζονται η ευελιξία των εργασιακών σχέσεων, πάγιο αίτημα της εργοδοσίας, με στόχο τη μείωση του εργατικού κόστους και την αύξηση των κερδών της καθώς και η ασφάλεια, πάγιο αίτημα των εργαζόμενων με στόχο τη βελτίωση των συνθηκών απασχόλησης και της ποιότητας της ζωής τους.

Το μοντέλο της flexicurity έχει τόσο ένθερμους θιασώτες όσο αντιμάχους. Για τους μεν έχει θεωρηθεί ως «πανάκεια». Υποστηρίζουν ότι η flexicurity αποτελεί τη λύση στο σύνθετο πρόβλημα της ανεργίας. Θεωρούν ότι η μείωση της απασχόλησης είναι συνέπεια του υψηλού εργατικού κόστους και της έκτασης των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Λιγότερα, κατά συνέπεια, εμπόδια στις απολύσεις εργαζομένων ισοδυναμούν με λιγότερες επιφυλάξεις της εργοδοσίας για νέες προσλήψεις, ενώ μικρότερες εργατικές αποδοχές και ασθενέστερα κοινωνικά βάρη για την επιχείρηση οδηγούν σε περισσότερες προτάσεις για εργασία. Για τους δε αντιπάλους της, η flexicurity θεωρείται βασικός παράγοντας για την αποδόμηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Τη θεωρούν ως συντονισμένη νεοφιλελεύθερη επίθεση σε βάρος των εργαζομένων και του βιοτικού τους επιπέδου.

Η flexicurity συναποτελείται από τέσσερα στοιχεία πολιτικής. Πρώτον, από ευέλικτες και ασφαλείς συμβατικές ρυθμίσεις. Δεύτερον, από σφαιρικές στρατηγικές διά βίου μάθησης. Τρίτον, από αποτελεσματικές και ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας και τέλος από σύγχρονα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.

Σχηματοποιώντας τη σύγκρουση ιδεών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Κοινότητας μπορεί να λεχθεί, μάλιστα, ότι τα κράτη μέλη είναι χωρισμένα σε αυτά που επιθυμούν την ισχυροποίηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, δηλαδή, την ενίσχυση της ασφάλειας της εργασίας και σε αυτά που επιδιώκουν τον «εκσυγχρονισμό» του, μέσα από την ενίσχυση της ευελιξίας της εργασίας.

Η flexicurity, θα μπορούσε να απεικονιστεί ως μία «κατασκευή» αποτελούμενη από τρεις διακριτούς πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας αποτελείται από μία εύκαμπτη αγορά εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι οι εργοδότες μπορούν να προσλαμβάνουν και να απολύουν εύκολα τους υπαλλήλους τους. Ο δεύτερος στυλοβάτης της flexicurity εμπεριέχει την προστασία του επιπέδου ζωής και του εισοδήματος. Αποτελεί, δηλαδή, τη διασφάλιση για τους εργαζομένους ότι η απώλεια της εργασίας τους δε συνεπάγεται μείωση του βιοτικού τους επιπέδου. Το μοντέλο της flexicurity προσφέρει, δηλαδή, τη δυνατότητα να ισορροπηθεί η σταδιοδρομία και η ιδιωτική ζωή με γενναιόδωρες γονικές άδειες και άδειες υγείας. Αυτοί οι παράγοντες υποστηρίζουν, επίσης, την ανατροπή στις θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα μία δυναμική αγορά εργασίας στην οποία το να μην έχει κάποιος εργασία προσωρινά, δε θέτει σε σοβαρό κίνδυνο την εξέλιξη της σταδιοδρομίας του. Ο τρίτος πυλώνας του μοντέλου της flexicurity αποτελείται από τις Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης (Ε.Π.Α.). Πρόκειται για ένα ενιαίο σύνολο μέτρων που στοχεύουν στην ενθάρρυνση και την επανένταξη των ανέργων στην αγορά εργασίας. Μετά από μια ορισμένη περίοδο ανεργίας, γίνεται υποχρεωτικό για τους ανέργους να συμμετέχουν στα προγράμματα που σχεδιάζονται συγκεκριμένα ανά κατηγορίες εργαζομένων μειώνοντας με αυτόν τον τρόπο την «παθητική περίοδο» ανεργίας.

Το μωσαϊκό της εννοιολόγησης της flexicurity συμπληρώνουν και τα διάφορα είδη άτυπων μορφών εργασίας που συνεχώς κερδίζουν έδαφος στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι νέες μορφές απασχόλησης λαμβάνουν μορφή «χιονοστοιβάδας» που απειλεί στο πέρασμά της ό,τι σήμερα μπορεί να θεωρείται τυπική ή «κανονική» σχέση εργασίας. Στις άτυπες μορφές απασχόλησης περιλαμβάνονται η μερική απασχόληση καθώς και η πρόσκαιρη ή προσωρινή απασχόληση, η οποία εμφανίζεται κυρίως με τη μορφή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, την εποχιακή απασχόληση ή μέσα από το θεσμό του «δανεισμού εργαζομένων». Σε αυτά, να προστεθούν η τηλεργασία καθώς και οι συμβάσεις έργου.

Ένας περιεκτικός ορισμός της flexicurity δίδεται στην βιβλιογραφία. Ορίζει την ευασφάλεια ως συνδυασμό βαθμού ασφάλειας της θέσης εργασίας, της απασχόλησης και του εισοδήματος, ο οποίος θα διασφαλίζει τις ευαίσθητες ομάδες του εργατικού δυναμικού (νέοι, μητέρες, εργαζόμενοι προχωρημένης ηλικίας, μετανάστες, ελλιπών προσόντων), ενώ παράλληλα θα προωθεί την υψηλή συμμετοχή στο εργατικό δυναμικό, την αύξηση του ποσοστού απασχόλησης και την κοινωνική ενσωμάτωση, επιτρέποντας, εντούτοις, την αριθμητική, τη λειτουργική ευελιξία και την ευελιξία των μισθών, επιδιώκοντας την άμεση προσαρμογή της αγοράς εργασίας στις ευμετάβλητες συνθήκες στην εποχή της παγκοσμιοποίησης που διανύουμε.

Το υπόδειγμα της flexicurity βασίζεται, παρά ταύτα, σε ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος κατά το πρότυπο των Σκανδιναβικών χωρών το οποίο χαρακτηρίζεται για την παροχή γενναιόδωρων επιδομάτων ανεργίας. Προωθεί την κινητοποίηση των ανέργων στην προσπάθεια εξεύρεσης νέας εργασίας και τη διευκόλυνση της επιτυχούς αναζήτησης μέσω των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης και των προγραμμάτων δια βίου μάθησης. Μεριμνά, συνεπώς, αφενός για την προετοιμασία και την περαιτέρω αναβάθμιση των προσόντων των εργαζομένων για την περίπτωση μετακίνησής τους σε άλλη θέση εργασίας, αφετέρου για την κοινωνική ενσωμάτωση και την αναβάθμιση των προσόντων όσων εργάζονται με βραχυχρόνιες συμβάσεις εργασίας ή βρίσκονται στο περιθώριο της αγοράς εργασίας όντας π.χ. μακροχρόνια άνεργοι ή προσφέροντας τη λεγόμενη μαύρη εργασία.

Η Δανία αναμφισβήτητα αποτελεί χώρα υποδειγματικής εφαρμογής της flexicurity. Αποτελεί μία χώρα με δυναμική οικονομία, υψηλή απασχόληση και ισχυρό κοινωνικό κράτος. Η Δανία συνδυάζει αρμονικά χαρακτηριστικά των απορυθμισμένων αγορών εργασίας του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ, γνωστών για την απελευθέρωση απολύσεων και προσλήψεων και του γενναιόδωρου σκανδιναβικού κράτους πρόνοιας που φημίζεται για τα υψηλά επιδόματα ανεργίας. Χαρακτηριστικά, σε περίπτωση απόλυσης, ο εργαζόμενος παίρνει για 4 χρόνια επίδομα ανεργίας που κυμαίνεται γύρω στο 60 – 65% του μισθού του και απολαμβάνει όλων των κοινωνικών παροχών που είχε ως εργαζόμενος! Επίσης, βάσει μελέτης της Παγκόσμιας Τράπεζας, η Δανία διαθέτει την τρίτη πιο ελαστική αγορά εργασίας μεταξύ 130 χωρών όλων των ηπείρων, μετά τις ΗΠΑ και τη Σιγκαπούρη. Η ευασφάλεια της Δανίας βασίζεται στο λεγόμενο «Χρυσό Τρίγωνο» που χαρακτηρίζεται από υψηλή κινητικότητα των εργαζομένων σε διαφορετικές θέσεις εργασίας, από ένα γενναιόδωρα προσφερόμενο δίχτυ ασφάλειας για τους ανέργους και από τις Ενεργητικές Πολιτικές Απασχόλησης.

Συγκεντρωτικά, τα χαρακτηριστικά του δανικού μοντέλου είναι το απορυθμισμένο θεσμικό πλαίσιο προστασίας της απασχόλησης, το ισχυρό κοινωνικό κράτος, οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, η δια βίου μάθηση, η υψηλή κινητικότητα των εργαζομένων, ο περιορισμένος δημόσιος τομέας, το χαμηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων και ο κοινωνικός διάλογος. Ο κοινωνικός διάλογος και το χαμηλό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων αποτελούν τους θεμέλιους λίθους του οικοδομήματος της οργάνωσης της αγοράς εργασίας με ευελιξία και ασφάλεια στη Δανία, όπως μαρτυρούν οι ίδιες οι επιδόσεις της αγοράς εργασίας. Το ποσοστό απασχόλησης στη Δανία είναι το υψηλότερο της Ε.Ε. και φθάνει το 77,3%. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις της Δανίας είναι οι πιο παραγωγικές στην Ευρώπη και κανένας περιορισμός δεν τις εμποδίζει να λειτουργούν 24 ώρες την ημέρα και 365 μέρες το χρόνο εάν το επιθυμούν. Την ίδια στιγμή, οι Δανοί εργαζόμενοι απολαμβάνουν υψηλούς μισθούς και κοινωνικά προνόμια. Οι Δανοί είναι από τους πιο οργανωμένους συνδικαλιστικά λαούς παγκοσμίως αφού το ποσοστό συμμετοχής τους στα συνδικάτα προσεγγίζει το 85% τη στιγμή που στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό μετά βίας ξεπερνά το 30%. Παράλληλα, ο διάλογος ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους είναι μόνιμος, δημιουργικός και αποτελεσματικός. Με λίγα λόγια, οι Δανοί εμφανίζονται σε όλες τις σχετικές έρευνες και ως οι πιο ευτυχισμένοι άνθρωποι της Ευρώπης!

Το δανικό μοντέλο flexicurity δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί παγκοσμίως. Η ευελιξία με ασφάλεια δεν είναι ένα «one-size-fits-all» μοντέλο. Η απλή αντιγραφή του δεν συνεπάγεται και την επιτυχημένη εφαρμογή του, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών στα εσωτερικά των κρατών μελών. Συνεπώς, και το ίδιο το μοντέλο πρέπει να είναι τόσο ευέλικτο, ώστε κάθε χώρα μπορεί να βρει τον τρόπο να γίνει πιο ανταγωνιστική, με συνέπεια την αύξηση της απασχόλησης. Σε κάθε περίπτωση, το δανικό μοντέλο flexicurity μπορεί να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για το πώς μία χώρα θα μπορούσε να οργανώσει την αγορά εργασίας της ανταποκρινόμενη στις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης.

Τι ισχύει ειδικότερα για τη χώρα μας; Το ζήτημα της flexicurity ενδιαφέρει άμεσα την Ελλάδα για πολλούς λόγους. Πρώτον, γιατί η ελληνική οικονομία πλήττεται από την ανεργία και την έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Δεύτερον, η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από πολλές άτυπες ευέλικτες μορφές εργασίας που λειτουργούν αντιανταγωνιστικά για τις υγιείς επιχειρήσεις. Τρίτον, η χώρα μας χαρακτηρίζεται από τα υψηλότερα ποσοστά αδήλωτης εργασίας σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τέταρτον, αχίλλειος πτέρνα της χώρας μας είναι και ο άδικος εν μέρει νομοθετικός της προστατευτισμός. Το πρόβλημα αυτό μεγεθύνεται στη δίνη της δημοσιονομικής κρίσης. Οι συνέπειες είναι κάτι παραπάνω από ορατές. Με απλά λόγια, ένας άνεργος μπορεί εύκολα να γίνει άνεργος «μακράς διαρκείας», οι νέοι που επιζητούν απέλπιδα να μπουν στην αγορά εργασίας και οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου είναι εκτεθειμένοι δίχως άλλο στην ανεργία. Αντίθετα, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι υπάλληλοι αορίστου χρόνου είχαν επί σειρά ετών σχεδόν εξασφαλισμένο το επαγγελματικό τους μέλλον. Κατά πόσο, όμως, οι εθνικές ιδιαιτερότητες της χώρας μας επιτρέπουν την επιτυχή εφαρμογή του μοντέλου;

Σε αδρές γραμμές, για να «καρποφορήσει» η ευελιξία στην ελληνική αγορά εργασία χρειάζεται και το κατάλληλο «γόνιμο έδαφος» με τη μορφή μίας σειράς δομικών στοιχείων και διαρθρωτικών αλλαγών. Χρειάζεται σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα, αμοιβαίο κλίμα εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους, πολιτών και θεσμών, απουσία διαφθοράς, ύπαρξη κοινωνικού και αναδιανεμητικού κράτος δικαίου, δημοσιονομική ισορροπία, περιορισμένη φοροδιαφυγή. Τι από όλα αυτά διαθέτει όμως η χώρα μας;

Τα προβλήματα στη χώρα μας είναι πολλά και δυσεπίλυτα. Ένα σοβαρό σημείο στο οποίο η ελληνική πραγματικότητα χωλαίνει και αποτελεί σημαντικό, ίσως, εμπόδιο της αυτούσιας υιοθέτησης του δανικού μοντέλου είναι το πεδίο του κοινωνικού διαλόγου. Στην περίπτωση της Δανίας, ο κοινωνικός διάλογος είναι καταλυτικός παράγοντας επιτυχίας του μοντέλου της flexicurity. Η διενέργεια γόνιμου κοινωνικού διαλόγου διευκολύνεται από την ύπαρξη κατάλληλου θεσμικού πλαισίου και βασίζεται, κυρίως, στην υπεύθυνη, ιστορικά σχηματισμένη και κοινωνικά αφομοιωμένη στάση του πολίτη έναντι της πολιτείας. Εν αντιθέσει, η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με έντονο συγκρουσιακό κλίμα κοινωνικών εταίρων. Παράλληλα, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα και ειδικότερα οι κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις, σπανίως περιλαμβάνουν στην ατζέντα τους θέματα που αφορούν την απασχόληση και την επαγγελματική κατάρτιση.

Επίσης, στην περίπτωση της χώρας μας, το ελλειμματικό κοινωνικό κράτος αποτελεί τροχοπέδη για τη sui generis εφαρμογή του μοντέλου. Με τις εκρηκτικές σχέσεις κράτους και πολιτών, την έλλειψη εμπιστοσύνης στις σχέσεις των κοινωνικών εταίρων και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αγορών εργασίας τους, είναι εξαιρετικά δύσκολο να καθιδρυθεί ένα μοντέλο flexicurity. Συγκεκριμένα, η Ελλάδα έχει χαρακτηριστεί ως χώρα προβληματική από την Ευρωπαϊκή Ένωση εξαιτίας του υπολειμματικού κοινωνικού της κράτους και της ασθμαίνουσας οικονομίας. Οι πολιτικές επιδότησης της ανεργίας και επανένταξης των ανέργων που χρησιμοποιεί η χώρα μπορούν να θεωρηθούν πενιχρές, αποθαρρυντικές και αναποτελεσματικές ως ένα βαθμό. Για να λάβει κάποιος άνεργος επιδότηση θα πρέπει να πληροί ορισμένους περιοριστικούς όρους, όπως τα έτη εργασίας του και το γεγονός της απόλυσής του. Η διάρκεια επιδότησης των ανέργων δεν ξεπερνά το ένα έτος αποκλείοντας με αυτό τον τρόπο τους μακροχρόνια άνεργους.

Σημείο προβληματισμού, όσον αφορά τις επιδοτήσεις ανέργων, είναι και το ζήτημα της αναπλήρωσης του μισθού. Το ποσοστό της αναπλήρωσης του μισθού κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει πώς ο άνεργος θα πληρωθεί από το κράτος σχεδόν το μισό ποσό από αυτό που λάμβανε ως εργαζόμενος. Είναι έκδηλη, λοιπόν, η δυσκολία ενός ανέργου και δη οικογενειάρχη ώστε να μπορεί να καλύψει τις βασικές του ανάγκες με τα κρατικά επιδόματα. Συμπερασματικά, το κράτος δε μπορεί να προστατεύσει τη μάζα των ανέργων και τα επιδόματα που παρέχει λειτουργούν εμβαλωματικά, προσωρινά και ανεπαρκώς για τον Έλληνα άνεργο.

Λύδια λίθος της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι και η ανασφάλιστη εργασία. Η παράνομη εργασία και το υψηλό επίπεδο παραβίασης ειδικών πτυχών της εργατικής νομοθεσίας λειτουργούν στο πλαίσιο μιας φανερά παραβατικής στάσης μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων, η οποία προστατεύεται από τους ανεπαρκείς μηχανισμούς ελέγχου, εφαρμογής της νομοθεσίας καθώς και τη βραδεία απονομή δικαιοσύνης σε τέτοιες περιπτώσεις.

Το επίπεδο των μισθών των Ελλήνων αποτελεί ένα ακόμη χαρακτηριστικό δείγμα του χάσματος της ελληνικής πραγματικότητας σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι μισθοί στην Ελλάδα αποτελούν ένα δείκτη απαραίτητο για τον υπολογισμό των καταβαλλόμενων αποζημιώσεων σε περίπτωση απόλυσης.

Γενικότερα, η Ελλάδα παρουσιάζει χαμηλούς δείκτες μισθωτής εργασίας και συνδικαλιστικής δράσης. Επίσης, συγκρινόμενη με την Ένωση των «27», η ελληνική αγορά εργασίας υπολείπεται σε πολλούς κρίσιμους τομείς. Τα ποσοστά ανεργίας είναι από τα υψηλότερα στην Ένωση, η μετάβαση από την εκπαίδευση στην απασχόληση είναι δυσκολότερη, παρουσιάζει υψηλότερη μακροχρόνια ανεργία νέων και ακόμη υψηλότερη των νέων γυναικών, κατέχει το υψηλότερο ποσοστό «ετεροαπασχόλησης» των νέων που μπαίνουν μετά δυσκολίας στην αγορά εργασίας.

Κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ελληνικής περίπτωσης επιδεινώνουν την κατάσταση. Τέτοια είναι η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, η οποία συνεπάγεται σημαντικό κόστος για την οικονομία. Σε αυτό, να προστεθεί το υψηλό κόστος προσλήψεων και απολύσεων λόγω των νομοθετικών ρυθμίσεων για την προστασία της απασχόλησης και το υψηλό μη μισθολογικό κόστος εργασίας. Αρνητικά λειτουργούν, παράλληλα, η περιορισμένη κινητικότητα από κλάδο σε κλάδο, περιοχή σε περιοχή και επιχείρηση σε επιχείρηση καθώς και η περιορισμένη ευελιξία στα ωράρια εργασίας. Τέλος, αρνητικά λειτουργούν τα χαμηλά ποσοστά της μερικής απασχόλησης. Οι επιπτώσεις την έλλειψη ευελιξίας αμβλύνονται από φαινόμενα όπως η αυτοαπασχόληση και η εισροή μεταναστευτικού εργατικού δυναμικού. Παράλληλα, η σύνδεση αμοιβής και παραγωγικότητας είναι αντιστρόφως ανάλογη. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της διατήρησης εργατικού δυναμικού μειωμένης παραγωγικότητας λόγω υψηλού κόστους απολύσεως και αντίστοιχης αποζημιώσεως με παράλληλη δημιουργία υψηλών εμποδίων εισόδου στον εργασιακό χώρο νεανικού εργατικού δυναμικού με δυνατότητες αυξημένης παραγωγικότητας.

Τέλος, το υπάρχον σύστημα προστασίας της απασχόλησης προστατεύει μεν τον εργαζόμενο σε περίπτωση απόλυσης αλλά δεν προστατεύει την επιχείρηση σε αντίθετη περίπτωση παραίτησης.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι εφικτό να βρεθεί το σημείο ισορροπίας ανάμεσα στην ευελιξία και την ασφάλεια της εργασίας. Για πολλούς, η σημερινή κρίση δεν ήταν στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις η πραγματική αιτία, αλλά η αφορμή, το πρόσχημα, η χρυσή ευκαιρία για την προώθηση του σταθερού στόχου της εργοδοσίας για συμπίεση των εργατικών αμοιβών και περαιτέρω ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής η επίκληση της flexicurity εφαρμόστηκε καταχρηστικά υπέρ της πλευράς της εργοδοσίας. Η πλάστιγγα φέρεται να κλίνει υπέρ της ευελιξίας με την επίκληση της ασαφούς, αβέβαιης και μη ισόρροπης ασφάλειας. Όλα αυτά αποτελούν παράγοντα περαιτέρω απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και των όρων κοινωνικής συνοχής όταν, μάλιστα, αυτές αποβλέπουν στην απελευθέρωση του συστήματος των απολύσεων. Ακόμη, η εφαρμογή της flexicurity φαίνεται ότι στην πράξη δε μπορεί να απαλλαγεί από την επιδίωξη των επιχειρήσεων να μειώσουν το «κόστος εργασίας». Κατά συνέπεια, η πλευρά της ασφάλειας θα υπολείπεται συνεχώς για να μην ακυρώνει τη λογική της ευελιξίας. Η συζήτηση για τη flexicurity, οδηγεί συχνά σε πολιτικές διευκόλυνσης των επιχειρήσεων, οι οποίες παράλληλα θα επιχειρήσουν να μετακυλήσουν μέρος του βάρους της ευθύνης τους για την ανεργία που δημιουργούν προς το κοινωνικό σύνολο.

Όλα τα παραπάνω αντικατοπτρίζουν, άλλωστε, την εμμονή της Ένωσης σε ένα παραγωγικό μοντέλο σύμφωνα με το οποίο η εργασία εκλαμβάνεται ως κόστος, υπό το βάρος των υιοθετούμενων όρων λειτουργίας του διεθνούς ανταγωνισμού που ενοχοποιεί τον εργαζόμενο και τα δικαιώματά του. Η Ένωση, αντί να στηρίζει και να ενισχύει το πλεονέκτημα του κοινωνικού της προτύπου και να επιχειρεί την προβολή και «εξαγωγή» του, επιδιώκει την εισαγωγή στοιχείων απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας που απορυθμίζουν ουσιώδη χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού εργατικού δικαίου όπως η ασφάλεια στην απασχόληση, απαλλάσσοντας τις επιχειρήσεις από βασικές υποχρεώσεις τους και ενισχύοντας το μερίδιό τους στην κατανομή του παραγόμενου εισοδήματος.

Συμπερασματικά, η flexicurity ούτε πανάκεια, ούτε καταστροφή, ούτε και μαγική είναι. Αναντίλεκτα, δεν είναι ένα φαινόμενο μονοδιάστατο και μονοσήμαντο, γεγονός που επιβάλλει, πάντοτε, τη πολλαπλή αξιολόγησή της, τόσο οικονομική όσο και κοινωνική. Στις κρίσιμες στιγμές που βιώνει η χώρα μας, δεν πρέπει να μείνουμε στα ευχολόγια αλλά να αναζητήσουμε ένα κατάλληλο κράμα πολιτικών. Πρέπει να αξιολογηθούν οι τρόποι αναπτυξιακής επανεκκίνησης της χώρας, έχοντας ως πυξίδα πάντα την επαρκή θωράκιση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η κοινωνική οικονομία θα μπορούσε να είναι ένα φερέλπιδο πεδίο πολιτικής για την αντιμετώπιση της ανεργίας

 

Πηγές:

1. Μιχαλάκη Σοφία, Φιλίνης Κυριάκος, Απλά μαθήματα Δανικής ή η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), Ειδική Μελέτη

2. Γιάννης Κουζής, Ευελιξία και ασφάλεια: Μύθοι και πραγματικότητα, ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ

3. Γιάννης Κουζής, Το Πράσινο Βιβλίο για τις εργασιακές σχέσεις και η flexicurity

4. Κωνσταντίνος Γ. Κούγιας, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Πρότυπο: Τάσεις προς μία νέα Ευρωπαϊκή Κοινωνική Ταυτότητα. Το παράδειγμα της Ευελισφάλειας.

5. Flexicurity και Ευρωπαϊκή Ένωση, Κέντρο Μελετών και Έρευνας Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου