Απόσπασμα από το βιβλίο του Βασίλη Τακτικού
«Θεσμοί και εφαρμογές της κοινωνικής οικονομίας»
Χρονικά, στις αρχές του 21 αιώνα η κοινωνία πολιτών εμφανίζεται ως ένα ιστορικό φαινόμενο, που διαφοροποιεί την οικονομία και την πολιτική από την κοινωνική βάση και γίνεται πλέον ένας υπολογίσιμος ρυθμιστής στην διαμόρφωση θεσμών κοινωνικοπολιτικής πρακτικής, καθόσον ο παλιός κόσμος της δεύτερης βιομηχανικής εποχής κλονίζεται συθέμελα.
Η ΚτΠ ως προϊόν της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης δεν είναι απλά μια συσσώρευση δυνάμεων που λειτουργεί ως βατήρας για ένα κοινωνικό ξέσπασμα, για να παραδώσει στη συνέχεια τη δύναμή της, μετά την έκρηξή της, στην εξουσία του κράτους, όπως γινόταν στο παρελθόν. Προβάλλει ως μια καθολικότητα με αυτόνομη θεσμική διάρκεια, που απλώνεται στην κοινωνία και την ενεργοποιεί προς νέες μορφές συλλογικής δημιουργίας. Επιβάλλει στο κράτος και την αγορά, για πρώτη φορά στην ιστορία, την ατζέντα της κοινωνικής οικονομίας και της κοινωνικής περιβαλλοντικής ευθύνης. Την επιβάλλει προσφέροντας θέσεις εργασίας με το συνεργατισμό εκεί που οι άλλοι τομείς συρρικνώνονται.
Αυτή η οριζόντια οργάνωση της κοινωνίας με τους θεσμούς αλληλεγγύης και κοινωνικής επιχειρηματικότητας στο βαθμό που ενοποιείται, επιβάλλει σταδιακά ως αυτόνομη καθολικότητα με αιτήματα την ειρήνη, την οικολογία και την αλληλέγγυα οικονομία μέσα από τους νέους θεσμούς συμμετοχικής δημοκρατίας.
Έτσι, η ανάγκη για μια νέα αφήγηση της κοινωνίας πολιτών υπαγορεύεται από την σύγχρονη δυναμική της και κατ’ αυτόν τον τρόπο οφείλουμε να ξεκινήσουμε από την αρχή από την περίοδο του διαφωτισμού για να δούμε τις διακυμάνσεις και πως υποτάχθηκε στη λογική του έθνους-κράτους και πως σήμερα μπορεί να αναδυθεί κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
Εάν δούμε τις πρώιμες θεωρητικές αναφορές για την κοινωνία των πολιτών, στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα, σε ελάχιστες περιπτώσεις αυτές διαχωρίζονται από την επίδραση του κράτους και της αγοράς. Σ’ αυτή την αναδρομή ξεχωριστή θέση έχουν δύο στοχαστές με δυο αντικριστές θεωρίες όπως ο φιλελεύθερος στοχαστής Τοκβίλ (Alexis de Tocqueville 1805 – 1859) και ο ηγέτης της Ιταλικής αριστεράς Γκράμσι (Antonio Gramsi 1891 – 1937) και οι δυο τους έχουν σημαντική συνεισφορά ώστε να αντιληφθούμε την σχέση και τη συνάρτηση της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών ως καθολικότητα, με τις άλλες δυο καθολικότητες της αγοράς και κυρίως του κράτους.
Μολονότι και οι δύο έγραψαν σε μια άλλη εποχή, με διαφορετικά δεδομένα, και η ερμηνεία τους μπορεί να θεωρηθεί πολύ πρώιμη για τις σημερινές συνθήκες, η συμβολή τους στη θεωριτική παράδοση για τη σχέση της κοινωνίας των πολιτών με το κράτος είναι το σημείο αναφοράς που σηματοδοτεί τα όρια και τις δυνατότητες ελευθερίας του υποκειμένου, αυτό που σήμερα θα λέγαμε «ενεργούς πολίτες».
Ο Τοκβίλ αναδεικνύει τη σημασία του εθελοντισμού σε σχέση με το λιγότερο κράτος και την ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου και της κοινωνίας των πολιτών, που πλέον αναγνωρίζονται ευρέως ως καθοριστικοί παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης. Όπως αναφέρουν ο Putnam και Fukuyama στο έργο τους «Δημοκρατία στην Αμερική», ο Τόκβιλ εξετάζει με πραγματικό θαυμασμό, το πλήθος των εθελοντικών οργανώσεων πολιτών στις Η.Π.Α., οι οποίοι λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι θεσμοί, συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, εξυπηρετώντας παράλληλα, μία σειρά κοινωνικών σκοπών, ενάμιση αιώνα πριν. Αν και η ορολογία διαφέρει από την σημερινή σε σχέση με τον εθελοντισμό, το κοινωνικό κεφάλαιο και την κοινωνική οικονομία, οι θεσμοί εθελοντισμού και αλληλεγγύης είναι η βάση της δικής του συλλογιστικής.
Ωστόσο, πολλές από τις «προφητικές» ερμηνείες του διαψεύδονται από την ίδια την εξέλιξη της Αμερικής και την εξέλιξη του οικονομικού φαινομένου του καπιταλισμού τον οποίον άλλωστε δεν αναλύει οικονομικά, όπως έκαναν ο Άνταμ Σμιθ και ο Μαρξ, αλλά αναφέρεται απλά στις αξίες του φιλελευθερισμού τις οποίες εμπεριέχει.
Ο Τόκβιλ γράφει για την Αμερική: «Βλέπω ότι τα αγαθά και τα χαλεπά επιμερίζονται αρκετά ισομερώς. Τα μεγάλα πλούτη εξαφανίζονται και ο αριθμός των μικρών περιουσιών πολλαπλασιάζεται. Δεν υπάρχουν πια ούτε η αχανής χλιδή ούτε η ανεπανόρθωτη εξαθλίωση. Η φιλοδοξία είναι καθολικό συναίσθημα, λίγες όμως είναι οι άμετρες φιλοδοξίες». Και παρακάτω: «Τα ήθη είναι ήπια και η νομοθεσία ανθρώπινη… Η βία είναι σπάνια και η σκληρότητα σχεδόν ανύπαρκτη… Και αυτό που παρατηρώ σε σχέση με τις περιουσίες εμφανίζεται με μύριες όσες μορφές. Όλα σχεδόν τα ακραία φαινόμενα γλυκαίνουν και αμβλύνονται και όλα τα έντονα σημεία σβήνουν, αφήνοντας τη θέση τους σε κάτι το μεσαίο». Δυστυχώς, τίποτα από αυτές τις ρομαντικές περιγραφές δεν ισχύει σήμερα στην Αμερική.
Ο κοινωνιολόγος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, συγκρίνοντας τα «προφητικά όρια» και τις «προβληματικές ανεπάρκειες» του Τοκβίλ, σε αντιπαράθεση με τις αντίστοιχες αδυναμίες του Μαρξ, διαπιστώνει ότι και οι δύο στοχαστές δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την εποχή τους, τις αφετηριακές αξίες και επιλογές τους με αποτέλεσμα να παρεκκλίνουν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, η ειρωνεία της ιστορίας επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά: οι δύο αντίθετες και αντικριστές αναγνώσεις του μέλλοντος εμφανίζονται ως παραπληρωματικά μέρη μιας ενεργούς και επίκαιρης αντιπαράθεσης αξιών, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο στοχαστές μπορούν να συγκριθούν όχι ως προς την αναλυτική τους δεινότητα, αλλά ως προς την κατεύθυνση και τις προεκτάσεις της προταγματικής τους ανεπάρκειας.
Ο Γκράμσι, από την άλλη πλευρά, εισάγει στην πολιτική θεωρία την έννοια τις ιδεολογικής ηγεμονίας του «οργανικού διανοούμενου» και το γεγονός ότι σκεπτόμενοι και οργανωτικοί άνθρωποι προωθούν ενεργά τις ιδέες και τις απόψεις της τάξης τους, διαμορφώνοντας έτσι και τις τάσεις που επικρατούν στο επίπεδο πολιτικής ηγεσίας.
Η κοινωνία των πολιτών είναι τρόπον τινά, το πεδίο άσκησης της ελευθερίας και της δημιουργίας των όρων και προϋποθέσεων της συναίνεσης και της πειθούς, αλλά είναι εξίσου και το πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων στο πολιτιστικό, ιδεολογικό, θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο. Το ρόλο αυτό παίζουν οι οργανωτικοί διανοούμενοι, με στόχο την ιδεολογική ηγεμονία.
Επομένως κατά τον Γκράμσι, προκειμένου να κατανοήσουμε ένα σύγχρονο κράτος, δεν αρκεί να μελετήσουμε τα πολιτικά κόμματα και την οικονομική δομή, αλλά είναι αναγκαίο να αναλύσουμε εκείνο το σύνολο φαινομένων που αποκαλούσε «οργάνωση της κουλτούρας», δηλαδή: το σχολείο, τις εκκλησίες, τις εφημερίδες, τις περιοδικές επιθεωρήσεις, τον κινηματογράφο, το λαϊκό μυθιστόρημα κ.λπ.
Ο Γκράμσι αντιτάχθηκε, με τον τρόπο του, στις επικρατούσες απόψεις στο διεθνές μαρξιστικό θεωρητικό τοπίο της εποχής του, δηλαδή στον οικονομίστικο αυτοματισμό και τον πολιτικό βολονταρισμό, ακόμη και στον Λένιν.
Οι βασικές συνεισφορές του Γκράμσι στην πολιτική σκέψη ήταν οι εξής:
– η έννοια της πολιτισμικής «ηγεμονίας», ως μέσο διατήρησης της κυριαρχίας του καπιταλιστικού κράτους,
– ο τονισμός της ανάγκης για τη μόρφωση των εργατών, ώστε να δημιουργηθούν οι «οργανικοί διανοούμενοι» της εργατικής τάξης και να γίνει δυνατή η επίτευξη της εργατικής ταξικής «ηγεμονίας»,
– η διάκριση μεταξύ πολιτικής κοινωνίας (αστυνομία, στρατός, νομικό σύστημα κ.ά.), που κυριαρχεί άμεσα και κατασταλτικά, και κοινωνίας των πολιτών (οικογένεια, εκπαιδευτικά συστήματα, συνδικάτα κ.ά.), όπου η κυριαρχία του καπιταλιστικού κράτους συγκροτείται μέσω της ιδεολογίας ή μέσω της συναίνεσης,
– η πρωταρχική σημασία του ιστορικού υποκειμένου, δηλαδή η ανάλυση μιας κοινωνίας στο συγκεκριμένο κάθε φορά ιστορικό της πλαίσιο και η κριτική του οικονομικού ντετερμινισμού.
Πρέπει, βέβαια, να τονιστεί ότι η θεωρία του Γκράμσι, που διατυπώθηκε υπό διαφορετικές συνθήκες από τις σημερινές, δεν μπορεί να ερμηνεύσει όλα τα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα και τις συλλογικές συμπεριφορές. Επιπλέον, έχει επισημανθεί από ορισμένους ότι ο Γκράμσι ήταν αποκλειστικά, ή τουλάχιστον κυρίως, εθνικός στοχαστής στο συγκεκριμένο πλαίσιο της Ιταλίας.
Σήμερα, βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, οι οποίες με ανεξάρτητη και αυτόνομη δράση από το εθνικό κράτος. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και οι οργανικοί διανοούμενοι δεν είναι αναγκασμένοι να είναι κρατικοί υπάλληλοι ή κομματικά στελέχη. Μπορεί να είναι ανεξάρτητοι ενεργοί πολίτες ανάλογα με το επίπεδο των οργανώσεων της Κοινωνίας των πολιτών και όχι στελέχη μιας ιεραρχικής αντιπροσωπευτικής οργάνωσης, με σκοπό την κρατική εξουσία ή τη διατήρησή της.
Υπάρχει, δηλαδή, ένας σαφής διαχωρισμός της κοινωνίας των πολιτών από το κράτος ως επιλογή. Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαφοροποιημένη κοινωνία των πολιτών από αυτή που ανάλυε ο Γκράμσι στην εποχή του με κυρίαρχο το εθνικό πλαίσιο και την αντανάκλαση της κοινωνικής κουλτούρας σ’αυτό.
Η νέα καθολικότητα της κοινωνίας των πολιτών ως προϊόν της παγκοσμιοποίησης και της ανοικτής κοινωνίας και δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την κατασκευή του ιστορικισμού της κλειστής κοινωνίας, όπως την ανάπτυξε ο Χέγκελ ο οποίος, με τη σειρά του, ταύτιζε και εκείνος την κοινωνία των πολιτών με το έθνος-κράτος και, άρα, ως εξαρτώμενη από αυτό.
Σήμερα αφενός η παγκοσμιοποίηση και αφετέρου η Τρίτη βιομηχανική επανάσταση έχουν περιορίσει τον εθνοκεντρισμό της κυρίαρχης πολιτικής τάξης που είναι ανσγκασμένη να λειτουργήσει στο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Εδώ η θεώρηση του φιλελευθερισμού του Τοκβίλ είναι χρήσιμη απέναντι στον εθνοκεντρισμό και κρατισμό, όπως και η θεώρηση του Γκράμσι είναι χρήσιμη για να δούμε τη λειτουργία της συναίνεσης και της κουλτούρας, αλλά και πώς λειτουργεί η αμφισβήτηση απέναντι στις καθολικότητες του κράτους και της αγοράς.
Έχοντας ως βάση αυτές τις θεωρητικές αναφορές στο παρελθόν της πρώτης και δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης και πηγαίνοντας στο σήμερα μπορούμε να διαπιστώσουμε την απκαθήλωση της ‘’θεοποίησης’’ του κράτους και της αγοράς και να δούμε τις δυνατότητες της κοινωνίας από την αρχή.
Στο νέο παγκόσμιο πολιτικό –οικονομικό περιβάλλον, και μετά τις εκρηκτικές διαστάσεις που λαμβάνει η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση, εκείνο που διαπιστώνουμε με ανάγλυφο τρόπο, είναι ότι η ιστορία δε μένει αμετακίνητη ούτε στις ανάγκες ούτε στις ιδέες ούτε στα πολιτικά προτάγματα, όπως αυτά είχαν ορισθεί στο παρελθόν, αλλά μας αναγκάζει σε ένα γενικότερο επαναπροσδιορισμό. Αυτό που παρουσιάστηκε πριν δύο δεκαετίες ως «το τέλος της ιστορίας», αντίθετα με τις νεοφιλελεύθερες προφητείες, δεν ήρθε. Οι ακραίες ολιγαρχικές αντιλήψεις και μαζί τους ο άκρατος κρατισμός, επίσης καταρρέουν, κάτω από το βάρος της χρεοκοπίας κρατών και αντιλήψεων.
Η κρίση χρέους έφερε την αμφισβήτηση όχι μόνο στο κυρίαρχο οικονομικό σύστημα, αλλά και σε όσους άκριτα το υπηρετούν, οικονομολόγους και πολιτικούς αναλυτές.
Είναι ενδεικτικό ότι φιλελεύθεροι στοχαστές, όπως ο Φουκογιάμα και ο μεγαλοεπενδυτής και θιασιώτης της ανοικτής κοινωνίας Σόρος, μετά την πρόσφατη κρίση, παίρνουν σαφείς αποστάσεις από το σύστημα του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και μιλούν για μια απαραίτητη ισορροπία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Ανησυχούν βέβαια για το μέλλον του καπιταλισμού. Εκ των πραγμάτων έτσι αμφισβητείται τόσο η ηγεμονία της αγοράς όσο και ο κρατικός καπιταλισμός και αναζητείται το μίγμα μιας νέας μικτής οικονομίας. Μάλιστα, η αμφισβήτηση αυτή είναι πλέον έμπρακτη και όχι θεωρητική και εστιάζεται στη μοριακή σύσταση του συστήματος, με αποτέλεσμα να αναζητούνται νέες αρχές βιωσιμότητας. Ας μην ξεχνάμε, ότι μέσα από την κρίση, η αγορά είναι εκείνη που καλεί το κράτος σε βοήθεια και μάλιστα, μέσα από τους «καθεδρικούς ναούς» του συστήματος, που είναι οι τράπεζες.
Το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα καλεί το φορομπηκτικό κράτος για να σωθεί από την κατάρρευση. Ζητάει την κρατική προστασία και την αιμοδοσία του από χρηματικούς πόρους που προέρχονται από δυσβάστακτους φόρους προς την κοινωνία. Οι αγορές λοιπόν που σύμφωνα με τον νεοφιλελευθερισμό κατέχουν το «αλάθητο του Πάπα» ζητούν την βοήθεια του κράτους για να διασωθούν αφού κατήργησαν την παρουσία του κράτους στις κεντρικές επιλογές για την οικονομία, τώρα προσμένουν την σωτηρία από την παρουσία αυτή που έχουν καταργήσει. Βεβαίως κυβερνούν οι δικοί τους άνθρωποι που προέρχονται από τις τράπεζες και διεθνής οργανισμούς αλλά τα εργαλεία του κράτους έχουν περιοριστεί. .
Παρόλο που η πίστη στο νεοφιλελευθερισμό έχει ανεπανόρθωτα κλονιστεί αυτό δεν εμποδίζει τις τράπεζες να κρατούν ακόμη ανεξέλεγκτη την ροή του χρήματος με την υποστήριξη και ηγεμονία των επικοινωνιακών μέσων προς κερδοσκοπικές δραστηριότητες εις βάρος της πραγματικής οικονομίας. Ακολούθως, αυτή η νέα πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με τις γνωστές παραδοχές της ωφελιμιστικής αντίληψης, που έχει ως βάση την απεριόριστη οικονομική μεγέθυνση.
Δεν υπάρχει ούτε ένα γνωστό παράδειγμα λέει ο J. Rifkin που να τεκμηριώνει ότι οι άνθρωποι ομαδοποιήθηκαν για πρώτη φορά για να ιδρύσουν αγορές και να εμπορευθούν και στη συνέχεια απέκτησαν πολιτισμική ταυτότητα. Ούτε υπάρχουν παραδείγματα πρωταρχικής ανθρώπινης ομαδοποίησης με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης και στη συνέχεια κουλτούρας. Πρώτα απ’ όλα οι άνθρωποι δημιούργησαν τη γλώσσα για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Μετά έφτιαξαν ένα μύθο για την προέλευσή τους. Καθιέρωσαν τελετουργίες για τις καταβολές τους και οραματίστηκαν το συλλογικό τους πεπρωμένο. Δημιούργησαν κώδικες συμπεριφοράς και δεσμούς εμπιστοσύνης – αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κοινωνικό κεφάλαιο» – και ανέπτυξαν κοινωνική συνοχή.
Αυτή η αφήγηση έρχεται σε αντίθεση με την αφήγηση του νεοφιλελευθερισμού και απελευθερώνει τα πεδία της σκέψης.
Έτσι, οι κάθε είδους δογματικοί υπέρμαχοι άλλοτε της μονοσήμαντης κυριαρχίας του κράτους και άλλοτε της αγοράς νιώθουν άβολα σε σχέση με τις παγκόσμιες εξελίξεις και προσπαθούν μάταια να εντάξουν το νέο φαινόμενο στα ιδεολογικά τους καλούπια. Από την άλλη πλευρά η άνοδος της νέας καθολικότητας της κοινωνίας πολιτών εκφράζοντας ένα νέο κίνημα δεν υπακούει ούτε στους κανόνες της οικονομίας της αγοράς, ούτε χωράει στο πλαίσιο της οικονομικής ολιγαρχίας, ούτε συνάδει ή συναινεί με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ούτε συμπορεύεται με το κράτος ή τον κρατισμό.
Έρχεται ωε κίνημα να αναδείξει τις νέες παγκόσμιες τάσεις της διάχυσης της πληροφορίας και γνώσης, τους κατανεμημένους πόρους της ενέργειας. Οι δογματικοί της αγοράς ασφαλώς, δεν λαμβάνουν υπόψη την δυνατότητα αυτοθέσμισης της κοινωνίας, είτε ως υπαγόρευση νέων αναγκών, είτε ως φαντασιακή θέσμιση συλλογικής δημιουργίας. Δεν λαμβάνουν απλά υπόψη ότι η υλική βάση και το συλλογικό φαντασιακό της κοινωνίας μετασχηματίζονται και αυτοργανώνονται εντελώς ανεξάρτητα κι ερήμην των παλαιών ιδεολογημάτων. Όσο αλήθεια είναι ότι στη βάση του φιλελευθερισμού και των ατομικών δικαιωμάτων βρήκε έδαφος και αναπτύχθηκε η κοινωνία των πολιτών, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι η ατομιστική ωφελιμιστική αντίληψη της αγοράς δεν είναι ο μόνος χώρος στον οποίο γίνονται οι επιλογές και ζυμώνονται οι προτιμήσεις όσον αφορά στην οργάνωση του τρόπου ζωής των πολιτών. Η οργανωμένη κοινωνία πολιτών στη βάση της αλληλεγγύης είναι η περίτρανη απόδειξη, ότι οι άνθρωποι μπορούν να οργανωθούν και με άλλα κίνητρα πέραν του οικονομισμού αρκεί να υφίσταται το κατάλληλο κοινωνικό περιβάλλον.
Παράλληλα, αυτό που παρατηρούμε μετά τον 20 παγκόσμιο πόλεμο, είναι μια εξελικτική διαδικασία συμμετοχής η οποία επιδρά στο μετασχηματισμό της δημοκρατίας έναντι του κρατικού αυταρχισμού. Ένας μετασχηματισμός ο οποίος συντελείται στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της ανοικτής κοινωνίας, Μια εξέλιξη η οποία σχετίζεται με την παράδοση του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας και έχει σαν αποτέλεσμα την προώθηση των κοινωνικών κατακτήσεων, των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Από την άλλη πλευρά έχουμε ως ιστορική εμπειρία πλέον μια αποστροφή στο αποκρουστικό πρόσωπο του ολοκληρωτισμού –Ναζισμού κι αυτή η απώθηση συνέβαλε στην εμπέδωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αργότερα, όμως τα νέα δεδομένα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της επικυριαρχίας της αγοράς έρχονται να περιορίσουν την κοινωνική προστασία του έθνους-κράτους και αυτά τα δεδομένα έρχονται να ωθήσουν την κοινωνία πολιτών προς την αυτενέργεια και τις πρωτοβουλίες αυτο-οργάνωσης. Έτσι, ανάμεσα στο κράτος και την αγορά και από μια άλλη αναδύεται η νέα καθολικότητα της κοινωνίας των πολιτών, που αναδεικνύεται όχι μόνο ως υποκινητής στη δημοκρατική διαβούλευση, αλλά και ως δύναμη με καθολική ισχύ στην οικονομία του συνεργατισμού και την κουλτούρα, μια διαδικασία που αναπτύσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο και διαμορφώνει νέους θεσμούς.
Σ’όλη αυτή την διαδικασία δεν μπορεί να διαφεύγει η διαπάλη που γίνεται μεταξύ της αντιπροσώπευσης που εξυπηρετεί τα συμφέροντα της διευθύνουσας κάστας και της οριζόντιας οργάνωσης της κοινωνίας που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πολλών.
Τα συμφέροντα των ολίγων και τα συμφέροντα των πολλών γίνονται πλέον πιο φανερά από την δράση της κοινωνίας πολιτών.
Οι κυβερνήσεις πλέον της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν αγνοούν αυτή την δυναμική, αλλά είναι εμφανές ότι θέλουν να την περιορίσουν μέσω του κατακερματισμού των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών. Παρόλα αυτά, η κοινωνία των πολιτών αναγνωρίζεται κατ’ανάγκη ως τρίτος πόλος στην οικονομία και την παγκόσμια διακυβέρνηση. Αναδύεται ως δύναμη συναίνεσης και ευημερίας αλλά και ως δύναμη αμφισβήτησης και ανατροπής, επιβάλλοντας πολιτικές για το περιβάλλον, για την αντιμετώπιση της απασχόλησης και καταπολέμηση της φτώχειας μέσα από τη συμμετοχική οικολογία και την κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία ως πολυμορφικό κίνημα συμμετοχικής δημοκρατίας.
Αυτός ο τρίτος πόλος πέραν του κράτους και της αγοράς συνιστά την παγκοσμιοποίηση από τα κάτω και συνενώνει τα παγκόσμια κινήματα ειρήνης, οικολογίας, το καταναλωτικό κίνημα και το κίνημα κατά της φτώχειας. Πρόκειται για μια ολότητα η οποία ως πραγματιστικό φαινόμενο πλέον έρχεται να συμβάλλει στην ανάδειξη αυτών των δικτύων εθελοντισμού σε κοινωνικό κεφάλαιο τοπικής, αλλά και παγκόσμιας σημασίας για την καλύτερη διαχείριση των πόρων προς όφελος της κοινωνίας.
Αυτό το κοινωνικό κεφάλαιο συγκροτείται από αυτόνομες συλλογικότητες και αυτόνομες κυβερνοσυλλογικότητες, με εργαλείο το διαδίκτυο και τις νέες επικοινωνιακές δυνατότητες, μια διαδικασία που διαπιστώνουμε πρακτικά πως αναπτύσσεται προς όφελος της κοινοτικής μη κερδοσκοπικής παραγωγής και κατ’επέκταση της κοινωνικής οικονομίας, χωρίς τις παρενέργειες μίας δογματικής ιδεολογίας.
Επομένως, εδώ μπορούμε να ισχυριστούμε ότι δημιουργείται ένας κοινός τόπος από συγκλίνουσες αξίες με διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, του φιλελευθερισμού, του σοσιαλισμού και της οικολογίας οι όποιες εντέλει συνθέτουν τις πιο ανθρώπινες και βιώσιμες αξίες της εποχής μας.
Αυτές οι αξίες μπολιάζονται τώρα σ’ένα νέο θεσμικό περιβάλλον που ευνοείται από τις νέες τεχνολογίες την διάχυση της πληροφορίας την κοινωνικοποίηση της γνώσης και της κατανεμημένης ενέργειας. Ένα ‘περιβάλλον’ που δεν ευνοεί πλέον τις οικονομικές και πολιτικές ελίτ στο συγκεντρωτικό τους παιχνίδι. Σ’αυτό το πλαίσιο που εννοείται η κοινωνικοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, του λεγόμενου άυλου προϊόντος της γνώσης της ατομικής και συλλογικής δημιουργίας η κοινωνία πολιτών αποκτά με πλεονέκτημα της ότι προσφέρει σχεδόν ανέξοδα την μεταφορά γνώσης μέσω του διαδικτύου, το οποίο ανασυνθέτει θεμελιακά νέες αξίες στην ανταλλαγή της γνώσης και των πνευματικών αγαθών.