Η αυτοοργάνωση του πολίτη και η κοινωνική οικονομία ως μοχλοί προστασίας του στο πλαίσιο διαχείρισης των κινδύνων που διατρέχει σήμερα η κοινωνία μας

Γράφει η Βούλα Λάμπρου

Αντιπρόεδρος Δημοτικού Συμβουλίου Δ. Βριλησσίων

Γραμματέας της Πανελλήνιας Ένωσης Συμπράξεων Κοινωνικής Οικονομίας (Π.Ε.Σ.Κ.Ο.)

 

Καθημερινά όλοι μας, όλο και περισσότερο, βιώνουμε την κρίση που περνά σήμερα η Κοινωνία μας και γενικότερα η χώρα. Είναι μια οριζόντια κρίση που υπέβοσκε εδώ και αρκετά χρόνια, μια κρίση θεσμών, αξιών, ηθικής, κρίση πολιτική και βέβαια οικονομική.

Μια κρίση η οποία στο βάθος της, πέραν των άλλων, μας αποκαλύπτει τις διαχρονικές στρεβλώσεις της κοινωνίας μας, τον τρόπο λειτουργίας του κράτους καθώς και την ετεροβαρή του σχέση με τον πολίτη, μια καθαρά πελατειακή σχέση που συντηρεί τη δυσπιστία και την αντιπαλότητα μεταξύ τους.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμη και ο ελεγκτικός ρόλος του κράτους στην αγορά είναι αδύναμος με αποτέλεσμα η αυθαιρεσία – ασυδοσία των οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων και ολιγοπωλίων να γίνεται ανεξέλεγκτη σε βάρος του πολίτη – καταναλωτή.

Το ελληνικό κράτος, από την ίδρυσή του, και με σκοπό να δοθεί διακριτή έμφαση στο ρόλο της εξουσίας του όσον αφορά στη σχέση του με τον πολίτη, δημιούργησε ένα ενδιάμεσο επίπεδο επικοινωνίας, ένα μηχανισμό διαμεσολάβησης ο οποίος στην πορεία του χρόνου αποτέλεσε μέρος της δομής του και επεκτάθηκε σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής του τόπου μας.

Διαχρονικά, ο μηχανισμός αυτός διαμόρφωσε νοοτροπίες και συμπεριφορές της κρατικής εξουσίας, δημιούργησε το λεγόμενο «Κρατικό παραγοντισμό» τον οποίο συναντάμε σε όλα τα επίπεδά της.

Σήμερα, αποτελεί τον ισχυρότερο μηχανισμό διαμεσολάβησης μεταξύ κράτους και πολίτη, είναι η αιτία της πελατειακής τους σχέσης, των δυσλειτουργιών και των συμπεριφορών αυθαιρεσίας του κράτους που συναντά σε πολλές περιπτώσεις καθημερινά ο πολίτης και βέβαια όλα αυτά στις μέρες μας αποτελούν την συνισταμένη αιτία, για την απαξίωση του κράτους και της πολιτικής στη συνείδηση των πολιτών.

Η δυσλειτουργία, και κατ’ επέκταση στην προκειμένη περίπτωση, η αδυναμία του κράτους να ανταποκριθεί ουσιαστικά στον συνταγματικό του ρόλο, να παρεμβαίνει:

  • στην υγεία και την Κοινωνική μέριμνα,
  • στην παιδεία,
  • στην προστασία και τηνασφάλεια του πολίτη,
  • στην εξυπηρέτηση του πολίτη στις συναλλαγές του,
  • στον πολιτισμό,
  • στη διασφάλιση μιας υγιούς ανταγωνιστικής αγοράς,
  • στην ίδια την οικονομία και τα εισοδήματά μας,

δημιουργεί στον πολίτη αισθήματα ανασφάλειας, απογοήτευσης θυμού, απόγνωσης που τον κάνουν να αισθάνεται ότι βρίσκεται στο περιθώριο και απροστάτευτος.

Μπροστά σε μία τέτοια κατάσταση, όπως είναι φυσικό επακόλουθο η κοινωνία αντιδρά, και στις κοινωνικές αντιδράσεις όταν δεν υπάρχει η διαχείριση και η περιφρούρηση της αντίδρασης, τότε η κατάσταση κινδυνεύει σε εκτροπές ακραίων φαινομένων και γεγονότων με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Είναι αυτά που όλοι μας πολύ καλά γνωρίσαμε και γνωρίζουμε τα τελευταία χρόνια:

  • Είναι τα φαινόμενα του ρατσισμού (περιορισμένα και ελεγχόμενα προς το παρόν) ως επακόλουθο της αύξησης της βίας και της εγκληματικότητας, αποτέλεσμα της ανεξέλεγκτης παράνομης μετανάστευσης στη χώρα μας, της φτώχιας και της ανεργίας.
  • Είναι ο εξαναγκασμός του πολίτη που παίρνει το δίκαιο στα χέρια του ελλείψει επαρκούς προστασίας του από τα θεσμικά όργανα της πολιτείας και τη Δικαιοσύνη.
  • Είναι οι βανδαλισμοί και οι καταστροφές της δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας, οι καταλήψεις δημοσίων κτιρίων, είναι η αντιπαράθεση κοινωνικών ομάδων με διαφορετικά συμφέροντα, είναι όλα αυτά που πολύ εύκολα μπορούν να οδηγήσουν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις με τεράστιες, ενδεχομένως, επιπτώσεις στην κοινωνία και τη χώρα.
  • Είναι ακόμη η άρνηση του πολίτη και της κοινωνίας γενικότερα στην εκπλήρωση υποχρεώσεών τους, ελλείψει ανταποδοτικότητας υπηρεσιών από την πλευρά του κράτους («Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!»).
  • Είναι η ανεργία, η ανύπαρκτη γνώση και οι συντονισμένες ενέργειες για την αντιμετώπισή της.
  • Είναι η μη διαφανής χρησιμοποίηση των κονδυλίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την ενίσχυση της κοινωνικής οικονομίας ενώ σε άλλες χώρες συντηρεί το 30% των εργαζομένων, μέσω των κοινωνικών επιχειρήσεων, μέσω της ποιοτικής παροχής υπηρεσιών κ.τ.λ

Ποιός, όμως, θα μπορούσε να προστατεύσει τον πολίτη σήμερα από τις αυθαίρετες συμπεριφορές του κράτους, των οργανωμένων οικονομικών συμφερόντων, τις αυθαιρεσίες κοινωνικών ομάδων, και να διαχειριστεί την αντίδραση της κοινωνίας ώστε να προλάβει και να ελέγξει ακραίες καταστάσεις οι οποίες μπορούν να αποβούν εις βάρος του;

Δυστυχώς, εδώ και αρκετά χρόνια, το έλλειμμα πολιτικής για μια ορθολογική διαχείριση του κράτους, η νοοτροπία του «δούναι λαβείν», και του εύκολου πλουτισμού που αποκτήσαμε όλα αυτά τα χρόνια, μας οδήγησαν σε ακραίες καταναλωτικές συνήθειες και συμπεριφορές στη λογική του βολέματος και της ιδιοτέλειας.

Θύμα όμως μίας τέτοιας νοοτροπίας – λογικής δεν μπορεί να είναι άλλο από την κοινωνική συνοχή, το διάλογο, τη συνεργασία που απαιτείται για να χτίσουμε μια δυναμική και δημιουργική κοινωνία, ώστε να αντιμετωπιστεί η περιβόητη κρίση, η οποία τείνει να διαλύσει την ελπίδα μας, το όραμα, τη δυναμική και τη δημιουργικότητά μας αλλά κυρίως και των παιδιών μας.

Μία τέτοια νοοτροπία απαξιώνει, υποβαθμίζει, αφανίζει τις πιο πολύτιμες δυνάμεις που κρύβουμε μέσα μας, αυτό που λέμε κοινωνικό κεφάλαιο προσφοράς και δημιουργίας.

Μόνο μία πραγματικά αυστηρά ανεξάρτητη και δυναμική κοινωνία των πολιτών, που συγκροτείται από θεσμούς, οργανώσεις, κινήσεις πολιτών που διέπονται από ηθικές αξίες, θα μπορούσε να αντισταθεί σε τέτοιες καταστάσεις και συμπεριφορές, απέναντι σε μια πελατειακή σχέση Κράτους – Πολίτη. Μία τέτοια μορφή κοινωνίας θα μπορούσε να εγγυηθεί την προστασία του και να δημιουργήσει έναν ισχυρό τρίτο τομέα στην κοινωνία και στην οικονομία, παράλληλο αλλά και ανεξάρτητο από τις συγκεντρωτικές δομές του κράτους καθώς και της αγοράς.

Ένας τρίτος τομέας, τον οποίο οφείλουμε να ενισχύσουμε ώστε να αποκτήσουμε μία ισχυρή οργανωμένη κοινωνία πολιτών που δε χειραγωγείται. Δηλαδή, μία ισχυρή κοινωνία πολιτών που να δημιουργεί χώρους έκφρασης, νέα πεδία θετικής αντιπαράθεσης αλλά και σύνθεσης. Μία κοινωνία πολιτών η οποία:

ü  θα διασφαλίζει τη συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, χαρακτηρίζοντας μία συμμετοχική, αλληλοελεγχόμενη και δημοκρατική κοινωνία,

ü  θα επιτελεί πολιτιστική και παιδαγωγική αποστολή, συμβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ιδιαίτερα στην κατανόηση και προσέγγιση του διαφορετικού και στην κατανόηση της έννοιας της ισότητας,

ü  θα προσφέρει μία δημιουργική και κοινωνική διέξοδο στη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου,

ü  θα συμμετέχει στη δημιουργία υπεύθυνων, αλληλέγγυων, ηθικών και αυτεξούσιων ατόμων,

ü  θα συμβάλλει στην τόνωση της συντροφικότητας και της αλληλεγγύης ως ζωτικό αντιστάθμισμα στο ανταγωνιστικό περιβάλλον της εποχής μας,

ü  θα εκπαιδεύει σε σχέση με τη σημασία και τους τρόπους της συλλογικής εργασίας για έναν κοινωφελή σκοπό, ουσιαστικά,

ü  θα αναδεικνύει τον εθελοντισμό και την προσφορά στον άνθρωπο ως ηθικές και κοινωνικές αξίες.

Η ιδέα του εθελοντισμού σήμερα, μπορεί να δώσει λύση στην κρίση μέσα από εμάς τους ίδιους, την ίδια την κοινωνία μας, τους άνεργους οι οποίοι μπορούν να αποκτήσουν μέσα από μας ενεργό ρόλο, με απολαβές οικονομικές, εργασία και εκπαίδευση, επιμόρφωση και δημιουργικότητα μέσω της μόρφωσης που έχουν αποκτήσει οι νέοι μας και οι οποίοι δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν εργασία.

Πρέπει να γνωρίζουμε όλοι, ότι η ιδέα που γίνεται πράξη μέσω της κοινωνικής οικονομίας, αποτελεί τον καταλύτη μίας τέτοιας μορφής κοινωνικής διεργασίας για τη λύση σημαντικών κοινωνικών θεμάτων. Δεν περιορίζεται μονάχα στην παροχή ανιδιοτελούς κοινωνικού έργου, αλλά αποτελεί στάση ζωής με αξίες την αλληλεγγύη και την κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά και την κοινωνική εργασία. Διαμορφώνει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης του πολίτη στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου, είναι η ιδέα που δημιουργεί δεσμούς εμπιστοσύνης και συνεργασίας και προάγει αυτό που λέμε κοινωνικό κεφάλαιο, ακόμη και οικονομικό κεφάλαιο.

Σήμερα, υπό αυτή τη δεδομένη συγκυρία σε ένα ασταθές κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό ακόμη περιβάλλον, ο πολίτης μόνος του αναζητά την ενημέρωση, αναζητά την αλήθεια για ό,τι συμβαίνει γύρω του, προσπαθεί να εκτιμήσει καταστάσεις, να προβλέψει το μέλλον για το τι θα πρέπει να αντιμετωπίσει. Εν ολίγοις, αποκτά κριτική σκέψη, ενεργοποιείται, αμύνεται και διεκδικεί πλέον ενεργό ρόλο, όχι μόνο στη διαδικασία λήψης αποφάσεων αλλά και στο σχεδιασμό και την υλοποίησή τους.

Φυσικά, όλα αυτά τα ερεθίσματα και οι προβληματισμοί συνθέτουν μία διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων. Συσσωρεύουν μία εσωτερική ενέργεια που τον οδηγεί στην πεποίθηση για τις τεράστιες δυνατότητες μίας οργανωμένης, αυστηρά ακηδεμόνευτης κοινωνίας των πολιτών, τον πείθει για την ενεργό εθελοντική συμμετοχή του και αυτό αποτελεί το πιο ισχυρό κίνητρο για να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες του στο κοινωνικό σύνολο.

Τα τελευταία χρόνια, τα μεγάλα κοινωνικά προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα, έχουν ενεργοποιήσει μεγάλες κοινωνικές ομάδες συγκροτημένες σε δυναμικές οργανώσεις – κινήσεις πολιτών, κινήματα που έχουν αναλάβει να αναδείξουν τα προβλήματα που τους απασχολούν, προτείνοντας ταυτόχρονα λύσεις και πιέζοντας για την υλοποίησή τους. Δυναμικό παράδειγμα, η κοινωνία των πολιτών μέσω του παρατηρητηρίου των πολιτών.

Τελικά, ίσως να έχουν δίκιο αυτοί που υποστηρίζουν ότι η κρίση που περνάμε ενδεχομένως να ήταν «απαραίτητη», καθώς τίποτα μέχρι τώρα δε φαινόταν ικανό να μας βγάλει από τη νιρβάνα της πολυθρόνας μας. Στις μέρες μας, η ανάπτυξη μίας οργανωμένης κοινωνίας πολιτών στη χώρα μας ήδη έχει κάνει αρκετά βήματα, συγκροτείται από ένα μεγάλο αριθμό εθελοντικών οργανώσεων και βέβαια είναι μία εν εξελίξει πραγματικότητα.

Η κοινωνία των πολιτών, όμως, θα πρέπει να πάρει τις διαστάσεις που απαιτούν σήμερα οι ιδιαίτεροι καιροί μας αλλά και τα ευρωπαϊκά δεδομένα:

ü  η αυτοοργάνωση του πολίτη μέσα από τις ήδη υπάρχουσες αυστηρά ανεξάρτητες εθελοντικές οργανώσεις πολιτών ή ακόμη με τη συγκρότηση νέων τέτοιων οργανώσεων,

ü  η δραστηριοποίηση της ίδιας της πολιτείας για την στήριξη και ανάπτυξη όλων αυτών οργανώσεων, αποτελούν ουσιαστικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και ενδυνάμωση αυτής της κοινωνίας,

ü  και βέβαια το σημαντικότερο, η διατήρηση του ακηδεμόνευτου και ανεξάρτητου χαρακτήρα των οργανώσεων αυτών.

Καθοριστικός, όμως, παράγοντας ανάπτυξης και λειτουργίας μίας τέτοιας μορφής κοινωνίας, είναι η ενεργοποίηση του πολίτη, και εδώ ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης είναι καταλυτικός.

Με το θεσμικό πλαίσιο που ορίζει η Τοπική Αυτοδιοίκηση, της παρέχονται όλες εκείνες οι δυνατότητες, να αναλάβει πρωτοβουλίες και να αναπτύξει δράσεις που θα την καταστήσουν φορέα ενεργοποίησης των πολιτών, αλλά και ανάδειξης και εμπέδωσης της ιδέας του εθελοντισμού και της κοινωνικής οικονομίας στις τοπικές κοινωνίες.

Η ενημέρωση η επιμόρφωση του πολίτη μέσα από ειδικά προγράμματα διαλέξεων Σεμιναρίων, η πρόκληση ενδιαφέροντος για συμμετοχή των πολιτών στην ανάπτυξη κοινωνικών, πολιτιστικών εκδηλώσεων και δραστηριοτήτων θα πρέπει να είναι από τις προτεραιότητες ενός Δήμου.

Η γνώση, ο διάλογος, ο προβληματισμός και το ενδιαφέρον που θα προκύψει, διαμορφώνουν κριτική σκέψη αλλά και εμπεδώνουν την ιδέα του εθελοντισμού στον πολίτη, τον ενεργοποιούν ώστε να δράσει προς όφελός του αλλά και των νέων μας και αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο το οποίο μπορούμε να πετύχουμε.

 

Ο Άγγλος φιλόσοφος Τζων Στιούαρτ Μιλ, στις αρχές του 18ου αιώνα, ανέφερε ότι διακρίνει τους πολίτες σε ενεργούς και παθητικούς ενώ διευκρίνιζε ότι συνήθως οι κυβερνώντες προτιμούν τους δεύτερους επειδή είναι πολύ πιο εύκολο να εξουσιάζεις υπηκόους υπάκουους ή αδιάφορους. Όμως, η δημοκρατία έχει ανάγκη από τους πρώτους.