Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Πρόλογος του Luca Jahier Ως Πρόεδρος της Ομάδας Διαφόρων Δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ), θα ήθελα να χαιρετίσω θερμά την παρούσα μελέτη σχετικά με την κατάσταση της κοινωνικής οικονομίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία ανατέθηκε από την ΕΟΚΕ και διεξήχθη από το CIRIEC. Πολλές αλλαγές έχουν σημειωθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση από τη δημοσίευση της προηγούμενης μελέτης για το ίδιο θέμα το 2008, και θεωρήθηκε απαραίτητη η επανεξέταση του πεδίου εφαρμογής και του αντίκτυπου του τομέα, τόσο στα κράτη μέλη της ΕΕ όσο και στις υπό προσχώρηση/υποψήφιες χώρες (Κροατία και Ισλανδία αντιστοίχως).

 Επιπλέον, το 2012 ανακηρύχθηκε Διεθνές Έτος Συνεταιρισμών από τον ΟΗΕ και αποτελεί μια ευκαιρία για το σύνολο του τομέα της κοινωνικής οικονομίας να καταδείξει τη συνεισφορά του στις κοινωνίες και τις οικονομίες μας. Αναμφισβήτητα, η κοινωνική οικονομία αποτελεί έναν τομέα που συμβάλλει σημαντικά στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης, στη βιώσιμη ανάπτυξη και στη δικαιότερη κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου. Πρόκειται για έναν τομέα ο οποίος μπορεί να συνδυάσει την κερδοφορία με την κοινωνική ένταξη και τα δημοκρατικά συστήματα διακυβέρνησης και να εργαστεί παράλληλα με τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα για την προσαρμογή των υπηρεσιών στις ανάγκες. Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι ο τομέας αυτός διαχειρίστηκε την οικονομική κρίση πολύ καλύτερα από άλλους τομείς και ότι κερδίζει συνεχώς αναγνώριση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, απαιτούνται ακόμα πολλές προσπάθειες για την ενίσχυση της κατανόησης και της ευαισθητοποίησης, καθώς και για την οικοδόμηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στον εν λόγω τομέα.

 Ένα πρώτο βήμα στη διαδικασία αυτή είναι η πλήρης κατανόηση του πεδίου εφαρμογής και του μεγέθους της κοινωνικής οικονομίας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και για τον λόγο αυτόν θεωρήθηκε αναγκαία η επανεξέταση των πραγματικών και αριθμητικών στοιχείων. Έχοντας αποκτήσει τις πληροφορίες αυτές, πρέπει τώρα να αγωνιστούμε για την ενότητα και για μια νέα ταυτότητα για τον τομέα, παρά τις πολλαπλές διαστάσεις του. Πρέπει να ενισχύσουμε το προφίλ του, να υπογραμμίσουμε το οικονομικό και κοινωνικό δυναμικό του ως λύση στην τρέχουσα οικονομική και κοινωνική κρίση και ως μέσο για θετική αλλαγή. Καλώ όλους τους ενδιαφερόμενους παράγοντες να συνεργαστούν για την επίτευξη του στόχου αυτού!

ΠΡΟΛΟΓΟΣ του Miguel Ángel Cabra de Luna Τέσσερα έτη μετά τη δημοσίευση της μελέτης της ΕΟΚΕ με τίτλο «Η κοινωνική οικονομία στην ΕΕ», έχουμε τη χαρά να δημοσιεύσουμε μια ενημερωμένη έκδοσή της. Για μία ακόμα φορά, ο στόχος είναι να παρουσιαστεί μια επισκόπηση του τομέα στην ΕΕ, τόσο από ποσοτική όσο και από ποιοτική άποψη. Αυτή τη φορά διευρύναμε την επισκόπηση ώστε να καλύπτει τα 27 κράτη μέλη καθώς και τις υπό προσχώρηση/υποψήφιες χώρες (Κροατία και Ισλανδία αντιστοίχως). Η ΕΟΚΕ, συνεπώς, ενισχύει τη δέσμευσή της όσον αφορά την αναγνώριση και την προώθηση της κοινωνικής οικονομίας, ενός τομέα που δεν αποτελεί απλώς σημαντικό πυλώνα για την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και βασικό στοιχείο για την επίτευξη των στόχων της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Όπως καταδεικνύει η παρούσα μελέτη, οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας στις ποικίλες μορφές τους (συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιχειρήσεων) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην αύξηση της ανταγωνιστικότητας και της αποδοτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας με πολλούς διαφορετικούς τρόπους: κατευθύνοντας διασκορπισμένους και αδρανείς πόρους προς την οικονομική δραστηριότητα, κινητοποιώντας πόρους σε τοπικό επίπεδο, ενισχύοντας το επιχειρηματικό πνεύμα, εξαλείφοντας την ακαμψία της αγοράς, ενθαρρύνοντας την ευελιξία των αγορών, προάγοντας την κατά τόπους προσαρμογή της παραγωγής, για να αναφέρουμε μερικούς ενδεικτικά.

Οι επιχειρήσεις της κοινωνικής οικονομίας έχουν επίσης μεγαλύτερη ικανότητα διατήρησης της απασχόλησης και αποφυγής της απώλειας θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια δυσμενών οικονομικών κύκλων, όπως παρατηρείται στην τρέχουσα οικονομική κρίση. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, έχουν σημειωθεί σημαντικές βελτιώσεις στον τομέα, όσον αφορά την πολιτική και νομική αναγνώριση, τόσο σε επίπεδο ΕΕ (Πράξη για την ενιαία αγορά, πρωτοβουλία για την κοινωνική επιχειρηματικότητα, θεσμικό πλαίσιο του ευρωπαϊκού ιδρύματος, ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας, κ.λπ.) όσο και σε εθνικό επίπεδο (π.χ. ο προσφάτως εγκριθείς ισπανικός νόμος για την κοινωνική οικονομία). Ευελπιστώ ότι η παρούσα μελέτη θα συνεισφέρει θετικά στην προώθηση της αναγνώρισης της κοινωνικής οικονομίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ 2.1. Λαϊκές ενώσεις και συνεταιρισμοί – ιστορικοί πρόδρομοι της κοινωνικής οικονομίας 2.2. Η εμβέλεια και το πεδίο δραστηριότητας της κοινωνικής οικονομίας σήμερα 2.3. Ο προσδιορισμός και η θεσμική αναγνώριση της κοινωνικής οικονομίας σήμερα 2.1 Λαϊκές ενώσεις και συνεταιρισμοί – ιστορικοί πρόδρομοι της κοινωνικής οικονομίας Ως δραστηριότητα, η κοινωνική οικονομία (ΚΟ) συνδέεται ιστορικά με λαϊκές ενώσεις και συνεταιρισμούς που αποτέλεσαν τη σπονδυλική της στήλη. Το σύστημα αξιών και οι κανόνες συμπεριφοράς των λαϊκών ενώσεων, που αντικατοπτρίζονται στην εξελικτική πορεία του συνεταιριστικού κινήματος αποτελούν τα στοιχεία που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη έννοια της ΚΟ, η οποία διαρθρώνεται γύρω από τρεις μεγάλες οικογένειες οργανώσεων: τους συνεταιρισμούς, τις αλληλασφαλιστικές εταιρείες και ενώσεις, με την πρόσφατη προσθήκη των ιδρυμάτων. Στην πραγματικότητα, στις απαρχές τους οι μεγάλες αυτές οικογένειες αποτελούσαν διασυνδεδεμένες εκφράσεις μιας κοινής παρόρμησης: της αντίδρασης των πλέον ευάλωτων και ανυπεράσπιστων κοινωνικών ομάδων, μέσω οργανώσεων αυτοβοήθειας, στις νέες συνθήκες ζωής που δημιουργήθηκαν από την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Οι συνεταιρισμοί, οι εταιρείες αλληλοβοήθειας και οι αντιστασιακές ενώσεις αντικατόπτριζαν τις τρεις διαστάσεις αυτής της παρόρμησης για δημιουργία ενώσεων. Παρά το γεγονός ότι η φιλανθρωπία (φιλανθρωπικά ιδρύματα, αδελφότητες και νοσοκομεία) και οι οργανώσεις αλληλοβοήθειας σημείωσαν σημαντική ανάπτυξη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η μεγάλη ανάπτυξη των λαϊκών ενώσεων, των συνεταιρισμών και των αλληλασφαλιστικών εταιρειών σημειώθηκε κατά τον 19ο αιώνα μέσω πρωτοβουλιών που ανέλαβε η εργατική τάξη. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, ο αριθμός των ταμείων αλληλοβοήθειας πολλαπλασιάστηκε τη δεκαετία του 1790. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, ιδρύθηκαν πολλές αλληλασφαλιστικές εταιρείες πρόνοιας και εταιρείες αλληλοβοήθειας. Σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Ουρουγουάη και η Αργεντινή, το κίνημα αλληλασφάλισης αναπτύχθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Τα πρώτα συνεταιριστικά πειράματα πραγματοποιήθηκαν στη Βρετανία στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα ως αυθόρμητη αντίδραση των βιομηχανικών εργατών στις δυσκολίες των σκληρών συνθηκών διαβίωσής τους. Ωστόσο, ο σοσιαλιστικός τρόπος σκέψης όπως αναπτύχθηκε από τον Robert Owen και τους ρικαρντιανούς αντικαπιταλιστές, όπως οι William Thompson, George Mudie, William King, Thomas Hodgskin, John Gray και John Francis Bray θα ασκούσε σύντομα σημαντική επιρροή στο συνεταιριστικό κίνημα, και από το 1824 έως το 1835 δημιουργήθηκε ένας στενός δεσμός μεταξύ του κινήματος αυτού και των συνδικαλιστικών ενώσεων, καθώς και τα δύο αποτελούσαν εκφάνσεις ενός κοινού εργατικού κινήματος και είχαν τον ίδιο στόχο: τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης. Τα οκτώ συνεταιριστικά συνέδρια που πραγματοποιήθηκαν από το 1831 έως το 1835 συντόνιζαν τόσο το συνεταιριστικό όσο και το συνδικαλιστικό κίνημα. Πράγματι, σε ένα από τα συνέδρια αυτά συστάθηκε η Grand National Consolidated Trades Union (Εθνική ομοσπονδία συνδικαλιστικών ενώσεων) η οποία συνένωσε όλα τα βρετανικά συνδικάτα. Ο William King παρενέβη άμεσα και αποφασιστικά στην ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος στη Βρετανία και επηρέασε τον ευρέως γνωστό συνεταιρισμό που ιδρύθηκε στο Rochdale της Αγγλίας το 1844 από 28 εργαζόμενους, έξι από τους οποίους ήταν οπαδοί του Owen (Monzón, 2003). Οι διάσημες αρχές του συνεταιρίζεσθαι βάσει των οποίων λειτουργούσαν οι πρωτοποριακοί – 8 – …/… συνεταιρισμοί του Rochdale υιοθετήθηκαν από όλων των ειδών τους συνεταιρισμούς, οι οποίοι δημιούργησαν τη Διεθνή Συνεταιριστική Συμμαχία (ICA) στο Λονδίνο το 1895 και συνεισέφεραν σημαντικά στην ανάπτυξη της σύγχρονης έννοιας της ΚΟ. Σύμφωνα με το συνέδριο της ICA του 1995 στο Μάντσεστερ, οι αρχές αυτές ορίζουν τους συνεταιρισμούς ως δημοκρατικές οργανώσεις στις οποίες οι αποφάσεις λαμβάνονται από την πλειοψηφία των μελών-χρηστών της δραστηριότητας που ασκείται συνεταιριστικά, με αποτέλεσμα τα μέλη που είναι επενδυτές ή κεφαλαιούχοι, εάν υπάρχουν, να μην επιτρέπεται να αποτελέσουν πλειοψηφία και τα πλεονάσματα να μην κατανέμονται σύμφωνα με κριτήρια αναλογικότητας προς το κεφάλαιο. Τα ίσα δικαιώματα ψήφου, η περιορισμένη αποζημίωση για το μερίδιο του κεφαλαίου που τα μέλη-χρήστες υποχρεούνται να καταβάλουν και η δημιουργία, σε πολλές περιπτώσεις, αδιαίρετων αποθεμάτων τα οποία δεν μπορούν να διανεμηθούν ακόμα και σε περίπτωση διάλυσης της οργάνωσης, αποτελούν περαιτέρω τρόπους βάσει των οποίων οι συνεταιρισμοί διαφέρουν από άλλες εταιρείες. Από την εποχή του Rochdale και εξής, οι συνεταιρισμοί έχουν προσελκύσει την προσοχή διαφόρων ιδεολογικών σχολών. Πράγματι, η υπέρβαση των ιδεολογικών συνόρων και ο αναλυτικός πλουραλισμός συγκαταλέγονται στα χαρακτηριστικά της βιβλιογραφίας που ασχολείται με το φαινόμενο αυτό. Οι ουτοπικοί σοσιαλιστές, οι ρικαρντιανοί σοσιαλιστές, οι χριστιανοί σοσιαλιστές (καθολικοί και προτεστάντες) και οι φιλελεύθεροι σοσιαλιστές καθώς και επιφανείς κλασικοί, μαρξιστές και νεοκλασικοί οικονομολόγοι, έχουν αναλύσει διεξοδικά αυτόν τον ετερόδοξο τύπο εταιρείας. Ο όρος κοινωνική οικονομία πιθανότατα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην οικονομική βιβλιογραφία το 1830. Είναι η χρονιά που ο γάλλος φιλελεύθερος οικονομολόγος Charles Dunoyer δημοσίευσε το έργο του «Πραγματεία περί της Κοινωνικής Οικονομίας», στο οποίο τασσόταν υπέρ μιας ηθικής προσέγγισης της οικονομίας. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1820-1860 αναπτύχθηκε στη Γαλλία μια ανομοιόμορφη ιδεολογική σχολή, η οποία μπορεί να ορισθεί συλλογικά ως σχολή των κοινωνικών οικονομολόγων. Οι περισσότεροι εξ αυτών επηρεάστηκαν από τις αναλύσεις των T.R. Malthus και S. de Sismondi σχετικά, αφενός, με την ύπαρξη «δυσλειτουργιών της αγοράς» οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν σε ανισορροπίες και, αφετέρου, με την οριοθέτηση του πραγματικού αντικειμένου των οικονομικών, το οποίο, κατά τον Sismondi, είναι ο άνθρωπος και όχι ο πλούτος. Ωστόσο, οι περισσότεροι κοινωνικοί οικονομολόγοι πρέπει να τοποθετηθούν στη σφαίρα της φιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας και να ταυτιστούν με τις αρχές του laissez-faire και τους θεσμούς που επρόκειτο να θεμελιώσει ο ανερχόμενος καπιταλισμός, συμπεριλαμβανομένων των καπιταλιστικών επιχειρήσεων και αγορών. Κατά συνέπεια, οι θεωρητικοί της κοινωνικής οικονομικής θεωρίας την περίοδο αυτή δεν παρουσίασαν, ούτε προώθησαν τυχόν εναλλακτικές ή συμπληρωματικές προσεγγίσεις του καπιταλισμού. Αντιθέτως, οι οικονομολόγοι αυτοί ανέπτυξαν μια θεωρητική προσέγγιση της κοινωνίας και του τι νοείται ως κοινωνικό επιδιώκοντας τη συμφιλίωση της ηθικής και της οικονομίας μέσω της ηθικοποίησης της ατομικής συμπεριφοράς, όπως στο μοντέλο του F. Le Play (Azam, 2003), κατά την άποψη του οποίου ο στόχος για τον οποίο θα πρέπει να αγωνίζονται οι οικονομολόγοι δεν είναι η ευημερία ή ο πλούτος, αλλά η κοινωνική ειρήνη (Β. de Carbon, 1972). Ο προσανατολισμός της θεωρίας της κοινωνικής οικονομίας υπέστη εκ βαθέων αλλαγές κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα λόγω της επιρροής δύο μεγάλων οικονομολόγων, του John Stuart Mill και του Leon Walras. Ο Mill έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην τάση δημιουργίας ενώσεων μεταξύ των εργαζομένων, τόσο από συνεταιριστική άποψη όσο και από άποψη αλληλασφάλισης. Στο έργο του Principles of Political Economy (Αρχές Πολιτικής Οικονομίας), το οποίο άσκησε μεγάλη επιρροή στους μεταγενέστερους, διερευνά ενδελεχώς τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των εργατικών συνεταιρισμών, – 9 – …/… διατυπώνοντας την άποψη ότι πρέπει να ενθαρρυνθεί αυτό το είδος εταιρείας λόγω των οικονομικών και ηθικών του οφελών. Όπως ο Mill, έτσι και ο Leon Walras θεωρεί ότι οι συνεταιρισμοί μπορούν να επιτελέσουν σημαντική λειτουργία στην επίλυση των κοινωνικών συγκρούσεων διαδραματίζοντας σημαντικό «οικονομικό ρόλο, όχι εξαλείφοντας το κεφάλαιο αλλά καθιστώντας τον κόσμο λιγότερο καπιταλιστικό, καθώς και ηθικό ρόλο, εξίσου σημαντικό, ο οποίος συνίσταται στο να εισαχθεί η δημοκρατία στις εργασίες της παραγωγικής διαδικασίας» (Monzón, 1989). Ο Walras στο Études d’Économie Sociale: théorie de la répartition de la richesse sociale, (Μελέτες της κοινωνικής οικονομίας: θεωρία της αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου), που δημοσιεύθηκε στη Λωζάννη το 1896, εισάγει μια σημαντική καινοτομία στην αρχική προσέγγιση της κοινωνικής οικονομίας όπως ορίζεται στο μοντέλο του F. Le Play. Με τον Walras, η κοινωνική οικονομία μετατρέπεται τόσο σε τμήμα της επιστήμης των οικονομικών όσο και σε πεδίο οικονομικής δραστηριότητας, η οποία ανθίζει σε συνεταιρισμούς, σε αλληλασφαλιστικές εταιρείες και ενώσεις, με τη μορφή που έχουν σήμερα. Μόνο κατά το τέλος του 19ου αιώνα διαμορφώνονται τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης έννοιας της κοινωνικής οικονομίας, εμπνευσμένα από τις αξίες του δημοκρατικού κινήματος δημιουργίας ενώσεων, αλληλασφαλιστικών εταιρειών και συνεταιρισμών. 2.2 Η εμβέλεια και το πεδίο δραστηριότητας της κοινωνικής οικονομίας σήμερα Παρά το γεγονός ότι η ΚΟ είχε αρκετά μεγάλη απήχηση στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του πρώτου τρίτου του 20ού αιώνα, το αναπτυξιακό μοντέλο στη δυτική Ευρώπη την περίοδο 1945-1975 έδινε προτεραιότητα κυρίως στον παραδοσιακό ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα και στον δημόσιο τομέα. Το μοντέλο αυτό αποτελούσε τη βάση του κράτους πρόνοιας, το οποίο εντόπισε σαφείς δυσλειτουργίες της αγοράς και ανέπτυξε μία δέσμη πολιτικών που απεδείχθησαν άκρως αποτελεσματικές για την αντιμετώπισή τους: αναδιανομή του εισοδήματος, κατανομή των πόρων και αντικυκλικές πολιτικές. Όλες αυτές οι πολιτικές στηρίχθηκαν στο κεϋνσιανό μοντέλο, σύμφωνα με το οποίο οι κοινωνικοί και οικονομικοί φορείς που είναι σημαντικοί είναι οι ενώσεις των εργοδοτών και οι συνδικαλιστικές ενώσεις, καθώς και η κυβέρνηση. Στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, που ήταν συνδεδεμένες με το σοβιετικό σύστημα και με οικονομίες κεντρικού σχεδιασμού, το κράτος αποτελούσε τον μοναδικό οικονομικό φορέα χωρίς να αφήνει χώρο στους παράγοντες της ΚΟ. Μόνο οι συνεταιρισμοί είχαν σημαντική παρουσία σε ορισμένες χώρες του σοβιετικού μπλοκ, παρά το γεγονός ότι ορισμένες από τις παραδοσιακές αρχές τους όπως η εθελοντική και ανοιχτή συμμετοχή των μελών και η δημοκρατική οργάνωση είχαν πλήρως αφανιστεί. Κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων αιώνων, οι τσέχοι οικονομολόγοι ανέπτυξαν προσεγγίσεις της κοινωνικής οικονομίας οι οποίες δεν ευνοούσαν αποκλειστικά την κερδοφορία. Πολλές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις την περίοδο της πρώτης Τσεχοσλοβακικής Δημοκρατίας ακολούθησαν την παράδοση αυτή, της οποίας οι απαρχές ανάγονται στον 19ο αιώνα. Η καθιέρωση συστημάτων μικτής οικονομίας δεν αποτέλεσε εμπόδιο στην ανάπτυξη σημαντικού αριθμού εταιρειών και οργανώσεων –συνεταιρισμών, αλληλασφαλιστικών εταιρειών και ενώσεων– οι οποίες βοήθησαν στην αντιμετώπιση κοινωνικά σημαντικών ζητημάτων και ζητημάτων γενικού συμφέροντος σχετικά με την κυκλική ανεργία, τις γεωγραφικές ανισορροπίες μεταξύ γεωργικών περιοχών και τη στρέβλωση των συσχετισμών δυνάμεων μεταξύ οργανώσεων λιανικής διανομής και καταναλωτών, μεταξύ άλλων. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, η ΚΟ ουσιαστικά έπαψε να αποτελεί ουσιώδη δύναμη στη διαδικασία εναρμόνισης της οικονομικής ανάπτυξης με την κοινωνική πρόνοια, καθώς το κράτος είχε αναλάβει τον κεντρικό ρόλο. Μόνο όταν ξέσπασε η κρίση του κράτους πρόνοιας και των συστημάτων μικτής οικονομίας κατά το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα άρχισε να διατυπώνεται εκ νέου ενδιαφέρον σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες για τις παραδοσιακές οργανώσεις – 10 – …/… της ΚΟ, είτε ως εναλλακτικές επιχειρηματικές λύσεις για τα μοντέλα του καπιταλισμού και των δημοσίων τομέων, όπως οι συνεταιρισμοί και οι αλληλασφαλιστικές ενώσεις, είτε ως οργανώσεις εκτός της αγοράς –κυρίως ενώσεις και ιδρύματα. Το ενδιαφέρον αυτό προέκυψε από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι οικονομίες της αγοράς στην εξεύρεση ικανοποιητικών λύσεων σε πολύ σημαντικά προβλήματα, όπως η μαζική μακροχρόνια ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η πρόνοια στις αγροτικές περιοχές και σε υποβαθμισμένες αστικές περιοχές, η υγεία, η εκπαίδευση, η ποιότητα ζωής των συνταξιούχων, η βιώσιμη ανάπτυξη και άλλα ζητήματα. Τα θέματα αυτά αποτελούν κοινωνικές ανάγκες οι οποίες δεν καλύπτονται επαρκώς ή αποτελεσματικά είτε από ιδιωτικούς καπιταλιστικούς παράγοντες είτε από τον δημόσιο τομέα και για τις οποίες δεν είναι δυνατόν να εξευρεθεί εύκολη λύση μέσω αυτορυθμιζόμενων αγορών ή μέσω της παραδοσιακής μακροοικονομικής πολιτικής. Παρότι πραγματοποιήθηκαν πολλές μετατροπές σημαντικών συνεταιρισμών και αλληλασφαλιστικών εταιρειών σε άλλης μορφής εταιρείες σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες κατά τις τελευταίες δεκαετίες, εν γένει, ο επιχειρηματικός τομέας της ΚΟ (συνεταιρισμοί και αλληλασφαλιστικές εταιρείες) γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, όπως αναγνωρίζεται και στο Manual for drawing up the Satellite Accounts of Companies in the Social Economy (Εγχειρίδιο για την κατάρτιση των δορυφορικών λογαριασμών των επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Σε πολλές σημαντικές μελέτες έχει υπογραμμιστεί η σημαντική ανάπτυξη της ΚΟ στο σύνολό της στην Ευρώπη. Μία από τις σημαντικότερες μελέτες, η οποία διεξήχθη από το CIRIEC για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της δοκιμαστικής ενέργειας «Τρίτο σύστημα και απασχόληση», τονίζει την ολοένα αυξανόμενη σημασία των συνεταιρισμών, των αλληλασφαλιστικών εταιρειών και ενώσεων για τη δημιουργία και τη διατήρηση θέσεων απασχόλησης και για τη διόρθωση σοβαρών οικονομικών και κοινωνικών ανισορροπιών. Μετά τη διάλυση του σοβιετικού μπλοκ, πολλοί συνεταιρισμοί της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης κατέρρευσαν. Επιπλέον, έχασαν μεγάλο μέρος της αξίας τους στα μάτια των πολιτών. Πρόσφατα, ωστόσο, έχει αρχίσει να σημειώνεται μια αναβίωση των πρωτοβουλιών των πολιτών για την ανάπτυξη έργων της ΚΟ και αυτό αντικατοπτρίζεται στις νομοθετικές προτάσεις για την ώθηση των οργανώσεων στον τομέα αυτόν. Εντυπωσιακή ανάπτυξη της ΚΟ σημειώθηκε στον τομέα των οργανώσεων που ασχολούνται με την παραγωγή των λεγόμενων κοινωνικών αγαθών ή αγαθών ιδιαίτερης κοινωνικής σημασίας, ιδίως της εργασίας και της κοινωνικής ένταξης καθώς και των κοινωνικών υπηρεσιών και της περίθαλψης σε επίπεδο τοπικών κοινοτήτων. Στον τομέα αυτόν, η δημιουργία ενώσεων και συνεταιρισμών φαίνεται να έχει ακολουθήσει εκ νέου μια κοινή πορεία κατανόησης και συνεργασίας σε πολλά έργα και δραστηριότητες, όπως στην περίπτωση των κοινωνικών επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες είναι συνεταιρισμοί, οι οποίες έχουν ήδη νομίμως αναγνωριστεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ άλλων, την Ιταλία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ισπανία, την Πολωνία, τη Φινλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τα χαρακτηριστικά τους συνοψίζονται στο κεφάλαιο 3.2. της παρούσας έκθεσης. Στην ΕΕ-27, υπήρχαν το 2009 περισσότεροι από 207.000 οικονομικά ενεργοί συνεταιρισμοί. Πρόκειται για συνεταιρισμούς που έχουν κατοχυρώσει τη θέση τους σε κάθε κλάδο οικονομικής δραστηριότητας και έχουν ιδιαίτερη παρουσία στη γεωργία, τη χρηματοπιστωτική μεσιτεία, το λιανεμπόριο και τη στέγαση και ως εργατικοί συνεταιρισμοί στον βιομηχανικό και τον κατασκευαστικό κλάδο, καθώς και στον κλάδο των υπηρεσιών. Οι συνεταιρισμοί αυτοί απασχολούν άμεσα 4,7 εκατ. εργαζομένους και διαθέτουν 108 εκατ. μέλη. – 11 – …/… Τα αλληλασφαλιστικά ταμεία στον χώρο της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας παρέχουν συνδρομή και καλύπτουν περισσότερα από 120 εκατ. άτομα, και το μερίδιό των αλληλασφαλιστικών ταμείων στην αγορά ανέρχεται σε 24%. Στην ΕΕ-27, οι ενώσεις απασχολούσαν 8,6 εκατ. εργαζομένους το 2010, παρήγαγαν περισσότερο του 4% του ΑΕγχΠ και είχαν μέλη το 50% των πολιτών της. Συμπερασματικά, εκτός και πέραν της ποσοτικής της σημασίας, τις τελευταίες δεκαετίες, η ΚΟ όχι μόνο κατέδειξε την ικανότητα που διαθέτει να συντελεί αποτελεσματικά στην επίλυση νέων κοινωνικών προβλημάτων, αλλά και ενίσχυσε τη θέση της ως αναγκαίου θεσμού για τη σταθερότητα και τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης, για δικαιότερη κατανομή των εισοδημάτων και του πλούτου, προσαρμόζοντας τις υπηρεσίες στις ανάγκες, αυξάνοντας την αξία των οικονομικών δραστηριοτήτων που εξυπηρετούν κοινωνικές ανάγκες, διορθώνοντας ανισορροπίες της αγοράς εργασίας και, τέλος, εμβαθύνοντας και ενισχύοντας την οικονομική δημοκρατία. 2.3 Ο προσδιορισμός και η θεσμική αναγνώριση της κοινωνικής οικονομίας σήμερα Ο προσδιορισμός της ΚΟ, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα έχει τις απαρχές του στη Γαλλία της δεκαετίας του 1970, όταν οι οργανώσεις που εκπροσωπούσαν τους συνεταιρισμούς, τις αλληλασφαλιστικές εταιρείες και τις ενώσεις δημιούργησαν την Εθνική Επιτροπή Σύνδεσης των Αλληλασφαλιστικών, Συνεταιριστικών και Συλλογικών Δραστηριοτήτων (CNLAMCA). Από το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου έως το 1977, ο όρος «κοινωνική οικονομία» είχε πάψει πλέον να χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη ακόμα και μεταξύ των «οικογενειών» αυτού του κλάδου οικονομικής δραστηριότητας. Δύο ευρωπαϊκές διασκέψεις των συνεταιρισμών, των αλληλασφαλιστικών εταιρειών και των ενώσεων πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής το 1977 και το 1979. Με την ευκαιρία της 10ης επετείου της, τον Ιούνιο του 1980, η CNLAMCA δημοσίευσε ένα έγγραφο, τον Charte de l´économie sociale ή Χάρτη της Κοινωνικής Οικονομίας, στον οποίο ορίζεται η ΚΟ ως το σύνολο των οργανώσεων που δεν ανήκουν στον δημόσιο τομέα, λειτουργούν με δημοκρατικό τρόπο κατανέμοντας στα μέλη τους ίσα δικαιώματα και καθήκοντα, και διέπονται από ειδικό καθεστώς ιδιοκτησίας και διανομής των κερδών, αξιοποιώντας τα πλεονάσματα για την επέκταση της οργάνωσης και τη βελτίωση των υπηρεσιών τους προς τα μέλη τους και την κοινωνία. Τα καθοριστικά αυτά χαρακτηριστικά έχουν διαδοθεί ευρέως στην οικονομική βιβλιογραφία και σκιαγραφούν μια σφαίρα της ΚΟ που στηρίζεται σε τρεις βασικές οικογένειες –τους συνεταιρισμούς, τις αλληλασφαλιστικές εταιρείες και τις ενώσεις– στις οποίες προστέθηκαν προσφάτως τα ιδρύματα. Στο Βέλγιο, η έκθεση του 1990 του Συμβουλίου Κοινωνικής Οικονομίας της Βαλονίας (CWES) χαρακτήρισε τον τομέα της ΚΟ ως τμήμα της οικονομίας που αποτελείται από ιδιωτικές οργανώσεις τα οποία έχουν τα εξής τέσσερα κοινά χαρακτηριστικά: «α) στόχος τους είναι να εξυπηρετούν τα μέλη ή την κοινότητα και όχι να αποκομίζουν κέρδος· β) αυτόνομη διαχείριση· γ) δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων· και δ) προτεραιότητα των ατόμων και της εργασίας έναντι του κεφαλαίου κατά τη διανομή του εισοδήματος». · Ο πιο πρόσφατος εννοιολογικός ορισμός της κοινωνικής οικονομίας από τις ίδιες τις οργανώσεις της, είναι αυτός που περιλαμβάνεται στον Χάρτη των Αρχών της Κοινωνικής Οικονομίας, που προωθείται από τη Μόνιμη Διάσκεψη Ευρωπαϊκών Συνεταιρισμών, Εταιρειών Αλληλασφάλισης, Ενώσεων και Ιδρυμάτων (CEP-CMAF), το αντιπροσωπευτικό θεσμικό όργανο σε επίπεδο ΕΕ για αυτές τις τέσσερις οικογένειες των οργανώσεων της κοινωνικής οικονομίας. – 12 – …/… Η ανάδειξη της κοινωνικής οικονομίας αναγνωρίζεται επίσης σε πολιτικούς και νομικούς κύκλους, σε εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα. Η Γαλλία υπήρξε η πρώτη χώρα που αναγνώρισε πολιτικά και νομικά τη σύγχρονη έννοια της ΚΟ, με το διάταγμα του Δεκεμβρίου του 1981 με το οποίο συστάθηκε η διυπουργική αντιπροσωπεία της κοινωνικής οικονομίας (Délégation interministérielle à l´Économie Sociale – DIES). Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, η «κοινωνική οικονομία» αποτελεί όρο που έχει εισχωρήσει και στη νομοθεσία. Το 2011, η Ισπανία έγινε η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που ψήφισε νομοθετική πράξη σχετικά με την κοινωνική οικονομία. Και η Ελλάδα διαθέτει νόμο για την κοινωνική οικονομία και η Πορτογαλία έχει υποβάλει σχετικό νομοσχέδιο. Η νέα γαλλική κυβέρνηση που ανέλαβε καθήκοντα τον Ιούνιο του 2012 διόρισε αναπληρωτή υπουργό για την κοινωνική οικονομία εντός του υπουργείου Οικονομίας, Οικονομικών και Εξωτερικού Εμπορίου. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε το 1989 ανακοίνωση που έφερε τον τίτλο «Οι επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας και η υλοποίηση της Ευρωπαϊκής Αγοράς χωρίς σύνορα» Τον ίδιο χρόνο, η Επιτροπή χρηματοδότησε την πρώτη Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για την κοινωνική οικονομία (Παρίσι) και δημιούργησε τη μονάδα κοινωνικής οικονομίας στους κόλπους της ΓΔ XXIII Πολιτική των επιχειρήσεων, διανεμητικό εμπόριο, τουρισμός και κοινωνική οικονομία. Τα έτη 1990, 1992, 1993 και 1995 η Επιτροπή προώθησε την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για την κοινωνική οικονομία στη Ρώμη, τη Λισαβόνα, τις Βρυξέλλες και τη Σεβίλλη. Έκτοτε έχουν πραγματοποιηθεί πολλές ευρωπαϊκές διασκέψεις. Οι δύο τελευταίες έλαβαν χώρα στο Τολέδο (Μάιος 2010) και στις Βρυξέλλες (Οκτώβριος 2010). Το 1997, στη σύνοδο κορυφής του Λουξεμβούργου, αναγνωρίστηκε ο ρόλος των επιχειρήσεων της κοινωνικής οικονομίας στην τοπική ανάπτυξη και απασχόληση και ξεκίνησε η πειραματική δράση με την επωνυμία «Τρίτο σύστημα και απασχόληση», με πεδίο αναφοράς τον χώρο της κοινωνικής οικονομίας. Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο επίσης, η Διακομματική Ομάδα για την Κοινωνική Οικονομία λειτουργεί ήδη από το 1990. Το 2006, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο κάλεσε την Επιτροπή «να σέβεται την κοινωνική οικονομία και να παρουσιάσει ανακοίνωση σχετικά με τον ακρογωνιαίο αυτό λίθο του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου». Το 2009, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ενέκρινε σημαντική έκθεση για την κοινωνική οικονομία η οποία αναγνώρισε την ΚΟ ως κοινωνικό εταίρο και ως βασικό φορέα στην επίτευξη των στόχων της στρατηγικής της Λισαβόνας. Πολύ πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανέλαβε δύο σημαντικές πρωτοβουλίες σχετικά με τις κοινωνικές επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κοινωνικής οικονομίας: την πρωτοβουλία για την κοινωνική επιχειρηματικότητα και την πρόταση κανονισμού σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας. Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) έχει δημοσιεύσει πολυάριθμες εκθέσεις και γνωμοδοτήσεις για τη συμβολή των επιχειρήσεων του τομέα της κοινωνικής οικονομίας στην επίτευξη διάφορων στόχων δημόσιας πολιτικής. Μεταξύ των πιο πρόσφατων γνωμοδοτήσεων πρωτοβουλίας και διερευνητικών γνωμοδοτήσεων της ΕΟΚΕ περιλαμβάνεται μία σχετικά με την ποικιλία των μορφών επιχειρήσεων, στην οποία αναγνωρίζεται η σημασία της κοινωνικής οικονομίας για την οικοδόμηση της Ευρώπης, μία για την κοινωνική οικονομία στη Λατινική Αμερική (γνωμοδότηση Cabra de Luna), στην οποία εξετάζεται ο ρόλος της κοινωνικής οικονομίας για την τοπική ανάπτυξη και την κοινωνική συνοχή, και μία για την κοινωνική επιχειρηματικότητα και την κοινωνική επιχείρηση. Οι διαβουλεύσεις με την Επιτροπή είχαν ως αποτέλεσμα η ΕΟΚΕ να εγκρίνει γνωμοδοτήσεις σχετικά με την πρωτοβουλία για την κοινωνική επιχειρηματικότητα (γνωμοδότηση Guerini) και την πρόταση  κανονισμού σχετικά με τα ευρωπαϊκά ταμεία κοινωνικής επιχειρηματικότητας (γνωμοδότηση Rodert).

*Απόσπασμα μελέτης που εκπονήθηκε για την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) και εκφράζει τις απόψεις των συντακτών και των οργανώσεων που την κατήρτισαν. Οι απόψεις αυτές δεν έχουν υιοθετηθεί ή εγκριθεί με οποιονδήποτε τρόπο από την ΕΟΚΕ και δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι αντιπροσωπευτικές της επίσημης θέσης της. Η ΕΟΚΕ δεν εγγυάται την ακρίβεια των πληροφοριών που παρέχονται στη μελέτη, ούτε αναλαμβάνει τυχόν ευθύνη που απορρέει από τη χρήση τους. __