Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Η ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ Η ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ

Aπό τον παραγωγικό προγραμματισμό

στην ελευθερία της γόνιμης πρόσβασης στη γνώση

Ανδρέας Ν. Λύτρας

Γιατί το σχολείο ήταν έτσι

                          

   Επειδή η εργασία στο γραφείο ήταν έτσι!

                                                     

ή στο εργοστάσιο ήταν κάπως έτσι!

Αλλά το σχολείο δεν μπορεί να μείνει

στην ίδια μορφή, όταν η εργασία στο

γραφείο έχει αυτή τη μορφή:

ή το εργοστάσιο βασίζεται στη δουλειά των

ομάδων εργασίας:

Κάποτε η παιδεία ήταν ένα προνόμιο των ανώτερων τάξεων. Χρειάστηκε μια εξέλιξη δύο αιώνων της νεωτερικής πολιτείας, για να συγκροτηθεί η εκπαίδευση και να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά της μαζικότητας και της διάχυσης των αγαθών της, σε μια σταδιακά μεγαλύτερη ομάδα του πληθυσμού. Στην αρχή οι μεγάλες πλειονότητες ανήκαν στην κατηγορία των αγράμματων. Στη συνέχεια μεγάλες μάζες περίσσευαν από τη διανομή των λεπτοφυών εκπαιδευτικών συνεισφορών. Η σταδιακή ένταξη των γυναικών και των κοινωνικών ή φυλετικών μειονοτήτων στα εθνικά κράτη μετέβαλε την αρχική ιεραρχία. Τα αναπτυγμένα νεωτερικά κράτη, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σπούδασαν τους πληθυσμούς τους και σήμερα εξαφανίζονται εντελώς οι μερίδες των αναλφάβητων.

Διάγραμμα 1

Πηγή: UNDO.[1]

Η μαζικότητα της παραγωγής σχεδόν επέβαλε στην επίσημη παιδεία τις φόρμες και τα περιεχόμενα της διδασκαλίας. Η επιβεβλημένη φόρμα ήταν για τους μαθητές το είδος της συλλογικής τιθάσευσης και πειθαρχίας, το οποίο ακολουθεί το επικρατούν υπόδειγμα της οργάνωσης της εργασίας. Το πρότυπο, κατά την περίοδο μετά την ολοκλήρωση της βιομηχανικής επανάστασης και ιδίως μετά την επικράτηση του φορντικού μοντέλου, ήταν αυτό της ιεραρχικής και πειθαρχημένης συλλογικότητας, που μοιάζει έντονα με την κλασική στρατιωτική οργάνωση. Κατά τη διαβίβαση των εκπαιδευτικών προσόντων, ο ουσιαστικός στόχος της εκπαίδευσης είναι η πιστή και απαρέγκλιτη αναπαραγωγή ή και επανάληψη της χρήσιμης γνώσης, η οποία ανταποκρίνεται στα μοτίβα και τις νόρμες της παραγωγικής οργάνωσης. Μέσα στα προαναφερθέντα μοτίβα περιλαμβάνονται (σε ανάλογη ιεράρχηση με τις πίστεις στο υπέρτατο oν-ιδίως παλαιότερα) η υπακοή στην ηγεσία του έθνους-κράτους (με το δικαίωμα άσκησης της νόμιμης βίας) και σε ολόκληρη την οικονομική, κοινωνική και θεσμική ιεραρχία. Ο μαθητής χρειάζεται υποχρεωτική εκπαίδευση έξι, εννέα ή ουσιαστικά δώδεκα ετών στην κλασική «σχολική τάξη» με τους συνομηλίκους του, για να εθιστεί στα επίσημα μηνύματα και να γίνει νομοταγής υπήκοος, αλλά και συνεπής, ευπειθής ή ευπροσήγορος υπάλληλος των οικονομικών ιεραρχιών. Κυρίως, πρέπει να μάθει να ζει, όπως ακριβώς θα τόν θυμούνται, όταν θα έχει αποδημήσει από τον ανθρώπινο βίο. Να διαφεύγει της προσοχής και της πιθανής έγκλησης, ως μέρος μιας ανώνυμης μάζας «απρόσωπων» ατόμων. Οφείλει, δηλαδή, να χαίρει κάποιας ιδιαίτερης προσοχής μόνο στη στενή ή ευρεία οικογένεια και την παραδοσιακή ή σύγχρονη (φίλοι και γνωστοί) κοινότητα∙ η σημασία του εξαντλείται στην επιθυμητή «ασημαντότητά» του. Η επιτυχία του ακολουθεί την κλίμακα της ιεραρχίας. Η οφειλή του είναι να μην διακρίνεται, εφόσον δεν τόν αναδείξει η ιεραρχία των ανωτέρων του. Στην ουσία ο νεωτερικός άνθρωπος είναι βασικά υπήκοος και υπάλληλος, ενώ η ιδιότητα του πολίτη αποτυπώνεται μόνο στην τυπική του αναγνώριση.

Η ισορροπία της εκπαίδευσης, με τις πολιτικές αντιπαραθέσεις και τους πολιτειακούς μετασχηματισμούς, στη νεωτερική περίοδο ήταν πολλή δύσκολη. Η σύγχρονη ή σχετικά πρόσφατη ιστορία των κοινωνιών δικαιολογεί σίγουρα και τις σημερινές αντιφάσεις της εκπαίδευσης. Σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ, μέχρι την δεκαετία του ’70, ίσχυαν νόμοι και κανονισμοί που βασίζονταν στον φυλετικό διαχωρισμό∙ μεταξύ άλλων τα δικαστήρια δίκαζαν με αυτούς τους νόμους και η εκπαίδευση αναπαρήγαγε αυτά τα επιβεβλημένα πρότυπα.[2]

Δεν χρειάζεται να κάνουμε πολλή συζήτηση για την εκπαίδευση στη διάρκεια των φασισμών του μεσοπολέμου. Η εκπαίδευση σε εκείνη την περίοδο αναπαράγει την επίσημη προπαγάνδα, ενώ προετοιμάζει τα νεαρά μέλη της κοινωνίας, για να γίνουν παθητικά και πειθήνια όργανα των ηγεσιών για την άκριτη προάσπιση του ρατσισμού και την υπεροχή του «περιούσιου έθνους».[3]

Οι φασισμοί, ας τό θυμόμαστε καλά, επέβαλαν το χαρακτήρα της μαζικής παιδείας με το σύστημα της «σχολικής τάξης» (όπως οι περισσότεροι τό γνωρίζουμε), κατατάσσοντας στην παρέκκλιση ή την παρανομία κάθε πρωτότυπο, ανοικτό ή και εκλεπτυσμένο μοντέλο εκπαίδευσης.[4] Το μοντέλο της εκπαιδευτικής τάξης με τους συμβολισμούς της ευταξίας και της ιεραρχίας αντανακλά την επιθυμητή «κοινωνική τάξη» στην οργανωμένη κοινωνική λειτουργία, την οικονομική ζωή, την εργασία και το στρατό. Αντικατοπτρίζει δηλαδή την αναγκαστική υποταγή στους πρώτους, τους προνομιούχους και τους ιεραρχικά ανώτερους, προκειμένου να επιτευχθούν κάποιες «ανώτερες ιδέες».

Σοβαρά, αλλά όχι ταυτόσημα με τα προηγούμενα, ζητήματα αντιμετώπισαν οι μαθητές της εποχής των δικτατοριών (στην Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ελλάδα). Διδάχτηκαν ορισμένες επιβεβλημένες «αλήθειες» για τη δομή, την οργάνωση και τη διοίκηση της κοινωνίας, οι οποίες ήταν συνώνυμες της στρέβλωσης της πραγματικότητας και της αναλήθειας, σχετικά με τις αξιολογήσεις για τη νομιμότητα, τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, τη φύση και τη σημασία της εξουσίας, την οικονομική δύναμη και την επαγγελματική ιεραρχία.[5]

Στις πιο πρόσφατες εποχές της δημοκρατικής ομαλοποίησης της νεωτερικής πολιτείας, η εκπαίδευση έχει σε ένα βαθμό μεταβολιστεί από το πνεύμα της ελευθερίας και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών. Το πρόγραμμα σπουδών της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, παρά τις εισφορές από την εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης και την ενσωμάτωση της «αντιπαράθεσης» στη διοργάνωση του εκπαιδευτικού διαλόγου, παραμένει «κυριαρχικό» και «επιβλητικό» στην υποχρέωση αναπαραγωγής της επίσημης αντίληψης, καθώς αυτή συνήθως διαμορφώνεται από την κυβέρνηση ή τα κυβερνητικά όργανα. Η βασική εκπαιδευτική δομή (με αρκετές εξαιρέσεις) είναι αυτή της «σχολικής τάξης», ως ανάτυπο (ή απείκασμα) των ανάλογων δομών της παραγωγής. Η «σχολική τάξη», με το πειθαρχικό της πρότυπο, δημιουργεί τις συνεχείς επαναλήψεις και αναπαραγωγές, σαν να πρόκειται για τους υποχρεωτικούς εθισμούς στη δουλειά του γραφείου και του εργοστασίου. Είναι μια συμβολική, ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία του νεαρού ανθρώπου, για τον τρόπο που οφείλει να εργάζεται, να παραγάγει, να ανταγωνίζεται με τους ομοίους του στη διαμόρφωση της τιμής της εργατικής δύναμης (ή της εν γένει εργασίας), να συνεργάζεται με τους ομοίους του στην εργασιακή διαδικασία, να καταναλώνει, να προσαρμόζεται, να συνυπάρχει με τους άλλους χωρίς να είναι ενοχλητικός και να μην παρεκκλίνει από τα προετοιμασμένα πρότυπα.

Πρέπει να είμαστε δίκαιοι. Το συγκεκριμένο υπόδειγμα, παρά τις αδυναμίες του, συνέβαλε στην κοινοποίηση των απαραίτητων εργαλείων μάθησης και πληροφοριών σχεδόν σε όλους τους κατοίκους της νεωτερικής πολιτείας, την πρόσβαση στην τυπική και πιστοποιημένη γνώση και την απόκτηση επαγγελματικών προσόντων, χρήσιμων για την επιβίωση.

Σε εκείνη την εποχή ανασυγκροτείται και η ανώτερη πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Είναι σίγουρο ότι χωρίς την παρουσία των πανεπιστημίων επί εννέα αιώνες πριν την εποχή μας, σε περιβάλλον ασυλίας από τη δύναμη της εξουσίας και της οικονομίας δεν θα ήταν διαθέσιμη η γνωστική υποδομή για τις επιστημονικές και τεχνολογικές εκτοξεύσεις των βιομηχανικών επαναστάσεων και τα εντυπωσιακά διανοητικά επιτεύγματα. Η ασυλία της επιστήμης και της πανεπιστημιακής έρευνας διασφάλισε, ότι η άχρηστη για την οικονομία και η ενοχλητική για την εξουσία αφηρημένη και φιλοσοφική σκέψη θα μπορούσε να οικοδομήσει τα νέα πρότυπα, όπως συνέβη με το διαφωτισμό και το απόθεμα της επιστημονικής προεργασίας της σύγχρονης εποχής.

Πρέπει, όμως, να σκεφτούμε: πόσο ήταν ενδεχόμενο να συστηματοποιηθεί, χωρίς τα πανεπιστήμια, ο φιλοσοφικός στοχασμός πέραν των στενών περιθωρίων της θεολογικής αλήθειας και να διοργανώσει (με τις αντιφάσεις του και τις δυνατότητες διαλόγου) τις αξίες και τα ανθρώπινα μέτρα της νεωτερικής κοινωνίας; Περαιτέρω, πόσο ήταν πιθανή η ανάπτυξη της πολιτικής θεωρίας, η οποία ανασυγκρότησε τα συστήματα διοργάνωσης και λειτουργίας της νεωτερικής πολιτείας; Ακόμη περισσότερο, πόσο ελεύθεροι από τον οικονομικό εξαναγκασμό θα ήταν οι φυσικοί επιστήμονες και οι μαθηματικοί (φαίνονταν στους κοινούς ανθρώπους ως ιδιαίτεροι) να επινοήσουν τα σημερινά χαρακτηριστικά του μαθηματικού λογισμού, αλλά και τις εντυπωσιακές ανακαλύψεις τους, μαζί με τις πιθανές εφαρμογές τους; Οι απαντήσεις είναι σχεδόν αυτόματες: δεν είναι ενδεχόμενο, θα ήταν απίθανη και δεν θα ήσαν (δηλαδή καθόλου) ελεύθεροι. Επειδή υπήρξαν τα πανεπιστήμια «έξω» από τις συνθήκες του πραγματικού κόσμου μπόρεσε να αλλάξει ο κόσμος από τα επιτεύγματα και τις επινοήσεις τους.

Σχήμα 1

Η Δομή και η Λειτουργία της Εκπαίδευσης

στον Εικοστό Αιώνα

 

Τα πανεπιστήμια είναι ένας «χώρος» έρευνας και παραγωγής της νέας γνώσης και υπό αυτήν την έννοια η εκπαίδευση σε αυτά τα ιδρύματα υπερβαίνει τα γνωστά όρια της μαθησιακής διαβίβασης και συχνά ανατρέπει τη γνωστική υποδομή των ανθρώπων, μετά την επικοινωνία τους με την πανεπιστημιακή διδασκαλία. Η χρονική προσέγγιση στην εποχή μας κάνει την επιστημονική γνώση και την τεχνολογία προϋπόθεση είτε των επαγγελματικών προσόντων είτε των ίδιων των εμπορευμάτων.

Η επικράτηση του φορντισμού-τεϊλορισμού επέβαλε στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση να παραγάγει πολύ εξειδικευμένους πτυχιούχους, προκειμένου να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των πολύ στενών ειδικεύσεων της εργασίας, ιδίως στην διοικητική πυραμίδα. Σε ένα βαθμό αυτή η εξειδίκευση των σπουδών προσανατόλισε και την έρευνα, σε εξαντλητικά περιοριορισμένες περιοχές της γνώσης και της επιστημονικής εστίασης. Η εξαντλητικότητα στην επιστημονική διαχείριση κατέστη μια περιοριστική εμμονή. Η επιβεβαιωμένη επιστημονική «σιγουριά» (μέσω δημοσιεύσεων και ετεροαναφορών) για συγκεκριμένες γνωστικές περιοχές δίνει έμφαση στη διαχείριση, μακριά από τη δημιουργικότητα, και διαμορφώνει λειτουργούς (διαχειριστές) που έχουν πιστοποιημένη ικανότητα υλοποιήσεων (πέραν των πραγματικών ατομικών ικανοτήτων) των προκείμενων γνώσεων. Η κλιμάκωση, από τις βασικές σπουδές μέχρι τα μεταπτυχιακά και τις διδακτορικές διατριβές εξυπηρετούσε αυτήν την  «εργαλειακή» ανώτερη εκπαίδευση. Είναι η βασική ένδειξη της υπαγωγής (ίσως και της «υπαλληλοποίησης») της ανώτερης εκπαίδευσης στην οικονομία και την επιχειρηματικότητα.

            Η υπαγωγή παρέμεινε, αλλά το περιεχόμενο μεταβλήθηκε, όταν οι δυνάμεις της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας άλλαξαν κατεύθυνση. Η οικονομία της νέας εποχής είχε μια μεγαλύτερη έμφαση στη γνώση, την καινοτομία και τις επινοήσεις. Σε αυτό το περιβάλλον, η εστίαση στην επαναληπτικότητα και η εμμονή στο πολύ περιορισμένο πλαίσιο της παραγωγικής αναφοράς δεν έχει πλέον σημασία. Για την επιχειρηματικότητα έχει πλέον σημασία το ευρύτερο γνωστικό πλαίσιο των ομάδων εργασίας και των εργαζομένων σε αυτές, για το οποίο οφείλει να είναι προετοιμασμένος ένας νέος τύπος εργαζομένου. Ο νέος τύπος εργαζομένου πρέπει να μπορεί να ανταποκρίνεται ταυτόχρονα σε πολλά και εναλλασσόμενα καθήκοντα, για τα οποία η προγενέστερη εξαντλητική εξειδίκευση (με μακρόχρονη και ταυτόσημη εφαρμογή) είναι πρακτικώς άχρηστη και ίσως ενοχλητική. Στη νέα κατάσταση η επιστημονική του κατάρτιση και η επαγγελματική του προετοιμασία κρίνεται από την ευρεία και εδραία γνώση, για να μπορεί να προσκτήσει, σε εύλογο χρόνο μετά από την αρχική πιστοποίηση, πρόσθετα προσόντα ελαφρώς τροποποιημένα σε σχέση με την πρώτη πειθαρχία ή ακόμη σε συνδυασμούς με αντικείμενα και επιστήμες, τα οποία ξεμακραίνουν από τις πρώτες σπουδές και την ιδιαίτερη κατατομή του εργαζομένου (π.χ. μηχανικός με επιπλέον κατάρτιση στα οικονομικά ή διοικητικός επιστήμονας με σπουδές προγραμματισμού). Ανάλογα με τις απαιτήσεις της παραγωγής μεταβάλλεται και το πεδίο, δηλαδή η ίδια η πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Από το ακαδημαϊκό τμήμα που εξυπηρετεί μια επιστημονική πειθαρχία μεταβαίνουμε στο συνδυασμό των προγραμμάτων σπουδών ακόμη και σε συνεργασία με άλλες πειθαρχίες. Στο μεταπτυχιακό επίπεδο η επικοινωνία με την εφαρμοσμένη έρευνα και η απαιτητική, σε αξιώσεις χειρισμού της γνώσης,

Δομή της Παραγωγής και οι Σημερινές Προκλήσεις της Εκπαίδευσης

Οι Μελλοντικές Αλληλεπιδράσεις [στον Εικοστό Πρώτο Αιώνα]

Η σύγχρονη δομή της παραγωγικής και εργασιακής οργάνωσης

Η «αναλογούσα» δομή της εκπαίδευσης

       

[Οικονομίες Κλίμακας-Επιχειρήσεις με Εργαζόμενους]

                         [Υβριδική Ανώτερη Τάξη]      Ιδιοκτήτες

                                                                                                                            Γνώσεις-  Πληροφορίες- Μέθοδοι

                                                                                                                          

                                                                    

                         

                                             Μεσαία

                                                Διευθυντικά                               Μ.Δ. Σ.

                                                    ( ΜΔΣ)

                                                   Στελέχη

                                           

                                                                 Μ.Δ.Σ.

                                                                                                                                                                                 Απόφοιτοι

                                                                                                                                                                           

      

Σχήμα 2

 

δεξιότητα είναι συνυπάρχουσες ακόμη και σε πλαίσια διεπιστημονικότητας ή τουλάχιστον συλλειτουργίας συναφών πειθαρχιών. Η ενσωμάτωση στην ακαδημαϊκή λειτουργία συστημάτων ακόμη και της εξατομικεύμενης μάθησης και πιστοποίησης (αυτό είναι το περιεχόμενο της διά-βίου μάθησης) γίνεται σταδιακά κοινή και ανασυγκροτεί το πλαίσιο της «κοινωνίας των πιστοποιητικών».[6] Η ανταπόκριση της παιδείας στις εργασιακές αναδιαρθρώσεις είναι επιτακτική και ταυτόχρονα μια πρόκληση, προκειμένου να μην εγκαλούνται τα επίσημα εκπαιδευτικά συστήματα για αφασία απέναντι στα συμβαίνοντα στην αγορά και την κοινωνική οργάνωση.[7]

Ένα από τα κρίσιμα στοιχεία που κάνουν τα πανεπιστήμια αντικείμενα της υπαγωγής από την οικονομία και τις επιχειρηματικές δυνάμεις είναι πως η παραγωγή και η καινοτομική επινόηση που οδηγεί σε κέρδη πηγάζει από την ταχεία εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που βασίζονται στη γνώση και την πληροφορία. Αποτελεί μείζονα προτεραιότητα των δυνάμεων του οικονομικού κόσμου να έχει γρήγορη πρόσβαση στην πρωτότυπη γνώση και τα συστήματα δημιουργίας ή διαχείρισης των πληροφοριών. Οι χύδην ή οι επεξεργασμένες πληροφορίες αποτελούν προνομιακούς χώρους για τη διαμόρφωση νέων αγορών στη βιομηχανία και κυρίως στις υπηρεσίες, οι οποίες είναι πλέον η κύρια πηγή πλουτισμού για τις ηγεμονικές οικονομικές ομάδες, σε παγκόσμια κλίμακα.

            Καθώς οι υπηρεσίες και η παραγωγή του άϋλου πλούτου είναι το κύριο μέλημα των κατόχων του αποθέματος, η ίδια η ανώτατη εκπαίδευση, εκτός της δευτερογενούς σημασίας της για την οικονομία, αποκτά και μια πρωτογενή σημασία για τις επιχειρηματικές δυνάμεις. Μάχονται μετά μανίας να περιορίσουν το δημόσιο έλεγχο (όπου υφίσταται) της ανώτερης εκπαίδευσης, για να τόν αποκτήσουν εκείνοι (τόσο στα παλαιά όσο και στα νέα πανεπιστήμια). Η στρατηγική είτε της επιχειρηματικής εκμετάλλευσης των πτυχίων (σαν είναι τα κλασικά εμπορεύματα) είτε της προνομιακής αξιοποίησης της πανεπιστημιακής έρευνας αποτελεί μείζονα μέριμνα των δυνάμεων της οικονομίας.

            Την  ώρα που διαπιστώνεται ορυμαγδός στον κορυφαίο εκπαιδευτικό και ερευνητικό θεσμό, στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση οι προκλήσεις αφορούν τόσο στη φόρμα όσο και το περιεχόμενο της μάθησης, αλλά και στο είδος της εκπαιδευτικής συνεισφοράς σε αυτά τα επίπεδα της γνωστικής πρόσληψης. Ο δάσκαλος και ο καθηγητής, σε ρόλους εισηγητή, δεν μπορούν πλέον να χαρακτηρίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Ο ανάλογος ρόλος της επιβλητικής αγωγής δεν έχει κανένα νόημα, μετά τα αρχικά βήματα της εκμάθησης της γλώσσας και της αρίθμησης. Μαζί της το σύστημα της (μαζικής) «σχολικής τάξης» δεν είναι δυνατόν να μείνει απαράλλακτο και να προσδιορίζει τις παιδαγωγικές μεθόδους. Τη στιγμή που τα περισσότερα παιδιά στις αναπτυγμένες χώρες έχουν εύκολη και ανεμπόδιστη πρόσβαση σε άπειρες πληροφορίες και γνωστικό υλικό (διαμορφωμένο από τυπικά και άτυπα δίκτυα) τα (υποχρεωτικά) αναλυτικά προγράμματα σπουδών, πέραν ορισμένων αδρών αξιώσεων για τις μελλοντικές πιστοποιήσεις, είναι πάσχοντα και ακατάλληλα για την κοινωνία και την οικονομία της γνώσης. Εφόσον μάλιστα αυτά τα προγράμματα συνεχίσουν να χαρακτηρίζουν τις βαθμίδες της εκπαίδευσης θα αντιμετωπίσουν μια συντριπτική για τη φήμη τους και τους λειτουργούς τους απειλή: θα εκτεθούν ανεπανόρθωτα (τα πιο συντηρητικά, μέχρι του επιπέδου της φρικτής γελοιοποίησης).

            Στην εκπαίδευση της εποχής της γνώσης ο δάσκαλος μετά την φάση μάθησης των πρώτων γραμμάτων, από εισηγητής της επιβεβλημένης γνώσης, μεταβάλλεται σε σύμβουλο για την επιλογή και τη συστηματοποίηση των πληροφοριών που παράγονται από τα τυπικά και τα άτυπα δίκτυα και τους σχετικούς θεσμούς. Ο ρόλος του είναι εδώ απολύτως κρίσιμος, επειδή η αποστασιοποίηση από τα πληροφορικά δίκτυα και τον προσωπικό χειρισμό του διαδικτύου θα ομοιάζει με τον κοινό αναλφαβητισμό στη χειρότερη εκδοχή του. Θα κατασκευάσει δηλαδή την έλλειψη επικοινωνίας, ακριβώς στη φάση που η επικοινωνία με τις πληροφορίες και τα πρόσωπα είναι προϋπόθεση της φυσικής και της επαγγελματικής ύπαρξης. Ο δάσκαλος κατευθύνει, αλλά δεν επιβάλλει. Προτείνει, αλλά δεν περιμένει την αποδοχή της πρότασης του. Μαθαίνει τους μαθητές του, να μαθαίνουν και μαθαίνει ταυτόχρονα ο ίδιος καινούργιες πληροφορίες που βελτιώνουν την εκπαιδευτική του παρουσία και σημασία.

            Η εκπαιδευτική λειτουργία αξιοποιεί με μέτρο και σχετική ελευθερία τόσο την εξατομικευμένη αυτοδιδακτική μέθοδο,[8] κερδίζοντας ώρες από τη συλλογική παθητική διδασκαλία, όσο και τη συλλογική-συμμετοχική διαχείριση των πολιτιστικών και διδακτικών μέσων που παρέχουν αθρόα τα μουσεία, οι εκθέσεις, οι μουσικές εκδηλώσεις, οι παρουσιάσεις βιβλίων, οι θεατρικές παραστάσεις, οι βιβλιοθήκες, ο κινηματογράφος και οι τόσες άλλες δυνατότητες μάθησης, αντίληψης και κατανόησης του κόσμου, τις οποίες ο άνθρωπος καταλαβαίνει μετά το σχολείο και την ενηλικίωση. Με το μολύβι και το χαρτί να έχουν ενσωματωθεί στον προσωπικό υπολογιστή και τα συναφή επικοινωνιακά μέσα, οι προσληφθείσες παραστάσεις θα επανέλθουν δεκάδες φορές στο νου και τη συνείδηση του εκπαιδευόμενου και θα αποτελέσουν το κίνητρο της εκ νέου επίσκεψης, μέσω του διαδικτύου και των πληροφοριακών συστημάτων. Οι εκπαιδευτικές δράσεις θα εμφανίζονται και θα ηχούν, ως ταυτόχρονες αποδράσεις από την καθημερινότητα και τα στενά όρια του σχολείου, της οικογένειας, της κοινότητας, αλλά και μείζον κίνητρο για τη γνωστική πρωτοβουλία και την ενδυνάμωση των προσωπικών κλίσεων ή επιλογών.[9] Η έγκαιρη γνωστοποίηση στους μαθητές των όρων και των προϋποθέσεων για τις μελλοντικές πιστοποιήσεις παρέχει το πλαίσιο των απαιτήσεων για την επιτυχή αποφοίτηση από τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και για την πρόσβαση στα πανεπιστήμια.

Οι εκπαιδευόμενοι γίνονται σταδιακά ενημερωμένοι άνθρωποι και προετοιμάζονται να καταστούν ενεργείς πολίτες, στους οποίους η κοινωνική δημοκρατία του μέλλοντός μας θα εμπιστευτεί τη μοίρα της κοινωνίας και της πολιτείας. Είναι σίγουρο ότι θα επιτύχουν, με κοινωνική συνεργασία η οποία θα αναδεικνύει συνεχώς τις ατομικές αρετές και ικανότητες. Από την ατομική ανάδειξη πρόκειται να αναβαθμίζεται και η συλλογικότητα.

           


[1] UNDO, Human Development Data, Education, Adult Literacy Rate (% ages 15 and older), http://hdr.undp.org/en/data.

[2] Παρά την υπέρβαση εκείνης της θλιβερής κατάστασης οι μαθητές εκείνης της εποχής με ασύμμετρο βέβαια τρόπο έχουν μάθει να αναπαράγουν από το εκπαιδευτικό σύστημα εκείνες τις αρχές. Η κριτική αντιμετώπιση των παλαιών προτύπων και «θέσφατων» είναι προσωπικές υποθέσεις.

[3] Η εκπαίδευση, ως μηχανισμός, προετοίμασε την προσωπική θυσία τους και την καταστροφή κάθε εχθρού ή αντιπάλου. Στο τέλος έμεινε μόνο η καταστροφή και ας προέκειτο για ορισμένα από τα πιο μορφωμένα έθνη του νεωτερικού κόσμου, καθώς η μισαλοδοξία δεν είχε άλλη διέξοδο από τη βία. Η αναπαραγωγή, βέβαια, του επιβεβλημένου προτύπου ήταν ο κύριος στόχος και αυτού του υποδείγματος της εκπαίδευσης.

[4] Βλ., “Homeschooling”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Homeschooling.

[5] Ανάμεσα τους εξεπαιδεύθησαν πολίτες που έγιναν αστυνομικοί, δικαστές, δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί. Σε ποιές αρχές έχουν αφιερώσει την άσκηση του λειτουργήματος τους; Σε εκείνα που έμαθαν επισήμως ή σε αυτά που αποτελούν τις αξίες και τις αξιολογήσεις της δημοκρατικής οργάνωσης της πολιτείας;

[6] [Ευρωπαϊκή Επιτροπή], «Διδασκαλία και Εκμάθηση», Λευκό Βιβλίο, Βρυξέλλες, Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, EL/22/01590700p00 (FR), SK/αν, 1995. 

[7] Μεταξύ των ζητημάτων που απασχολούν, στην παρούσα περίοδο, την κοινωνική θεωρία είναι οι κοινωνικές πραγματικότητες, αφενός της αριθμητικής συρρίκνωσης των διευθυντικών ρόλων και αφετέρου η ουσιαστική ενσωμάτωση των ανώτατων διευθυντικών στελεχών με τους ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων. Η ενδεχόμενη σύσταση μιας νέας υβριδικής κοινωνικής τάξης (Σχήμα 2) είναι ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της μεταβολής. Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η απομείωση του ρόλου των ενδιάμεσων διευθυντικών στελεχών, καθώς εμφανίζονται πλέον ως συντονιστές. Βλ., G. Dumenil, D. Levy, The Crisis of Neoliberalism, Cambridge Mass.-London, Harvard University Press, 2011.

[8] Μεταξύ αυτών είναι η κατ’ οίκον εκπαίδευση, σε συνάρτηση με τη συνεργατική δράση των οικογενειών και των εκπαιδευτών. Βλ., “Homeschooling”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org /wiki/Homeschooling.

[9] Πβ., “Alternative education”, Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Alternative_education∙  “Εducation”Wikipedia, https://en.wikipedia.org/wiki/Education.