Σε βαθιά νερά με τον Κορνήλιο Καστοριάδη

Αναδημοσίευση από ecosmopolis.wordpress.com

 

Παρακολουθώντας τις εξελίξεις σε Ελλάδα και Ευρώπη και βλέποντας την πολιτική και πολιτισμική διολίσθηση και των δύο – και κυρίως των ελληναράδων που κομπάζουν για τον δήθεν δικό τους πολιτισμό έναντι των βάρβαρων γερμανών – νομίζω πως ήλθε η ώρα να μπούμε στον πυρήνα του προβλήματος και να το αντιμετωπίσουμε κατάματα.

Το μεγάλο έλλειμμα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι οι δημοκρατικές δομές του, κάτι που απομακρύνει την ιδέα της ΕΕ από τις βασικές αρχές του Δυτικού πολιτισμού.

Τι είναι όμως η Δημοκρατία; Είναι παράγωγο μιας σχέσης αιτίας – αποτελέσματος; Αν ναι, γιατί  ποτέ και πουθενά δεν λειτούργησε εκτός από την αρχαία Ελλάδα; Μήπως έχει σχέση με τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε φύση, άνθρωπο και κοινωνία και αυτό με την σειρά του επηρεάζει και την οικονομία; Κι αν ναι, με ποιόν τρόπο;

Νομίζω πως ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσω το θέμα είναι να χρησιμοποιήσω κάποια αποσπάσματα από το έργο του Δ.Τ.Βακχήλιου  και να εστιάσω στον προβληματισμό του πάνω στην σκέψη δύο κορυφαίων πρώην μαρξιστών «ελλήνων» διανοούμενων , του Κορνήλιου  Καστοριάδη και του J.P.Vernant , που από την μια αποδομούν τον μαρξισμό ενώ από την άλλη ανοίγουν νέους ορίζοντες στην πολιτική σκέψη  και δράση.

Θα ήταν λοιπόν ευχής έργο να δημιουργηθεί στην χώρα μας ένας πολιτικός φορέας που θα εκφράσει ή υιοθετήσει την πολιτική σκέψη του Καστοριάδη και κατ’επέκταση να επιδιώξει κάτι ανάλογο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

(αποσπάσματα από το πρώτο βιβλίο  «αρχαία γνώση σύγχρονη επιστήμη» της τετραλογίας  ΠΑΝαρχος –  ελευθΕΡΩΣ)

…Η αυτοθεσμιζόμενη κοινωνία –  ο θεσμός της Πόλης και της Δημοκρατίας υπήρξαν γόνοι συγκεκριμένων πολιτισμικών προτύπων

«…υπάρχουν μόνον δύο κοινωνίες από όσο εγώ γνωρίζω, όπου αυτά τα ζητήματα ανακινήθηκαν. Υπάρχουν μόνον δύο κοινωνίες και ιστορικές περίοδοι, όπου δημιουργήθηκε ένα κίνημα , το οποίο αφορούσε δυνάμει περίπου το σύνολο των κοινωνιών, όπου οι άνθρωποι άρχισαν να θέτουν ερωτήματα και να αμφισβητούν. Να αμφισβητούν τις παραδοσιακές παραστάσεις για τον κόσμο, τις ιδέες, το τι αξίζει  και τι όχι, τι είναι δίκαιο, τι δεν είναι , τι είναι αλήθεια, πως πρέπει να θεσμιστεί η κοινωνία, πως πρέπει να ρυθμιστούν οι σχέσεις των ανθρώπων. Αυτές οι δύο κοινωνίες είναι η αρχαία ελληνική και η δυτικοευρωπαϊκή  από το τέλος του Μεσαίωνα και μετά.

Όπως ξέρετε η βασική μου θέση είναι ότι κάθε κοινωνία αυτοθεσμίζεται. Δηλαδή κάθε κοινωνία δημιουργεί τους θεσμούς της δηλαδή τα εργαλεία, την θρησκεία, τις σεξουαλικές σχέσεις, τις εξουσίες και ο τρόπος που επιβάλλονται και νομιμοποιούνται.

Κάθε κοινωνία δημιουργεί τους θεσμούς της, όμως η ιδέα ότι οι θεσμοί είναι δική τους δημιουργία δεν υπάρχει στις περισσότερες κοινωνίες. Αντιθέτως υπάρχει η ιδέα ότι οι θεσμοί ήρθαν από αλλού και γι’αυτόν τον λόγο μένουν άθικτοι…

Σε αυτό το σημείο θα μου επιτρέψετε να κάνω μια νύξη σε ότι ονομάζω φαντασιακές σημασίες, οι οποίες ασφαλώς είναι ο κεντρικός πυρήνας των θεσμών κάθε κοινωνίας. Οι φαντασιακές σημασίες είναι αυτές που προσανατολίζουν τις αξίες και τη δραστηριότητα των ανθρώπων μέσα στην κοινωνία…

…το κοινωνικό φαντασιακό είναι η πηγή των θεσμών που ρυθμίζουν κι οργανώνουν τη ζωή των ανθρώπων κι αυτό δημιουργεί τις φαντασιακές κοινωνικές σημασίες που καθορίζουν τις αξίες μιας κοινωνίας.

Η Πόλις για παράδειγμα είναι αποτέλεσμα ενός πολύ συγκεκριμένου φαντασιακού-αυτό των ελλήνων-ένα κατ’εξοχήν κατά Φύσιν φαντασιακό. Τον τεράστιο ρόλο του θεσμού της Πόλης στην διαμόρφωση κι εξέλιξη του πολιτισμού, αναγνωρίζουν οι περισσότεροι ανθρωπολόγοι, σημαντικά ονόματα όπως ο Καστοριάδης και ο Βερνάντ, γόνοι και οι δύο της μαρξιστικής φιλοσοφίας

«δεν είναι ασφαλώς τυχαίο το γεγονός ότι ο λόγος εμφανίζεται στην αρχαία Ελλάδα ως συνέπεια της τόσο πρωτότυπης αυτής μορφής πολιτικού θεσμού που ονομάζουμε πόλιν. Με την πόλιν και για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπου, η ανθρώπινη ομάδα διαπιστώνει ότι οι κοινές υποθέσεις της δεν μπορούν να διευθετηθούν, όπως δεν μπορούν να ληφθούν αποφάσεις που αφορούν όλους, παρά μέσα από μια δημόσια συζήτηση και αντιπαράθεση, ανοιχτή σε όλους όπου παρουσιάζονται αντικρουόμενες επιχειρηματολογίες…οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού στο πλαίσιο της πόλεως-η δημόσια συζήτηση και η ελεύθερη αντιπαράθεση-έγιναν επίσης κανόνες του πνευματικού παιχνιδιού. Αυτό κατά την αποψή μας σημαίνει ότι για τον ορθολογισμό η έννοια της συζήτησης, της επιχειρηματολογίας και της αντιπαράθεσης αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση.»[1]

ο ορθολογισμός λοιπόν, που είναι απαραίτητο στοιχείο της εξέλιξης και του πολιτισμού, είναι προϊόν της Πόλης. Πολιτισμός άλλωστε υπάρχει μόνον στα πλαίσια του θεσμού της Πόλης της οποίας παράγωγο είναι και η λέξη πολιτισμός. Πόλις όμως δεν σημαίνει αυτό που σήμερα στη νεοελληνική καλούμε-δηλαδή το πολεοδομικό συγκρότημα, αυτό καλείται άστυ-για τους έλληνες Πόλις είναι αυτή η πολύ ιδιαίτερη πολιτική οργάνωση της κοινωνίας, αυτή της αυτοθεσμιζόμενης κοινότητας. Η πολιτική όπως και ο πολιτισμός είναι παράγωγα της Πόλης και δε νοείται η ύπαρξη αυτών εκτός πλαισίου του θεσμού της Πόλης

«δεν υπάρχει ορθολογισμός παρά μόνον αν δεχθούμε ότι όλες οι ερωτήσεις και όλα τα προβλήματα προσφέρονται σε μια δημόσια συζήτηση, ανοιχτή σε αντιπαραθέσεις. Δεν υπάρχει κανένα απόλυτο στο όνομα του οποίου θα μπορούσαμε κάποια στιγμή να βάλουμε τέλος στην συζήτηση»

όπως γίνεται κατανοητό κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό σε κοινωνίες που επηρεάζονται, έστω και έμμεσα ή ασυνείδητα, από το Βιβλικό φαντασιακό και τέτοιες κοινωνίες σε μεγάλο βαθμό είναι και οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες που θεωρούνται και είναι οι πλέον δημοκρατικές και ανοιχτές κοινωνίες στην σύγχρονη ιστορία

«ακόμη κι αν πιστεύουν ότι έχουν εξορκίσει την θρησκεία θεσπίζοντας επισήμως τον αθεϊσμό του κράτους, είναι το κράτος εκείνο που ταυτίζεται με την αποξένωση από την θρησκεία όπως επισημαίνει ο Μαρξ στο έργο του το εβραίκό ζήτημα…καταλαβαίνουμε γιατί ο Μαρξ όρισε το γραφειοκρατικό πνεύμα με τον ακόλουθο τρόπο ΄΄το γραφειοκρατικό πνεύμα είναι ένα πνεύμα ιησουιτικό, θεολογικό. Οι γραφειοκράτες είναι οι ιησουίτες και οι θεολόγοι του κράτους, η γραφειοκρατία είναι η πολιτεία-ιερέας. Ο αυταρχισμός είναι η αρχή της γνώσης της και η ειδωλολατρία του αυταρχισμού το συναισθημά της. Η γραφειοκρατία πρέπει επομένως να συμπεριφέρεται ως ιησουίτης σε σχέση με το κράτος, ανεξάρτητα από το εάν είναι συνειδητά ή ασυνείδητα ιησουίτης’’»

στο κατά Φύσιν φαντασιακό όμως των ελλήνων, δεν υπάρχει καμία αυθεντία, καμία αδιαμφισβήτητη αλήθεια, κανένα ιερατείο είτε θρησκευτικό είτε πολιτικό. Η αμφισβήτηση είναι αναπόσπαστο μέρος της ίδιας τους της λατρείας, γόνου του κατά Φύσιν φαντασιακού και γεννησιουργός αιτία του θεσμού της Πόλης, άρα και της πολιτικής και του πολιτισμού.

Ο Καστοριάδης λέει πως η Τραγωδία είναι η κορυφή της δημοκρατικής πολιτικής σκέψης γιατί το βαθύτερο νόημά της όπως υποστηρίζει είναι η ιδέα πως δεν υπάρχει απόλυτο δίκαιο σε καμία πλευρά. Οι αντιμαχόμενες πλευρές δεν είναι απόλυτα ασυμβίβαστες αλλά υπάρχει τρόπος να συνυφανθούν

«δεν θα μπορούσε να υπάρχει Τραγωδία εκεί που μια έσχατη αρχή δίνει απαντήσεις»[2]

« το χάος το έχουμε και μέσα μας με την μορφή της ύβρεως δηλαδή της άγνοιας ή αδυναμίας αναγνώρισης των ορίων των πράξεών μας…σαν πολιτικός θεσμός η τραγωδία είναι θεσμός αυτοπεριορισμού. Υπενθυμίζει διαρκώς στους πολίτες ότι υπάρχουν όρια άγνωστα εκ των προτέρων στο δρων υποκείμενο, το οποίο ενεργεί υπεύθυνα αναλαμβάνοντας τους κινδύνους των πράξεών του[3]»

αυτή όμως είναι η κοσμοαντίληψη που διέπει ευρύτερα το κατά Φύσιν φαντασιακό των ελλήνων. Ειδικότερα η Τραγωδία είναι συνυφασμένη με την λατρεία του Διονύσου του θεού του χάους και της αταξίας που συνυπάρχει στους Δελφούς με τον Απόλλωνα, τον θεό της τάξης και της αρμονίας .

Αυτό ακριβώς είναι το φαντασιακό που γέννησε τον θεσμό της αυτοθεσμιζόμενης Πόλης-δηλαδή της αληθινά πολιτικής κοινότητας- και κατ’επέκταση την Δημοκρατία. Δηλαδή η Τραγική αντίληψη του Κόσμου η οποία εκφράστηκε και με την  «Δελφική» συνύπαρξη του Απόλλωνος και του Διονύσου, για ποιόν λόγο; Πρώτον γιατί σε αυτό το φαντασιακό οι αντίρροπες δυνάμεις όπως είδαμε δεν είναι ασυμβίβαστες αντιθέτως είναι αυτές που ολοκληρώνουν και συνθέτουν το Παν. Δεύτερον θέτει τον άνθρωπο προ των ευθυνών του, άρα του δίνει την δυνατότητα να επιλέγει και να αποφασίζει για την δράση του. Στην Τραγωδία όλοι οι ήρωες-που αυτοβούλως παίρνουν τις αποφάσεις τους, αναλαμβάνουν τις ευθύνες και δέχονται τις συνέπειες των πράξεών τους-φορούν την μάσκα του Διονύσου, είναι ο ίδιος ο Διόνυσος. Όπως και κάθε άνθρωπος είναι οι διαφορετικές μορφές του διαμελισμένου θεού που παθαίνει και μαθαίνει. Από την άλλη ο Απόλλων είναι αυτός που με τις προτροπές «γνώθι σαυτόν» και «μηδέν άγαν» μας επισημαίνει τα ατομικά-ανθρώπινα όριά μας. Και τρίτον είναι το στοιχείο της αμφισβήτησης κάθε αυθεντίας και κάθε παράδοσης. Ο Απόλλων είναι ο εγγυητής των νόμων και της παράδοσης όμως ο Διόνυσος είναι αυτός που καταλύει κάθε τάξη κι εξισώνει τα πάντα. Η σύνθεση των αντίρροπων δυνάμεων, η αμφισβήτηση και η επίγνωση των ορίων του ανθρώπου, η επιλογή και λήψη αποφάσεων αυτοβούλως, είναι και ο ορισμός της πολιτικής.

Οι μύθοι  λοιπόν παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην διαμόρφωση του πολιτισμού και των θεσμών , το ίδιο ισχυρίζεται και ο Καστοριάδης

«όλοι οι μύθοι έχουν ένα σημασιακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο κατοπτρίζεται η ίδια μας η ζωή και κάθε ανθρώπινη ζωή»[4]

Για τους έλληνες η αρμονία στο Σύμπαν προκύπτει από την σύνθεση των αντίρροπων δυνάμεων μέσα σε ένα διαρκώς εξελισσόμενο γίγνεσθαι, σε μια αέναη σπειροειδή εξέλιξη όπου η αρχή και το τέλος συμπίπτουν, αυτό είναι το φαντασιακό των ελλήνων και όπως επισημαίνει ο Καστοριάδης

«η κοινωνία είναι δημιουργία του ριζικού θεσμίζοντος κοινωνικού φαντασιακού… δεν δημιουργήθηκε μια για πάντα ένας τύπος κοινωνίας στον οποίο και παραμείναμε. Ούτε μπορούμε να εξηγήσουμε την διαφορά των κοινωνιών με μια ιστορική εξέλιξη που θα ήταν πρόοδος. Οι φαντασιακές σημασίες οι οποίες χωρίζουν την Δύση από την αρχαία Ελλάδα ή την αρχαία Ελλάδα από την Αίγυπτο δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους πάνω στην γραμμή της προόδου…

κάτι που σημαίνει πως το φαντασιακό δεν είναι προϊόν μιας εξελικτικής διαδικασίας που ξεκινά από κάπου και κάπου καταλήγει, αντιθέτως το φαντασιακό είναι αυτό που δημιουργεί τις εξελίξεις… τα φαινόμενα τα οποία παρατηρούμε μπροστά μας προσπαθούμε να τα ερμηνεύσουμε μέσα από την σχέση αιτίας-αποτελέσματος. Αυτές οι ερμηνείες είναι ασφαλώς πολύτιμες αλλά είναι πάντα μερικές γιατί δεν μπορούν να ερμηνεύσουν τις περιπτώσεις όπου υπάρχει ανάδυση νέων μορφών… δεν μπορούμε να εξηγήσουμε με τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος την μουσική του Μπαχ ή του Μπετόβεν. Αυτή η μουσική είναι μεγάλη γιατί είναι πρωτότυπη και πρωτότυπη σημαίνει ότι δεν μπορούμε να την εξηγήσουμε…

Οι φαντασιακές σημασίες σύμφωνα με τον Καστοριάδη παίζουν τον πρωταρχικό ρόλο στην γέννηση και διαμόρφωση των κοινωνιών, των θεσμών, του τρόπου ζωής, των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων αλλά και ανθρώπου-κοινωνίας-Φύσης.

Έτσι λοιπόν οι έλληνες μη αναγνωρίζοντας μια απόλυτη εξωκοσμική εξουσία-αυθεντία που κατευθύνει τα πάντα αλλά αναγνωρίζοντας το Σύμπαν ως μια  πολυαρχική ενότητα αντίρροπων δυνάμεων, δημιούργησαν-μέσα από διαφορετικά εξελικτικά στάδια-πολιτισμό με την πραγματική σημασία του όρου.

Οι έλληνες θεωρούσαν Πολιτισμό την οργάνωση των ανθρώπων σε Πόλεις. Όμως Πόλις για τους έλληνες εκτός από ιερή μικρογραφία του Κόσμου, είναι και μια αυτόνομη-αυτοθεσμιζόμενη κοινότητα που αποτελείται από Πολίτες ικανούς να κυβερνούν και να κυβερνώνται. Ανεξαρτήτως πολιτεύματος δεν νοείται Πόλη δίχως βουληφόρο Αγορά, δίχως βουλευτήριο, Πρυτανείο και Θέατρο. Το Θέατρο όμως και η Τραγωδία όπως δείξαμε είναι η κορυφή της πολιτικής σκέψης. Έτσι λοιπόν ακόμη και οι ολιγαρχικές-μη δημοκρατικές Πόλεις, είναι καθ’όλα πολιτικές κοινωνίες και θα μπορούσαμε να πούμε εν δυνάμει δημοκρατικές.

Όμως αυτό το δημιούργημα του φαντασιακού των ελλήνων-την Πόλη- δεν πρέπει να το δούμε αποσπασματικά και ξέχωρα από την σχέση ανθρώπου-κοινωνίας-Φύσης. Μόνον μέσα από αυτή την σχέση μπορούμε να καταλάβουμε αυτό το φαντασιακό στο σύνολό του κι επί της ουσίας του.

Η Φύση για τους έλληνες είναι ιερή, είναι θεός κι όχι κτίσμα του θεού. Η Φύση είναι δημιουργός, δημιουργεί ζωή και πλήθος μορφών ύπαρξης μέσα σε ένα αυτοδημιούργητο συνεχώς εξελισσόμενο Σύμπαν όπου ενυπάρχουν πλήθος διαφορετικών δυνάμεων που αλληλεξαρτώνται κι αλληλεπηρεάζονται πάντα στα πλαίσια των νόμων που διέπουν την Φύση. Οι άνθρωποι είναι παιδιά της Φύσης όπως και τα ζώα και τα φυτά, είναι όλα φτιαγμένα από αστρική ύλη.

Μέσα από το πρίσμα αυτής της Κοσμοαντίληψης, του πολύμορφου και πολυδύναμου Σύμπαντος, ξεπρόβαλε ως φυσική συνέπεια η αυτοθεσμιζόμενη Πόλη, οι τέχνες, οι επιστήμες, η φιλοσοφία όλα σε αρμονία με την Φύση κι εμπνευσμένα από αυτήν.

Όμως αυτά τα επιτεύγματα του ελληνικού πολιτισμού όπως τόνισε ο Καστοριάδης δεν ήταν αποτέλεσμα μιας γραμμικής εξελικτικής διαδικασίας, μιας ιστορικής προόδου όπως θα έλεγαν οι μαρξιστές.

Είναι εύκολο σε όλους να κατανοήσουν για ποιους λόγους αυτά τα επιτεύγματα δεν θα μπορούσαν να εμφανιστούν όπως και δεν εμφανίστηκαν, στις θεοκρατικές χριστιανικές κοινωνίες είτε της Δύσης είτε της Ανατολής.

«ο εβραιοχριστιανικός Θεός δημιούργησε τον Κόσμο εκ του μηδενός…είναι άπειρος παντοδύναμος και πάνσοφος κάτι που η αρχαία ελληνική φιλοσοφία δεν ενστερνίζονταν»

ακόμη και στον πλέον των δογματικών κι αντιδημοκρατικών ελλήνων, τον Πλάτωνα, αυτό το φαντασιακό δεν εγκαταλείπεται

«ο Πλάτων στον Τίμαιο μιλά για τον δημιουργό που κατασκευάζει τον κόσμο, όμως λειτουργεί έλλογα και χρησιμοποιεί μαθηματικά, ο δημιουργός δεν είναι ούτε παντογνώστης ούτε παντοδύναμος διότι συναντά δύο περιορισμούς μπροστά του οι οποίοι δεν του επιτρέπουν να κάνει τον απολύτως τέλειο κόσμο…ο ένας είναι ο χώρος και η ύλη (που είναι αυθύπαρκτα)…και οι Ιδέες (και αυτές αυθύπαρκτες) βάσει των οποίων δημιουργεί»

Στο φαντασιακό των σύγχρονων τεχνο-υλιστικών κοινωνιών κυριάρχησαν δύο τάσεις, ο καπιταλισμός και ο μαρξισμός. Όμως ούτε και σε αυτές τις κοινωνίες θα μπορούσαν να εμφανιστούν επιτεύγματα παρόμοια με αυτά των ελλήνων γιατί στην πραγματικότητα και οι δύο αυτές τάσεις διέπονται και από το Βιβλικό φαντασιακό.

Στην θέση του Θεού βρίσκεται πλέον ο άνθρωπος, ο οποίος θεωρείται μοναδικός και ξεχωριστός ως οντότητα μέσα στο Σύμπαν. Ο άνθρωπος δεν θεωρεί τον εαυτό του μέρος της Φύσης αντιθέτως θεωρεί την Φύση εχθρική, νεκρή ύλη την οποία πρέπει να εξουσιάσει κι εκμεταλλευτεί προς όφελός του.

Η αυθεντία πλέον είναι ο άνθρωπος και  μόνη αρχή η απεριόριστη επέκταση και παραγωγή αγαθών οπότε ακυρώνεται εξ αρχής κάθε πιθανή προσπάθεια για αυτοθέσμιση. Τα οικονομικά συμφέροντα-είτε των ιδιωτικών κεφαλαίων είτε των κρατικομονοπωλιακών- δεν μπορούν να ανεχθούν κάτι τέτοιο αλλά ούτε και τον σεβασμό προς την Φύση. Και οι δύο αυτοί παράγοντες είναι εκ φύσεως ανασταλτικοί για την απεριόριστη δυνατότητα επέκτασης και παραγωγής.

«και ο ίδιος ο Μαρξ συμμετέχει ήδη πλήρως στο καπιταλιστικό φαντασιακό. Και για τον Μαρξ, όπως και για τον καπιταλισμό, τα πάντα εξαρτώνται από την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων. Και νομίζει ο Μαρξ ότι όταν η παραγωγή θα έχει φτάσει σε ένα επίπεδο αρκετά υψηλό, θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για αληθινά ελεύθερη κοινωνία, αληθινή ισότητα των  ανθρώπων κλπ. Ειρήσθω εν παρόδω, αν αυτά τα έλεγε ο Μαρξ το 1850 με τις τεχνικές δυνάμεις της εποχής του τότε με τις σημερινές τεχνικές δυνάμεις θα έπρεπε φυσικά να είχαμε περάσει στο ανώτερο στάδιο του κομμουνισμού κι όχι να βρισκόμαστε στην σημερινή χαώδη καπιταλιστική κοινωνία…για τον ίδιο τον Μαρξ η καπιταλιστική τεχνική και τα προϊόντα της αποτελούν αναπόφευκτο τμήμα της ανθρώπινης ανάπτυξης…οι κριτικές του αφορούν αποκλειστικά στη χρησιμοποίηση, στη χρήση αυτής της τεχνικής και αυτής της οργάνωσης του καπιταλισμού διότι με τον καπιταλισμό το κεφάλαιο αποβλέπει μόνο να αυξάνονται τα κέρδη του αντί να ωφελείται από την παραγωγή ολόκληρη η ανθρωπότητα.

Ο Μαρξ δεν βλέπει ότι υπάρχει μία ενδογενής κι εγγενής κριτική που πρέπει να ασκηθεί πάνω στην ίδια την τεχνική και την οργάνωση της παραγωγής μέσα στον καπιταλισμό. Αυτή η αμνησία του Μαρξ είναι περίεργη και δείχνει σε ποιόν βαθμό είναι υποχείριος του καπιταλιστικού φαντασιακού διότι την ίδια εποχή βρίσκει κανείς μια κριτική σκέψη πάνω στην καπιταλιστική εξέλιξη της τεχνικής, της οικονομίας και της κοινωνίας σε πολλούς συγγραφείς…θα αναφέρω ένα μέρος από τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ που μιλάει για τους υπονόμους των Παρισίων…ο Ουγκώ λέει ότι το 1832 το Παρίσι ρίχνει στην θάλασσα κάθε χρόνο μέσα από τους υπονόμους το ισοδύναμο πεντακοσίων εκατομμυρίων χρυσών φράγκων. Αυτό θα αντιστοιχούσε με την ισοτιμία του χρυσού σήμερα σε δέκα εκατομμύρια δολλάρια τον χρόνο. Και αντιπαραθέτει τους υπονόμους των Παρισίων με την συμπεριφορά των Κινέζων χωρικών οι οποίοι λιπαίνουν τη γη, με τα ίδια τους τα περιττώματα και γι’αυτό η γη της Κίνας είναι τόσο γόνιμη. Με άλλα λόγια ο Ουγκώ ξέρει αυτό το οποίο ο Μαρξ δεν ξέρει, ότι οι παραδοσιακές οικονομίες ήταν οικονομίες ανακύκλωσης ενώ η καπιταλιστική οικονομία είναι οικονομία σπατάλης.»

Βεβαίως αυτές οι παραδοσιακές οικονομίες που επικαλείται ο Καστοριάδης είναι γόνοι επίσης ενός κατά φύσιν φαντασιακού που αφενός αναγνωρίζει την ιερότητα της Φύσης και αφετέρου δέχεται τον άνθρωπο ως μέρος αυτής.

«η οικολογία είναι πράγματι ανατρεπτική ή επαναστατική διότι θέτει υπό αμφισβήτηση το καπιταλιστικό φαντασιακό. Είναι επαναστατική διότι καταστρέφει το κεντρικό στοιχείο αυτού του φαντασιακού δηλαδή την ιδέα ότι προορισμός μας είναι να αυξάνουμε συνεχώς την παραγωγή…αυτή η λογική σπαταλά το περιβάλλον κι έχει μεταβάλει τα ανθρώπινα όντα σε παραγωγικά και καταναλωτικά ζώα»

Ο Μαρξ πίστευε πως ο καπιταλισμός και η βιομηχανική επανάσταση ήταν μια σημαντική πρόοδος στην εξέλιξη της Ιστορίας αφού θα αποκάλυπτε κατ’αυτόν, στην ανθρωπότητα την πραγματική της φύση, την οικονομική και αυτό αποτελούσε την μια και μοναδική αδιαμφισβήτητη «αλήθεια» της Ζωής που δεν είναι άλλη από την παραγωγή και την οικονομία. Στην ουσία καπιταλισμός και μαρξισμός μετέτρεψαν την ουσία της ανθρώπινης φύσης από πολιτική-όπως την είχαν αναδείξει οι έλληνες-σε οικονομίστικη και από πολιτικό ζώο, τον υποβιβάζουν και τον περιορίζουν σε παραγωγικό και καταναλωτικό ζώο.

Οι έλληνες όμως αντιλήφθηκαν τον άνθρωπο και την κοινωνία στην ολότητά τους, δεν δημιούργησαν θεωρίες της οικονομίας όπως ο καπιταλισμός και ο μαρξισμός, τι έκαναν;

«έκανε (ο Αριστοτέλης) πολύ περισσότερα, διεξάγει μια πολιτική έρευνα, αναρωτιέται πάνω στα θεμέλια της πόλεως και της πολιτείας-της θεσμισμένης κοινότητας και της σύστασης/θέσμισής της που μόνον μέσα σε αυτήν μπορεί να εμφανιστεί και να είναι μια οικονομία»[5]

όπως αντιλαμβανόμαστε ο καπιταλισμός δεν συνιστά μια ιστορική αναγκαιότητα για την ανακάλυψη του οικονομικού χαρακτήρα της ανθρώπινης υπόστασης. Ο άνθρωπος ως οικονομικό ον υπήρχε και στους έλληνες μέσα όμως από ένα πρίσμα ολιστικό που αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως μια πολυσύνθετη οντότητα μέρος μιας αρμονικής ενότητας, ατόμου-κοινωνίας-Φύσης. Για τους έλληνες, οικονομία υπάρχει στα πλαίσια της πολιτικής κοινότητας-της Πόλης-και την εξετάζουν πάντα μέσα από αυτό το πρίσμα.

Εξάλλου ακόμη και αυτή η θεωρία του Μαρξ βασίστηκε κι αναπτύχθηκε πάνω στην σκέψη του Αριστοτέλους όπως αποδεικνύει ο Καστοριάδης

«όταν είκοσι δύο αιώνες αργότερα ο Μαρξ με την σειρά του θα αποδεχθεί και θα συζητήσει το ερώτημα, τι είναι μια δίκαιη ή επιεικής διανομή; Και θα αποπειραθεί να του δώσει απάντηση θα το κάνει μέσα στον ορίζοντα που χάραξε ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια και μέσω αυτών των κατηγοριών που έθεσε αυτός, η απαντησή του δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια παράφραση ορισμένων χωρίων του πέμπτου βιβλίου. Θα ήταν αρκετό να καλέσουμε τον αναγνώστη να ξαναδιαβάσει το μέρος 1,3 της Κριτικής του Προγράμματος της Γκότα (PL,1, 1416-1421). Αλλά το προπέτασμα καπνού που έχουν απλώσει οι «μαρξιστές» και ιδιαίτερα οι τροτσκιστές γύρω από τις ιδέες τις οποίες υποστηρίζει ο Μαρξ στο κείμενο αυτό είναι τόσο πυκνό, ώστε δεν είναι περιττό ένα σύντομο σχόλιο.

Ο Μαρξ λέει στην ουσία στο κείμενο αυτό ότι η κομμουνιστική κοινωνία. Στην πρώτη της φάση θα βασίσει την διανομή στην αριθμητική ισότητα που εξακολουθεί να είναι άδικη και ότι θα μπορέσει στην ανώτερη φάση της να εγκαθιδρύσει μια δίκαιη διανομή σε συμφωνία με την γεωμετρική αναλογικότητα, σύμφωνα με την αρχή από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανοτητές του στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του…στην πραγματικότητα αυτό που ο Αριστοτέλης έχει θέσει ως θεμελιώδες δεδομένο του ζητήματος της ανταλλαγής που συστήνει την κοινωνία, ότι δηλαδή τα άτομα είναι «απολύτως διαφορετικά και όχι ίσα». Ο Μαρξ δεν θα σταματήσει να το επαναλαμβάνει …αυτό που έθεσαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης και είτε πρόκειται για ανταλλαγή είτε για την διανεμητική δικαιοσύνη ο Αριστοτέλης και ο Πλάτων θέτουν ως αναμφισβήτητο και μη επιδεχόμενο συζήτηση αίτημα ότι χρειάζεται εξίσωση και η αληθινή εξίσωση πρέπει να είναι γεωμετρική δηλαδή αναλογική»

Η κοινότητα-Πόλη για τον έλληνα είναι ένας μικρόκοσμος, είναι προϊόν της Φύσης. Μόνον η πολιτική κοινότητα-η αυτοθεσμιζόμενη κοινότητα-δηλαδή η Πόλις, είναι σε αρμονία με την Φύση, μόνον στα πλαίσια αυτής της μορφής κοινωνικής οργάνωσης μπορεί κάποτε να υπάρξει η κατά το δυνατόν δίκαιη κοινωνία.

Σύμφωνα λοιπόν με τον Αριστοτέλη (ηθικά Νικ.), η αρετή είναι αδιαχώριστη από την ευδαιμονία και το δίκαιο, είναι αυτή που διαφυλάσσει την ευδαιμονία και την συνοχή των μερών της κοινότητας (Πολιτικά). Η δικαιοσύνη είναι ο δημιουργός της αρετής και είναι οι νομικές διατάξεις που αφορούν την Παιδεία την προσανατολισμένη στην κοινότητα. Είναι λοιπόν η Παιδεία που διαμορφώνει Πολίτες για την διαχείριση των δημοσίων υποθέσεων και οι οποίοι θα είναι ικανοί να δημιουργήσουν μια δίκαιη κοινωνία. Αυτό επισημαίνει και ο Καστοριάδης αναφερόμενος στον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης των ελλήνων

«η ολική δικαιοσύνη είναι σύσταση/θέσμιση  της κοινότητας και σύμφωνα με το τέλος της θέσμισης αυτής, το σπουδαιότερο μέρος της είναι αυτό που αφορά την παιδεία, την διάπλαση-μόρφωση του ατόμου για να ζήσει μέσα στην κοινότητα, τον εκκοινωνισμό του ανθρωπίνου όντος…το ερώτημα ποιες είναι οι ικανότητες και οι ανάγκες που η κοινωνία οφείλει να δημιουργήσει με αφετηρία τι πράγμα και μέσω τίνος πράγματος και προς τις οποίες οφείλει να εκγυμνάσει τα άτομα, είναι ανεξάλειπτο. Κατέχει κεντρική θέση στους φιλοσόφους του είδους και της φύσεως Πλάτωνα και Αριστοτέλη. Η Πολιτεία, οι Νόμοι και τα Πολιτικά δεν σταματούν να μιλούν γι’αυτά, παραδόξως τα εξαλείφει ο φιλόσοφος της ιστορίας, ο Μαρξ.»

όμως η σχέση μεταξύ δικαίου-αρετής-παιδείας-θέσμισης της κοινωνίας, δηλαδή η Πόλις-ο τρόπος κοινωνικής οργάνωσης των ελλήνων-βρίσκεται πάντα σε άμεση επαφή με την Φύση, είναι προϊόν της Φύσης

«ο Αριστοτέλης υποστηρίζει πως τα μη φυσικά αλλά ανθρώπινα δίκαια δεν είναι παντού τα ίδια αφού δεν είναι παντού τα ίδια τα πολιτικά καθεστώτα, εντούτοις μια μόνον Πολιτεία είναι η απολύτως καλύτερη σύμφωνα με την Φύση»

Για ακόμη μια φορά φαίνεται πόσο τεράστια σημασία έχει το «φαντασιακό» που εμπνέει άτομο και κοινωνία αφού από αυτό εξαρτάται το πώς θα εξελιχθούν και αφορά κάθε πτυχή του ανθρώπου, από τον ψυχικό του κόσμο μέχρι την πολιτική και την οικονομία.

Η γραμμική αντίληψη για την εξέλιξη της Ιστορίας, η ανθρωποκεντρική αντίληψη περί Κόσμου που βλέπει την Φύση ως μηχανή και κτήμα, ο δυϊσμός που χωρίζει τον Κόσμο σε καλό και κακό, σε ύλη και πνεύμα, σε Φύση και άνθρωπο, η «πίστη» σε μια αδιαμφισβήτητη-απόλυτη αλήθεια, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά του Βιβλικού φαντασιακού, είδαμε πως  επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό και τις σύγχρονες οικονομικές θεωρίες.[6]

Αντιθέτως το ελληνικό-κατά Φύσιν φαντασιακό έχει μια ολιστική αντίληψη για τα πράγματα και βλέπει την άρρηκτη σχέση ανθρώπου-κοινότητας-Φύσης και ακριβώς αυτή η σχέση είναι που δημιουργεί την κατ’εξοχήν πολιτική σκέψη

«ο Μαρξ σχολιάζει τον Αριστοτέλη σάμπως ο Αριστοτέλης να είχε την πρόθεση να λύσει το ποσοτικό ζήτημα της ανταλλακτικής αξίας. Το ζήτημα όμως που θέτει στον εαυτό του ο Αριστοτέλης είναι πολύ πιο βαθύ και πηγαίνει πολύ πιο μακριά-και είναι ένα ζήτημα που ο Μαρξ πιστεύει κατά στιγμές ότι μπορεί να το εξαλείψει αναφερόμενος στους νόμους της ιστορίας πράγμα που προφανώς φενακίζει τον εαυτό του. Το ζήτημα του Αριστοτέλους είναι το πολιτικό ζήτημα, το αίνιγμα του θεμελίου της πολιτικής κοινότητας, της κοινωνίας ή της πόλης ως δημιουργίας κοινωνικών ατόμων (παιδείας), ως δικαιοσύνης, ως ανταλλαγής, ως αλληλένδετης ενότητας των τριών, θεμέλιο όπου το ζήτημα του εκ των πραγμάτων και το ζήτημα του δικαιωματικά δεν αφήνονται να χωριστούν τόσο εύκολα, ούτε στην αρχήν ούτε στο τέλος, όπου φύσις και νόμος, φύση/αυθόρμητη τελικότητα/νόρμα/ζωή που ρυθμίζει τον εαυτό της σύμφωνα με τον αιώνιο προορισμό της, από το ένα μέρος, δεν μπορούν ούτε να ταυτιστούν απλώς, ούτε να χωριστούν απόλυτα και να αντιπαρατεθούν η μεν την δε. Η φύσις του ανθρώπου τον κάνει να θέτει νόμους εντός και δια της φύσεώς του είναι ζώον πολιτικόν»

αυτή όμως η κατ’εξοχήν ελληνική αντίληψη για την Φύση και τον άνθρωπο που ο Αριστοτέλης εκφράζει με την ρήση «η Φύση δεν κάνει τίποτε χωρίς λόγο», δεν έπαψε στην πραγματικότητα να επηρεάζει την σκέψη του Μαρξ.

Η μαρξιστική σκέψη ως παράγωγο και μικρογραφία της Δυτικής σκέψης, είναι επηρεασμένος ταυτόχρονα και από το Βιβλικό και από το ελληνικό φαντασιακό.

Στον πυρήνα της μαρξιστικής σκέψης υπάρχει μια βαθιά διχοτόμηση, όμως είναι φανερό πως στην προοπτική ως θεωρία έτεινε προς την ελληνική σκέψη αλλά και άρχιζε από αυτήν, όχι μόνον επειδή βασίζεται πάνω στην σκέψη του Ηράκλειτου και του Αριστοτέλη αλλά κυρίως γιατί ακόμη και αυτή η γραμμική αντίληψη για την εξέλιξη, η Ιστορία της Φύσης, στο τέλος και κυρίως χάριν του Ένγκελς, παύει να βλέπει την Φύση ως μηχανή. Ο Ένγκελς στην «διαλεκτική της Φύσης» θα παραδεχθεί πως η κατανόηση της Φύσης σημαίνει την κατανοησή της ως ικανής να παράγει τον άνθρωπο και τις κοινωνίες του και κατέληξε στο συμπέρασμα πως η μηχανιστική θεώρηση του Κόσμου έχει πεθάνει. Αυτή η διαπίστωση έχει σοβαρές επιπτώσεις στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον Κόσμο και ακριβώς η κοσμοαντίληψη είναι αυτή που καθορίζει την οικονομία, την πολιτική, κάθε έκφανση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Ο Καστοριάδης  μιλώντας για την «μελετημένη εφαρμογή της επιστήμης στην βιομηχανία»-όπως έλεγε ο Μαρξ-πολύ σωστά επισημαίνει πως και στην αρχαία Ελλάδα υπήρχαν ταξικές διαφορές, υπήρχαν και πλούσιοι όμως σε αντίθεση με την σύγχρονη πραγματικότητα, η επιστήμη δεν ήταν υπάλληλος των οικονομικών συμφερόντων είτε κρατικών, είτε ιδιωτικών κεφαλαίων. Ο σύγχρονος κόσμος καθορίζεται όσο κανείς άλλος από την τεχνολογία του που είναι μια ουσιώδης έκφραση αυτού του κόσμου. Το να λέμε όμως πως η κοινωνική ανάπτυξη εξαρτάται από την τεχνική ανάπτυξη στην πραγματικότητα αυτοαναιρείται η υλιστική σύλληψη της ιστορίας, διότι είναι σα να λέμε ότι η ανάπτυξη του κόσμου εξαρτάται από τις ιδέες-στην συγκεκριμένη περίπτωση τις επιστημονικοτεχνικές ιδέες-και αυτό γιατί και η τεχνική εξαρτάται από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον Κόσμο. Συνεπώς είναι σα να λέμε πως οι Ιδέες κάνουν να προχωρεί η Ιστορία.

«αυτή η τεχνολογία δεν γεννιέται από μόνη της ούτε από μια αυτόματη πρόοδο του ειδέναι αλλά από ένα πελώριο αναπροσανατολισμό της σύληψης του ειδέναι, της φύσης, του ανθρώπου και των μεταξύ τους σχέσεων η οποία συντελείται στην Δυτική Ευρώπη περί τα τέλη του Μεσαίωνα και της οποίας ο Καρτέσιος έμελλε να διατυπώσει επιγραμματικά το προγραμματικό φάντασμα-να γίνουμε αφέντες και κάτοχοι της φύσης-…»

βλέπουμε λοιπόν πως η σημαντικότερη αν όχι η μοναδική αρχή που παράγει πολιτισμό, οικονομία, θεσμούς, είναι η Κοσμοαντίληψη. Έτσι και η τεχνική-ο τρόπος που αναπτύσεται και παράγει αγαθά-εξαρτάται από την κοσμοαντί-ληψη από την οποία διέπονται τα φυσικά πρόσωπα που την χρησιμοποιούν. Με αυτόν τον τον τρόπο εξηγείται και η αδυναμία του Μαρξ ν’αντιληφθεί τα μέσα παραγωγής στα πλαίσια μιας ολιστικής οικονομίας της ανακύκλωσης.

…και όπως επισημαίνει ο Καστοριάδης στον πυρήνα της δυτικής σκέψης υπάρχει μια αντινομία. Από την μια υπάρχει το Βιβλικό φαντασιακό που εκδηλώθηκε με το Καρτεσιανό δόγμα και υπάρχει  το ελληνικό φαντασιακό που εκδηλώθηκε με την Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό – ο ελληνοδυτικός πολιτισμός όπως ο ίδιος τον χαρακτήρισε.

…η Δυτική Ευρώπη μπόρεσε να μεγαλουργήσει επί σχεδόν δέκα αιώνες. Τούτο συνέβη διότι μπόρεσε ακριβώς να συγκροτήσει μέσα από τις δύο Αναγεννήσεις- την μελέτη της κλασικής εποχής και το κίνημα του Διαφωτισμού με τις μετέπειτα εξελίξεις-μια σχέση δημιουργικού διαλόγου με τα αρχαία ελληνικά κείμενα»

 


[1] . J.P.Vernant «ανάμεσα στον μύθο και την πολιτική» εκδ. σμίλη

[2] «ανθρωπολογία-πολιτική-φιλοσοφία» εκδ. Ύψιλον

[3] «η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για εμάς σήμερα» εκδ. Ύψιλον

[4] το ίδιο

[5] .τα σταυροδρόμια του λαβυρίνθου» εκδ. ‘Υψιλον

[6] . περισσότερα βλ. στο τέταρτο βιβλίo