Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει θεσμικά τον εμπλουτισμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με τη συμμετοχική δημοκρατία, αλλά είναι φανερό ότι βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή καθώς υπάρχουν κάθε είδους αντιστάσεις από τις διευθύνουσες ελίτ και τα λόμπυ συμφερόντων.
Το σύστημα απέχει ακόμη πολύ από την αναγνώριση της λήψης σημαντικών πολιτικών και οικονομικών αποφάσεων από σύγχρονες «εκκλησίες του Δήμου» σε επίπεδο Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπου θα μπορούσαν να δοκιμαστούν αποδοτικά μορφές συμμετοχικής δημοκρατίας.
Τα κύρια ρεύματα πολιτικής σκέψης, η σοσιαλδημοκρατική και η φιλελεύθερη, δεν θα μπορούσαν να μείνουν ανεπηρέαστες από τις εξελίξεις.
Η διαλεκτική σύνθεση ανάμεσα στο δημοκρατικό σοσιαλισμό και τον κλασικό φιλελευθερισμό, η οποία προϋποθέτει την επαναβεβαίωση των αφετηριακών παραδοχών και των ηθικών – αξιακών πλαισίων τους, είναι κάτι που συζητείται πλέον σε ευρεία κλίμακα.
Σε πρακτικό επίπεδο, οι αρχιτέκτονες της Ε.Ε. άρχισαν να κατανοούν ότι μπορούσαν να βρουν ένα σύμμαχο μεταξύ των πολιτισμικών ομαδοποιήσεων και γι’ αυτό άνοιξαν απευθείας διαύλους πολιτικής επικοινωνίας με τις τοπικές υποκουλτούρες, αποκτώντας έτσι ένα μέσο για να αμβλύνουν την επιρροή των εθνών-κρατών.
Όσον αφορά στην εμπιστοσύνη, και πάλι οι ηγέτες της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης παραδέχονται ότι εμπιστεύονται περισσότερο τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών παρά τις επιχειρήσεις ή την κυβέρνηση. Στην πραγματικότητα, όμως, η Ε.Ε. δεν υποδέχεται πάντα με ανοιχτές αγκάλες τη συμμετοχή των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών. Μονάχα η συνεχής δημόσια πίεση, συνδυασμένη με την υποστήριξη των πολιτικών τους στόχων από το λαό, ανάγκασε τις κυβερνήσεις να τις αναγνωρίσουν και εξασφάλισε μια θέση γι’ αυτές στην επίσημη συζήτηση για τη δημόσια πολιτική.
Πολλοί τώρα μιλούν για συμμετοχική δημοκρατία από επίγνωση των εξελίξεων ή από φόβο ανεξέλεγκτων καταστάσεων για την επιβίωση του συστήματος. Φυσικά, είναι νωρίς ακόμη για μια ρητή αποκρυστάλλωση αυτού του προτάγματος, ωστόσο υπάρχει μια νέα επικοινωνιακή πλημμυρίδα, μιας άλλης κοινωνικής παγκοσμιοποίησης, που εμφανίζεται μέσα από την κατακερματισμένη κοινωνία της ηγεμονίας της αγοράς και απαιτεί την αναδιάρθρωση των θεσμών υπέρ της πολιτικής παγκοσμιοποίησης.
Η συνειδητοποίηση, λοιπόν, της νέας δυναμικής των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών είναι κοινή συνισταμένη ανάδυσης της νέας καθολικότητας και ελπίδας του κόσμου για βελτίωση των συνθηκών ζωής. Κι αυτό συντελείται στην υλική βάση της κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας, τη θεσμική βάση της εκρηκτικής πολλαπλασιαστικότητας των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και το πολιτικό φαντασιακό, που αναπτύσσεται μέσα από αυτά τα δεδομένα. Μια θεωρία η οποία θα συνθέτει την υλική βάση των εξελίξεων στην κοινωνική οικονομία και τις νέες τεχνολογίες με το μετασχηματισμό της δημοκρατίας, σε θεσμικό αλλά και στο συλλογικό φαντασιακό, είναι ζητούμενο.
Τα εμπόδια, όμως, για την ανάπτυξη της συμμετοχικής δημοκρατίας δεν προέρχονται μόνο από τις κυβερνήσεις και τα πολιτικά κόμματα, προέρχονται και από τον τρόπο που λειτουργούν οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Πολλές από αυτές, και ιδιαίτερα οι μεγάλες μονοθεματικές Μ.Κ.Ο., δεν λειτουργούν οι ίδιες με δημοκρατικό τρόπο, αλλά ως ελίτ και ολιγαρχίες.
Έχοντας κατακτήσει ένα προνομιακό πεδίο δράσης, π.χ. στην οικολογία και τη φιλανθρωπία, αρνούνται τη συμμετοχικότητα και τη συνεργασία με άλλες κινήσεις πολιτών για το ίδιο θέμα, αλλά και την κοινή έκφραση σε θεσμικό επίπεδο. Προτιμούν τις κατ’ ιδίαν επαφές με το κράτος και τις μεγάλες επιχειρήσεις, με αντίτιμο την αποδοχή των μεγάλων χορηγιών. Αυτές οι σχέσεις είναι που εμποδίζουν στην πράξη την ανάπτυξη της συμμετοχικής δημοκρατίας στο χώρο των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και η λύση πάντοτε παραμένει η δικτύωση και κοινοπραξία των μικρομεσαίων Μ.Κ.Ο., που αναπτύσσονται τελευταία με εντυπωσιακό τρόπο.
Προτάσσοντας τη συμμετοχική δημοκρατία, έχει ν’ αντιμετωπίσει τις «τρεις αδερφές» του αυταρχισμού της εξουσίας και της διαφθοράς. Την κομματοκρατία, την μιντιοκρατία και την οικονομική ολιγαρχία.
Άλλο λαϊκή συμμετοχή και άλλο η συμμετοχική δημοκρατία. Στην πρώτη περίπτωση είναι λαϊκίστικη, επιδιώκεται η κοινωνική συναίνεση δια βοής. Στη δεύτερη περίπτωση, η οποία και διεκδικείται, χρειάζονται θεσμοί διαλόγου και συναποφάσεων. Χρειάζονται νέα βήματα διαλόγου και εγγυήσεις στον πολίτη ότι η φωνή του θα ακουστεί.
Είναι γνωστό, πως η οικονομική ολιγαρχία αγοράζει πολιτικό και πολιτισμικό κεφάλαιο, μέσω της μιντιοκρατίας και ιδίως μέσω της τηλεόρασης, χειραγωγώντας την κοινή γνώμη. Είναι γνωστό, επίσης, πως το πολιτικό χρήμα συντηρεί την κομματική γραφειοκρατία και το ολιγοπώλιο του πολιτικού λόγου μακριά από την διαβούλευση με τον πολίτη μέσα από ένα φαύλο κύκλο αλληλεξάρτησης διαφημιστικών πακέτων, μιντιοκρατίας και πολιτικής εξουσίας. Αυτός, ο φαύλος κύκλος μπορεί να σπάσει, βέβαια, ως ένα βαθμό μόνον με τη συμμετοχική δημοκρατία. Όταν υπάρχει βήμα πολιτικού διαλόγου για τους πολίτες. Όταν υπάρχουν και μη κερδοσκοπικοί φορείς στα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Είμαστε στην αρχή μιας νέας εποχής της διεκδίκησης της κοινωνίας των πολιτών, μια νέα ελπίδα γεννιέται αλλά τίποτε δεν έχουμε κερδίσει οριστικά κι ας μην υπάρχουν συγχύσεις. Γι’ αυτό πρέπει να ανοίξουν θεσμικά οι πύλες του διαλόγου στον πολίτη και πρώτα από όλα σε ζητήματα πολιτικής επικοινωνίας. Για την αμφίδρομη χωρίς διαμεσολαβητές επικοινωνία.
Όταν ενισχύεται ο πλουραλισμός των μέσων και ιδίως των περιφερειακών μέσων επικοινωνίας. Όταν ενισχυθούν τα δίκτυα πολιτών για το περιβάλλον και τον πολιτισμό με τους απαραίτητους πόρους και προϋποθέσεις. Όταν το πολιτικό μας σύστημα εντάξει τα δίκτυα πολιτών στην διαβούλευση για μια νέου τύπου διακυβέρνηση.
Έτσι, μπορούμε να περάσουμε από την κοινωνία των συντεχνιών στην κοινωνία των πολιτών. Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για συμμετοχική δημοκρατία στην πράξη. Ωστόσο μπορούμε να αισιοδοξούμε περισσότερο όταν υπάρχει μια θετική πίεση κι από τις δύο πλευρές. Γιατί, οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις πετυχαίνουν ταχύτερα όταν και οι δυνάμεις της συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης πιέζουν προς την ίδια κατεύθυνση.
Πηγή: socialactivism.gr