«Θεσμοί και εφαρμογές της κοινωνικής οικονομίας»
Το βιβλίο «Θεσμοί και εφαρμογές της κοινωνικής οικονομίας» αναφέρεται καταρχήν στο πραγματιστικό φαινόμενο της κοινωνικής οικονομίας, που εξελίσσεται δυναμικά σε παγκόσμιο επίπεδο πέρα από το κράτος και την αγορά.
Εξετάζει τις τρεις συσχετιζόμενες έννοιες «κοινωνία πολιτών», «κοινωνική οικονομία» και «συμμετοχική δημοκρατία» μέσα από μια διαλεκτική σχέση που συντίθεται το δυναμικό περιεχόμενο αυτού του βιβλίου που ως παράγωγο έχει το κοινωνικό κεφάλαιο, το συνεργατισμό και τους θεσμούς αλληλεγγύης.
Αυτή η προσέγγιση βασίζεται σε μια κοινή εξακριβωμένη παγκόσμια διαπίστωση: στο γεγονός ότι, νέες θέσεις εργασίας με αυξητικές τάσεις δεν δημιουργούνται πλέον στο κράτος και την αγορά αλλά μόνον στο συνεργατικό τομέα της κοινωνικής οικονομίας. Με άλλα λόγια, μόνον μέσα από την αύξηση των συνεταιριστικών και μη κερδοσκοπικών επιχειρήσεων σε όλο τον κόσμο. Πάνω από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι με αυξανόμενο διαρκώς ρυθμό εξασφαλίζουν με αυτό τον τρόπο το εισόδημά τους: Είτε ως συνεταιριστές, είτε ως εργαζόμενοι, την ίδια στιγμή που οι θέσεις εργασίας στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα μειώνονται, χωρίς καμία προοπτική να αναστραφούν αυτές οι τάσεις.
Με βάση αυτό το αδιαμφισβήτητο γεγονός θα έπρεπε να έχει σημάνει συναγερμός σε κάθε κυβέρνηση, ώστε να αναπροσαρμοστούν οι πολιτικές τους σε μοντέλα και μορφές εργασίας που αποδεδειγμένα εξασφαλίζουν νέες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, οι παλιές δυνάμεις του κεφαλαίου και της εργασίας αντιστέκονται και μαζί τους αντιστέκονται οι οικονομικές και πολιτικές ολιγαρχίες. Στον ακαδημαϊκό χώρο οι δυο κυρίαρχες «σχολές» του συστήματος νεοφιλελεύθερων και κεϋνσιανών οικονομολόγων εμμένουν στις παλιές αντικρουόμενες συνταγές τους, προτείνοντας ως συνήθως η μια μεριά λιγότερο κράτος η άλλη αύξηση δημόσιων δαπανών και έλεγχο των αγορών.
Παρά το γεγονός ότι η παρατεταμένη οικονομική ύφεση διαψεύδει στην πράξη την μονομέρεια και των δυο αυτών ιδεολογημάτων, οι υπέρμαχοι της μιας και της άλλης πλευράς δεν χάνουν την ευκαιρία να υποστηρίξουν ότι δικαιώνονται από τις εξελίξεις. Δικαιώνονται βέβαια ως μάντεις κακών μηνυμάτων της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, καθώς ούτε η συνταγή της λιτότητας που προτείνουν οι μεν φαίνεται να οδηγεί στην έξοδο από την κρίση ούτε η αύξηση των κρατικών δαπανών που προτείνουν οι δε ενισχύει την ανάπτυξη και την απασχόληση.
Εύκολο είναι πάντως σε μια μικτή οικονομία όταν ταυτόχρονα εφαρμόζονται και οι δυο συνταγές να φορτώσεις την αποτυχία του ενός μοντέλου οικονομικής πολιτικής στον άλλο, υποστηρίζοντας ότι δεν εφαρμόστηκε επαρκώς αυτό που υποστηρίζει η μία πλευρά.
Ο τραγέλαφος όμως του ανορθολογισμού είναι όταν οι κατ’ ουσίαν χρεοκοπημένες τράπεζες της ελεύθερης αγοράς ζητούν την ενίσχυση από το υπερχρεωμένο κράτος κι αυτό με την σειρά του φορτώνει το βάρος της διάσωσης των τραπεζών στους φορολογούμενους. Για παράδειγμα 50δις € από τα 200δις που δανείστηκε το Ελληνικό κράτος πήγαν στην ανακεφαλαίωση των τραπεζών. Και έπειτα έρχονται οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς να μιλήσουν ξανά για λιγότερους φόρους. Έτσι, οι υπαίτιοι της κρίσης και της παρατεταμένης ύφεσης γίνονται τιμητές με στόχο να εξαπατήσουν επικοινωνιακά τους πολίτες μέσα από τις δαιδαλώδεις διαδρομές καλλιέργειας της πολιτικής απάτης και αυταπάτης. Οι τιμητές δεν είναι άλλοι από τους συστημικούς καθοδηγητές γνώμης και «επιστήμονες» των οικονομικών που λειτουργούν ως θεολόγοι των δογμάτων του κράτους και της αγοράς κάπως ανάλογα όπως λειτουργούν μεταξύ τους οι προτεστάντες και οι καθολικοί.
Τα δεδομένα αλλάζουν όμως άρδην με την έλευση της λεγόμενης «Τρίτης βιομηχανικής επανάστασης». Η νέα τεχνολογική επανάσταση φέρνει μαζί της κοσμογονικές αλλαγές. Αλλαγές που θα ήταν ασύλληπτες σε άλλες εποχές: τη διάχυση και κοινωνικοποίηση της γνώσης, την κατανεμημένη – οριζόντια διανεμημένη ενέργεια, την κοινωνικοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας μέσω του διαδικτύου και της ψηφιακής τεχνολογίας και πληροφορικής.
Απότοκος αυτής της επανάστασης είναι η πράσινη ανάπτυξη, η δυνατότητα της άμεσης ψηφιακής δημοκρατίας, η παγκοσμιοποίηση από τα «κάτω», το παγκόσμιο ανοικτό σχολείο της γνώσης, η οριζόντια οργάνωση και συνεργατισμός στην παραγωγή, καθώς και ένα νέο κύμα αμφισβήτησης προς τις οικονομικές και πολιτικά ολιγαρχικές ελίτ.
Ωστόσο, παρά τον ενθουσιασμό που εκφράζεται για αυτή την προοπτική από κορυφαίους συγγραφείς σε όλο το κόσμο, η νέα τεχνολογική επανάσταση μπορεί να δημιουργεί ευκαιρίες αλλά δεν αντιμετωπίζει από μόνη της την παγκόσμια διογκούμενη ανεργία και φτώχεια χωρίς την αυτενέργεια των κοινωνικών κινημάτων.
Δεν αρκεί οι ηγεσίες του κόσμου να αποδεχθούν τις επιλογές της πράσινης ανάπτυξης και της ψηφιακής δημοκρατικής διακυβέρνησης, για να λυθούν τα προβλήματα της παγκόσμιας παραγωγής και ανισοκατανομής του πλούτου. Δεν αρκεί ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός για να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
Εξάλλου, το ζήτημα της επίσπευσης του τεχνολογικού εκσυγχρονισμού με την νέα τεχνολογική επανάσταση, δεν μας εξασφαλίζει πως, οι τράπεζες, τα κράτη και οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί θα λειτουργήσουν πιο ορθολογικά για το συμφέρον του συνόλου της κοινωνίας και όχι για το συμφέρον της οικονομικής ολιγαρχίας, όπως κάνουν σήμερα.
Το πολύ – πολύ μέσω της «διαύγειας» που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία να περιοριστεί η αδιαφάνεια και διαφθορά, αλλά μέχρι εκεί. Δεν αρκεί επομένως η πρόοδος της επιστήμης και οι αυξανόμενες τεχνολογικές δυνατότητες για να γίνει πιο δίκαιος τελικά ο κόσμος. Με άλλα λόγια το χάσμα των κοινωνικών ανισοτήτων δεν καλύπτεται από τις τεχνολογικές εξελίξεις. Χρειάζεται παράλληλα ένα νέο μάγμα ιδεολογίας και τεχνολογίας που θα αξιοποιεί για όλη την κοινωνία τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες.
Η κοινωνική οικονομία ως τρίτος τομέας της οικονομίας έρχεται να παρεμβληθεί ανάμεσα στο κράτος και στην αγορά για να γεφυρώσει αυτό το χάσμα με θεσμικό εργαλείο την κοινωνική επιχειρηματικότητα, για να ενεργοποιήσει και να αξιοποιήσει ένα τεράστιο δυναμικό από ανθρώπινους πόρους που η οικονομία της αγοράς πετάει στο περιθώριο.
Είναι προφανές όμως ότι, οι εφαρμογές της κοινωνικής οικονομίας στην πράξη προϋποθέτουν και τους κατάλληλους θεσμούς για τη διαμόρφωση ενός εξωτερικού και εσωτερικού περιβάλλοντος που θα διευκολύνει την ανάπτυξη των κοινωνικών επιχειρήσεων. Αυτές οι προϋποθέσεις μας αναγκάζουν τελικά σε μια συνολική θεώρηση του ζητήματος των κοινωνικών επιχειρήσεων και της κοινωνικής οικονομίας σε παγκόσμιο επίπεδο και ως εκ τούτου τίθενται ορισμένα βασικά ερωτήματα.
Γιατί η κοινωνική οικονομία μπορεί να πετύχει καλύτερα αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της ανεργίας και της φτώχειας, εκεί που αποτυγχάνει η αγορά και αδυνατεί να πετύχει το κράτος;
Γιατί ο δείκτης ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας στις χώρες της Ευρώπης όπου είναι ανεβασμένος σημαίνει και μεγαλύτερη ευρωστία στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης;
Γιατί η συνεταιριστική οργάνωση της επιχειρηματικότητας δεν κλονίζεται από την παγκόσμια οικονομική κρίση, ενώ αντιθέτως αναδεικνύεται ισχυρότερη μέσα από την κρίση και δύναται περαιτέρω να αναπτυχθεί;
Η συνολική απάντηση, βρίσκεται στο γεγονός ότι, η κοινωνική οικονομία ταυτίζεται με την πραγματική οικονομία προσφοράς και ζήτησης αγαθών στην κοινωνία. Εκεί δηλαδή που δεν υπάρχει έδαφος για πλασματικές συναλλαγές, εκεί που δεν εξανεμίζονται και δεν χάνονται οι πόροι στις «φούσκες» της αγοράς και στη γραφειοκρατία του κράτους. Και το πλεονέκτημά της έναντι των μηχανισμών της αγοράς είναι ότι, δουλεύει με χαμηλή κερδοφορία ενώ παρέχει στους συνεταιριζόμενους και στην κοινωνία φθηνά προϊόντα και υπηρεσίες.
Το άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα της κοινωνικής οικονομίας είναι η προώθηση της ανοικτής δια βίου μάθησης και διάδοσης χρηστικής γνώσης και ενημέρωσης δωρεάν ή με πολύ χαμηλό κόστος. Αυτή η διαδικασία γίνεται εφικτή μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και τους «θεσμούς αλληλεγγύης» που αξιοποιεί το σύστημα της κοινωνικής οικονομίας.
Η αναλυτική απάντηση δίνεται στα κεφάλαια που ακολουθούν. Εκεί είμαστε αναγκασμένοι να μπούμε στα «βαθιά νερά» των θεσμών της παγκόσμιας οικονομίας και των χρηματαγορών σε αντιστοίχηση με τις πραγματικές ανάγκες και τις τεχνολογικές και οργανωτικές δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα για την ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης για το σύνολο της κοινωνίας. Από αυτή την βάση αρχίζει μια μεγάλη συζήτηση που απλώνεται σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας, από την παγκοσμιοποίηση μέχρι την Τοπική Αυτοδιοίκηση και μέχρι τις τοπικές κοινότητες.
Εκεί θα αναλύσουμε τους παράγοντες του εξωτερικού περιβάλλοντος που επιδρούν στην επιχειρηματικότητα και το ζήτημα της κουλτούρας του συνεργατισμού που προάγει την κοινωνική επιχειρηματικότητα. Θα αναφερθούμε επίσης πιο πρακτικά στους τομείς εφαρμογών της κοινωνικής οικονομίας.
Το βιβλίο επομένως εξετάζει τις διαδικασίες μετάβασης οι οποίες δεν περιορίζονται μόνον στα αίτια των τεχνολογικών εξελίξεων της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης αλλά και στην ανάγκη της μετάβασης από ακραία ανταγωνιστική κουλτούρα, στην κουλτούρα του συνεργατισμού.
Οι οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών ως ενότητα και φορείς συνεργασίας με την Τοπική Αυτοδιοίκηση έχουν να υποδείξουν και να εφαρμόσουν ένα άλλο αποκεντρωμένο και συνεργατικό μοντέλο. Ένα βιώσιμο μοντέλο σε αντίθεση με τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ που εμμένουν στις παραδοσιακές αντιλήψεις της οικονομικής μεγέθυνσης λόγω εξάρτησης από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρίες. Η άλλη όψη της πολιτικής και οικονομικής συγκεντροποίησης είναι βέβαια, ο κρατισμός.
Αναγνωρίζοντας λοιπόν αυτή την παραδοχή και κυρίαρχη αντίθεση: της συγκέντρωσης της ενέργειας, των υλικών πόρων, κεφαλαίων και γνώσης που εξυπηρετεί τις οικονομικές ολιγαρχίες και από την άλλη μεριά τις οριζόντιες διαδικασίες οργάνωσης της κοινωνίας που εξυπηρετούν την κοινωνική οικονομία, το βιβλίο εξετάζει αντικειμενικά την συνειδητή μετάβαση από την εποχή της συγκεντροποίησης της Δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης στη Τρίτη βιομηχανική επανάσταση.
Έτσι, απέναντι στους καθολικούς θεσμούς του κράτους και της αγοράς που συστημικά αυξάνουν στην εποχή μας τις ανισότητες, όπως την ανεργία και τη φτώχεια, έρχεται η νέα καθολικότητα της κοινωνίας πολιτών που μέσω της κοινωνικής οικονομίας, συστημικά επίσης, αντιμετωπίζει αυτά τα αρνητικά φαινόμενα, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας, κοινωνικό κεφάλαιο και ικανούς ανθρώπινους πόρους.
Τι σημαίνει γενικά ο όρος της καθολικότητας στην ιστορία;
Σημαίνει ενότητα γύρω από μια κοινή πίστη, μια ιδεολογία ένα ενωτικό θεσμό. Καθολικός θεσμός για παράδειγμα είναι το κράτος, καθολικός θεσμός είναι η αγορά. Καθολικότητα είναι η πίστη σε μια θρησκεία. Οι αυτοκρατορίες ήταν καθολικότητες, που είτε βασίστηκαν στη βία ή χρησιμοποίησαν μύθους και θρησκείες. Τέτοιου είδους καθολικότητες γνώρισε μέχρι σήμερα ο κόσμος. Το αντίθετο σε αυτές τις καθολικότητες ήταν πάντα μια κατακερματισμένη κοινωνία ειδικότερα σε περιόδους παρακμής. Οι αγορές φαίνεται ότι μπορούν να ευνοούνται από τις κατακερματισμένες κοινωνίες, μια κατάσταση που τις διευκολύνει να κερδοσκοπούν, όταν δεν υπάρχουν κινήματα να αντισταθούν. Οι κατακερματισμένες όμως κοινωνίες οδηγούν σε παρακμή και κάθε παρακμή προμηνύει μια επερχόμενη άλλοτε ειρηνική και άλλοτε βίαιη επανάσταση.
Με βάση αυτή την έννοια στο βιβλίο γίνεται μια αναγωγή – ανύψωση σε μια θεωρία αλληλοσυσχέτησης του τεχνολογικού status και των νέων δυνατοτήτων διάχυσης της ενημέρωσης με την ποιοτική ανέλιξη της συλλογικής ευφυΐας στο επίπεδο της κοινωνίας πολιτών. Αυτό γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τις αντικειμενικές τάσεις και τις ευεργετικές συνέπειες στη διάδοσης γνώσης που καταλήγει στην συλλογικοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας με απελευθερωτικές κοινωνικές συνέπειες. Ο συνδυασμός αυτός στο επίπεδο της συλλογικής κουλτούρας αντικειμενικά γεννά και ένα νέο υποκείμενο αλλαγών που εκφράζεται από την ολότητα της κοινωνίας πολιτών. Έτσι στην νέα εποχή που έχουμε μπροστά μας αναδεικνύεται ο καταλυτικός ρόλος της νέας καθολικότητας της κοινωνίας πολιτών.
Στο ερώτημα πως μπορεί να εκφραστεί ενιαία η Κοινωνία Πολιτών με δεδομένο τον κατακερματισμό και την ποικιλομορφία των οργανώσεων, η απάντηση είναι ότι αυτό μπορεί να γίνει μέσα από ένα σύστημα αξιών με επίκεντρο την κοινωνική οικονομία την οριζόντια οργάνωση και συμμετοχική δημοκρατία.
Η Τρίτη διάσταση των πραγμάτων και των εξελίξεων που ωθεί την κοινωνική οικονομία είναι η διαδικασία της συμμετοχικής δημοκρατίας.
Η συμμετοχική δημοκρατία ως ζητούμενο της κοινωνίας πολιτών συνδέει το τοπικό με το διεθνές και παγκόσμιο συμφέρον της κοινωνίας. Διαχωρίζει με ειρηνικό τρόπο τα συμφέροντα των ολίγων, των ελίτ, από τα συμφέροντα των πολλών. Διαμορφώνει οριζόντια επικοινωνιακά συστήματα που δεν ελέγχονται από την ολιγαρχία αλλά πολλούς ενεργούς πολίτες και για αυτό μπορούν να επιβάλλουν τη διαφάνεια και να καταπολεμήσουν τη διαφθορά. Η κοινωνία πολιτών με την δράση της μεταβάλλει δηλαδή τους θεσμούς εξουσίας της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από ολιγαρχικούς σε αυθεντικά συμμετοχικούς δημοκρατικούς θεσμούς.
Έτσι αναπτύσσεται μια δημιουργική σχέση μεταξύ κοινωνίας πολιτών, κοινωνικής οικονομίας και συμμετοχικής δημοκρατίας, η οποία λειτουργεί και αναδραστικά ως ελικοειδής σπείρα. Η συμμετοχική δημοκρατία συμβάλλει ως διαδικασία στην άρση του κοινωνικού και οικονομικού αποκλεισμού. Συμβάλλει στην ποιοτική ανασύνθεση των ανθρώπινων πόρων στη συγκρότηση κοινωνικού κεφαλαίου και κατ’ αυτόν τον τρόπο δημιουργεί νέες προϋποθέσεις για την κοινωνική οικονομία.
Δεδομένου αυτού του καταλυτικού ρόλου για την αναδιάρθρωση του συστήματος που παίζει η ενότητα της κοινωνίας πολιτών είναι επόμενο να έχει και πολλούς εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Όχι μόνον μέσα στο κράτος και στην αγορά όπου κυριαρχούνταν πάντα τα ολιγαρχικά συμφέροντα αλλά μέσα στο χώρο των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, όπου κυριαρχούν διάφορες ελίτ και λομπίστες σε συνδυασμό με τα ιδιωτικά συμφέροντα. Αυτές οι ελίτ λειτουργούν όπως τα κλειστά επαγγέλματα στη διαχείριση οικολογικών και ανθρωπιστικών προγραμμάτων και αρνούνται τη συμμετοχικότητα και την αλληλεγγύη μεταξύ των οργανώσεων λειτουργώντας ανταγωνιστικά. Προτιμούν την απολιτική κατακερματισμένη και ανίσχυρη κοινωνία πολιτών και κατά συνέπεια με κανένα τρόπο δεν θέλουν να γίνεται λόγος για συμμετοχική δημοκρατία και κοινωνική οικονομία.
Υπάρχουν βέβαια και οι φωτισμένες ελίτ που τάσσονται με το νέο κίνημα διαφωτισμού της «παγκοσμιοποίησης από τα κάτω» και ενδεχομένως και της κοινωνικής οικονομίας αλλά αυτό είναι μια άλλη παράμετρος προς εξέταση.
Σε θεωρητικό επίπεδο θα περιοριστούμε προς το παρόν σε αυτά τα σημεία που θίξαμε παραπάνω για να περάσουμε στο τρίτο μέρος, που συγκεκριμενοποιούμε τις εφαρμογές οι οποίες μπορούν να γίνουν αυτή την περίοδο στην Ελλάδα και ειδικότερα στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για αποδοτική αξιοποίηση ανενεργών ανθρώπινων και υλικών πόρων.
Στους τομείς εφαρμογής για παράδειγμα επισημαίνεται η σημασία της κοινωνικά υποστηριζόμενης Γεωργίας, όπως αναγνωρίζεται από την Ε. Ε. Τονίζεται επίσης η σημασία πρωτοβουλιών στον τομέα υγείας, πρόνοιας και παιδείας για την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Τα κοινωνικά ιατρεία – νοσοκομεία – φαρμακεία, τα κοινωνικά φροντιστήρια κ.α. είναι μόνο ένα μικρό δείγμα της επιχειρηματικότητας που μπορεί να αναπτυχθεί στους τομείς αυτούς.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορεί να καλύψει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις λειτουργικές ανάγκες της με κοινωνικούς συνεταιρισμούς αλλά και να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της ανεργίας με την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου αναφέρεται στο σχεδιασμό ενός πανελλήνιου μηχανισμού υποστήριξης της επιχειρηματικότητας των Κοινωνικών Συνεταιρισμών και τι μπορεί να γίνει, ώστε ο σχεδιασμός αυτός να κινητοποιήσει τους φορείς και συντελεστές της κοινωνικής οικονομίας.
Η προσέγγιση αυτή λαμβάνει υπόψη το σχεδιασμό και τον προσανατολισμό του επιχειρησιακού προγράμματος «Ανάπτυξη Ανθρώπινου Δυναμικού» του Υπουργείου Εργασίας, που χρηματοδοτείται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (Ε. Κ. Τ.)
Για μια χώρα όπως η Ελλάδα, που ο κρατικός μηχανισμός δεν είναι φιλικός στις συμμετοχικές διαδικασίες, ο σχεδιασμός αυτός μπορεί να προχωρήσει ανεξάρτητα από τις προθέσεις της εκάστοτε κυβέρνησης, εάν η Τοπική Αυτοδιοίκηση σε όλη τη χώρα τον θέσει σε προτεραιότητα μέσα από τα προτεινόμενα Σύμφωνα Συνεργασίας και την Πανελλήνια Ένωση των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών για την κοινωνική οικονομία.
Ειδικότερα, ο στόχος προς αυτή τη κατεύθυνση είναι η συγκρότηση περιφερειακών και τοπικών «Κοινωνικών Αναπτυξιακών Συμπράξεων».
«Κλειδί» για τις Κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις και τις δομές Στήριξης της Κοινωνικής Οικονομίας είναι ο επικοινωνιακός σχεδιασμός με διαδικτυακά εργαλεία δικτύωσης και ενημέρωσης ανοικτά σε όλους για διάχυση ενημέρωσης και τεχνογνωσίας στην οργάνωση κοινωνικών επιχειρήσεων.
Εάν το ζητούμενο λοιπόν των Αναπτυξιακών Συμπράξεων, όπως το προσδιορίσαμε παραπάνω, είναι η αξιοποίηση των ανθρώπινων πόρων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και στις τοπικές πρωτοβουλίες απασχόλησης, η κινητήριος δύναμη των εφαρμογών της Κοινωνικής Οικονομίας γι’ αυτόν το σκοπό είναι η λειτουργία ενός οριζόντιου επικοινωνιακού συστήματος.
Εδώ βρίσκεται ο καταλυτικός ρόλος των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών. Στη δυνατότητα που έχουν οι Ο.Κ.Π. ως ενότητα να λειτουργήσουν ως οριζόντιο επικοινωνιακό σύστημα για τη μετάδοση χρηστικών πληροφοριών και καλών πρακτικών. Για τη μετάδοση ανθρωπιστικών μηνυμάτων συνεργατισμού και αλληλεγγύης, προβάλλοντας την παγκόσμια κουλτούρα του συνεργατισμού έναντι της κουλτούρας της ανταγωνιστικότητας.
Με αυτή την προσέγγιση δεν υποτιμούμε τον κυρίαρχο ρόλο του κράτους και της αγοράς στην οικονομία, αλλά σ’ αυτό το βιβλίο επισημαίνουμε τα όριά τους και κυρίως τα όρια που έχουν πέρα από ένα σημείο στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Η κριτική γίνεται στην ηγεμονία των οικονομικών και πολιτικών ελίτ και στην κυριαρχία τους στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, που έχουν στη διάθεσή τους στο μονοπώλιο της ενημέρωσης τη μονόπλευρη διάδοση της κουλτούρας του καταναλωτισμού και της ανταγωνιστικότητας.
Απέναντι σ’ αυτό το συγκεντρωτικό επικοινωνιακό μοντέλο της εξουσίας και της συγκεντροποίησης της οικονομίας και συγκέντρωσης κεφαλαίου σε λιγότερο από το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι εφικτό να συγκροτηθεί ένα αποκεντρωμένο επικοινωνιακό μοντέλο της Κοινωνίας Πολιτών.
Αυτό το νέο οριζόντιο επικοινωνιακό σύστημα υπάρχει ήδη σ’ ένα πρώιμο στάδιο, στο χώρο και στα χέρια των οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών είναι αυτό να γιγαντωθεί σε παγκόσμιο και τοπικό επίπεδο αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες δικτύωσης.
Πληροφορίες:
2108813760
info@vasilistaktikos.eu