Η ελληνική πραγματικότητα

Κοινή διαπίστωση είναι ότι οι δραστηριότητες του τομέα της κοινωνικής οικονομίας δεν είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένες, όσον αφορά την Ελλάδα, ενώ οι οποιεσδήποτε προσπάθειες που γίνονται τα τελευταία χρόνια από διάφορους φορείς προσκρούουν, μεταξύ άλλων, στην έλλειψη ενός κατάλληλου και ευέλικτου πλαισίου για τη θεσμική, διοικητική και χρηματοδοτική στήριξη των πρωτοβουλιών που αναλαμβάνονται στον τομέα αυτό.

 

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η ιδέα ότι οι διάφορες πρωτοβουλίες «μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα» (που αναπτύσσονται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα) συνιστούν ένα «διακριτό τομέα», δεν συναντιέται συχνά στην ελληνική σκέψη. Γενικότερα, η ελληνική κοινωνία στο σύνολό της εξακολουθεί να εντάσσει τέτοιου τύπου πρωτοβουλίες σε μια «φιλανθρωπικού χαρακτήρα» προσέγγιση. Αυτό επιβεβαιώνεται, επίσης, από το γεγονός ότι ο τομέας αυτός δεν εμφανίζεται σε καμία από τις επίσημες στατιστικές ως διακριτή κατηγορία.

 

Το θεσμικό έλλειμμα

Η «κοινωνική οικονομία» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί το κρυφό έλλειμμα της Ελλάδας εάν λάβουμε υπόψη τη μεγάλη διαφορά από το μέσο όρο από την Ε.Ε. η οποία βρίσκεται στο επίπεδο του 10% περίπου ενώ η Ελλάδα μόλις στο 2-3%. Το γεγονός αυτό, συσσωρεύει χρόνιες αδυναμίες στην ελληνική οικονομία ενώ μπορεί να θεωρηθεί μία από τις γενεσιουργούς αιτίες της γενικότερης κρίσης καθώς η οικονομία μας στερείται εναλλακτικά μέσα, πέρα από το κράτος και την αγορά για να δημιουργήσει προστιθέμενη αξία και κοινωνικό κεφάλαιο για την ανάπτυξη.

 

Παράλληλα, πρέπει να επισημανθεί ότι ενώ ο δείκτης ανάπτυξης των «οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών» αναγνωρίζεται στην Ευρώπη πως έχει άμεση σχέση με την ανάπτυξη «κοινωνικής οικονομίας» και αυτός ο δείκτης με τη σειρά του έχει σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης και της διαφθοράς, στην χώρα μας φαίνεται ότι αυτή η αναγνώριση απουσιάζει, και η υπόθεση αντιμετωπίζεται ως δευτερεύων θέμα. Έτσι, δεν υπάρχει ουσιαστικά μέριμνα συντονισμού για την αξιοποίηση του κοινωνικού κεφαλαίου των οργανώσεων Κ.τ.Π.

 

Στην Ελλάδα, η Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (Κοιν.Σ.Επ.) θεσμοθετήθηκε με το νόμο 4019/2011 μόλις το 2011.

 

Οι κοινωνικοί συνεταιρισμοί, ως επιχειρήσεις οι οποίες μη παρέχοντας επενδυτικό κέρδος, με προσανατολισμό στις ανάγκες των ανθρώπων, εξασφαλίζουν πόρους για την ευημερία των μελών τους και της ευρύτερης κοινωνίας. Οι κοινωνικές επιχειρήσεις μπορούν να προκύψουν σε οποιοδήποτε τομέα της οικονομίας, εφόσον προάγουν το συλλογικό συμφέρον, την κοινωνική ευημερία, την τοπική ανάπτυξη και την απασχόληση.

 

Στο χέρι της κάθε τοπικής κοινωνίας είναι η αυτοοργάνωση και η ανάπτυξη με βάση τις δικές της δυνάμεις. Από την πλευρά του το κράτος οφείλει να αναγνωρίσει το ρόλο των συνεταιριστικών επιχειρήσεων στη δημιουργία θέσεων εργασίας και τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στην οικονομική και κοινωνική τους ανάπτυξη. Οφείλει, επομένως, να ελαχιστοποιήσει τη γραφειοκρατία, να απλουστεύσει τις διαδικασίες χρηματοδότησης και να επιτρέψει την προώθηση της συνεταιριστικής παιδείας.

 

Κοινωνικές συμπράξεις

 

Στην Ελλάδα, υπάρχει πλήθος συλλογικών οργανώσεων αλλά πολύ μικρό ποσοστό κοινωνικής επιχειρηματικότητας που αναλαμβάνουν συλλογικούς φορείς και κοινωφελείς επιχειρήσεις της Τ.Α. σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

 

Αυτό το θεσμικό έλλειμμα που είναι ζήτημα επιπέδου οργάνωσης μια κοινωνίας πρέπει να το αντιμετωπίσουμε όπως το δημοσιονομικό της χώρας με την κινητοποίηση ανθρώπινων πόρων μέσω της συλλογικής επιχειρηματικότητας και των δομημένων «συμπράξεων» Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κοινωνικών φορέων.

 

Η δυναμική των κοινωνικών συμπράξεων στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία είναι ότι μπορεί να μειώσει το κόστος κοινωφελών υπηρεσιών κατά 50%, και να δημιουργήσει τοπική απασχόληση εκεί που αδυνατεί το κράτος και η αγορά. Η μείωση του κόστος συναλλαγών και του εργατικού κόστους είναι ακριβώς το κλειδί για να γίνουν βιώσιμες κοινωνικές και κοινωφελείς υπηρεσίες που σήμερα αποδυναμώνονται και είναι αναγκασμένο να καταργήσει το κράτος λόγω της δημοσιονομικής πίεσης του χρέους. Η εξοικονόμηση του 50% του λειτουργικού κόστους εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα υπηρεσιών εκεί που με τις συνθήκες της κρατικής λειτουργίας δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά να καταργηθούν.

 

Η διαφορά οφείλεται στη δραστική μείωση του διαχειριστικού κόστους, διοικητικών και άλλων στελεχών που στις κοινωνικές επιχειρήσεις καλύπτεται από εθελοντική προσφορά στον κοινωνικό έλεγχο της εργασίας που γίνεται πολύ αποδοτικότερη κατά μονάδα, καθώς ο υπάλληλος/εργαζόμενος λογοδοτεί άμεσα στην τοπική κοινωνίας και στους ίδιους τους ενδιαφερόμενους, αντίθετα με τη νοοτροπία των αργόμισθων δημοσίων υπαλλήλων. Έχουμε χιλιάδες παραδείγματα κρατικών και δημόσιων οργανισμών που η αργομισθία ήταν για πολλά χρόνια καύχημα και οι παροχές προς τον πολίτη ανύπαρκτες. Αυτά συμβαίνουν λ.χ. με γηροκομεία, παιδικούς σταθμούς και δημόσιες υπηρεσίες υγείας/ πρόνοιας. Πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τα δεδομένα της κοινωνικής οικονομίας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες τα οποία μας δείχνουν με αριθμητικούς δείκτες πλέον την καταλυτική συμβολή στο ΑΕΠ αλλά και την κοινωνική συνοχή της κοινωνικής οικονομίας.

 

Γραφειοκρατία της παρακμής

Ο μεγάλος συνένοχος αυτής της κατάστασης είναι η κρατική γραφειοκρατία και η υπαλληλοκρατία. Τούτες οφείλουν να κινητοποιηθούν. Οι μοναδικοί σύμμαχοι που μπορεί να έχει η τοπική αυτοδιοίκηση για την αφύπνιση του εκάστοτε τομέα ευθύνης της είναι οι κοινωνικοί ακτιβιστές. Και η μόνη λύση που μπορεί να έχει είναι η σύμπραξη με όλους εκείνους που θέλουν και μπορούν να αγωνιστούν.

 

Στο δημόσιο τομέα, οι εργαζόμενοι δεν αποδίδουν ανάλογα με τις οικονομικές απολαβές. Από μεγάλη μερίδα των υπαλλήλων, παραβιάζεται ακόμη περισσότερο σήμερα το ωράριο εργασίας και η απόδοσή τους είναι ελάχιστη. Κάποιοι έχουν ακόμα στο μυαλό τους την απολεσθείσα ευημερία των δανεικών, την επίπλαστη οικονομία, την οικονομία της φούσκας και εξακολουθούν να διεκδικούν προνόμια προκαλώντας αντίστοιχα θύματα σε τομείς της οικονομίας που δεν απολαμβάνουν την προστασία του κράτους και των πολυεθνικών. Δηλαδή τους μικροεπαγγελματίες, τους αυτοαπασχολούμενους, τους ανέργους και τόσους άλλους.

 

Σπατάλη διαθέσιμων πόρων

Η σπατάλη των διαθέσιμων κοινοτικών πόρων του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου, ελάχιστα πιάνουν τόπο, λόγω του τρόπου διαχείρισής τους από την κρατική γραφειοκρατία. Λόγω τούτου, επιβάλλεται άμεση απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη δημιουργία μίας ενδιάμεσης Διαχειριστικής Αρχής από την τοπική αυτοδιοίκηση σε συνεργασία με φορείς της κοινωνικής οικονομίας.

 

Από τη στιγμή που αμείβονται οι δημόσιοι υπάλληλοι, υπάρχουν επιδόματα για τους ανέργους και επιδοτείται η κοινωφελής εργασία (από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο), αυτό καταδεικνύει ότι πόροι ακόμα υπάρχουν, αλλά δεν υπάρχουν πόροι για σπατάλη.

 

Στη σημερινή συγκυρία δεν λείπουν οι πόροι, φυσικοί, υλικοί και ανθρώπινοι. Λείπει η δημιουργική τους αξιοποίηση.

 

Πηγή: socialactivism.gr