Γιάννης Ρίτσος «Ο απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου»

Γράφει η Χριστίνα Ν. Χαραλαμποπούλου

Διεθνολόγος

ritsos1

Στις 11 Νοεμβρίου του 1990, ο Γιάννης Ρίτσος έκλεισε για πάντα τα μάτια του αφήνοντας πίσω έναν τεράστιο όγκο ποιητικού έργου. Το περίεργο παιχνίδι της μοίρας ήταν ότι άφησε την τελευταία του πνοή, την ίδια μέρα που είχε φύγει από τη ζωή η πολυαγαπημένη του μητέρα, λίγες δεκαετίες νωρίτερα.

Γεννημένος την πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά, στα «πόδια» της θάλασσας, γαλουχήθηκε με τους ήχους της ενώ το άνυδρο και άγριο περιβάλλον του έκαναν την αίσθηση της οσμής τρισδιάστατη: το θυμάρι, η ρίγανη, το φασκόμηλο «αγκαλιάζονται» και αναδύουν ένα ανεπανάληπτο άρωμα, ενώ παράλληλα ο τεράστιος βράχος «ορθώνει» το ανάστημά του περήφανα στο Μυρτώο πέλαγος. Ένας άνθρωπος με τέτοιες προσλαμβάνουσες πως να μη γίνει ποιητής;

Έντονα λυρικός μεταρσιώνει τον αναγνώστη σε σφαίρες ιδεαλιστικές, άλλες φορές σαρκαστικός και άλλες σατιρικός. Ήταν το στερνοπαίδι του μεγαλοκτηματία Ελευθερίου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Στα 8 του χρόνια σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου, γίνεται η πρώτη απόπειρα να εξωτερικεύσει τον εσωτερικό του κόσμο μέσω της ποίησης. Το 1921, η όμορφη παιδική του ηλικία, αρχίζει να πληγώνεται ανεπανόρθωτα. Στις 6 Αυγούστου, ο αδερφός του Μίμης χάνει τη μάχη με τη φυματίωση η οποία εν τω μεταξύ έχει προσβάλλει και τη μητέρα του. Και στις δύο περιπτώσεις, η αρρώστια βγήκε νικήτρια. Έκτος από τις απώλεια των δύο αγαπημένων του προσώπων, η οικογένεια βρίσκεται και σε οικονομικό αδιέξοδο εξαιτίας του εθισμού του πατέρα του στον τζόγο.

Ο Ρίτσος και η αδερφή του Λούλα, αλλάζουν συνεχώς περιβάλλον ώσπου να καταλήξουν το 1925 στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ το 1924, ο Ρίτσος είχε προβεί στην πρώτη του δημοσίευση υπό το ψευδώνυμο «Ιδανικό Όραμα». Είναι το πεζό με τίτλο «Ένα μάθημα» στη Διάπλαση των Παίδων . Με ισχνά εισοδήματα, τα δύο αδέρφια δουλεύουν για να έχουν τα προς το ζην. Ο Ρίτσος εργάζεται ως δακτυλογράφος και στη συνέχεια στη συμβολαιογραφική υπηρεσία της Εθνικής Τράπεζας ως αντιγραφέας.

Το 1926, η φυματίωση κάνει για άλλη μία φορά αισθητή την παρουσία της και προσβάλλει τον Ρίτσο. Επιστρέφει στη Μονεμβασιά προκειμένου να βελτιώσει την κατάσταση της υγείας του. Στα μέσα του καλοκαιριού φεύγει και πηγαίνει πάλι στην Αθήνα όπου αν και γράφεται στη Νομική Σχολή, δε φοιτά ποτέ. Ταυτόχρονα, πιάνει δουλειά ως βοηθός βιβλιοθηκάριου στο Δικηγορικό Σύλλογο.

Το 1927, ο Ρίτσος εξαιτίας της φυματίωσης που τον ταλαιπωρεί, οδηγείται στο Νοσοκομείο «Σωτηρία» όπου και παραμένει για τρία χρόνια στην τρίτη θέση των απόρων. Εκεί γνωρίζει και την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη με την οποία γίνεται φίλος. Παράλληλα, συντελείται η πρώτη γνωριμία του με το Μαρξισμό. Το 1930, εισάγεται στο Άσυλο Φυματικών στα Χανιά όπου οι συνθήκες είναι απαράδεκτες. Έτσι, με επιστολή του με τη συνυπογραφή και άλλων αρρώστων στην εφημερίδα Εφεδρικός Αγών των Χανίων, καταγγέλλει τις άθλιες συνθήκες στο Άσυλο και διαμαρτύρεται για την αδιαφορία των ιθυνόντων. Αυτή η κίνηση έχει αποτέλεσμα και 4 εβδομάδες μετά τη δημοσίευσή της οι ασθενείς μεταφέρονται στο σανατόριο του Αγίου Ιωάννου.

Τελικά το 1931, η υγεία του επανέρχεται και επιστρέφει στην πρωτεύουσα. Δυστυχώς, το 1932 άλλη μία οικογενειακή συμφορά έρχεται να του χτυπήσει την πόρτα: ο πατέρας του γίνεται τρόφιμος στο ψυχιατρείο Δαφνί.

ritsos2

Το 1933, η αδερφή του Λούλα επαναπατρίζεται, έχοντας φύγει το προηγούμενο διάστημα για την Αμερική, και ο Ρίτσος εργάζεται ως ηθοποιός και χορευτής στο «Θέατρο Κυψέλης». Σχεδόν από την στιγμή που κάνει την παρουσία του ο Χίτλερ, η ποίησή του εκτός από τα γενικά χαρακτηριστικά της, αρχίζει να αφορμάται και από την επικαιρότητα. Έτσι, αρχίζει να λειτουργεί και ως αποτύπωση της ιστορίας «[η] έμπνευσή του απαντάει άμεσα στους ιστορικούς ερεθισμούς και η μετουσίωση και η γραφή βαδίζουν παράλληλα προς τα γεγονότα» (Διαλησμάς).

Το 1934, γίνεται η γνωριμία με τον Κώστα Γκοβόστη και εκδίδεται η ποιητική συλλογή «Τρακτέρ» η οποία το 1935 θα εξελιχθεί και σε ένα άλλου είδους συνεργασία: στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη θα εργαστεί ως επιμελητής και διορθωτής κειμένων, ενώ εξακολουθεί να εργάζεται και στο θέατρο. Το 1934, επίσης, γίνεται μέλος του Κ.Κ.Ε.

Το 1936, ο Ρίτσος γράφει τον Επιτάφιο με αφορμή το θρήνο της μητέρας ενός νέου, του Τάσου Τούση ο οποίος χάνει τη ζωή του σε μεγάλη απεργία στη Θεσσαλονίκη λόγω αναταραχών. Το 1937, για άλλη μία φορά ο Ρίτσος μπαίνει σε νέες περιπέτειες εξαιτίας της εισαγωγής της αδερφής του στο Δαφνί. Γράφει το «τραγούδι της αδελφής μου». Ο Παλαμάς αναφερόμενος στο Ρίτσο διατυπώνει χαρακτηριστικά «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσης».

Το 1938 χάνει τον πατέρα του, ενώ το 1939 η αδερφή του επιστρέφει από το Δαφνί. Το 1947 γνωρίζει τη γυναίκα με την οποία έμελλε να μοιραστεί την ζωή του, τη Γαρυφαλιώ Γεωργιάδη, την οποία νυμφεύεται στις 7 Δεκεμβρίου του 1954. Τον Δεκέμβριο του 1947, το ΚΚΕ κηρύσσεται παράνομο: ο κομμουνισμός θεωρείται πλέον ποινικό αδίκημα και όσοι προπαγανδίζουν τις αρχές του απειλούνται με ποινές που φτάνουν ως το θάνατο.

Από το 1948 γίνεται μέλος της «κοινότητας του πόνου» (Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Εκδόσεις Κέδρος, 2000, σελίδα 14 από εισαγωγή Χρύσας Προκοπάκη) και κατοικεί σε ξερονήσια. Αρχικά, τον στέλνουν στο Κοντοπούλι Λήμνου. Την άνοιξη του ίδιου χρόνου, παραπέμπεται στη Μακρόνησο όπου είναι εξόριστοι ο Κατράκης και ο Λειβαδίτης. Ο Ρίτσος δεν υποκύπτει στις έντονες πιέσεις των αρχών και δεν υπογράφει τελικά «δήλωση μετανοίας». Το 1950, η υγεία κλονίζεται για άλλη μία φορά και του επιτρέπουν να φύγει από τη Μακρόνησο όμως αυτό δε διαρκεί γιατί μετά από ένα μήνα τον μεταφέρουν στον Αϊ Στράτη. Τον Ιούλιο, βαριά ασθενής, απολύεται από τη Μακρόνησο. Περίπου ένα μήνα μετά συλλαμβάνεται εκ νέου και επανεξορίζεται. Μετά τη διάλυση του στρατοπέδου στη Μακρόνησο μεταφέρεται στον Άϊ Στράτη.

Το 1952, απολύεται από την εξορία και κατορθώνει να φέρει μαζί του κρυφά όλο το έργο του εκείνης της εποχής. Επιστρέφει στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη ως επιμελητής και διορθωτής κειμένων. Το 1955 ο Γιάννης Ρίτσος γίνεται πατέρας και αποκτά την μοναχοκόρη του, Έρη.

Το 1966, μελοποιούνται κάποια κομμάτια της Ρωμιοσύνη από τον Μίκυ Θεοδωράκη. Το 1967, το απριλιανό καθεστώς τον καταδιώκει και ξεκινά νέος κύκλος εξοριών. Αρχικά, μεταφέρεται στη Γυάρο και μετά στη Λέρο. Το 1970, έρχεται οριστικά στην Αθήνα ύστερα και από μια μεγάλη περιπέτεια της υγείας του η οποία όμως έχει ευτυχή κατάληξη. Το 1975, μετά την πτώση της δικτατορίας, ο Γιάννης Ρίτσος βρίσκεται στο ζενίθ του. Εκδίδεται μεγάλο μέρος του έργου του, στις 10 του Ιούνη αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Στις 26 Ιουνίου, στο Παρίσι, του απονέμεται το Μέγα Βραβείο Ποίησης «Alfred de Vingy» και προτείνεται για το βραβείο Νόμπελ.

ritsos theodorakis

Ύστερα από αυτήν την πραγματικά συνοπτική παρουσίαση της ζωής του ποιητή, η οποία δε θα μπορούσε να εξιστορηθεί στα πλαίσια ενός αφιερώματος, ο Γιάννης Ρίτσος στις 3 Σεπτεμβρίου του 1989 στο Καρλόβασι της Σάμου διατυπώνει:

 

[…] τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω

τους στίχους που έγραψα Ιούλιο και Αύγουστο

αν και φοβάμαι, πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον

πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται

η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι

με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,

με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,

με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα μπαλκονάκια

και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ’ναι το τελευταίο.

«Τελευταίο καλοκαίρι», Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα

 

Τελικά, ο μεγάλος ποιητής κλείνει για πάντα τα μάτια του στις 11 Νοεμβρίου του 1990 ενώ κηδεύεται στις 14 Νοεμβρίου στην Μονεμβασιά.

 

Η Σονάτα τού Σεληνόφωτος, Γιάννης Ρίτσος (1956)

(Ανοιξιάτικο βράδυ. Μεγάλο δωμάτιο παλιού σπιτιού. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, μιλάει σ’ έναν νέο. Δεν έχουν ανάψει φως. Απ’ τα δύο παράθυρα μπαίνει ένα αμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα να πω ότι η Γυναίκα με τα Μαύρα έχει εκδώσει δύο-τρεις ενδιαφέρουσες ποιητικές συλλογές θρησκευτικής πνοής. Λοιπόν, η Γυναίκα με τα Μαύρα μιλάει στον Νέο):

 

Άφησέ με να έρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε!

Είναι καλό το φεγγάρι, – δε θα φαίνεται

που άσπρισαν τα μαλλιά μου. Το φεγγάρι

θα κάνει πάλι χρυσά τα μαλλιά μου. Δε θα καταλάβεις.

Άφησέ με να έρθω μαζί σου.

Όταν έχει φεγγάρι μεγαλώνουν οι σκιές μες στο σπίτι,

αόρατα χέρια τραβούν τις κουρτίνες,

ένα δάχτυλο αχνό γράφει στη σκόνη του πιάνου

λησμονημένα λόγια δε θέλω να τ ακούσω. Σώπα.

Άφησε με να έρθω μαζί σου

λίγο πιο κάτου, ως την μάντρα του τουβλάδικου,

ως εκεί που στρίβει ο δρόμος και φαίνεται

η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο,

τόσο αδιάφορη κι άυλη

τόσο θετική σαν μεταφυσική

που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις

πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις

πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ο χρόνος κι η φθορά του.

Άφησε με να έρθω μαζί σου…..

 

2

Θα καθίσουμε λίγο στο πεζούλι, πάνω στο ύψωμα,

κι όπως θα μας φυσάει ο ανοιξιάτικος αέρας

μπορεί να φανταστούμε κιόλας πως θα πετάξουμε,

γιατί, πολλές φορές, και τώρα ακόμη,

ακούω τον θόρυβο του φουστανιού μου

σαν τον θόρυβο δύο δυνατών φτερών που ανοιγοκλείνουν,

κι όταν κλείνεσαι μέσα σ αυτόν τον ήχο του πετάγματος

νιώθεις κρουστό το λαιμό σου, τα πλευρά σου, τη σάρκα σου,

κι έτσι σφιγμένος μες στους μυώνες του γαλάζιου αγέρα,

μέσα στα ρωμαλέα νεύρα του ύψους,

δεν έχει σημασία αν φεύγεις ή αν γυρίζεις

κι ούτε έχει σημασία που άσπρισαν τα μαλλιά μου,

(δεν είναι τούτο η λύπη μου η λύπη μου

είναι που δεν ασπρίζει κι η καρδιά μου).

Άφησε με να έρθω μαζί σου

Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,

μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.

Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.

Άφησε με να έρθω μαζί σου….

 

3

Τούτο το σπίτι στοίχειωσε, με διώχνει θέλω να πω έχει παλιώσει

πολύ, τα καρφιά ξεκολλάνε,

τα κάδρα ρίχνονται σα να βουτάνε στο κενό,

οι σουβάδες πέφτουν αθόρυβα

όπως πέφτει το καπέλο του πεθαμένου

απ’ την κρεμάστρα στο σκοτεινό διάδρομο

όπως πέφτει το μάλλινο τριμμένο γάντι της σιωπής απ’ τα γόνατά της

ή όπως πέφτει μια λουρίδα φεγγάρι στην παλιά, ξεκοιλιασμένη πολυθρόνα.

Κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή, – όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία

λέω για την πολυθρόνα, πολύ αναπαυτική,

μπορούσες ώρες ολόκληρες να κάθεσαι

και με κλεισμένα μάτια να ονειρεύεσαι ό,τι τύχει

μιαν αμμουδιά στρωτή, νοτισμένη, στιλβωμένη από φεγγάρι,

πιο στιλβωμένη απ’ τα παλιά λουστρίνια μου που κάθε μήνα τα δίνω

στο στιλβωτήριο της γωνίας,

ή ένα πανί ψαρόβαρκας που χάνεται στο βάθος

λικνισμένο απ’ την ίδια του ανάσα,

τριγωνικό πανί σα μαντίλι διπλωμένο λοξά μόνο στα δύο

σα να μην είχε τίποτα να κλείσει ή να κρατήσει

ή ν’ ανεμίσει διάπλατο σε αποχαιρετισμό.

Πάντα μου είχα μανία με τα μαντίλια,

όχι για να κρατήσω τίποτα δεμένο,

τίποτα σπόρους λουλουδιών ή χαμομήλι μαζεμένο

στους αγρούς με το λιόγερμα

ή να το δέσω τέσσερις κόμπους σαν το αντικρινό γιαπί

ή να σκουπίζω τα μάτια μου, – διατήρησα καλή την όρασή μου,

ποτέ μου δεν φόρεσα γυαλιά. Μια απλή ιδιοτροπία τα μαντίλια….

 

4

Τώρα τα διπλώνω στα τέσσερα, στα οχτώ, στα δεκάξι

ν’ απασχολώ τα δάχτυλά μου. Και τώρα θυμήθηκα

πως έτσι μετρούσα τη μουσική σαν πήγαινα στο Ωδείο

με μπλε ποδιά κι άσπρο γιακά, με δύο ξανθές πλεξούδες

κρατημένη απ’ το χέρι μιας μικρής φίλης μου ροδακινιάς

όλο φως και ροζ λουλούδια,

(συγχώρεσέ μου αυτά τα λόγια κακή συνήθεια) –

κι οι δικοί μου στήριζαν μεγάλες ελπίδες στο μουσικό μου τάλαντο.

Λοιπόν, σου’ λεγα για την πολυθρόνα

ξεκοιλιασμένη φαίνονται οι σκουριασμένες σούστες, τα άχερα

έλεγα να την πάω δίπλα στο επιπλοποιείο,

μα που καιρός και λεφτά και διάθεση τι να πρωτοδιορθώσεις; –

έλεγα να ρίξω ένα σεντόνι πάνω της, – φοβήθηκα

τ’ άσπρο σεντόνι σε τέτοιο φεγγαρόφωτο. Εδώ κάθισαν

άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα,

όπως κι εσύ κι όπως κι εγώ άλλωστε,

και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ’ το χώμα

δίχως να ενοχλούνται απ’ τη βροχή ή το φεγγάρι.

Άφησε με να έρθω μαζί σου…

 

5

Θα σταθούμε λιγάκι στην κορφή της μαρμάρινης σκάλας του Αϊ-Νικόλα,

ύστερα εσύ θα κατηφορίσεις κι εγώ θα γυρίσω πίσω

έχοντας στ’ αριστερό πλευρό μου τη ζέστα

απ’ το τυχαίο άγγιγμα του σακακιού σου

κι ακόμη μερικά τετράγωνα φώτα από μικρά συνοικιακά παράθυρα

κι αυτή την πάλλευκη άχνα απ’ το φεγγάρι

που ‘ναι σα μια μεγάλη συνοδεία ασημένιων κύκνων

και δε φοβάμαι αυτή την έκφραση, γιατί εγώ

πολλές ανοιξιάτικες νύχτες συνομίλησα

άλλοτε με το Θεό που μου εμφανίστηκε

ντυμένος την αχλύ και την δόξα ενός τέτοιου σεληνόφωτος,

και πολλούς νέους, πιο ωραίους κι από σένα ακόμη, του εθυσίασα,

έτσι λευκή κι απρόσιτη ν’ ατμίζομαι μες στη λευκή μου φλόγα,

στη λευκότητα του σεληνόφωτος,

πυρπολημένη απ’ τ’ αδηφάγα μάτια των αντρών

κι απ’ τη δισταχτικήν έκσταση των εφήβων,

πολιορκημένη από εξαίσια, ηλιοκαμένα σώματα,

άλκιμα μέλη γυμνασμένα στο κολύμπι, στο κουπί, στο στίβο,

στο ποδόσφαιρο (που έκανα πως δεν τα ‘βλεπα)

–ξέρεις, καμιά φορά, θαυμάζοντας, ξεχνάς, ό,τι θαυμάζεις,

σου φτάνει ο θαυμασμός σου,–

θε μου, τι μάτια πάναστρα, κι ανυψωνόμουν

σε μιαν αποθέωση αρνημένων άστρων

γιατί, έτσι πολιορκημένη απ’ έξω κι από μέσα,

άλλος δρόμος δε μου ‘μενε παρά μονάχα

προς τα πάνω ή προς τα κάτω.

Όχι, δε φτάνει.

Άφησε με να έρθω μαζί σου …

 

6

Το ξέρω η ώρα είναι πια περασμένη. Άφησέ με,

γιατί τόσα χρόνια, μέρες και νύχτες και πορφυρά μεσημέρια,

έμεινα μόνη, ανένδοτη, μόνη και πάναγνη,

ακόμη στη συζυγική μου κλίνη πάναγνη και μόνη,

γράφοντας ένδοξους στίχους στα γόνατα του Θεού,

στίχους που, σε διαβεβαιώ, θα μένουνε

σα λαξευμένοι σε άμεμπτο μάρμαρο

πέρα απ’ τη ζωή μου και τη ζωή σου,

πέρα πολύ. Δε φτάνει.

Άφησε με να έρθω μαζί σου.

Τούτο το σπίτι δε με σηκώνει πια.

Δεν αντέχω να το σηκώνω στη ράχη μου.

Πρέπει πάντα να προσέχεις, να προσέχεις,

να στεριώνεις τον τοίχο με το μεγάλο μπουφέ

να στεριώνεις τον μπουφέ με το πανάρχαιο σκαλιστό τραπέζι

να στεριώνεις το τραπέζι με τις καρέκλες

να στεριώνεις τις καρέκλες με τα χέρια σου

να βάζεις τον ώμο σου κάτω απ’ το δοκάρι που κρέμασε.

Και το πιάνο, σα μαύρο φέρετρο κλεισμένο. Δε τολμάς να τ’ ανοίξεις.

Όλο να προσέχεις, να προσέχεις, μην πέσουν, μην πέσεις. Δεν αντέχω.

Άφησε με να έρθω μαζί σου…..

 

7

Τούτο το σπίτι, παρ όλους τους νεκρούς του,

δεν εννοεί να πεθάνει.

Επιμένει να ζει με τους νεκρούς του

να ζει απ’ τους νεκρούς του

να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του

και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του

σ’ ετοιμόρροπα κρεβάτια και ράφια.

Άφησε με να έρθω μαζί σου.

Εδώ, όσο σιγά κι αν περπατήσω μες στην άχνα της βραδιάς,

είτε με τις παντούφλες, είτε ξυπόλυτη,

κάτι θα τρίξει, – ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,

κάποια βήματα ακούγονται, – δεν είναι δικά μου.

Έξω, στο δρόμο μπορεί να μην ακούγονται τούτα τα βήματα, –

η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, –

κι αν κάνεις να κοιτάξεις σ’ αυτόν ή τον άλλον καθρέφτη,

πίσω απ’ την σκόνη και τις ραγισματιές,

διακρίνεις πιο θαμπό και πιο τεμαχισμένο το πρόσωπό σου,

το πρόσωπο σου που άλλο δε ζήτησες στη ζωή παρά να το κρατήσεις

καθάριο κι αδιαίρετο.

Τα χείλη του ποτηριού γυαλίζουν στο φεγγαρόφωτο

σαν κυκλικό ξυράφι πώς να το φέρω στα χείλη μου;

όσο κι αν διψώ, – πως να το φέρω; – Βλέπεις;

έχω ακόμη διάθεση για παρομοιώσεις, – αυτό μου απόμεινε,

αυτό με βεβαιώνει ακόμη πως δεν λείπω.

Άφησε με να έρθω μαζί σου….

 

8

Φορές-φορές, την ώρα που βραδιάζει, έχω την αίσθηση

πως έξω απ’ τα παράθυρα περνάει ο αρκουδιάρης

με τη γριά βαρειά του αρκούδα

με το μαλλί της όλο αγκάθια και τριβόλια

σηκώνοντας σκόνη στο συνοικιακό δρόμο

ένα ερημικό σύννεφο σκόνη που θυμιάζει το σούρουπο

και τα παιδιά έχουν γυρίσει σπίτια τους για το δείπνο

και δεν τ’ αφήνουν πια να βγουν έξω

μ’ όλο που πίσω απ’ τους τοίχους μαντεύουν

το περπάτημα της γριάς αρκούδας

κι η αρκούδα κουρασμένη πορεύεται μες στη σοφία της μοναξιάς της,

μην ξέροντας για πού και γιατί

έχει βαρύνει, δεν μπορεί πια

να χορεύει στα πισινά της πόδια

δεν μπορεί να φοράει τη δαντελένια σκουφίτσα της

να διασκεδάζει τα παιδιά, τους αργόσχολους, τους απαιτητικούς,

και το μόνο που θέλει είναι να πλαγιάσει στο χώμα

αφήνοντας να την πατάνε στην κοιλιά,

παίζοντας έτσι το τελευταίο παιχνίδι της,

δείχνοντας την τρομερή της δύναμη για παραίτηση,

την ανυπακοή της στα συμφέροντα των άλλων,

στους κρίκους των χειλιών της, στην ανάγκη των δοντιών της,

την ανυπακοή της στον πόνο και στη ζωή

με τη σίγουρη συμμαχία του θανάτου έστω κι ενός αργού θανάτου

την τελική της ανυπακοή στο θάνατο

με τη συνέχεια και τη γνώση της ζωής

που ανηφοράει με γνώση και με πράξη πάνω απ τη σκλαβιά της.

Μα ποιος μπορεί να παίξει ως το τέλος αυτό το παιχνίδι;

Κι η αρκούδα σηκώνεται πάλι και πορεύεται

υπακούοντας στο λουρί της, στους κρίκους της, στα δόντια της,

χαμογελώντας με τα σκισμένα χείλη της

στις πενταροδεκάρες που της ρίχνουνε

τα ωραία κι ανυποψίαστα παιδιά

(ωραία ακριβώς γιατί είναι ανυποψίαστα)

και λέγοντας ευχαριστώ. Γιατί οι αρκούδες που γεράσανε

το μόνο που έμαθαν να λένε είναι: ευχαριστώ, ευχαριστώ.

Άφησέ με να έρθω μαζί σου….

 

9

Τούτο το σπίτι με πνίγει. Μάλιστα η κουζίνα

είναι σαν το βυθό της θάλασσας.

Τα μπρίκια κρεμασμένα γυαλίζουν σα στρογγυλά,

μεγάλα μάτια απίθανων ψαριών,

τα πιάτα σαλεύουν αργά σαν τις μέδουσες,

φύκια κι όστρακα πιάνονται στα μαλλιά μου

δεν μπορώ να τα ξεκολλήσω ύστερα,

δεν μπορώ ν’ ανέβω πάλι στην επιφάνεια

ο δίσκος μου πέφτει απ’ τα χέρια άηχος, – σωριάζομαι

και βλέπω τις φυσαλίδες απ’ την ανάσα μου ν’ ανεβαίνουν, ν’ ανεβαίνουν

και προσπαθώ να διασκεδάσω κοιτάζοντές τες

κι αναρωτιέμαι τι θα λέει αν κάποιος βρίσκεται

από πάνω και βλέπει αυτές τις φυσαλίδες,

τάχα πως πνίγεται κάποιος ή πως ένας δύτης ανιχνεύει τους βυθούς;

Κι αλήθεια δεν είναι λίγες οι φορές που ανακαλύπτω εκεί,

στο βάθος του πνιγμού, κοράλλια και μαργαριτάρια

και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων,

απρόοπτες συναντήσεις, και χτεσινά και σημερινά μελλούμενα,

μιαν επαλήθευση σχεδόν αιωνιότητας,

κάποιο ξανάσαμα, κάποιο χαμόγελο αθανασίας, όπως λένε,

μιαν ευτυχία, μια μέθη, κι ενθουσιασμόν ακόμη,

κοράλλια και μαργαριτάρια και ζαφείρια,

μονάχα που δεν ξέρω να τα δώσω όχι τα δίνω,

μονάχα που δεν ξέρω αν μπορούν να τα πάρουν

πάντως εγώ τα δίνω.

Άφησέ με να έρθω μαζί σου….

 

10

Μια στιγμή, να πάρω τη ζακέτα μου.

Τούτο τον άστατο καιρό, όσο να ‘ναι, πρέπει να φυλαγόμαστε.

Έχει υγρασία τα βράδια, και το φεγγάρι

δε σου φαίνεται, αλήθεια, πως επιτείνει την ψύχρα;

Άσε να σου κουμπώσω το πουκάμισο τι δυνατό το στήθος σου,

–τι δυνατό φεγγάρι, – η πολυθρόνα, λέω κι όταν σηκώνω

το φλιτζάνι απ’ το τραπέζι

μένει από κάτω μια τρύπα σιωπή, βάζω αμέσως την παλάμη μου επάνω

να μην κοιτάξω μέσα, – αφήνω πάλι το φλιτζάνι στη θέση του,

και το φεγγάρι μια τρύπα στο κρανίο του κόσμου

μην κοιτάξεις μέσα,

έχει μια δύναμη μαγνητική που σε τραβάει μην κοιτάξεις,

μην κοιτάχτε,

ακούστε με που σας μιλάω θα πέσετε μέσα.

Τούτος ο ίλιγγος ωραίος, ανάλαφρος θα πέσεις,–

ένα μαρμάρινο πηγάδι το φεγγάρι,

ίσκιοι σαλεύουν και βουβά φτερά, μυστηριακές φωνές δεν τις ακούτε;

Βαθύ-βαθύ το πέσιμο,

βαθύ-βαθύ το ανέβασμα,

το αέρινο άγαλμα κρουστό μες στ’ ανοιχτά φτερά του,

βαθειά-βαθειά η αμείλικτη ευεργεσία της σιωπής,–

τρέμουσες φωταψίες της άλλης όχθης,

όπως ταλαντεύεσαι μες στο ίδιο σου το κύμα,

ανάσα ωκεανού. Ωραίος, ανάλαφρος

ο ίλιγγος τούτος, – πρόσεξε, θα πέσεις.

Μην κοιτάς εμένα,

εμένα η θέση μου είναι το ταλάντευμα ο εξαίσιος ίλιγγος.

Έτσι κάθε απόβραδο έχω λιγάκι πονοκέφαλο, κάτι ζαλάδες…

 

11

Συχνά πετάγομαι στο φαρμακείο απέναντι για καμιάν ασπιρίνη,

άλλοτε πάλι βαριέμαι και μένω με τον πονοκέφαλό μου

ν’ ακούω μες στους τοίχους τον κούφιο θόρυβο που κάνουν οι σωλήνες του νερού,

ή ψήνω έναν καφέ, και, πάντα αφηρημένη,

ξεχνιέμαι κ ετοιμάζω δυο ποιος να τον πιει τον άλλον; –

αστείο αλήθεια, τον αφήνω στο περβάζι να κρυώνει

ή κάποτε πίνω και τον δεύτερο, κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο

τον πράσινο γλόμπο του φαρμακείου

σαν το πράσινο φως ενός αθόρυβου τραίνου

που έρχεται να με πάρει

με τα μαντίλια μου, τα στραβοπατημένα μου παπούτσια,

τη μαύρη τσάντα μου, τα ποιήματα μου,

χωρίς καθόλου βαλίτσες τι να τις κάνεις;

Άφησέ με να έρθω μαζί σου….

 

12

Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Όχι, δε θα έρθω. Καληνύχτα.

Εγώ θα βγω σε λίγο. Ευχαριστώ. Γιατί, επιτέλους, πρέπει

να βγω απ’ αυτό το τσακισμένο σπίτι.

Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, – όχι, όχι το φεγγάρι

την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της,

την πολιτεία του μεροκάματου,

την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της

την πολιτεία που μας αντέχει στη ράχη της

με τις μικρότητες μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,

με τις φιλοδοξίες, την άγνοιά μας και τα γερατειά μας, –

ν’ ακούσω τα μεγάλα βήματά της πολιτείας,

να μην ακούω πια τα βήματα σου

μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα.

Καληνύχτα…

 

13

(Το δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πως κάποιο σύννεφο θα έκρυψε το φεγγάρι. Μονομιάς, σαν κάποιο χέρι να δυνάμωσε το ραδιόφωνο του γειτονικού μπαρ, ακούστηκε μια πολύ γνωστή μουσική φράση. Και τότε κατάλαβα πως όλη τούτη τη σκηνή τη συνόδευε χαμηλόφωνα η «Σονάτα του Σεληνόφωτος», μόνο το πρώτο μέρος. Ο νέος θα κατηφορίζει τώρα μ’ ένα ειρωνικό κι ίσως συμπονετικό χαμόγελο στα καλογραμμένα χείλη του και μ’ ένα συναίσθημα απελευθέρωσης. Όταν θα φτάσει ακριβώς στον Άι – Νικόλα, πριν κατέβει τη μαρμάρινη σκάλα, θα γελάσει, ένα γέλιο δυνατό, ασυγκράτητο. Το γέλιο του δε θ’ ακουστεί καθόλου ανάρμοστα κάτω απ’ το φεγγάρι. Ίσως το μόνο ανάρμοστο να είναι το ότι δεν είναι καθόλου ανάρμοστο. Σε λίγο ο Νέος θα σωπάσει, θα σοβαρευτεί και θα πει: «Η παρακμή μιας εποχής». Έτσι, ολότελα ήσυχος πια, θα ξεκουμπώσει πάλι το πουκάμισό του και θα τραβήξει το δρόμο του. Όσο για τη γυναίκα με τα μαύρα, δεν ξέρω αν βγήκε τελικά απ το σπίτι. Το φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Και στις γωνίες του δωματίου οι σκιές σφίγγονται από μιαν αβάσταχτη μετάνοια, σχεδόν οργή, όχι τόσο για τη ζωή, όσο για την άχρηστη εξομολόγηση. Ακούτε; Το ραδιόφωνο συνεχίζει.)…

 

 

Πηγές :

Ανθολογία Γιάννη Ρίτσου, Επιλογή Χρύσα Προκοπάκη, Εκδόσεις Κέδρος, 2000.

Πολίτης, Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, 13η ανατύπωση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2003.

Ιστοσελίδα Γιάννη Ρίτσου στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, http://ritsos.ekebi.gr

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=38816.0#ixzz2BzqBJ8fN