Σειρά : Κοινωνικός Ακτιβισμός, Βασίλης Τακτικός
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο όρος κοινωνική οικονομία είτε αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά τους γνωστούς σε όλους συνεταιρισμούς είτε χρησιμοποιείτο αφηρημένα για να περιγράψει μια οικονομία με πιο ανθρώπινο και πιο κοινωνικό χαρακτήρα. Σε επίσημα κείμενα εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Γαλλία, στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και χρησιμοποιήθηκε από τους σοσιαλιστές για πολιτικούς και ιδεολογικούς σκοπούς. Στα επόμενα χρόνια, αρχίζουν σταδιακά, μέσα από την ίδια την κοινωνία και τις δράσεις χιλιάδων οργανώσεων, να προκύπτουν λύσεις – απάντηση στις ατέλειες του πολιτικού και οικονομικού συστήματος, αλλά και των κενών της δημοκρατίας και να πηγάζουν πρωτοβουλίες που υποκαθιστούν τη κοινωνική λειτουργία του κράτους, με συνέπεια την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Το 1989 ο όρος κοινωνική οικονομία αναφέρεται πλέον σ’ ένα ευρύτερο πεδίο επίσημων ή άτυπων οργανώσεων όπως σωματεία, συνεταιρισμούς, μη κυβερνητικές οργανώσεις, ταμεία αλληλασφάλισης κλπ κι ιδρύεται η μονάδα Κοινωνικής Οικονομίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η Διεθνής Εμπειρία
Υπολογίζεται ότι η Κοινωνική Οικονομία στην Ε.Ε. αντιπροσωπεύει το 8% των επιχειρήσεων, απασχολώντας περίπου 9 εκατομμύρια εργαζομένους, αντιπροσωπεύοντας το 7.9% της συνολικής απασχόλησης. Την ίδια στιγμή, στην Ελλάδα και την Πορτογαλία οι κοινωνικές επιχειρήσεις καλύπτουν μόλις το 1% με 2,5% της συνολικής απασχόλησης ενώ αντίθετα σε χώρες, όπως η Δανία, η Γαλλία κι η Ολλανδία το αντίστοιχο ποσοστό ανέρχεται στο 12,5% , 14,3% και 15%.
Ήδη από το 1994, στο 10ο κεφάλαιο της Λευκής Βίβλου που έχει συντάξει η Ε.Ε. για την «Ανάπτυξη, την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση» καταφαίνεται ο ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η κοινωνική οικονομία στην προώθηση της βελτίωσης της ποιότητας της ζωής των πολιτών.
Σε κάθε ανθρώπινη κοινωνία υπάρχουν έθιμα, πρότυπα συμπεριφοράς αλλά και δίκτυα αξιών που προσδιορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, σκεφτόμαστε, αποφασίζουμε, δρούμε, και λύνουμε τα προβλήματα της καθημερινότητάς μας, εξασφαλίζοντας τροφή, ένδυση, στέγη κι όσα άλλα αγαθά κι υπηρεσίες χρειαζόμαστε. Όμως, είτε μας αρέσει είτε όχι, τελικά τα πάντα, αποτιμώνται σε χρήμα με αποτέλεσμα να αποτελούν, χωρίς εξαιρέσεις, αντικείμενα οικονομικών συνδιαλλαγών και να γίνονται σχεδόν απαγορευμένα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που δεν έχει το χρήμα για να τα αγοράσει, αφού το χρήμα, ως μέσο συναλλαγής, ολοένα κι εξαφανίζεται από τα χέρια των παραγωγικών τάξεων και μαζεύεται στα χέρια λίγων που το σωρεύουν και εκμεταλλεύονται τους τόκους, χωρίς φυσικά να το επιστρέφουν πίσω στην αγορά μέσα από την κατανάλωση, αφού όσα κι αν ξοδέψουν, αυτά που μένουν αποταμιευμένα είναι πάντα πολύ, μα πολύ περισσότερα. Σήμερα, το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού της γης, μοιράζεται το 86% του παγκόσμιου ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (Α.Ε.Π.) -κι αν αυτό δεν γίνεται αντιληπτό σαν έννοια- αναλογιστείτε ότι μόνον ο Μπιλ Γκέιτς έχει περιουσία, μεγαλύτερη από το ακαθάριστο εθνικό προϊόν της Πορτογαλίας! Ο οικονομολόγος Silvio Gesell (Σύλβιο Γκέσελ) στο βιβλίο του «Φυσική Τάξη» υποστηρίζει ότι όταν το χρήμα δεν κυκλοφορεί αλλά αποθησαυρίζεται η οικονομία παραπαίει. Ενώ αντίθετα, όταν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι, έχουν στα χέρια τους για να καταναλώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο χρήμα, η Οικονομία -και κατά συνέπεια η κοινωνία- έχουν υγιή ανάπτυξη κι ευημερία.
Η δραστική μείωση του διαχειριστικού κόστους είναι ο άσσος στο μανίκι των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών. Η συνειδητοποιημένη κι υπεύθυνη εθελοντική προσφορά, η διευρυμένη συμμετοχή της κοινωνίας στη λήψη αποφάσεων και τη διαμόρφωση δράσεων, η άμεση αλληλεπίδραση με τους ίδιους τους ενδιαφερόμενους – αποδέκτες των προσφερομένων υπηρεσιών, ο κοινωνικός έλεγχος της εργασίας που γίνεται πολύ αποδοτικότερη, καθώς ο υπάλληλος/εργαζόμενος λογοδοτεί άμεσα στην τοπική κοινωνία αποτελούν τα δυνατά σημεία της κοινωνικής οικονομίας γενικά και των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών ειδικότερα. Έτσι η κοινωνική προσφορά μετατρέπεται σε βιώσιμη οικονομική δράση μέσω της οποίας δημιουργούνται θέσεις εργασίας και διευκολύνεται η κίνηση του χρήματος στην τοπική αγορά και κοινωνία.
Στο άμεσο μέλλον, χωρίς την μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ήπιες μορφές ενέργειας, το επακόλουθο της ενεργειακής κρίσης και η κατάρρευση των συστημάτων, θα είναι ο χειρότερος εφιάλτης στην παγκόσμια κοινωνία, με αλυσιδωτές επιδράσεις και στην παγκόσμια οικονομία. Η γεωγραφική ανισοκατανομή των ενεργειακών πόρων του πετρελαίου και φυσικού αερίου, είναι το σύνδρομο μιας παγκόσμιας ιδεολογικής ηγεμονίας της οικονομικής ολιγαρχίας, που για τη διατήρηση των προνομιών της, θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο τον πλανήτη, μέσα από ένα σύστημα εξουσίας που ελέγχεται από τα μονοπωλιακά συμφέροντα. Αυτό αναγκαστικά αλλάξει και θα αλλάξει περισσότερο επιτακτικά στο μέλλον. Στην παρούσα ιστορική φάση, η δικαιότερη κατανομή των ενεργειακών πόρων δεν είναι μόνο ζήτημα ηθικής επιταγής, αλλά και τρόπος αντιμετώπισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και φτώχειας ως απειλής που εκδηλώνεται αυτό τον καιρό στη μητρόπολη του συστήματος στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα με το φάσμα της πτώχευσης.
Η άλλη απειλή είναι η κλιματική αλλαγή, και εδώ τον πρώτο λόγο έχουν οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών. Η λύση δεν είναι απλά η σύνθεση μιας μικτής οικονομίας, κράτους και αγοράς, αλλά η σύνθεση κράτους αγοράς, και κοινωνικής οικονομίας των ενεργών πολιτών, για την αυτο-ρύθμιση της οικονομικής προνοιακής πολιτικής.
Η κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία στη βάση της ενεργοποίησης της κοινωνίας των πολιτών δεν είναι πια μια ουτοπία. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο υλοποιούν την αλληλέγγυα οικονομία. Εργάζονται και καταναλώνουν για την ευημερία των ίδιων και των συνανθρώπων τους, και όχι για το κέρδος.
Συνεταιριστικές τράπεζες και επιχειρήσεις, τράπεζες χρόνου, συστήματα μη χρηματικών ανταλλαγών, κοινωνικές επιχειρήσεις, πανεπιστήμια, νοσοκομεία, υπηρεσίες κοινωνικής φροντίδας και κάθε λογής δραστηριότητες πολλαπλασιάζονται με το χρόνο.
Το παράδειγμα της «Ηθικής Τράπεζας» στην Ιταλία, είναι μια προοπτική που συζητείται με πολύ ενδιαφέρον τελευταία στους κόλπους των ελληνικών μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Θα μπορούσε, μάλιστα, να γίνει και ιδανικός κοινός στόχος ως ενοποιητικός παράγοντας κοινής δράσης και προσπάθειας για την υποδομή και την εξέλιξη της αυτονομίας των Μ.Κ.Ο., στο πλαίσιο της κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας στην Ελλάδα και θεωρείται εφικτός στόχος, εφόσον λειτουργεί ήδη με επιτυχία σε άλλες χώρες.
Η οικονομία αυτή εν μέρει έχει καταμετρηθεί σ’ όλα της τα μεγέθη. Ωστόσο, καθώς προοδεύουν στα οικονομικά και πολιτισμικά πεδία αυτής της επανάστασης, τα δίκτυα αλληλεγγύης θα προοδεύουν επίσης και στη σφαίρα της πολιτικής – μετασχηματίζοντας το Κράτος, δημιουργώντας και ενισχύοντας μηχανισμούς λαϊκής συμμετοχής.
Οι τεχνολογίες πληροφορικής που επιτρέπουν τη διασύνδεση των πολυποίκιλων οργανώσεων πολιτών (Μ.Κ.Ο.) τείνουν να γίνουν ρυθμιστικός παράγοντας για το Κράτος και τη δημόσια σφαίρα. Αυτό ανοίγει τη δυνατότητα νέων διαδικασιών και μηχανισμών διακυβέρνησης και από κοινού διαχείρισης, που μπορούν να προκύψουν από τα συνδυασμένα αποτελέσματα των συμμετοχικών διαδικασιών στην πολιτισμική σφαίρα, με τις συνεργατικές αλληλέγγυες οικονομικές διαδικασίες να αποτελούν την υλική βάση της κοινωνικής οικονομίας.
Για το φαινόμενο αυτό, ο παγκοσμίου φήμης Αμερικανός στοχαστής J. RIFKIN διατυπώνει:
«Η κοινωνία των πολιτών είναι ο τόπος συνάντησης για την αναπαραγωγή της κουλτούρας σε όλες της τις μορφές. Είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι συμμετέχουν στο «βαθύ παιχνίδι» της δημιουργίας του κοινωνικού κεφαλαίου και κατασκευάζουν κώδικες και κανόνες συμπεριφοράς. Η κουλτούρα βρίσκεται εκεί όπου βασιλεύουν οι εγγενείς αξίες. Η κοινωνία των πολιτών είναι το φόρουμ όπου εκφράζεται η κουλτούρα και είναι ο αρχέγονος τομέας της ανθρώπινης ζωής.
Παρά τη σημασία που έχει η κοινωνία των πολιτών για την κοινωνική ζωή, αυτή η σφαίρα δραστηριότητας, στη μοντέρνα εποχή, περιθωριοποιήθηκε από τις δυνάμεις της αγοράς και την κυβέρνηση του έθνους-κράτους. Οικονομολόγοι και ηγέτες επιχειρήσεων, ιδιαίτερα, έφτασαν να βλέπουν την αγορά ως «πρώτο τη τάξει θεσμό στις ανθρώπινες υποθέσεις».
Οι πρωτοβουλίες της κοινωνικής οικονομίας μπορεί να μοιάζουν με κοινωφελείς οργανώσεις αλλά η διαφορά τους είναι ότι δεν στηρίζονται στις παραδοσιακές μεθόδους άντλησης πόρων από δωρεές, επιδοτήσεις κλπ. παρόλο που και αυτές οι πηγές είναι παρούσες στο χρηματοδοτικό μείγμα. Το κοινό γνώρισμά τους είναι ότι επιζητούν το κέρδος με σκοπό να προσφέρουν υπηρεσίες σε αντίθεση με τις παραδοσιακές επιχειρήσεις που προσφέρουν υπηρεσίες με σκοπό να βγάλουν κέρδος. Συχνά οι οργανώσεις της Κοινωνικής Οικονομίας παίρνουν την μορφή συνεργασιών μεταξύ του δημόσιου τομέα, τοπικών επιχειρήσεων και ΜΚΟ για να αντιμετωπίσουν τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα όπως τον κοινωνικό αποκλεισμό, την φτώχεια, την εγκληματικότητα, τις μειονότητες, τα ναρκωτικά. Η την μορφή της πράσινης επιχειρηματικότητας.
Οι φορείς που δραστηριοποιούνται στην Κοινωνική Οικονομία είναι διαφόρων ειδών:
α. Επιχειρήσεις συνεταιριστικού τύπου (co-operatives). Πανευρωπαικά έχουν παρουσία κυρίως στον αγροτικό και τραπεζικό τομέα, στην παραγωγή, στη λιανική πώληση και στις υπηρεσίες
β. Τα διάφορα ταμεία αλληλοβοήθειας (Mutual Societies) με ιδιαίτερη παρουσία στην ασφάλεια υγείας και ζωής, στον τομέα των στεγαστικών δανείων κ. α.
γ. Ενώσεις και Εθελοντικά Σωματεία
δ. Ιδρύματα που χρηματοδοτούν έρευνα, τοπικά, εθνικά ή διεθνή έργα, την εθελοντική εργασία και την φροντίδα ασθενών και ηλικιωμένων.
ε. Κοινωνικές Επιχειρήσεις (Social Enterprises). Παίρνουν διάφορες μορφές και δραστηριοποιούνται κυρίως στους τομείς της κοινωνικής επανένταξης (π.χ.εκπαίδευση ανέργων) στις προσωπικές υπηρεσίες και στην τοπική ανάπτυξη μειονεκτικών περιοχών.
Εδώ μας διαφεύγει το νόημα και της σύνθεσης της ενότητας/της ηθικής, της κοινωνικής υπευθυνότητας και της κοινωνικής ωφελιμότητας που επιτυγχάνεται μέσα από την ανάπτυξη της μη κερδοσκοπικής οικονομίας. Η ανατροπή αυτής της κατάστασης μπορεί να γίνει μόνον όταν έχουν την γνώση και προπαντός το θάρρος να συνεργαστούν να συνεταιριστούν δημιουργώντας οι ίδιες κοινωνικές επιχειρήσεις, παραγωγικούς και καταναλωτικούς συνεταιρισμούς –συνεταιριστικές και ηθικές τράπεζες. Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνον όπου υπάρχει ουσιώδης κοινωνική υπευθυνότητα. Αντίθετα όπου αυτή την ευθύνη αφήνεται στο κράτος η κοινωνία αποκλεισμένη από κάθε είδους εξουσία ακόμα και συνδικαλιστικής βρίσκεται σε δυσχερή θέση έναντι της επιτήδευσης των ειδημόνων, που διαβρώνουν την αυθεντική βούληση της Κ.τ.Π.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή.