Όταν ήρθε η σειρά της, η Εστέρ Ντυφλό ανέβηκε στη σκηνή του TED, ενός από τα δημοφιλή συνέδρια στα οποία οι ομιλητές συνοψίζουν τις ιδέες τους σε περίπου 20 λεπτά και είπε: “Είμαι κοντή, Γαλλίδα και μιλάω αγγλικά με βαριά γαλλική προφορά”. Ήταν ένα αστείο με διάθεση αυτοσαρκασμού για να σπάσει ελαφρώς ο πάγος, όσο χρειάζεται για να μπορέσει ο ακροατής να δεχτεί τα σοβαρά που θα ακολουθήσουν. Αλλά γέλια δεν ακούστηκαν. Η Ντυφλό το είπε γρήγορα και αχρωμάτιστα και με το ίδιο ακριβώς ύφος συνέχισε την ομιλία της για τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να καταπολεμήσουμε τη φτώχεια.
Προ ημερών έγινε γνωστό ότι ο πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα σκέπτεται να τη συμπεριλάβει στα μέλη του Προεδρικού Συμβουλίου για την Παγκόσμια Ανάπτυξη. Όπως και να αυτοπροσδιορίζεται, όσο και να αυτοσαρκάζεται, είναι προφανές: Σε θέματα αντιμετώπισης της φτώχειας η γνώμη της Εστέρ Ντυφλό μετράει.
Η 40χρονη οικονομολόγος του ΜΙΤ δεν είναι από τους ακαδημαϊκούς που έχουν το πρόσθετο πλεονέκτημα της χαρισματικής επικοινωνίας. Δεν ανήκει στο είδος του διανοούμενου που μπορεί να εκλαϊκεύσει δημοσίως και με σαφήνεια τη σκέψη του, όπως για παράδειγμα ο Πολ Κρούγκμαν ή ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ.
Στο χώρο της παγκόσμιας διανόησης, όμως, αντιμετωπίζεται ως σταρ: έγινε καθηγήτρια μόλις στα 29 της, πήρε την υποτροφία του Ιδρύματος MacArthur, που θεωρείται διάκριση αποκλειστικά για ιδιοφυΐες, τιμήθηκε με το μετάλλιο Jones Bates Clark, το οποίο στην καριέρα ενός κορυφαίου επιστήμονα προηγείται του Νομπέλ, ενώ το “Foreign Policy” τη συμπεριέλαβε στους 100 πιο επιδραστικούς διανοητές για τη χρονιά που πέρασε (είχε προηγηθεί το “Time” το 2011).
Ακούγοντάς τη να μιλάει, σου έρχεται στο μυαλό το στερεότυπο που υπάρχει για τους ευφυείς, εμμονικούς επιστήμονες οι οποίοι, απορροφημένοι στο εργαστήριό τους, λίγο φαίνεται να ασχολούνται με ό,τι συμβαίνει έξω από αυτό. Η Ντυφλό εργάζεται όντως σε εργαστήριο, το J-Pal, το οποίο η ίδια διευθύνει στο ΜΙΤ, αλλά αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση απομονωμένο από τον κόσμο. Ο κόσμος, άλλωστε, είναι το αντικείμενό του και ειδικά το κομμάτι που εκείνο που έχει τη μεγαλύτερη ανάγκη, οι φτωχοί ανά τον πλανήτη.
Γνώση εναντίον φτώχειας
Ολόκληρη η δουλειά της Ντυφλό είναι η απάντηση σε ένα ερώτημα: ποιοι είναι οι πιο αποτελεσματικοί τρόποι για να περιορίσουμε τη φτώχεια; Η μεθοδολογία την οποία εφαρμόζει για τις εξακριβώσεις της είναι αυτή που την κατατάσσει στους πιο διακεκριμένους επιστήμονες στο χώρο της ανάπτυξης και της επιτρέπει να κινητοποιεί ΜΚΟ και φιλάνθρωπους του διαμετρήματος του Μπιλ Γκέιτς.
Δουλεύει με ελεγχόμενες δοκιμές σε τυχαία δείγματα πληθυσμών, όπως γίνεται συνήθως των καινούργιων φαρμάκων, και αυτό είναι ένας τρόπος έρευνας που ουδείς είχε εφαρμόσει προηγουμένως. Έτσι σκέπτεται, με αριθμούς και αυστηρή λογική. Πιστεύει στη συλλογή δεδομένων, στατιστικών, στη λεπτομερή καταγραφή τους και στην ευλαβική επεξεργασία τους.
Τίποτε δεν είναι δεδομένο, μόνο το ότι πρέπει να βοηθήσουμε, και αν θέλουμε να το κάνουμε, πρέπει να ξέρουμε ποιος είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος. Αυτός εξακριβώνεται μόνο με δοκιμές και δεδομένα. Το βιβλίο της με τίτλο “Γνώση εναντίον φτώχειας” (εκδ. Πόλις) είναι ακριβώς αυτό, μια καταγραφή των δοκιμών που διεξήγαγε και μια παρουσίαση των συμπερασμάτων που προέκυψαν, χωρίς άλλες απόπειρες θεωρητικοποίησης.
Αν, για παράδειγμα, θέλουμε να μειώσουμε τους θανάτους από ελονοσία, θα βοηθούσε να δώσουμε στους κατοίκους κουνουπιέρες; Και πώς θα τους αποτρέψουμε από το να τις χρησιμοποιήσουν ως δίχτυα; Θα πρέπει να τις δίνουμε δωρεάν ή με κάποιο συμβολικό αντίτιμο; Οι καλές προθέσεις σε πηγαίνουν μέχρις ενός σημείου. Η ίδια λέει ότι “το σημαντικό είναι να βρούμε ποια προγράμματα δουλεύουν, όποιος και αν τα “τρέχει”. Αν οι φιλάνθρωποι θέλουν να διαδραματίσουν μεγαλύτερο ρόλο, θα πρέπει να είναι έτοιμοι να αναλάβουν ακόμη και το ρίσκο να επενδύσουν λάθος”.
Ο μικροδανεισμός δεν βοηθάει
Οι οικονομολόγοι που δουλεύουν στο χώρο των αναπτυσσόμενων οικονομιών χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε όσους υποστηρίζουν την προσφορά, όπως ο Τζέφρι Σακς) στο πλευρό του οποίου έχει μαθητεύσει η Ντυφλό), και πιστεύουν ότι θα πρέπει να προσφέρουμε βοήθεια στους φτωχούς, και σε εκείνους που προτείνουν τη δημιουργία ζήτησης και κάνουν λόγο για αυτοβοήθεια μέσω μηχανισμών τοπικής αγοράς. Η Ντυφλό αναγνωρίζει αυτόν το διχασμό, αλλά δεν παίρνει το μέρος κανενός. Στον δεύτερο τρόπο σκέψης ανήκει και ο μικροδανεισμός, η ιδέα ότι μπορείς να χρηματοδοτείς μικρές τοπικές πρωτοβουλίες για να τονώσεις την ανάπτυξη μιας περιοχής.
Επειδή η μέθοδος είχε συζητηθεί και για το ζήτημα της Ελλάδας, τη ρωτήσαμε αν έχει παρατηρήσει περιπτώσεις στις οποίες υπήρξε επιτυχής. Η Ντυφλό απαντάει: “Όχι ιδιαίτερα. Τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν βοηθάει κανέναν να ξεφύγει πραγματικά από τη φτώχεια. Υπάρχουν αρκετές μελέτες τώρα που δείχνουν ότι δεν υπάρχει μακροπρόθεσμη αύξηση στο εισόδημα από την αύξηση της κατανάλωσης. Βέβαια, δεν έχουμε ακόμη αποτελέσματα από έρευνες σε πλουσιότερες χώρες, οπότε θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε”. Αυτός είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεται, χωρίς γενικά συμπεράσματα – μόνο ό,τι μπορεί να στηριχτεί σε στοιχεία. Στην ερώτηση, αν στις χώρες όπου έχει εργαστεί έχει εντοπίσει στοιχεία που υποστηρίζουν τη θεωρία της διάχυσης του πλούτου, μία από τις βασικές ιδέες του νεοφιλελευθερισμού, απαντάει επίσης χωρίς να παίρνει ιδεολογική θέση: “Όχι, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχω δει καμία μελέτη που να το ερευνά. Οπότε, μη ένδειξη αποτελέσματος δεν είναι ένδειξη μη αποτελέσματος.
Ηθική και μετανάστευση
Το 2009, η Ντυφλό ήταν η νεότερη γυναίκα που μίλησε στο College de France και η προσμονή για την ομιλία της συγκρίθηκε τότε με αυτή που έδειχνε ο κόσμος όταν μιλούσε ο Ζαν-Πολ-Σαρτρ. Όταν τελείωσε, το συμπέρασμα ήταν ότι το πρόσωπο της νέας γαλλικής διανόησης, σε απόκλιση από την παράδοση της “αριστερής όχθης”, ενδιαφερόταν περισσότερο για τα δεδομένα παρά για τη θεωρία.
Μετά την αμερικανική οικονομική κρίση του 2008, η κριτική κατά των οικονομολόγων, οι οποίοι κατασκεύαζαν μαθηματικά αρμονικές φόρμουλες αγνοώντας τους ανθρώπους και τη ζωή τους, εντάθηκε. Παρά τη θετικιστική της προσέγγιση, η Ντυφλό επ’ ουδενί ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Θεμελιακά, το κίνητρό της είναι ιδεαλιστικό, η βοήθεια προς τον συνάνθρωπο, και οι πρωτοβουλίες της την κατατάσσουν σε αυτούς που χαρακτηρίζουμε συνήθως “πραγματιστές ιδεαλιστές”. Η αφετηρία της από μια ηθική θέση είναι προφανής και σε αυτά που υποστηρίζει για τη μετανάστευση: “Όταν περιορίζουμε τη μετακίνηση των ανθρώπων, συντελούμε στη διερεύνηση του χάσματος μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών. Είναι πολύ αμφισβητήσιμοι ηθικά, από την οπτική των ανεπτυγμένων κρατών, οι τόσο εκτεταμένοι περιορισμοί που επιβάλλουμε. Την ίδια στιγμή, οι φτωχότεροι των φτωχών πολλές φορές δεν εκμεταλλεύονται το πλεονέκτημα της μετανάστευσης ακόμη και στη ίδια τους τη χώρα (σε αστικές περιοχές, για παράδειγμα). Θα πρέπει να καταλάβουμε γιατί συμβαίνει αυτό και βέβαια να φροντίζουμε τους ανθρώπους όπου και αν τυχαίνει να βρίσκονται”.
Η ελληνική φτώχεια
Στην Ελλάδα, σχεδόν τρία χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, έχουμε την αίσθηση ότι πλέον αποτελούμε οι ίδιοι το τηλεοπτικό θέαμα που άλλοτε παρακολουθούσαμε στην τηλεόραση. Οι καταστροφές, οι απελπισμένες διαδηλώσεις, η απόγνωση των ανθρώπων που η ζωή τους άλλαξε προς το χειρότερο, η αφήγηση των ιστοριών τους στους ρεπόρτερ, μέχρι πρόσφατα βρίσκονταν μακριά και αλλού, όσο μακριά είμαστε εμείς σήμερα από αυτό που γνωρίζαμε ως κανονικότητα. Είμαστε όλοι πιο φτωχοί, φοβόμαστε επειδή ξέρουμε ότι του χρόνου θα είμαστε ακόμη περισσότερο και δεν ξέρουμε τι να σκεφτούμε για όλη αυτή την ξαφνική φτώχεια.
Είναι όντως αυτά τα χρήματα που μπορεί να βγάζει κάποιος που εργάζεται; Πόσο καιρό μπορείς να μείνεις χωρίς δουλειά; Θα πρέπει να λυπόμαστε τον εαυτό μας; Θα πρέπει να συγκρινόμαστε με τους άλλους Ευρωπαίους; Με τους Ανατολικούς; Μπορούμε να στενοχωριόμαστε πλέον όταν βλέπουμε τους φτωχούς του υπόλοιπου κόσμου; Μπορούμε να συγκρίνουμε τα παιδιά στην Ελλάδα με τα παιδιά στον Νίγηρα; Έχει νόημα; Η Ντυφλό απαντάει: “Εξαρτάται από το σκοπό και τον τρόπο. Η φτώχεια είναι από αρκετές απόψεις διαφορετικό πράγμα στις πλούσιες από ό,τι στις φτωχές χώρες. Αν είσαι φτωχός στο Μπαγκλαντές, ας πούμε, σημαίνει ότι οι πιθανότητες να επιβιώσεις παραπάνω από τον πρώτο χρόνο της ζωής σου είναι πολύ διαφορετικές από ό,τι αν δεν ήσουν. Δεν ισχύει το ίδιο στην Ελλάδα.
Από την άλλη, αν είσαι φτωχός στη Ελλάδα, ίσως υπάρχει ένα αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού, το οποίο δεν υπάρχει, για παράδειγμα, στην Ινδία, επειδή δεν είσαι ο μόνος. Αυτό κάνει τη φτώχεια χειρότερη. Υπάρχουν, όμως, και κοινοί παράγοντες, κοινά προβλήματα και ίσως κοινές λύσεις. Για παράδειγμα, οι φτωχοί, και στις πλούσιες και στις φτωχές χώρες, κατακλύζονται από πράγματα που πρέπει να φροντίσουν και μικροαποφάσεις που πρέπει να πάρουν. Και στις δύο περιπτώσεις, ο κύριος στόχος της πολιτικής θα πρέπει να είναι να κάνει τη ζωή τους πιο εύκολη.
Λίγες ημέρες μετά τη συνέντευξη, η Εστέρ Ντυφλό έφυγε για την Ινδία, τη δεύτερη “μεγάλη έδρα” του εργαστηρίου της, εκεί όπου το 70% του πληθυσμού ζει με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα.
Πηγή: BHmagazino