του Νίκου Γιαννή*
Στον Λεβιάθαν, το 1651, ο Τόμας Χομπς εκκινεί από τη θέση ότι η φυσική, προ-κοινωνική κατάσταση των ανθρώπων είναι αυτή του πολέμου όλων εναντίον όλων. Η τάξη μπορεί να επιτευχθεί όταν μια ισχυρή εξουσία είναι ικανή να περιορίσει και πειθαρχήσει τη συμπεριφορά των ανθρώπων, οι οποίοι ενδιαφέρονται μόνον για τον εαυτό τους. Έτσι γεννήθηκαν διάφορες σχολές διαμόρφωσης πολιτικών συστημάτων μιας τέτοιας ισχυρής εξουσίας, ώστε τα πράγματα να ρυθμίζονται άνωθεν και να καταστέλλεται το εγώ, ολοκληρωτικά (ολοκληρωτισμός) ή εν μέρει (σοσιαλδημοκρατία και κρατικιστικός συντηρητισμός). Για τον, εκ των βασικών ιστορικών εισηγητών του φιλελευθερισμού, Ανταμ Σμιθ (1723-1790), Σκωτσέζο ηθικό φιλόσοφο και πρωτεργάτη της πολιτικής οικονομίας, η κοινωνία απαρτίζεται επίσης από ιδιοτελή άτομα, αλλά εφόσον τους αναγνωρίζεται το απαραβίαστο της ελευθερίας το τελικό συνολικό αποτέλεσμα ως φυσικό δικαίωμα, οδηγεί μάλλον σε μια αυτο-ρυθμιζόμενη ευημερία παρά σε μια βίαιη αναρχία.
Η ρεαλιστική σχολή στις διεθνείς σχέσεις υποστηρίζει ότι τα κράτη υπηρετούν αποκλειστικώς τα συμφέροντα τους και πως η συμμετοχή τους στις διεθνείς σχέσεις διαμορφώνεται επί τη βάσει της ισχύος. Το ίδιο στο εσωτερικό των κρατών, είναι ισχυρή η θεωρία (πανίσχυρη στην Ελλάδα) ότι τα πολιτικά κόμματα είναι καταδικασμένα στο πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού που αναπτύσσεται στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία να μην αποκλίνουν στο παραμικρό από το συμφέρον τους προκειμένου να διατηρήσουν ή να καταλάβουν την εξουσία, παραγνωρίζοντας αναπόφευκτα σε τελευταία ανάλυση ακόμη και τον ρόλο ύπαρξης τους, που είναι η προαγωγή ενός, αδύνατου υπό αυτές της συνθήκες, γενικού καλού. Στην ίδια γραμμή σκέψης, το πελατειακό σύστημα δεν είναι κάτι άλλο από την ανάγκη επιβίωσης ή επικράτησης των αιρετών πολιτικών προσώπων, που αν παραβλέπουν τους αμείλικτους κανόνες του, παραγκωνίζονται σχεδόν αυτομάτως από τους υπολοίπους «παίκτες», οι οποίο διαθέτουν εξ’ ορισμού μια άκαμπτη προσωπική στρατηγική, με βάση την οποία αρθρώνουν τις συμμαχίες τους σε άτομα ή τμήματα της κοινωνίας έτσι ώστε να εκλέγονται. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και εντός των δημοσίων υπηρεσιών ως προς την κα(τά)ληψη και κατοχή των θέσεων ευθύνης, όπου εκτυλίσσεται μονίμως ένα ανελαστικό παίγνιο εξουσίας. Αλλά και στον ιδιωτικό τομέα τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά, αφού η, επίσημα διακηρυγμένη από τη φύση του τομέα, στάθμιση δρώντων προσώπων και επιχειρήσεων δεν μπορεί να είναι οποιαδήποτε άλλη από αυτήν του συμφέροντος.
Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης εξηγεί πράγματι τα πάντα; Homo homini lupus est? Ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άλλο άνθρωπο; «Ο θάνατος σου η ζωή μου», «όλα ή τίποτα», «άσπρο ή μαύρο», «καθαρές λύσεις αντί συμβιβασμών», «ο καθένας ενδιαφέρεται για την πάρτη του»; Είναι όμως πράγματι έτσι, είναι έτσι ακριβώς; Η υπόθεση μας εδώ είναι ότι δεν είναι έτσι ή ότι δεν είναι έτσι καταρχήν. Υπάρχει ανταγωνισμός, πολλές φορές σκληρός και ανελέητος, ναι, υπάρχει και η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος, ναι, ωστόσο δεν είναι τα μόνα που υπάρχουν στις διάφορες μορφές συμβίωσης. Ταυτοχρόνως υπάρχει συνεργασία, αλλά και αλληλεγγύη, ιδεολογικά κίνητρα, οικουμενικές και ανθρωπιστικές αιτίες συμπεριφοράς, οσάκις και αλτρουισμός.
Φαίνεται λοιπόν ότι σε αντίθεση με ότι ισχυρίζονται οι θεωρίες της ορθολογικής επιλογής (rational choice), υπάρχουν ισχυρά στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η συνεργασία διαδραματίζει έναν πολύ πιο σημαντικό ρόλο στην ανθρώπινη συμπεριφορά απ’ ότι νομίζουμε. Η διεύρυνση των οριζόντων της θεωρητικής βιολογίας που έχει επέλθει, κάνει την υπόθεση ότι η συνεργασία δεν είναι μια εξελικτική ανωμαλία, αλλά αντιθέτως, ένας οδηγός των σύνθετων μορφών της οργανικής και κοινωνικής οργάνωσης. Η συνεργασία ήταν μέρος της συμπεριφοράς των πρωταρχικών οργανισμών πολύ πριν την ανάπτυξη του ανθρώπινου είδους στην Αφρική. «Ένας σημαντικός συντελεστής της τάσης μας προς συνεργασία φαίνεται να είναι βιολογικός». Τα παιδιά μας, εμάς των ανθρώπων είναι πρόθυμα να συνεργαστούν προτού να εισαχθούν στους κανόνες της πολιτισμένης κοινωνίας και έχουν την τάση να βοηθούν όσους έχουν ανάγκη και χωρίς μάλιστα να εξαρτούν τη βοήθεια που προσφέρουν από ανταπόδοση. Αντιθέτως η ανταπόδοση υπονομεύει αυτή την τάση φιλαλληλίας!
H συνεργασία, με βάση την πολύ πρόσφατη μελέτη των Μέσνερ, Γκουαρίν και Χάουν φαίνεται να διέπεται από ένα σχετικά μικρό σύνολο βασικών μηχανισμών, το οποίο αποκαλούν το εξάγωνο της συνεργασίας. Αυτοί οι μηχανισμοί έχουν επανειλημμένα επιβεβαιωθεί ότι επηρεάζουν το αποτέλεσμα των ανθρωπίνων αλληλεπιδράσεων και προσδιορίζουν αν η συνεργασία μπορεί να είναι ή όχι βιώσιμη στον χρόνο. Πρώτη μεταξύ αυτών των μηχανισμών είναι (α) η αμοιβαιότητα, δηλαδή, η πολύ ισχυρή αποστροφή που έχουμε στο να μας εξαπατούν. Η αμοιβαιότητα εγκαθιδρύεται καλύτερα όταν υπάρχει (β) εμπιστοσύνη, όταν μπορούμε να (γ) επικοινωνούμε για ν’ ανταλλάσσουμε πληροφορίες, όταν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε (δ) τη φήμη, το τι λέγεται ευρέως, για την αξιολόγηση της αξιοπιστίας και (ε) όταν αντιλαμβανόμαστε την αλληλεπίδραση που συντελείται ως δίκαιη. Είναι πολύ δύσκολο να ευδοκιμήσει ή να αντέξει η συνεργασία εάν εκλείπουν αυτά τα πέντε στοιχεία. Συχνά (στ) η χρήση ή η απειλή χρήσης τιμωρίας, ή καλύτερα συνεπειών ως απόρροια μιας συμπεριφοράς, μπορεί να συνιστά έναν αποτελεσματικό μηχανισμό για να κρατούνται οι λαθρεπιβάτες μέσα στο παιχνίδι και να διατηρείται η συνεργασία σε ευρύτερα σύνολα. Τέλος, η συνεργασία διατηρείται, δια του συνδετικού ιστού μιας ενιαίας ταυτότητας. Οι άνθρωποι που μοιράζονται κοινά φυσικά και πνευματικά χαρακτηριστικά, συμφέροντα, ιδέες ή αφηγήσεις, περιέρχονται σε μια κατάσταση κοινότητας συνεργασίας πολύ πιο εύκολα από ό, τι εκείνοι που δεν μοιράζονται αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά.
Επομένως, ίσως αξίζει να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας και τις δυνάμεις μας στην αξιοποίηση και θέση σε ισχύ αυτών των έξι μηχανισμών. Η επιτυχής συνεργασία επί 60 χρόνια –δύο γενεές-, των επί αιώνες αιμματοβαμμένων εχθρών Γάλλων και Γερμανών αλλά και πολλών άλλων εκ των 28 κρατών – μελών πλέον, στο πλαίσιο της ΕΕ, δεν αποτελεί εξάλλου μια λαμπρή επιτυχία της ανάπτυξης αυτών των μηχανισμών συνεργασίας, μια ένεση ελπίδας για όλη την ανθρωπότητα και μια οικτρή διάψευση των ρεαλιστών, του απαρασάλευτου συμφέροντος και των πάσης φύσεως θιασωτών της βίας; Οι μηχανισμοί αυτοί δεν σφυρηλατήθηκαν κυρίως στην υψηλή πολιτική και τις εθνικές διπλωματίες, αλλά στην οικονομία, στη δημοκρατία της αγοράς δηλαδή, είτε αυτή απαντάται ως κοινωνική οικονομία της αγοράς (γερμανικό πρότυπο), είτε ως νέο-φιλελευθερισμός, είτε ως σοσιαλδημοκρατικό κράτος πρόνοιας. Η οικονομία έπαιξε και παίζει τον ρόλο του καταλύτη αυτής της προωθημένης συνεργασίας μεταξύ ανθρώπων, στο πλαίσιο της Ε.Έ. Εκεί οικοδομήθηκε η ΕΕ, με βάση τη λειτουργική κι ακόμη περισσότερο τη νεολειτουργική θεωρία, επομένως εκεί ίσως αξίζει να αναζητήσουμε τη διέξοδο στην παρούσα κρἰση. Το ποιοτικό άλμα προς την πολιτική ένωση και τη συνταγματοποίηση της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ευρωπαϊκού δήμου ο οποίος ήδη οικοδομείται ως απότοκος της ενιαίας αγοράς και της δοκιμασμένης πολυ-επίπεδης και ευρείας συνεργασίας σε αυτήν.
Είναι λοιπόν η ώρα για την αναβάθμιση της οικονομίας σε έναν ανανεωμένο και επικαιροποιημένο ενοποιητικό επιταχυντή, εμπλουτίζοντας την οικονομία (δημόσια και ιδιωτική) με τη μέγιστη λογοδοσία, κοινωνική υπευθυνότητα και συνέργειες με τους φορείς της κοινωνίας πολιτών και επιβεβαιώνοντας την εσωτερική δύναμη και την εξωτερική ακτινοβολία του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου.
Η οικονομία, είτε ως επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση, είτε ως τέχνη της διαχείρισης των εσόδων και εξόδων, είτε ως πράξεις με σκοπό την αποταμίευση, θα μπορούσε να καθιστά περιττό τον επιθετικό προσδιορισμό «κοινωνική» και την κοινωνική οικονομία έννοια στερούμενη νοήματος. Κι όμως, η κοινωνική οικονομία δεν είναι περιττολογία, πλεονασμός ή υπερβολή, ούτε ανακριβολογία, ούτε αντίφαση.
Πράγματι, η κοινωνική οικονομία δεν έχει πολλά χρόνια που αναγνωρίστηκε ως διακριτό σύνολο οικονομικών φορέων, άρα ως διακριτή επιστήμη, τέχνη και αποταμιευτική συμπεριφορά. Ωστόσο, οι φορείς και η πράξη της κοινωνικής οικονομίας δεν είναι τόσο νέο φαινόμενο, παρά την έλλειψη αναγνώρισης, δηλαδή παρά την απουσία συνείδησης εκείνων που επιδίδονται σε αυτήν, ότι αυτό που πράττουν αποτελεί οικονομική δραστηριότητα διακριτή του παραδοσιακού διαχωρισμού μεταξύ ανθρωπίνων ενεργειών που ανήκουν στην ιδιωτική – κερδοσκοπική από τη μια ή στη δημόσια σφαίρα από την άλλη.
Η παροχή δημοσίων αγαθών ή υπηρεσιών έχει αναμφισβήτητα οικονομικά χαρακτηριστικά, έσοδα – έξοδα, αποταμίευση ή αποθεματικό και μελετάται στο πλαίσιο της πολιτικής οικονομίας ή μακροοικονομίας. Από την άλλη, η ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα, ατομική ή επιχειρηματική, που μελετάται κυρίως στο πλαίσιο της μικροοικονομίας, δεν αφίσταται κοινωνικής σημασίας. Είτε με, όχι αναγκαστικά ηθελημένες, ωστόσο ευεργετικές τελικώς, συνέπειες υπέρ του κοινωνικού συνόλου ή άλλων ανθρώπων με βάση τις φιλελεύθερες αντιλήψεις περί της αοράτου χειρός, αφού η επιδίωξη του ατομικού και επιχειρηματικού κέρδους επαναδιαχέει στην κοινωνία μέρος ή το όλον αυτού. «Επιδιώκοντας το συμφέρον μου συμβάλλω άθελα μου στη προαγωγή του κοινού καλού». Είτε με συνειδητό τρόπο και εμπρόθετη ιδιωτική οικονομική συμπεριφορά που κατατείνει στην ικανοποίηση αναγκών μέρους ή, σπανιότερα, όλης της κοινωνίας. Αυτό συντελείται διαμέσου, (α) της οικειοθελώς ανειλημμένης εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, ή (β) αυτού που αποκαλούμε συνηθέστερα ως κοινωνική οικονομία.
Γι’ αυτό ακριβώς, όπως και η εταιρική κοινωνική ευθύνη, έτσι και η κοινωνική οικονομία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μέρος ενός τρίτου τομέα, ο οποίος, επέκεινα τόσο της ιδιωτικής όσο και της δημόσιας δραστηριότητας, περιλαμβάνει, εκτός από την παραπάνω οικονομική οργάνωση εταιρικών – κερδοσκοπικών φορέων με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (μη αναδιανομή υψηλού κέρδους ή καθόλου κέρδους κ.α.) προς διακηρυγμένη κάλυψη κοινωνικών αναγκών, τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών (Ο.Κ.Π), τα Ιδρύματα, τους συλλόγους, τις Μ.Κ.Ο, τις ενώσεις πολιτών, τα κληροδοτήματα, κ.λπ.
Βεβαίως και οι δύο περιπτώσεις, (α) φορείς κοινωνικής οικονομίας ή κοινωνικής επιχειρηματικότητας και (β) φορείς της κοινωνίας πολιτών με μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα, αφού αποτελούν προϊόν της ελεύθερης βούλησης πολιτών, χωρίς τα καταναγκαστικά στοιχεία δηλαδή που περιέχει η «νόμιμη βία» της κρατικής δράσης (νόμοι, φόροι, κρατική διοίκηση και υπηρεσίες), συνιστούν εκδηλώσεις του «ιδιωτικού», ενός αυθόρμητου και οικειοθελούς ιδιωτικού, με σκοπό την προαγωγή κοινωφελών σκοπών. Μικρή σημασία ωστόσο έχει, τουλάχιστον από πρακτική άποψη, αν πρόκειται για μια sui generis εκδήλωση του ιδιωτικού, της ιδιωτικής σφαίρας της ανθρώπινης κινητοποίησης, ή αν πρόκειται για έναν αυθύπαρκτο τρίτο τομέα που κείται μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, δεδομένου ότι παρά την εθελοντική, ιδιωτική κινητοποίηση των συντελεστών του, τα κίνητρα τους παραμένουν εστιασμένα στην κοινωφέλεια και όχι στο ατομικό οικονομικό κέρδος, ή, σε κάθε περίπτωση, στη μη μεγιστοποίηση ενός τέτοιου κέρδους.
Οι εξελίξεις του 1989 και η κατάρρευση της ουτοπικής προσδοκίας για μια ολική κανονιστική ρύθμιση του κόσμου και κατά συνέπεια για μια οριστική αντιμετώπιση των δεινών μας, ανέδειξε μια πρωτόγνωρη στην ιστορία ορμή, αποσπασματικής πλην όμως βαθειά ενσυνείδητης και εθελοντικής αλληλεγγύης μεταξύ ατόμων και όχι πλέον μιας άνωθεν επιβεβλημένης αλληλεγγύης από εξουσιαστικά μορφώματα και, σε μεγάλο βαθμό, κρατικά υποκινούμενες και οργανωμένες.
Ο όρος «κοινωνική οικονομία» εμφανίζεται για πρώτη φορά στη Γαλλία προς το τέλος της πεντηκονταετίας μετά τη γαλλική επανάσταση και συν τω χρόνω διέσχισε τα γαλλικά σύνορα, συναντώντας σοβαρή απήχηση στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Όντως, οι φορείς της κοινωνικής οικονομίας αποτελούν έκτοτε όλο και πιο σημαντικούς παράγοντες για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, σε ευρωπαϊκό, εθνικό και περιφερειακό-τοπικό επίπεδο.
Το χαρακτηριστικό γνώρισμα των φορέων κοινωνικής οικονομίας σε σχέση με τις παραδοσιακές επιχειρήσεις, είναι το γεγονός ότι δεν εξαντλούνται στην επιδίωξη του κέρδους και στη διανομή του στους μετόχους. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, «ποιος είναι το αφεντικό» έχει σημασία. Τα δικαιώματα ιδιοκτησίας σε μια κοινωνική επιχείρηση δεν αναγνωρίζονται στους επενδυτές αλλά σε εκείνους τους οποίους αφορά η δράση της (stakeholders), ήτοι εργαζόμενοι, πελάτες, ακόμη και εθελοντές. Έτσι σε σχέση με τους κλασικούς συντελεστές της παραγωγής, οι φορείς κοινωνικής οικονομίας τείνουν να ιεραρχούν τον άνθρωπο και την εργασία πάνω από το κεφάλαιο και όχι μόνον κατά το μέρος που αφορά τη διανομή των κερδών. Επομένως η διατήρηση της απασχόλησης και η ποιότητα των υπηρεσιών μπορεί να προηγούνται έναντι μιας αυξημένης κερδοφορίας.
Επιπλέον, μεταξύ των σκοπών που επιδιώκουν οι οργανισμοί κοινωνικής οικονομίας, συγκαταλέγονται τόσο η παροχή αγαθών και υπηρεσιών στα μέλη ή στην κοινότητά ανθρώπων αναφοράς τους, όσο και η επιδίωξη στόχων που ωφελούν γενικότερα την ευρύτερη κοινωνία. Η δυνατότητα προσφοράς απασχόλησης περιλαμβάνεται. Άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα είναι, η συμμετοχική λήψη αποφάσεων (κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονται με ψηφοφορία όλων των μελών τους), η επανεπένδυση των κερδών, ο προσανατολισμός στην ανάπτυξη της κοινότητας και η ύπαρξη κοινωνικού αντίκτυπου από τη δραστηριότητα τους.
Το συνεταιριστικό κίνημα θεωρείται ότι έλκει τη καταγωγή του από μια πόλη με κύρια παραγωγική δραστηριότητα την κλωστοϋφαντουργία, το Ρότσντεϊλ. Το 1844 οι σκληρές συνθήκες και η ανεπαρκής προστασία των καταναλωτών, προκάλεσαν 28 εργαζόμενους να διαμορφώσουν μια εναλλακτική προσέγγιση ως προς την προμήθεια τροφίμων και άλλων αγαθών, κοινωνικών και εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων. Δημιούργησαν μια συνεταιριστική εταιρεία λιανεμπορίου, με την επωνυμία «Δίκαιη Εταιρεία των Πρωτοπόρων του Ρότσντεϊλ» Rochdale (Equitable Pioneers Society). Οι σκαπανείς του Ρότσντεϊλ άνοιξαν κατάστημα πουλώντας υγιεινά τρόφιμα σε καλές τιμές. Έτσι η επιχείρηση υπηρετούσε τα μέλη της, τα οποία παραλλήλως ήταν ιδιοκτήτες, αλλά και επιχειρηματίες και πελάτες. Ένα μέρος των κερδών επέστρεφε στα μέλη, κατ’ αναλογίαν των αγορών τους. Όλα τα μέλη είχαν τα ίδια δικαιώματα ψήφου, ανεξαρτήτως αριθμού εταιρικών μεριδίων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαμορφώθηκαν οι Συνεταιριστικές Αρχές του Ρότσντεϊλ: εθελοντική και ελεύθερη συμμετοχή, δημοκρατική διοίκηση, δηλαδή ένα άτομο = μία ψήφος, διανομή πλεονάσματος κατ’ αναλογία των αγορών των μελών (μέρισμα) και παροχή εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων για τα μέλη και τους εργαζομένους. Οι αρχές του Ρότσντεϊλ υιοθετήθηκαν από τη Διεθνή Συνεταιριστική Ένωση (ICA), για τον ορισμό των βασικών χαρακτηριστικών όλων των συνεταιρισμών.
Στην Ευρώπη της μεγαλύτερης κρίσης που διήλθε ποτέ, η κοινωνική οικονομία καθώς και η κοινωνική επιχειρηματικότητα αντιπροσωπεύουν μια τεράστια πηγή έμπνευσης και δυναμισμού για την επίτευξη μιας ολοκληρωμένης και βιώσιμης ανάκαμψης. Εξάλλου, τόσο η πρόοδος της ευρωπαϊκής ενοποίησης όσο και της κοινωνίας πολιτών – εθελοντισμού, ειδικώς μετά το annus mirabilis 1989, αποτελούν εκφράσεις επικράτησης της υπόθεσης μιας οικονομίας της συνεργασίας ως οικειοθελούς, δηλαδή εν ελευθερία, υποστολής των διαφόρων ατομικών και συλλογικών «εγώ», που βεβαίως δεν υποκαθιστά το συμφέρον και την επιβίωση αλλά τους αμφισβητεί το μονοπώλιο και τα εμποτίζει ποιοτικά. Πραγματικά ελεύθερος είναι ένας ηθικά αυτοδεσμευτικός κόσμος.
Στον κόσμο, ο ρόλος της κοινωνίας πολιτών, της κοινωνικής οικονομίας και της υπεύθυνης επιχειρηματικότητας, έχει πλέον έναν τεράστιο ρόλο για τη ζωή όλων μας. Στο Παγκόσμιο Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός ο ρόλος αυτός έχει αποκτήσει ήδη περίοπτη θέση. Όπως τονίζεται[7], οι τρεις τομείς, των επιχειρήσεων, των κρατών και της κοινωνίας πολιτών, δεν μπορούν πλέον να δρουν απομονωμένοι μεταξύ τους. Ο ρόλος της κοινωνίας πολιτών θα κερδίζει συνεχώς όλο και μεγαλύτερη σημασία, ειδικώς προς συνδρομή των πληθυσμών που υπο-εκπροσωπούνται, ή είναι περιθωριοποιημένοι και χάριν των πληθυσμών που είναι πιο μορφωμένοι, δικτυωμένοι και ευαισθητοποιημένοι, όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Γι’ αυτό κυβερνήσεις και επιχειρήσεις έχουν συμφέρον να υπάρχουν ανεξάρτητες οργανώσεις, αλλά και ιδιώτες και κοινωνικές επιχειρήσεις που να λειτουργούν ως παρατηρητήρια, ηθικοί θεματοφύλακες και συνήγοροι. Η διάχυση της γνώσης, των πόρων και των αξιών, η καινοτομία και η έμπνευση, θα είναι στην υπηρεσία των επιχειρήσεων και των κυβερνήσεων, χάριν της ειδικής αποστολής της κοινωνίας πολιτών σε ένα συνεχώς αλληλο-εξισορροπούμενο σύστημα.
Η απόσταση μεταξύ των φορέων της κοινωνικής οικονομίας και των παραδοσιακών επιχειρήσεων θα μειώνεται, όσο οι δεύτερες θα αντιλαμβάνονται όλο και καλύτερα ότι η ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων της επιχειρηματικής τους λειτουργίας, τόσο στο ανθρωπογενές όσο και στο φυσικό περιβάλλον, αποτελεί αφενός παγκόσμια ηθική προτεραιότητα, αφετέρου ότι είναι προς το συμφέρον τους. Η δίκαιη κοινωνική ανάπτυξη θα εξελιχθεί σε όλο και πιο σημαντική προτεραιότητα και η αισθητική του κυνικού επιχειρηματία με το χοντρό πούρο, το πανάκριβο, τεράστιο αυτοκίνητο, την ιδιωτική ασφάλεια και τις πανέμορφες γυναίκες γύρω του, σταδιακά θα απισχνανθεί. Τα χαρακτηριστικά της δίκαιης κοινωνικής ανάπτυξης και της κοινωνικής επιχείρησης θα πάψουν να αφορούν έναν μικρό αριθμό εταιριών και θα γίνουν ένα αναπόσπαστο λειτουργικό στοιχείο καταρχήν της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και φυσικά και της παγκόσμιας αγοράς.
Σε αυτό το περιβάλλον, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ παραδοσιακής και κοινωνικής οικονομίας, θα γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι ήδη. Όπως προβλέπει ο Τζέρεμυ Ρίφκιν[8], όσο θα πλησιάζουμε στο μέσον του αιώνα, όλο και περισσότερο το εμπόριο θα πρέπει να εποπτεύεται από ευφυή τεχνολογικά υποκατάστατα, απελευθερώνοντας ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης φυλής προς δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου στον μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα της κοινωνίας πολιτών, καθιστώντας τον κυρίαρχο τομέα στο δεύτερο ήμισυ του αιώνα.
Ο τρίτος τομέας, σημαντικός πυλώνας του οποίου είναι η κοινωνική οικονομία, είναι μια φιλοσοφία της ύστερης νεωτερικότητας, αλλά κυρίως εισαγωγή στη φιλοσοφία της μετανεωτερικότητας, ώστε να επιστρέψουμε με ευγνωμοσύνη στον Αριστοτέλη: «Αυτό που πέτυχα με τη φιλοσοφία ήταν να κάνω με τη θέληση μου αυτά που οι άλλοι τα κάνουν επειδή φοβούνται τους νόμους». Ενώ ούτε το εμπόριο, η επιδίωξη του κέρδους και η ιδιωτική κινητοποίηση, ούτε η κρατική εξουσία, οι νόμοι, οι φόροι, η γραφειοκρατία και η αστυνομία θα εξαφανιστούν, ωστόσο αυτά δεν θα αρκούν για την εκπλήρωση των ηθικών και θεμιτών ανθρωπίνων προσδοκιών και ο τρέχων αιώνας προβλέπεται να σημαδευτεί από τον καλπασμό της κοινωνίας πολιτών, του εθελοντισμού, της εταιρική ευθύνης και της κοινωνικής οικονομίας, στοιχεία που επιστέφονται από την πολύτιμη ιδιότητα της συνεργασίας, βιολογική και επίκτητη-κοινωνιογενής.
Πρόκειται για την πρωτόγνωρη στην ιστορία, γενικευμένη άνοδο της μεσαίας τάξης παγκοσμίως ως απόρροια της οικονομικής ανόδου, του βιοτικού επιπέδου και της κατανάλωσης, του μορφωτικού επιπέδου, της τεχνολογίας και του διαδικτύου, της προστασίας των δικαιωμάτων και της πολιτειότητας. Ένας βαθμός συγκεντρωτισμού και κεντρικών ρυθμίσεων σε παγκόσμια κλίμακα θα καταστεί σύντομα απαραίτητος. Ωστόσο ταυτοχρόνως το αντιστάθμισμα του θα είναι ένας τοπικός κοσμοπολιτισμός, αφού προτεραιότητα θα έχει και έμφαση θα δίνεται στο ωραίο μικρό ως προς το απρόσωπο μεγάλο, στην αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση έναντι της συγκέντρωσης, στο ευγενές αντί του ποταπού και στο ιδιωτικό και εθελοντικό σε σχέση με το κρατικό και κανονιστικά καταναγκαστικό. Όσων τα ευτελή κίνητρα, οι κλειστοί ορίζοντες, ή έλλειψη παιδείας, η απουσία κοινωνικής συνείδησης, τα επαρχιώτικα συμπλέγματα, οι τάσεις απομονωτισμού, η σπουδή ανόδου με κάθε τίμημα, ο φθόνος ή τα ζωώδη αντανακλαστικά, δεν επιτρέπουν την έγκαιρη αναγνώριση και εντοπισμό της αυθυπαρξίας ευγενών ή συνεργατικών κινήτρων και αισθημάτων και επιδιώκουν την ταπείνωση ή και συκοφάντηση του εθελοντισμού, του ενεργού πολίτη, του ευαίσθητου επιχειρηματία, του ευπατρίδη και φιλάνθρωπου ευεργέτη ή κληροδότη, του κοινωνικού επιχειρείν, της ευποιίας, καλό θα ήταν να προετοιμάζονται για κολύμπι σε αφιλόξενα νερά.
*Ο Νίκος Γιαννής είναι νομικός, Δρ ευρωπαϊκών σπουδών και εργάζεται στις Βρυξέλλες στον τομέα της διεθνούς αναπτυξιακής συνεργασίας. Εκδίδει το τριμηνιαίο περιοδικό Ευρωπαϊκή Έκφραση από το 1990 και δραστηριοποιείται στον χώρο της κοινωνίας πολιτών και της ευρωπαϊκής ενοποίησης.